ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΑΡΙΣΤΕΑ


ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΑΡΙΣΤΕΑ

Γεννήθηκε το 1970 στο Αμβούργο. Σπούδασε μουσική και μεσαιωνική - νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: "Δύο όνειρα πριν" (Μανδραγόρας 2000), "Άλλοτε αλλού" (Νεφέλη 2004), "Ωδικά πτηνά" (Τυπωθήτω, 2008), "Υπογείως" (Τυπωθήτω, 2012), "Μας προσπερνά" (Κέδρος, 2015). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΒΙΝΤΕΟ

 

Βιντεοσκόπηση και επιμέλεια από τον ποιητή Χρήστο Κούκη.

Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Ιανουαρίου 2016

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΑΡΙΣΤΕΑ
Επίθετο:  ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εργογραφία: 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δύο όνειρα πριν, Μανδραγόρας 2000
’Αλλοτε αλλού, Νεφέλη 2004
Ωδικά πτηνά, Τυπωθήτω 2008
Υπογείως, Τυπωθήτω 2012
Μας προσπερνά, Κέδρος 2015


Διεύθυνση: 

Ι. Δροσοπούλου 74,
112 57 Αθήνα


Έτος γέννησης:  1970
Τόπος γέννησης:  Αμβούργο
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΜΑΣ ΠΡΟΣΠΕΡΝΑ

 

Δραπέτισσα
(Σταδίου)

                            μούσα πολύτροπον…

Την ξέρω αυτήν την άγνωστη
Από το φως που άπλωνε
το μαύρο φόρεμά της.

Θά ’λεγα απ’ την ανάποδη
κι εκείνη πως με ξέρει
Νιώθω σαν να με παρακολουθεί
απ’ τον καιρό που ασθμαίνουσα
τριγύριζα στην πόλη
Κι άκουγα λες και από μακριά
στο αυτί μου την σιωπή της:

«Άλαλη αντίζηλος γλιστρά
με φόρα στη Σταδίου»

Άλαλη αντίζηλος εγώ
Κι ορθώνεται μπροστά μου

Ωραία η νεαρά σιωπή
Με ξέρει και την ξέρω
Εγώ κι εκείνη
άσαρκη
στο μαύρο μου
φουστάνι
Σαν κάτι θέλει να μου πει
Με τρώει για να με τρέφει
Γλυκά εισχωρεί στο είναι μου

Την τρέφω και με τρέφει.

 

Ο αυτόπτης

Στο λευκό του
πουκάμισο κλειδωμένος
είναι κάτι στιγμές βραδινές
που περνά αστραπή από μπρος μου
και χάνεται λες και σβήνει
πριν μου γνέψει
πως έφυγε
      φεύγει

Ξέρω λίγα γι’ αυτόν ασυνάρτητα
Δεν είναι από δω
και δεν είναι για κάτι σπουδαίος
Όμως έχει έναν τρόπο να πείθει
Αξιόπιστος ξένος· τον επέλεξαν
αλλουνού την υπόσχεση ν’ αθετήσει
Είναι άνθρωπος δίκαιος δανεικής
       ενοχής.
Ίσως θά ’θελε νά ’χε
μιλήσει κι αυτός για κείνη
       τη νύχτα.
Για των άλλων το άλλοθι.
Όσα είδε καθώς πήγαινε
       ερχόταν
εισχωρώντας στο
       βήμα τους

Αυτός ο άνθρωπος βουβός
με προστάζει ν’ αρθρώσω
       φωνή.

 

Εαρινή προβολή

                    I

Ήταν σκοτεινιασμένος
ο ουρανός του ονείρου
Μετά ξημέρωσε
σκοτεινιασμένη μέρα

Άνδρες γυναίκες συρροή
αγνώστων συντροφίες
Αυτός ο κύριος αυτή
με τον λευκό λαιμό
Αυτός ο κύριος αυτή
― Με το μαύρο περίστροφο
Φιγούρες δίχως βλέμμα
μου γνέφουν μου μιλούν
Τους σέρνω όλους στη δουλειά
τη μυστική συνάντηση
με τον εντεταλμένο
του μεσιτικού στη γενική
συνέλευση στην εφορία

Πουλώ το βιος μου ξεπουλώ
σάλες γεμάτες τράπεζες
λαμπρές οινοποσίες
του ύπνου μου του ξύπνου μου
εμένα σώμα και ψυχή
υπάρχοντά μου όλα
με πουλώ με ξεπουλώ
υπάρχοντά μου
          παρελθόν
αυτός με τον λευκό λαιμό
με το μαύρο περίστροφο
Φιγούρες
αεικίνητες
καλά κρυμμένα
μυστικά
γλίτωσαν όλοι
Κι ο δολοφόνος του φονιά
στο πιο ωραίο άλλοθι
μακριά στην Γουαδελούπη
Γλίτωσαν όλοι
πλην εμού
που τους ονειρευόμουν

              

              II

Έως εδώ το όνειρο
και τώρα η προφητεία

Ύπνοι χωρίς ενύπνια
Φθινόπωρο χωρίς βροχή
Τσιγάρο στον ακάλυπτο
Γυμνή το καταχείμωνο

Κανείς να μη ζεσταίνεται
Κανείς να μην κρυώνει
Από παντού να βρέχεσαι
Από παντού να καίγεσαι
Άθικτος ως πριν
Να παραμένεις

Ώστε
δεν είμαι μόνη,
καλά το είπες
Και προπαντός
που δεν περίμενες
ο κόσμος σου να φωτιστεί
από έναν κάποιο ήλιο.

 

                       ΥΠΟΓΕΙΩΣ

 

Υπό τον όρο της ζωής

Είναι της δύσκολης ζωής
η πρώτη μέρα
Τίποτα πλέον τίποτα
να πεις ν’ αλλάξεις
Ποιανής ζωής τον θάνατο να διαγράψεις
Τίποτα πλέον πουθενά
να ξαποστάσεις
Άλλαξε τέχνη να σωθείς
να μην τους βλέπεις κι αρρωστήσεις
Ποια τέχνη ψάχνεις άραγε
χρήσιμη για να δυστυχήσεις
Ποιον ξένον ποιον κακόν εχθρό
Ω και προς τί να τον μισήσεις
Άλλαξε τέχνη να με βρεις
σ’ όποια ζωή ξανακερδίσεις

 

                   ΩΔΙΚΑ ΠΤΗΝΑ

 

Είναι και δεν είναι

Λυπητερό μου ποίημα
   πρώην εποχής
Ζωγράφισε το πόρισμα
   μιας άχρηστης ζωής
Σε λίγο θ’ αντηχεί
  τετέλεσται
απ’ όλο μου το είναι
Θα λέγουν άλλος θάνατος
που είναι και δεν είναι
Λυπητερό μου ποίημα
που δεν θα διορθωθείς
δεν θα τελειώσεις καν
ούτε και θα γραφτείς
Θα λέγουν στίχοι μιας
  ποιανής;
που είναι και δεν είναι
και θα σβησθείς ζωούλα μου
   από το θεαθήναι

 

                  ΑΛΛΟΤΕ ΑΛΛΟΥ

 

Η αντοχή των σκυθρωπών

Έμπροσθεν της οικίας μου
Είχα μια λίμνη θέα
Πάντοτε γκρίζα κι ελαφρώς κυματιστή
θα τη θυμάμαι
Βλέπεις όλο την έσπρωχνε
αγέρας προς τα μένα
Ο μόνος έγινα προορισμός της
Ώσπου τα χρόνια κύλησαν
χιόνια δεν πέσαν
αποξηράνθηκε
Και να το κοίλωμα της ανομβρίας
πήλινο πιάτο στο φεγγάρι
Και να το πλήρωμα της απουσίας
κοφτή ανάσα στο σκοτάδι

 

                 ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ ΠΡΙΝ

 

Το φίδι

Σε ξανάγγιξα
Εξαίρετο φίδι
Στις γωνιές του σπιτιού μου
   χωμένο
Στις ρωγμές της ψυχής μου
   θαμμένο

Όπως κι άλλες φορές
Δεν σε σκότωσα
Σε κρατώ ζωντανό
Άλλοθί μου σβησμένο
Σε ξανάγγιξα
Εξαίρετο φίδι
Κι όσο ηχεί φοβερό
Το σκληρό δάγκωμά σου
   προσμένω


E-mail:  aristipapal@yahoo.gr