Επιλογή ποιημάτων από τις συλλογές
ΔΩΡΗΤΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ, εκδ. Πλέθρον 1988
Ποιητής
Ακροβατεί
χωρίς δίχτυ
στο κενό
γράφει
γαντζωμένος σαν τον εργάτη
που ισορροπεί
στο μαδέρι
με το μυστρί και το πηλοφόρι
Όμως η πτώσις του είναι βέβαια
Χριστούγεννα ΄86
Και πέφτει η οβίδα
στη φάτνη του Χριστού
ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Οι παγωμένες ανάσες των περαστικών
γεμίζουνε άσπρα μπαλόνια το υπόγειο…
της Ομόνοιας
φάτνη των αστέγων
στις μαρμαρωμένες σκάλες πλάι
στην είσοδο
ένας ρακένδυτος Οιδίπους
-έλεγχος ταυτότητας αισθημάτων
ανεξιχνίαστο το έγκλημα-
ψάχνει με τα σκαμμένα μάτια του τα μάτια μας
φορεί κάτι μεγάλα βατραχοπέδιλα
αντί παπούτσια
τρελός λένε, χορταίνοντας την περιέργειά τους
(Αλλά
πως θα κολυμπάει στην τόση δυστυχία του;)
Κολλάζ
Ώ νύξ χρυσέων άστρων τροφέ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το κυπαρίσσι
η γραβάτα του πένθους
το δάκρυ του γκιώνη κυπαρισσόμηλο
ανοίγει πηγάδι το τρυπάνι του γρύλου
στηθοσκοπεί τη νύχτα
το τρίξιμο των καρπουζιών που μεγαλώνουν
στη σιγαλιά του κάμπου
του τριζονιού το πριόνι κόβει το δέντρο της γνώσης
αγέρας παίρνει το καλιμαύχι της νύχτας/ το φεγγάρι
Μη το λες Μεγάλη Άρκτο
το εφτάχαντρο κομπολόι του Θεού είναι
τα αποσιωπητικά των άστρων που αυτοκτονούν…
τα λόγια που δεν πρόφθασαν οι αυτόχειρες
Κι ακόμη ο γυμνός ζάπλουτος Έρως
το καπάκι της νύχτας που αμνηστεύει τους πόθους
Ονειροδίαιτοι πετεινοί κουρδίζουν τα ρολόγια τους
τα συμβουλεύεται ο θεός να ξημερώσει
Γυρίζει ο χρόνος πλευρό
Μαζεύει η νύχτα τα αποφόρια της
σχίζεται ο χασές της καθώς
οι εργατικές συνοικίες γαζώνονται
απ’ τις ρουκέτες των ξυπνητηριών
αλλόφρων ύπνος
πέφτουν καρατομημένα τα όνειρα στο καλάθι της αυγής
…. Κοκκινίζει
Ώρα που ο νυσταγμένος φάρος σβήνει το τελευταίο του
τσιγάρο
κι ο θεός εκλιπαρεί συγγνώμη απ’ όσους έριξε χωρίς φωνή
Κι ο σκουπιδοφάγος της μνήμης
συνέχεια να αλέθει…
ΜΕΣΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδ. Σοκόλη 1999
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ
Σας κληροδοτώ φίλοι μου
Τις Τέσσερες Εποχές
Να ΄χετε να πορεύεσθε
Όταν οι άλλες
Συγχωνευθούν σε Μία
Τα ωραία ηλιοβασιλέματα
Στην Πάργα στη Θήρα στη Μήθυμνα
Μια λωρίδα θάλασσας
Κιτριές Κορώνη Φοινικούντα
Προπαντός τα ωραία ποιήματα
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ, ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΚΗΣ, ΕΛΕΝΗ
ΧΑΡΗΣ, Ι5η ΚΡΑΥΓΗ, … Μυριάδες άλλα
Τους λίγους μου στίχους
Ίσκιους κι’ απόηχους
Αγαπημένων ποιητών
Τα λίγα μου υπάρχοντα
Στους άρχοντες άστεγους
Που δεν θα τα χρειάζονται
Σας αφήνω τον ίσκιο μου
Ν’ αναπαύεστε
Εν ώρα μεσημβρινής νοσταλγίας
Και σε σας μαθητές μου
Τι να αφήσω
Που μου όλα τα πήρατε;
ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
Κι’ αργότερα
Στα άγρια μπλόκα
Στα μεγάλα κλεισίματα
Στη βράση του εμφυλίου
Στη χάση του Αντάρτικου
Σε διασταυρωμένα πυρά η γιαγιά
Ζωσμένο το σπίτι ως τα δόντια
απ’ οπλισμένους
Απελπισμένη
Βγαίνει στην πόρτα
Με το δρεπάνι στο χέρι
Αφήστε με να πάω να θερίσω
Κι’ άνοιγε δρόμο
Φυγαδεύοντας
Κάτω απ’ τα φαρδιά της φουστάνια
Τον παππού
(ξεγεννώντας τον δεύτερη φορά)
Ενώ πίσω το σπίτι λαμπάδιαζε
Με αυτό το δρεπάνι
Ξενοθερί-
ζοντας
Μας Ανάστησε
ΚΑΒΑΦΗΣΜΑΤΑ
Στο πορτραίτο της έκδοσης Καλμούχου
Κλείνει με σημασία λίγο το μάτι
-επάγγελμα: Είρων-
Ελαφρά σηκωμένο το φρύδι
Και εκεί που πιστεύεις
Πως δεν υπάρχει τίποτα
Πείθει τον καθένα
Πως κάτι συνταρακτικό Συμβαίνει
Ζωής ή Θανάτου ζήτημα
Πέρασε στα χρυσά της Ιστορίας
Αυτός ο μεγαλύτερος πλαστογράφος Της
Περιοχές της ολόκληρες
(ξεχασμένες επικράτειες)
Τις ξεχέρσωσε Τις αποχαρακτήρισε
Πολιτογραφώντας τες ανεπαισθήτως
Σε ατόφια Ποίηση Εσαεί χλοάζουσα
Το κελαηδούσε ένα βράδυ ένα πουλί
Το λέγαν Ελένη ή Νόρα
Βακαλό ή Αναγνωστάκη
Ή κάτι τέτοιο
Πάντως ήταν πουλιά
Που τιτιβίζανε συχνά μελωδικά
Στα της Ποιήσεως τα υψηλά
Το ένα είχε κήπους στα μάτια
Το άλλο ήταν το ίδιο το δάσος
Δάσος καστανιάς
Κήπος μέσα σε δάσος ή
Δάσος μέσα σε κήπο
Ή κάτι τέτοιο
Ίσως σειρήνες
ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ
Του καπετάνιου Δημήτρη Γιακουμάκη
που από τους πρώτους την περιέθαλψε
Δεν υστερεί σε μαρτυρολόγιο
Σε προγραφές διαγραφές
Σε πρόωρους θανάτους
Από κακουχίες κι αδικίες
Ανακοπές και αηδίες
Δεν της λείπουν τα Αναστάσιμα Ευαγγέλια
Κατά Μάρκον, Λουκάν…
Τα κατά Ματθαίον πάθη της..
Τα Βυρώνεια άγχη της
Τ΄ ανθισμένα Νταμάρια της, οι Πύργοι της, ηΑίγλη της
Μετρά εκπεσόντες Αγγέλους
Πρίγκηπες του πένθους, της αυτοανάλωσης
Εχει Ζεφύρους και Πρωτόκλητους
Τον Πρόδρομο, τον άπιστο Θωμά της
Και πόσους ακόμη ψυχοσυντήρητους
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένους
Κι από Γραμματοφαρισαίους ξεχασμένους
Την αδικώ και ΄γω
Με τούτο το ατελές
Λυμφατικό σχεδίασμα
Που αφήνει τη μισή
-προσωρινά-
Και πλέον απέξω
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ …ΚΑΙ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ’ εκδ. Γαβριηλίδης 2005
ΟΜΗΡΙΔΕΣ
Διπλά κατάδικοι
Οι ποιητές
Καταδικοί σας δηλαδή
Αλλά και όμηροι
Στα ανήλιαγα λατομεία της γλώσσας
-είλωτες λέξεων-
Πελεκάνε δινήεντα φωνήεντα
Στην πνιγερή σκόνη του καιρού
-συνεχίζοντας την ομηρία
Στα άνυδρα νταμάρια της Σικελίας-
Χωρίς ελπίδα να τους ευσπλαχνιστούνε
Άμουσοι δήμιοι του Σήμερα
Σε ποιόν ν’ απαγγείλεις τα επιτύμβιά τους;
Ποιος να σε ευσπλαχνισθεί;
ΝΕΟΙ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΕΣ
Της Βάσως Μπάρλα-Καραντώνη
Μετανάστες
Τους ανάσταιναν πρόσκαιρα
Οι χοροί και τα τραγούδια τους
Αυτό ‘ολο κι όλο
Το βιος και η πατρίδα τους
‘Ετσι άντεξαν τα γράδα υπό το μηδέν
Του Canada και της Γερμανίας
Και λίγο χώμα
Δεμένο στο μαντήλι ή
Σ’ ένα βάζο από γλυκό κυδώνι
Για το μεγάλο ταξίδι
Πεθαίνουν στα ξένα ένας ένας
Μιλώντας γλώσσα ακατάληπτη
Σ’ εγγόνια και δισέγγονα
Ποιος θα καταγράψει
Το άγραφο έπος του ξεριζωμού τους
Τη χαμένη Ατλαντίδα της λογοτεχνίας μας;
ΝΕΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ 1990
διαρκής προσφυγιά η πατρίδα μου
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Στο βλέμμα του
-από Βάθης μέχρι Μεταξουργείο-
το παράπονο
που δεν τους αναγνωρίζουμε
για δικούς μας
-όπως οι μνηστήρες τον ρακένδυτο Οδυσσέα-
Έχουν ξεχάσει τη γλώσσα μας
Είναι οι παλιοί δικοί μας
του ΄30, του ΄50. Του ΄60
-μετενσαρκωμένοι-
που ξαναγύρισαν ναυαγισμένοι
από τα 4 σημεία του ορίζοντα
Υπερχειλίζει στο βλέμμα το φαρμάκι
για τη μη Αναγνώριση
Αυτή η βουβή
η άλαλη τραγωδία τους
(μπαίνω στο λεωφορείο μαγεύομαι από τη βαβέλ των
γλωσσών
Πόσο μεγάλωσε η πατρίδα μου!
Πόσο μικρόψυχη στον πόνο και την πίκρα έγινε…)
ΕΘΝΙΚΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
μεσοεπιτελικό
Στον πάγκο βέβαια ο Δικταίος
Να δικτυώνει τους υπόλοιπους
Στο μίτο της συνέχειας
Βοηθός του ο Λάζαρης
παλιά δόξα του Απόλλωνα
(πόσοι το ξέρουν;)
Αναντικατάστατο σέντερ φορ ο Στεργιάδης
μέσα σε όλες τις φάσεις
Τερματοφύλακας ο μητρικός Καρούζος
πίσω απ’ τα γκολ-ποστ
στο πόστο του ο Εγγονόπουλος
Τροφοδότης ο Αναγνωστάκης
Γεμίζει το γήπεδο
στην παράταση πρώτος
φουνταριστός ο Βενέτης ο Πούλιος ο Θεοδωρίδης
ο Τζανετάκης ο Κουτσούνης ο Χουλιαράκης
Αμυντικός ο Πατίλης ο Δενέγρης ο Γκιμοσούλης
Χρυσή αλλαγή ο Καζαντζής
και στο πόδι του ο Ευαγγέλου ο Ζαφειρίου κι ο Καλαϊτζής
Στη μετακριτική του αγώνα
ο άφθαστος
γαυρόψυχος
Παντελής Μπουκάλας
Γηπεδοφύλας ο Μάρκος Μέσκος
να αγρυπνεί για τους εκτελεσμένους
Αναπληρωματικός ο Λάγιος ο Λάσκαρης ο Βέης ο Κακί-
σης ο Χρονάς
Αναντικατάστατος ο Βαγενάς ο Σουλιώτης ο Παπαγεωρ-
γίου ο Λυκουρόπουλος
και γήπεδο
άπαρτη έδρα
το πρόσφατα ανακαινισθέν
αειθαλές ΔΕΝΤΡΟ
των Μαυρουδή- Γουδέλη
και εναλλακτικά
το ανοικτό
υψηλών προδιαγραφών
Η ΛΕΞΗ
των Φωστιέρη- Νιάρχου
ΟΝΕΙΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, εκδ. Γαβριηλίδης 2013
ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΡΑΓΜΑ Η ΠΟΙΗΣΗ
στον Αλέξη Ζήρα
Ακάματο ραβδοσκόπο Της
Και να την γράψεις
Και να την καταλάβεις
Και περισσότερο να τηνε μεταλάβεις
Χρειάζεται, λόγου χάριν
να έχεις κάνει σαράντα χρόνια καφετζής
Να έχουν βγάλει κιρσούς τα πόδια σου
Για να αξιωθείς να μεταλάβεις τον στίχο του Έλιοτ
Μέτρησα τη ζωή μου με το κουταλάκι του καφέ
Χρειάζεται να έχει κάνει χρόνια
λιθοξόος ξυλογλύπτης τροχιστής
Ωρολογοποιός μαρμαρογλύπτης
ψηφιδωτοποιός ξυλουργός
Να έχεις χάσει δάχτυλα
Για ν’ αρχίσεις να μπαίνεις
κ ά π ω ς
στο πνεύμα της
MARE NOSTRUM
Κι όλη τη νύχτα
τρελή η θάλασσα
δεν ησύχασε
Νανούριζε τους πνιγμένους της
έπλενε στα βράχια τα προικιά της
Μην της λερώνεις τις δαντέλες
Το πρωί κατεβαίνοντας
ΣΙΣΥΦΟΣ
Γράφω συνέχεια
Να γίνω ποτάμι λέξεων
Να περάσω μέσα σου
να σε κατοικήσω για λίγο
όπως εσύ με κατοικείς για πάντα
ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ Τ΄ΑΛΟΓΑ ΠΡΙΝ ΓΕΡΑΣΟΥΝ
Τα παλιά άλογα του αγέρωχου ιππικού
Μετά την αποστρατεία συνήθως σέρνανε κάρα
ταπεινωμένα κάτω από το μαστίγιο σακάτηδων
Αλλά όταν αφουγκράζονταν σάλπιγγα
περνώντας έξω από το στρατόπεδο
ξαφνικά χλιμίντριζαν σύγκορμα
σηκώνονταν όρθια
δάκρυζαν
Χρειάστηκαν να περάσουν 35 χρόνια μαθητείας μου
Στις αίθουσες σχολείων
κι απόμαχος τώρα να το θυμηθώ
καθώς περνούσα απρόσεχτα
έξω από κάποιο σχολείο
ακούγοντας το κουδούνι
δάκρυσα κι εγώ
για τα αγύριστα νιάτα μου
που κύλησαν αβάσταχτα βαρέλια στην άβυσσο
και οίκτιρα κάποιους, λιγοστούς συναδέλφους
ανυποψίαστοι για το θαύμα γύρω τους
ότι ασκούσαν το αριστοκρατικότερο των επαγγελμάτων
το χωρίς ημερομηνία λήξεως
-άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι λέγουσιν-
Που συνεχώς μιλούσανε
για το πότε θα συνταξιοδοτηθούνε
πιπέρι στη γλώσσα τους
και απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο
ΠΑΓΚΑΚΙ
Απαγκιάζει στο παγκάκι του πάρκου
Πάνω στο ζεστό μπάλωμα μιας απουσίας
Με αυτό λιγοστεύει τη μοναξιά του
Με αυτό θα ζεστάνει τον χειμώνα του
Στο σχολείο που μαθήτευσα τέσσερα χρόνια διευθυντής
Το μόνο που κληροδότησα πίσω μου
Εκτός από το δέντρο της ποίησης στις σκάλες
Που βγάζει πραγματικά σταφύλια
(Αρκεί να πιστεύεις στο θαύμα
Και θα τα κόψεις, θα τα γευτείς)
Ήταν
Μια ράμπα ΑΜΕΑ
Κι εφτά παγκάκια
Για να βρίσκουν φιλόξενο χώρο
Την άνοιξη οι ερωτευμένοι μαθητές
Γι’ αυτή την προίκα μου σεμνύνομαι
Και προπαντός για τη ράμπα
(Ταπεινά, Ιωάννης ο Ακτήμων και κατ’ άλλους κοινοκτήμων)
|