ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΘΕΡΙΝΗ
Αυτός ο λόφος δεν ήταν εδώ
αυτά τα δέντρα μας κοίταζαν από άλλη θέση
αυτά τα μισογκρεμισμένα σπίτια στο βάθος
είδαν τη στέρηση, είδαν την αδικία
κι έβγαιναν τώρα λες
από ένα βαθύ χάσμα μνήμης,
λάμποντας παράξενα στο δειλινό
σαν επιτάφια νησιά ανθισμένα.
Μέσα στους έρημους δρόμους μια σκιά,
ύστερα άλλη κι άλλη
και το φτερούγισμα μιας μακρινής υπόσχεσης
― ήχος ξερός στην αδειανή λεκάνη της καρδιάς.
Απροσδόκητα τότε ερχόταν
τεντωμένος εκείνος ο μεγάλος άνεμος
και μας έσπρωχνε όλους
πολυκατοικίες, ανθρώπους, αυτοκίνητα
και θερινά σινεμά,
ολοένα με μεγαλύτερη δύναμη
προς την τρικυμισμένη θάλασσα.
ΜΗΤΡΙΚΟ ΣΩΜΑ
Πίστεψες πως ήταν η βροχή
αλλά ήταν τα βήματα των πουλιών
στη σιδερένια καταπακτή της ταράτσας.
Πίστεψες πως ήταν ο άντρας σου
πίσω απ’ την πόρτα,
αλλά ήταν ο βήχας του που ακούστηκε
από τον άλλο κόσμο.
Πίστεψες πως ήταν επίπληξη θεϊκή,
αλλά ήταν η φωνή του εκφωνητή
στη τηλεόραση.
Τώρα βυθισμένη στην πολυθρόνα σου,
64 χρόνων, σαν από θαύμα, σταδιακά
μεταμορφώνεσαι:
γίνεσαι πάλι νήπιο, γίνεσαι παιδούλα,
κόρη που δίνει αίγλη στο χορό,
γυναίκα ετοιμόγεννη στην Κατοχή,
(με την κοιλιά στο στόμα να περιμένεις
τον αγνοούμενο άντρα σου) ,
μάνα φυλακισμένη
μες στο χρόνο
στην κουζίνα
στη συνήθεια.
Και ούτε που ακούς της εγγονής
γλυκόηχο το κλάμα
ούτε του τηλεφώνου το κουδούνισμα
― τον ακριβό χαιρετισμό
καθώς ανάλαφρη πετάς και χάνεσαι
με τα φτερά του νυφικού σου
στο σκοτάδι.
ΚΗΦΙΣΙΑ, Ή ΤΟ ΤEΛΟΣ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΗΤΑΝ ΒΡΟΧΕΡΟ
Οι εικόνες του υγρού προαστίου που αγαπήσαμε
θα σβήσουν η μια την άλλη αναιρώντας,
τα χρώματα θα πέσουν με ορμή στο νερό,
οι δρόμοι που βαδίζουμε
στο ίδιο πάλι αρχικό σημείο θα ενωθούν.
Και δεν θα ’ναι μάτι ανθρώπου,
θα ’ναι ζώο αυτό που θα μας κοιτάζει
στο σκοτάδι.
Τα σώματα που μας άγγιξαν θα μείνουν
για λίγο μετέωρα πριν το κενό τα καταπιεί,
οι χειρονομίες μάταια θ’ ανακληθούν,
η βροχή θα πέφτει χωρίς να χτυπά
τα πλήκτρα της ψυχής μας.
Και δεν θα ’ναι κερί, θα ’ναι η σελήνη
των ποιητών που θα λιώσει
στα δάχτυλά μας.
Ο λόφος που φαίνεται από το παράθυρο
αθώος θα γείρει, τρομαγμένος,
του ποταμού το στόμα θα ξεραθεί,
κάπου μακριά ένα γέλιο παιδικό
σαν νόμισμα θα κυλίσει στον υπόνομο.
Και δεν θα ’ναι χάδι αυγής φευγάτης
θα ’ναι χέρι ξυλιασμένο
ο άνεμος που θα μας χτίζει στα κράσπεδα.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Όπως ένα υπόγειο που με την πρώτη βροχή
πλημμυρίζει νερά,
όπως το τσαλακωμένο πουκάμισο
ενός μοναχικού άντρα που τραυλίζει
μπροστά στην ομορφιά,
όπως το φως του γραφείου τελετών,
όπως το εσώρουχο γερασμένης γυναίκας
που το πήρε ο άνεμος από την ταράτσα
και το κρέμασε στα κλαδιά της αμυγδαλιάς,
όπως οι προτομές που αλλάζουν αθόρυβα
θέση στο πάρκο,
όπως το πλοίο των ψυχών σκοτεινό
διασχίζοντας τα νερά,
όπως τ’ αόρατα χέρια
που ανεβάζουν τις Ακροπόλεις στον ουρανό,
όπως οι μορφές αυτών των ανθρώπων
ακίνητες και παγωμένες
στο παράθυρο ενός –φανταστικού– οχήματος
που έχει χάσει τον προορισμό του από καιρό.
ΠΑΡΑΛΙΑ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ
Ζέστη Ιουνίου, εικόνες χωρίς συνοχή,
θάλασσα που δεν καθρεφτίζεται
ακόμη εντός, φώτα
που δεν ανάβουν παρά μόνον
όταν αγγίζουν το ανέκκλητο όριο της μνήμης.
Είμαστε εδώ, Κυριακή,
στην παραλία που πολέμησε ο Κυναίγειρος,
χιλιάδες σώματα υπερυψωμένα λίγο
πάνω απ’ την άμμο,
άνθρωποι αιωρούμενοι,
από έναν ανεξήγητο, αρχέγονο πόνο
φουσκωμένοι,
όπως αυτό το θαλάσσιο αερόστατο
που ανεβαίνει ψηλά θεαματικά
και με την βοήθεια του ανέμου
χάνεται εκεί που το μάτι
σβήνει τον ορίζοντα.
ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΕ ΣΤΑΣΗ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Τι περιμένεις γυναίκα άγνωστη
κάτω από το τσίγκινο υπόστεγο;
Το λεωφορείο δεν θα ’ρθει.
Ο Έρωτας δεν θα ’ρθει.
Εκείνος δεν θα ’ρθει.
Μέσα από τις ρυτίδες σου
μπορώ να διακρίνω τη ζωή
που χάνεται
― αυτή την ασπρόμαυρη τηλεόραση
με τον ένα μόνο σταθμό
τις συχνές διακοπές, τα παράσιτα.
Στενά δωμάτια, πολλά παιδιά
υγρασία στα κόκαλα και στην καρδιά
δύσκολα χρόνια
δύσκολα χρόνια
δύσκολα χρόνια.
Δεν είσαι εσύ η γυναίκα
που θαύμασα τις προάλλες στο ELLE,
δεν σε είδα στην τελευταία ταινία
του Αντονιόνι ή του Τρυφφώ
δεν άκουσα να σε υμνούν
μεγάλοι ποιητές και ζωγράφοι.
Περνάς κάθε μέρα ανάμεσά μας
ανώνυμη, σχεδόν αόρατη
περιμένοντας πάντα κάτι
που δεν θα ’ρθει ποτέ,
γράφοντας κατά διαστήματα
κραυγές απογνώσεως
με το έμμηνο αίμα σου στον αέρα,
με φόντο τον, εξαίσια γαλάζιο,
αττικό ουρανό.
ΟΡΘΙΟΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΟΘΟΝΗ
Δεν είμαστε εμείς μες στην εικόνα,
δεν είναι το άνθος μας αυτό,
η βροχή, η αγωνία μας
το σώμα μας δεν είναι, το στόμα,
τ’ αγαπημένα μέλη, τα μαλλιά,
οι πράξεις μας μετέωρες
σαν εξαπτέρυγα, σε κάποια,
μουσκεμένη αυγήۛ·
όρθιο το προάστιο, υγρό τώρα
μας αποχαιρετά,
καληνύχτα μακρινή, ανώνυμη πλατεία,
καληνύχτα πάρκο, οίστρε του έρωτα,
ήθος μιας άλλης μοναξιάς, καληνύχτα,
δεν είμαστε εμείς μες στην εικόνα
όχι δεν είμαστε.
ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗ
Είκοσι χρόνια πεθαμένη την είδα στη θέση
που ήταν το πηγάδι του παλιού σπιτιού.
«Πρέπει ν’ ασπρίσω, έρχεται Πάσχα» μου είπε.
Κοίταξα πάνω από τον ώμο της στο αντικρινό
οικόπεδο, εκεί που το πρωί χαλούσαν
τον κόσμο τα παιδιά: ένα παλιό στρώμα,
σακούλες πλαστικές, μια σπασμένη λεκάνη
κουτιά κόκα κόλα, σκουπίδια.
Εδώ ήταν το σπίτι της κυρά Ευθυμίας,
εδώ ζούσε με την αδελφή της τη Μαρίνα
τη γεροντοκόρη, εδώ ερχόταν κάθε μέρα
η Μαριάνθη Μπαλαμπάνη τον χρόνο –μια ζωή–
ξεγελώντας με τεχνάσματα, τα πράγματα
τρυφερά αιχμαλωτίζοντας στα γαλανά της μάτια,
σα να ’θελε να μην τ’ αποχωριστεί ποτέ.
Όταν η νύχτα έπεφτε, τις έβλεπα
και τις τρεις τριγύρω απ’ το μαγκάλι
–μοίρες καλές– να ζωντανεύουν ίσκιους
από το παρελθόν και να μιλούν για τόπους
μιας Πατρίδας που δεν γνώρισα: Σερίκιοϊ,
Σεβδίκιοϊ, Σμύρνη, Μαινεμένη.
Μαριάνθη Μπαλαμπάνη, κυρά Ευθυμία, Μαρίνα,
ελάτε στο μικρό σπίτι να συνεχίσετε
την κουβέντα που αφήσατε στη μέση
κι ανάψτε πάλι το μαγκάλι σας, τώρα,
που το χιόνι έχει σκεπάσει τις ψυχές
και κανένα ρούχο, κανένα φως, καμμιά φωτιά
τεχνητή δε φαίνεται ικανή να μας ζεστάνει.
|