Εργογραφία: |
Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
«Λερωμένο ρούχο», διήγημα. Βραβεύτηκε με έπαινο (και εκδόθηκε) από τον Πανελλήνιο Όμιλο Ενίσχυσης Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων, τον Μάρτιο του 1996.
Χρονικό μιας πρεμιέρας, συλλογή διηγημάτων, Εξάντας, Ιούνιος 1997
Συναντήσεις και ενοχές, συλλογή διηγημάτων, Κέδρος, Φεβρουάριος 2000. Το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2001 και για το Βραβείο Λογοτεχνίας 2001 τού περιοδικού Διαβάζω.
Μισάντρα, διηγήματα, Κέδρος, Νοέμβριος 2005. Το βιβλίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2006, με ψήφους 8 έναντι 1 (σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά της Κριτικής Επιτροπής).
Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά (λογοτεχνικό περιοδικό του Βερολίνου Lettre International, Δεκέμβριος 2001), στα γεωργιανά ("Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος", Department of Modern Greek Studies, Tbilisi State University, 2003), στα αγγλικά ("Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος: Angelic & Black, Contemporary Greek short stories", Cosmos Publishing -Νew Jersey, U.S.A., σε επιμέλεια και μετάφραση τού καθηγητή Μεταφρασεολογίας και Διαπολιτισμικών Σπουδών τού Α.Π.Θ. Νταίηβιντ Κόνολι, Μάιος 2006).
Θεατρικά έργα του: Ο Ταχυδρόμος των Ονείρων (έργο για παιδιά, παρουσιάστηκε από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών το χειμώνα του 1998)
Το νησί του μάγου Ιουλίου ντε Βερνί ("Απάνοιξη" 1997), Της θάλασσας η θυγατέρα (παρουσιάστηκε από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας τον Ιούνιο του 1998 και τον Μάϊο του 1999), Φως ("Απάνοιξη", Απρίλιος 2007), Ηλιακό, Πέντε εποχές.
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
Θηλαία άλως
Την τελευταία φορά που πήγε η Αρτεμισία να την ταΐσει και να την καθαρίσει, ο γιος και η νύφη τής γριάς την έδιωξαν.
-Άφησέ την ήσυχη, ξέρουμ' εμείς.
Τα τρία επόμενα μερόνυχτα η Αρτεμισία άκουγε τη γριά να μουγκρίζει, θες από πείνα, θες από ξύλο.
Την τέταρτη μέρα η Αρτεμισία μπήκε στο κοτέτσι της, πήρε πέντε αυγά και τα 'βρασε καλά. Τα καθάρισε και τυλιγμένα σε μια καθαρή πετσέτα τα 'βαλε στην τσέπη της. Βγήκε στην αυλή να σκουπίσει. Σε λίγο είδε τον γιο και τη νύφη της γριάς να φεύγουν. Τους γύρισε τον κώλο μέχρι που έστριψαν στη γωνία. Αμέσως όρμησε στο σπίτι της γριάς. Έσπρωξε την πόρτα, αλλά συνάντησε αντίσταση. Έσπρωξε και πάλι. Η γριά μούγκριζε. Έσπρωξε ξανά, μια καρέκλα έπεσε, η πόρτα άνοιξε και χίμηξε προς τα έξω η βαριά μυρωδιά. Η Αρτεμισία πήδηξε πάνω από την καρέκλα και προχώρησε προς το κρεβάτι. Η γριά ήταν δεμένη στο κρεβάτι... έτσι... σαν το Χριστό. Από τα ανοιγμένα παράλυτα σκέλη της έτρεχαν ακαθαρσίες. Η Αρτεμισία την έλυσε, έβγαλε από την τσέπη της τα πέντε αυγά και τα 'ριξε μέσα στον μαραμένο κόρφο? οι ρώγες τής γριάς και οι περί τας θηλάς της κύκλοι φούσκωσαν αμέσως. Εκείνη, αργά, με χέρια που έτρεμαν, τη χάιδεψε κι ύστερα έψαξε τ' αυγουλάκια, ζεστές λευκές βεντούζες. Μπουκωμένη, ψέλλισε. Η Αρτεμισία δεν κατάλαβε. Μόνο τής χαμογέλασε και, αφού την καθάρισε ανάμεσα στα πόδια με την πετσέτα των αυγών, της είπε χαμηλόφωνα λόγια παρηγορητικά, που ένα μέρος αυτών έφτασαν στ' αυτιά της γριάς κάπως έτσι:
-Για γιαεναέ νάσι γάσι γάαρ γάξα να 'ρθω. Θα.
Και βγήκε απ' το δωμάτιο.
Έπεσε πάνω στο γιο της γριάς.
-Κοντά θα τα πληρώσεις μαζεμένα, του πέταξε στα μούτρα.
Και τον προσπέρασε.
Ιλύς τού χρόνου
...Και το πνεύμα εν είδει περιστεράς...
Μόνον ο Χρίστος είδε, μεσάζων στο αόρατο, εκείνο το πρωινό των Θεοφανείων τού 195..., το σιδερένιο σταυρό να φεύγει από τα χέρια τού δέσποτα και να γίνεται περιστέρι, ίδιο κι απαράλλακτο με την πιτσιλωτή τεφρή βούτα που διάλεξε ο Πρόδρομος, το ξαδερφάκι του, μες απ' το κουμάσι, στην αυλή της θείας Λευτερίας, στο σπίτι της οποίας το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει ο Χρίστος στέγη και παρηγοριά, όταν ο Αναστάσης, ο μεγάλος του αδερφός, του πέταξε για άλλη μια φορά το κρεβάτι του στο ποτάμι και τον έδιωξε, εκεί, στης θείας Λευτερίας, όπου είχε βρει καταφύγιο, χρόνια τώρα και το άλλο ορφανό, ο Πρόδρομος, για το ποτάμι, για το Σταυρό αύριο, αυτό το πουλί θ' αμολήσω.
Είδε μετά ο Χρίστος να στέκει ακίνητο το σταυροπούλι στον αέρα και να μαρμαρώνει το ποτάμι, τον κόσμο και το χρόνο, πάγος παντού, απ' άκρη σ' άκρη, οι άλλοι βουτηχτές μένουν μετέωροι στο κενό -σώζεται σχετική φωτογραφία δαιμόνιου της πόλης φωτογράφου.
Σιωπή του πάγου.
Ύστερα το τεφρό το σταυροπούλι ράμφισε τα ονόματα εντεύθεν και εκείθεν του θανάτου και είδε ο Χρίστος ν' ανεβαίνουν από κάτω, από τη μεριά που το ποτάμι γλύφει νύχτα μέρα τα μνημούρια, οι παραχωμένοι της πόλης, ντυμένοι έτσι όπως τους βρήκε ο θάνατος, πήρε όλη αυτή η Εκάβη των νεκρών και ανέβαινε αργά προς το σημείο όπου πέφτει κάθε χρόνο ο Σταυρός, γλιστράει πάνω στο μαρμαρένιο αλώνι.
Κι από την απέναντι μεριά, προς τις πηγές του ποταμού, είδε να κατεβαίνουν γυμνοί οι αγέννητοι της πόλης, τσουλήθρα πάνω στον πάγο.
Νεκροί κι αγέννητοι έσμιξαν στην πλατεία του ποταμού και ύστερα χώθηκαν αργά μέσα στο μαρμαρωμένο πλήθος κι έβρισκε ο καθένας τους δικούς του.
Ήταν οι ζωντανοί, έτσι ασάλευτοι, ίδιοι κι απαράλλακτοι με Κουκουνιά, ανθρώπινα ζαχαρωτά, που κουβαλούσαν στις τσέπες τα παιδιά τη μέρα των Θεοφανείων.
Ατέλειωτοι αιώνες μαζεμένοι στο ποτάμι? αι γενεαί πάσαι.
Ύστερα είδε ο Χρίστος ότι το σταυροπούλι ανέβηκε καρφί πάνω από τους μαρμαρωμένους ζωντανούς του, στην πλαγιά, μπροστά από το παγοποιείο, πάνω απ' τη θεία Λευτερία και τα πέντε ορφανά της, την αρραβωνιαστικιά του, την Αμυγδαλιά, και πήγε κι έσυρε η βούτα με το ράμφος της μέσα από το κενοτάφιο του ουρανού τούς τρεις άχωστους και ακήδευτους νεκρούς του, κι ήρθαν στάθηκαν μπροστά απ' όλους, στην άκρη, στον πάγο, στο ποτάμι, του Χρίστου οι νεκροί, ο αδερφός του ο Γιάννης, με λερωμένη την αντάρτικη τη χλαίνη του, μια βαριά κάπα γιδίσια από πάνω, τρύπα μεγάλη στην πλάτη του κάπνιζε, μακρύ, αγριεμένο το μαλλί, στο στήθος κρεμασμένο το αυτόματο, και στα χέρια του κρατούσε την κεφαλή τού πατέρα τους, τα μάτια της ανοιχτά, ασώματος η κεφαλή, στα δεξιά τους στάθηκε ο θείος ο Γιορδάνης, το ματωμένο στο μέτωπό του μεγάλο τρίτο μάτι του -στη ρίζα από το καλπάκι του, έβλεπες μέσα!- κοίταζε στο απέναντι ύψωμα το γιο του τον Πρόδρομο, παγωμένο, που μόλις είχε αμολήσει το πουλί, δεν ήξερε ο δόλιος ο Γιορδάνης να κοιτάξει εκεί όπου έστεκαν παρατεταγμένα και ομοιομόρφως ενδεδυμένα τα παιδιά της Παιδουπόλεως και να αναζητήσει, ο δόλιος, ανάμεσά τους και τον έτερο γιο του, που οκτώ μηνών τον άφησε και δεν τον ξαναείδε.
Το σταυροπούλι ύστερα βουτάει καρφί πάνω στον πάγο, τον σκίζει και βυθίζεται μέσα στο νερό, με μιας όλα ξεπαγώνουν,
...εβεβαίου του λόγου το ασφαλές...
συνεχίζουν οι βουτηχτές την πτώση τους και ακολουθεί ο Χρίστος με σχετική καθυστέρηση, καθώς έμεινε τώρα αυτός μαρμαρωμένος, κάτι τον κρατάει -οι άλλοι βουτηχτές ψάχνουν γύρω τους πού πήγε ο Σταυρός- φωνάζουν οι δικοί του να βουτήξει κι αυτός, δεν ακούει όμως κανέναν, έχει χαθεί, άγγελος εγρήγορσης στάθηκε τότε πίσω του και του έδωσε μια σπρωξιά, η πτώσις του, κίνησις χρωστήρος εν αήχω φωνή... θα δει μες στο νερό μπροστά του το Σταυρό ν' ανοίγει δρόμο και να τον οδηγεί στα βάθη, στα χαμένα του σημάδια, τη βέρα του πατέρα του, τη βαλίτσα της μητέρας του με τις πέτρες της Μικρασίας, το κρεβάτι του, είδε μες στο νερό τα πράγματα να μεγεθύνονται, είδε την όψη των πραγμάτων σε άλλη διάσταση, είδε, τέλος, το σώμα του να τον προσπερνάει, είδε όλες τις ηλικίες της ζωής του.
- Στο ποτάμι, όπου πήγαινε ο Σταυρός πήγαινα κι εγώ, ο Σταυρός δεν έφευγε απ' τα μάτια μου, ωραίο ρίξιμο τον είχε κάνει ο παπάς, δεν έφευγε από μπροστά μου, τον έπιασα από το χερούλι, πάει να μου τον πάρει ο Λάσκαρης, τραπαλέψαμε στο νερό από κάτω, πάλη, όχι αστεία! τυλίχτηκε ο Σταυρός στο σώβρακό του και σκίστηκε, βγήκε γυμνός ο Λάσκαρης έξω! Να τον κολλήσω στη μούρη της μάνας μου, αυτό ήθελα. Σίγουρα, σίγουρα θα τον φίλησε, ποια ήταν δεν ήξερα, κι εγώ, όποια ερχόταν να τον φιλήσει, της τον κολλούσα στη μούρη! Και βάπτιζα ό,τι έβρισκα μπροστά μου εκείνη την ημέρα, ό,τι ήθελα έκανα, γέλια ο κόσμος, τους άλλαζα τα ονόματα, δέντρα τους έκανα, ήρωες του '21, ό,τι ήθελα... Μπορεί και να μην τον φίλησε, ποιος ξέρει; Αλλά, ήρθε, έμαθα αργότερα, ήρθε να δει τον Αναστάση, τον κανακάρη της -κάθε χρόνο βουτούσε αυτός, μια φορά δεν τον έπιασε- κατάλαβες; Είχα να τη δω από το βράδυ της πλημμύρας, που χώρισαν με το γέρο μου και πέταξε αυτός τη βαλίτσα της και τη βέρα του στο ποτάμι, και να πιστεύω τώρα εγώ χρόνια ολόκληρα ότι τη μάνα μου την πήρε το ποτάμι!
Βουτηχτής μες στο σφουγγάρι του Χρόνου, μιλάει όλες τις γλώσσες του, φωνή έχει γίνει νερών, ψάρι, ανακατεύει την ιλύν, ζαχαρωτό στην αγκαλιά τσέπη της πόλης, νονός του Χριστού, μ' ένα μαγιό μονάχα, δανεικό, και τι μαγιό, σώβρακο!
Εφέτος, πενήντα τόσα χρόνια μετά, ούτε καν τον πάγο δεν έσπασαν κι ο δέσποτας ο καινούριος με χίλια παρακάλια και με βαριά καρδιά κατέβηκε στο ποτάμι, έδεσε το Σταυρό -και τι Σταυρό, ξύλινο!- σε μια κορδέλα, τον πέταξε, μπερδεύτηκε η κορδέλα στο χέρι του και τον έστειλε πάνω στη γέφυρα και βρήκε έναν άνθρωπο στο δόξα πατρί, τον πήρε τότε αυτός ο τυχερός -γούρι, γούρι!- και τον έριξε να κρέμεται πάνω απ' τον πάγο. Τα βλέπει όλα αυτά ο Χρίστος από την πλαγιά, μπροστά από το ερειπωμένο παγοποιείο.
Όταν θα φύγουν όλοι, θα μείνει ο Χρίστος να κοιτάζει τον πάγο. Δίπλα στην παγωμένη όχθη οι τρεις επίδοξοι νονοί του Χριστού, γύφτοι, θα ντύνονται αργά και θα συζητούν με έντονο τρόπο για τη φετινή καζούρα.
Ξαφνικά, ένα ζαρκαδάκι θα προσπαθήσει να διασχίσει την παγωμένη κοίτη. Πέφτει σηκώνεται. Πέφτει και μένει εκεί. Οι γύφτοι έρχονται δίπλα του. Ο Χρίστος κατεβαίνει κούτσα - κούτσα την πλαγιά και πλησιάζει αργά. Σκύβει μπροστά του. Εκείνο στέκεται και τους κοιτάζει.
|