Συμπάσχοντας με την ανθρωπότητα
Στέκομαι έκπληκτος
Και με κοιτώ
Έγινα αυτό που πάντα ονειρευόμουν
Οδεύοντας αργά και σταθερά
Υπηρετώ πειθήνια την τάξη
Με πείσμα ακολουθώ τον ίσιο δρόμο
Στέκομαι ασάλευτος όπου με ακουμπήσουν
Οι αρθρώσεις μου δύσκαμπτες
Πέφτοντας δυσκολεύομαι να σηκωθώ
Ένα κλειδί μου τρυπά επίμονα την πλάτη
Δεν διαμαρτύρομαι ποτέ
Αδιαμαρτύρητα όλα τα υπομένω
Με αισθήματα μεταλλικά
Με γλώσσα ανύπαρκτη
Αφήνομαι στο έλεος
Όσων με διαλύουν Όσων με σπάνε
Όσων με κλωτσάνε Όσων με πετάνε
Όμως εμένα μου αρκεί
Μόνο για πάντα να με θυμούνται
Γι’ αυτό που πάντα ονειρευόμουν
Γι’ αυτό που έγινα
Ένα Κουρδιστό Ανθρωπάκι
II
Είμαι
Ένας άνθρωπος τυχερός
Ζω από την επικερδή διαχείριση ενστίκτου
Και την επιτυχημένη εξάσκηση της
Αισθηματικής αλητείας
Είσαι
Ένας άνθρωπος ευτυχισμένος
Όταν χορεύεις εξαφανίζεσαι
Και τότε
Τ’ όνειρό σου
Κυνηγάει
Τη σκιά του
Είναι
Ένας άνθρωπος κανονικός
Ο Θεός του έδωσε
Ένα κεφάλι υπολογιστή
Ένα σώμα γραφείο
Μια καρδιά χρηματοκιβώτιο
III
Αν κάποιος είναι σημαντικός
Δεν τον αφήνεις να φύγει
Τον φυτεύεις σε μια γλάστρα
Τον ποτίζεις
Τον βάζεις στο φως
Τον ονομάζεις
Άνθρωπο Εσωτερικού Χώρου
Κάποτε μια μύγα θα τον φτύσει
Κάποτε ένα κατοικίδιο θα τον μασήσει
Κάποτε ένα παιδάκι θα τον μαδήσει
Κάποτε η αδιαφορία θα τον μαράνει
Δον Κιχώτης
Το αποφάσισε
Σήμερα θα γίνει ελαφρύς
θα βγάλει το σιδερένιο κοστούμι και τη χαλύβδινη γραβάτα
θα πετάξει το γραφείο στο κενό απ’ το παράθυρο του ορόφου
θα φορέσει μόνο καθαρό φίνο κρύσταλλο Βοημίας
Το αποφάσισε
Σήμερα θα γίνει
ένας κρυστάλλινος παράφορος ιππότης
σήμερα θα γίνει ένας αλλοπαρμένος φούρναρης ιππότης
κάθε χάραμα θα ζυμώνει τον κόσμο που επιθυμεί με άνθη λωτού έπειτα θα γεμίζει τον ουρανό με αφράτα πολύχρωμα
μπαλόνια καρβέλια για να ταΐζει πλάνητες αγαθούς κι ονειροπόλους
Το αποφάσισε
Σήμερα θα γίνει οπαδός της ανάποδης σκέψης
άλλωστε για τον περιπλανώμενο στην έρημο της τρέλας
η μόνη ελπίδα είναι το παράλογο
κι αυτός προχωρά μόνος
ντυμένος στα λευκά γιατί
η έρημός του είναι απ’ αλεύρι
τα μπαλόνια τα τρυπούν μνησίκακα πτηνά
και τα καρβέλια πέφτουν επάνω του σαν μετεωρίτες
τα όνειρα του αλέθονται στη μυλόπετρα της αλήθειας
περνούν μέσα από τρύπια ανεμόμυλων φτερά κι έπειτα
πασπαλίζουν τα σύννεφα με την αδιαφορία του αέρα
Κι η Δουλτσινέα;
H Δουλτσινέα του ήταν ένας άγγελος τραβεστί που τον ξεμυάλισε φορώντας μια περούκα ξανθιά και το μακρύ δαντελένιο νυφικό της απάτης
Το αποφάσισε
Σήμερα θα σπάσει την ελαφρότητα
σε χίλια κομμάτια
για ν’ απογειωθεί
χωρίς πανοπλία
Αγγελόπτερο
Πόσο να σκάψει ακόμα το βιολί
Στο ασημένιο φλιτζάνι του καφέ
Για να εξορύξει χώμα ;
Οι άγγελοι Σαν αυγά Πρώτα μέσα στις φλόγες επωάζονται Κιτρινίζουν σαν ηλιοτρόπια Κι έπειτα Απ’ το ρουθούνι μιας καμινάδας Ξεχύνονται σε σμήνη Κολλούν δυο σύννεφα φτερούγες στη ράχη του ο καθένας Ακολουθούν τα ίχνη της όξινης βροχής Τα δάκρια μιας άρπας Κι εγώ που έχω μάθει από μικρή να ξεχωρίζω έναν ερωτευμένο άγγελο Τον βλέπω να παίζει βιολί Για μια παράξενη αγάπη Για τους μνηστήρες που μαρμάρωσαν στον χρόνο Κρεμιέται από τον πολυέλαιο Ενός καμένου θόλου Με το δοξάρι του μονομαχεί Τρυπώντας άτακτες νότες Τόσο χαριτωμένα Τραμπαλίζεται Στα ξέφτια μιας γιρλάντας Στο παραμύθι που έγινε Σαπίλα Πολυτελείας
Έμεινα έκπληκτη να τον κοιτώ
Όπως υπέρλαμπρος πετούσε
Πριονίζοντας με το δοξάρι
Τον λαιμό του
Πιάσε, μου φώναξε
κι ευθύς μου πέταξε
σαν τόπι χρυσό
κομμένο το κεφάλι του
που φέγγοντας
ακόμα χαμογελούσε
Το κουκλόσπιτο
Όταν ήσουν μικρή
Έπαιζες με τις κούκλες σου κρυφτό
Μια μέρα έτρεξες να κρυφτείς
Εκεί όπου κανείς δεν μπορούσε να σε βρει
Τότε κλειδώθηκες κατά λάθος σε λιλιπούτεια φυλακή
Η γάτα του σπιτιού κατάπιε κατά λάθος το κλειδί
Η απουσία σου κατά λάθος δεν έγινε από κανέναν αντιληπτή
Κάποτε κατά λάθος μεγάλωσες
Τότε τα χέρια σου βγήκαν από τα παράθυρα
Τα πόδια σου από την πόρτα
Και το κεφάλι σου από την καμινάδα
Η απόδρασή σου απ’ το κουκλόσπιτο
θεωρήθηκε κατά λάθος επαναστατική
|