Η μπάντα
Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.
Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ,
με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής
που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε την στροφή του δρόμου.
Έτσι η μπάντα έστριψε,
και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.
Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.
[ συλλ. «Οι Πυροτεχνουργοί»]
Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας
Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.
Τα μάγουλά της βαμμένα
και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.
Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι
που ο μαραγκός δεν ήξερε από πού να αρχίσει.
Κάθισα ξύπνιος ύστερα και την κοίταζα.
Το πρόσωπο της μισό
είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.
Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.
Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννησή τους
την ερημιά του μάστορα.
[συλλ. «Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης»]
Εκείνος ο γέροντας
Τριγύρω του γιατροί, πλην όμως όλα θολά στα βόρεια τοπία της μνήμης. Τα χέρια του κύματα του ξύλου, ενώ τα μάτια, όταν τα σηκώνει μες στην απελπισία, δύο υδρόγειες σφαίρες άτακτα γυρισμένες στο υπερπέραν. Του βάζουν την πλάτη στο ακτινοσκόπιο και οι όγκοι δια μιας μέσα του «λάμπουν», νυχτερινή αεροφωτογραφία της Ρώμης είτε ομιχλώδεις (σβήνοντας ο προβολέας) κρυφές υφαλοκρηπίδες της θάλασσας, όπου τη νύχτα τις μάχεται το σκοτεινό πετρελαιοφόρο – η καρδιά του.
Τον γυρίζουν στον πνεύμονα και, ξάφνου, κάνει μια τελευταία, έτσι καθώς ύστερα από καιρό μετακινείς, σύσπαση, το ακορντεόν των γλεντιών του πενήντα που έχει αφήσει πεθαίνοντας η σύντροφος μέσα του, ενώ η φλέβα στο κάτω του ποδιού του το μέρος, στον αστράγαλο δίπλα, όπως το κρυμμένο φίδι το γάλα, ρουφάει με ρυθμική βουλιμία το χρόνο που του απέμεινε. Ύστερα πέφτει σε λήθαργο πάλι. Του λένε να ανοίξει το στόμα και το ξεχασμένο τότε σακχαρόπηκτο σαν μισοφέγγαρο ασπαίρει στον υποχθόνιο πανικό της γλώσσας, στην κόκκινη φλεγόμενη ανατολή του λάρυγγα. Κατόπιν τον αφήνουν και φεύγουν όλοι. Ακούει αυτός δίπλα του -βλέπει- λευκά τρίκυκλα καροτσάκια και νομίζει πως μοιράζουν γλυκίσματα, ακούει τους τύπους να φωνάζουν των ορών και νομίζει πως είναι πόλεις.
Σβήνει τότε μονάχος το φως και αμέσως στρέφεται να κοιμηθεί σε άλλης χαράδρας τη μουσική, ο πατέρας μου.
[συλλ. «μη σκεπάζεις το ποτάμι»]
Οι παλαιοί εαυτοί μου
Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;
Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.
Ένα κάποιο στείλε μου σήμα
Με τ’ όνομά σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ.
Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα.
Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.
Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.
Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανό του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.
Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
είμαι μόνος.
Είμαι μόνος και σε περιμένω.
[συλλ. «Κρυφός Κυνηγός»]
|