1.
Πατάνε εμβρόντητοι σταφύλια
με σώμα σημειωτόν,
όχι με όλο τους το βάρος φυσικά
μα με τη δύναμη που έχουν τα παιδιά
όταν ξυπνάνε.
Αγριεμένοι γέροντες ανεβαίνοντας
πισώπλατα στο πουθενά.
Που γεύονται επιτέλους την αφή
πέφτοντας στα γόνατα,
λαχανιασμένα χλιμιντρίσματα,
στη μουσική του σταφυλιού που λιώνει.
Γδύνονται σχεδόν μετέωροι, γδαρμένοι.
Σαν εσώρουχα που σκίζονται
απ' το περιεχόμενό τους,
και βγαίνει στην επιφάνεια η ψίχα,
τα λιωμένα κουκούτσια
της ανακύκλωσης του χρόνου.
Πέφτει βροχή, σουρουπώνει, στάζει μούστος.
Πίνουν απ' τα κόκαλα βγαλμένοι.
2.
Έβριζα τ' όνομά σου στα βράχια.
Κυλιόμουν στο χορτάρι και το δάγκωνα
γλείφοντας και καθαρίζοντας
τις λασπωμένες ρίζες των αγριόχορτων
που έκοβες χορεύοντας,
γιατί σ' έσπρωχνε το άλλοθι
που ψάχναμε στα μάτια σου.
Έλιωνα τη μούρη μου στις μυρωδιές του χορού σου.
Απουσίαζα σε μια γιορτή
σκηνοθετημένη από άγρυπνα ζώα
που τρίβονται νυχθημερόν
αποσπώντας τις δονήσεις του χορού από το σώμα,
ανοίγοντας ρωγμές που εσωτερικεύουν την επιφάνεια.
3.
Τόση αυτοσυγκράτηση θυσιασμένη
για ένα ποίημα,
ένα μάθημα,
που με νεύματα, χειρονομίες, τραυλά συνθήματα
ραγίζει την κλεψύδρα
όπου έχουν κρυφτεί τα πράγματα
που κυνηγάμε,
απελευθερώνοντας
την αποτελεσματικότητα των αισθημάτων
όταν ξυπνούν τα τραύματα
και ισορροπούν τα νιάτα και τα γηρατειά
στις απουσίες.
Όσο κι αν ματώνουν τα γόνατα,
δε θρυμματίζονται εύκολα τα κόκαλα.
Δε γίνεται λιώμα ποτέ το σώμα.
Σκίζουμε τις ρώγες των δαχτύλων
γράφοντας και χαϊδεύοντας,
πλάθοντας εικόνες.
Χαράζοντας με το αντικλείδι του πάθους
το πένθος που θέλουμε να ξαναζήσουμε.
Το πένθος που παγώνει το χρόνο.
4.
Κανένα υπόγειο δεν τον χωρά,
όσο ιδρώτα κι αν έχυσε
όταν έπαιζε
και γλιστρούσε στο κυνήγι του ζώου
φτερουγίζοντας φέτες φωτός,
βυζαίνοντας τη σάρκα που ήταν
για να γίνει κάτι άλλο.
Σαν τίγρης ανώνυμων αισθημάτων,
που ξέσκιζε τη σκέψη για να την ξαναγεννήσει.
Θα μείνει μόνος στο σπίτι
που γκρέμισαν τα ποδοβολητά
των κυνηγημένων ζώων.
Θα μείνει μόνος με τους ήχους.
Γιατί τα ζώα,
πριν αποκτήσουν βάρος
απ' την απώλεια του σώματος,
πριν χάσουν δηλαδή την ενστικτώδη μνήμη,
βγάζουν τη γλώσσα έξω
στ' αστροπελέκια
και στις βροντές των βουνών,
στα διψασμένα κυπαρίσσια.
Κουρασμένα δήθεν,
ανεβαίνουν στα κρεβάτια να μας νανουρίσουν
και μας κατασπαράζουν,
απρόσωπα ναυάγια της Ιστορίας καθώς είμαστε.
|