ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΚΛΕΙΤΟΣ


ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΚΛΕΙΤΟΣ

Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου.
Φιλοσοφία, Θρησκειολογία και Κοινωνικές Επιστήμες στο Παρίσι.
Είναι Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.
Ερευνητής και καθηγητής στο Παρίσι και στην Αθήνα. Από το 1977 εργάζεται στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΚΛΕΙΤΟΣ
Επίθετο:  ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Εργογραφία: 


Ποίηση

Γενεά έκτη, Λεμεσός, 1967
Ασπιδούχοι Κουρήτες, Λευκωσία, 1971
Θαργήλια, Λευκωσία, 1975
Ποιήματα 1967-1977, Λευκωσία, 1977
Τα Πένθιμα, Λευκωσία, 1981
Ιώτα εν, Λευκωσία, 1987
Ποιήματα 1967-1987, Λευκωσία, 1988

Μελέτες, Δοκίμια

Mystique Greque, Engyclopedie des Mystiques, Paris, 1972 (με το ψευδώνυμο Λεύκων Αγαθίας)
Ρυθμός και Αρμονία: Η ουσία της μουσικής και του χορού στην Πλατωνική Παιδεία. Λευκωσία, 1973, β΄έκδοση 1978
Το πρόσωπο του φιλοσόφου από τους Προσωκρατικούς στον Πλάτωνα, Λευκωσία, 1977
Οι Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι Πλωτίνος, Ιάμβλιχος, Πρόκλος, Ζήνων, αρ. 1, Λευκωσία, 1980
La Paideia musicale chez Platon, Λευκωσία, 1981 (ανάτυπο από το Δελτίο του Στασίνου 1979-1980)
Les Genies Intermediaires en Grece, Ζήνων, αρ. 2, Λευκωσία, 1981
Musique en deontologie artistique chez Platon, Λευκωσία, 1982, (ανάτυπο από τον Ζήνωνα αρ. 3)
Le roi-philosophe spectateur et acteur d' apres Platon, Αθήνα, 1983-1984 (ανάτυπο από τον τόμο Φιλοσοφία αρ. 13-14 της Ακαδημίας Αθη-νών)
Νοσταλγία Θεού (Θρησκευτικά δοκίμια), Λευκωσία, 1984
Socrate, modele philosophique, Ζήνων αρ. 4-5, Λευκωσία, 1985
Etre et apparaitre: Le philosophie et ses rivaux, Στασίνος 1981-1984, Λευκωσία, 1985
Ζήνων ο Κυτιεύς: Η ζωή και το έργο του, Λευκωσία, 1985 (ανάτυπο από τον τόμο Στωικισμός του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου).
L' ethos musical chez Platon,Αθήνα, 1985-1986 (ανάτυπο από τον τόμο Φιλοσοφία αρ 15-16 της Ακαδημίας Αθηνών
Ιστορία της νεώτερης Κυπριακής Λογοτεχνίας, Λευκωσία, 1986
Η συνωμοσία κατά της ιστορίας της νεώτερης Κυπριακής Λογοτεχνίας, Λευκωσία, 1986
Langage musical et speculation philosophique, Στασίνος, αρ. τ. θ΄Λευκωσία 1988 (και ανάτυπο).
Le portrait du philosophe presocratique, Ζήνων αρ. 6-9, Λευκωσία, 1988
Κόκκος σινάπεως, Λευκωσία, 1990 (δοκίμια)
Le philosophe et le musicien dans l' oeuvre de Platon, Nicosie, 1990
Πλωτίνος ή η αναζήτηση του Ενός, Λευκωσία, 1991 (ανάτυπο από την Επετήριδα αρ. ΧVII του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου).
Αβγή, η κυπριακή φάση του Αιμιλίου Χουρμουζίου, Λευκωσία, 1992.
Μια ανέκδοτη επιστολή του Δώρου Αλάστου στον Στασίνο, Λευκωσία, 1993
Αναφορές (Μελέτες, άρθρα, δοκίμια), Λευκωσία, 1993
Η ανέκδοτη αλληλογραφία του αρχιμ. Ι. Κυκκώτη με τον εξόριστο στις Σεϋχέλλες Εθνάρχη Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, Επετηρίς του Κέντρου Με-λετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία, 1993.
Κ. Μάτσης, ο οραματιστής (δίτομο), Λευκωσία 1998.

Μαρτυρίες

Θαύματα του Αγίου Ραφαήλ σε Κυπρίους, Λευκωσία, 1991
Η Ορθοδοξία σήμερα, τόμοι Α΄και Β, Λευκωσία, 1992
Ό Γέρων Πορφύριος -Μαρτυρίες και εμπειρίες, Λευκωσία, 1992, (6 εκδό-σεις μέχρι το 1997) και στα αγγλικά με τον τίτλο Elder Porphyrios, Athens 1997.
H συμβολή του Κρήτου Μαρόττου στο έπος του 1955-1959, Λευκωσία 1998.


 Μεταφράσεις

Β. Ν. Τατάκη, Η ελληνική πατερική και βυζαντινή φιλοσοφία, Αθήνα, 1975 (ανάτυπο από το περιοδικό Δευκαλίων, αρ. τ. 14)
R. Suszko, Η τυπική λογική και η ανάπτυξη της γνώσης, Αθήνα, 1976, (Δευκαλίων, αρ. τ. 16)
R.Ingarden, Καλλιτεχνικές και αισθητικές αξίες, Αθήνα, 1977, (Δευκαλίων, αρ. τ. 18)


Διεύθυνση: 

Ελλάδος 10, Διαμ. 401,
2003 Ακρόπολις,
Λευκωσία, ΚΥΠΡΟΣ


Έτος γέννησης:  1944
Τόπος γέννησης:  Μουτουλλάς Κύπρου
Τίτλος αποσπάσματος:  ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Λευκωσία

Δεν ξέρω πώς ήσουν στα χρόνια του χρυσού
ή τ' αργυρού του γένους
κι ούτε στα χρόνια του Χριστού και των
Ρωμαίων ξέρω το χρώμα των ματιών σου.
Κι όμως μαθαίνω την όψη σου στην Ορφική
στην 'Εκτη γενεά.
Μαθαίνω την άνοιξη των κήπων σου
και των αηδονιών σου τη φωνή
τότε που ο θάνατος κι ο 'Αδης
θάναι σε κατάστιχα παλιών ξενοδοχείων.
Προοιωνίζομαι τη γύρη της απόμακρης υφής σου
σ' άλλες γλώσσες, σ' άλλα είδη.
Στους ανείπωτους καιρούς που έρχονται
προτρέχω την ψυχή σου.

Κι εσύ Λευκωσία σήμερα
στη σιδερένια εποχή
στα χρόνια της 'Ελλης, της Ελένης
της Μαρίας
που σου μιλούν ελληνικά
και σ' ονομάζουν Λήδρα
και πράσινη γραμμή
και παγκυπρίων μάθημα
υπάρχεις, πόλη μου.
Κι ας πενθώ τις νύχτες τ' όνομά σου
τους τίτλους ιδιοκτησίας του
την Ασία που σου χάλασε το πρόσωπο.

Λευκωσία, συχνά σε χάνω.
Δυσκολεύομαι να σε στήσω ιδέα
στ' άχραντα των ιδεών τα περιβόλια.
Εκεί δεν είσαι
Εδώ δεν είσαι
Πού νάσαι άραγε;

Ναι θα πεις ελληνικά
και ναι χριστιανικά
σκοτεινή γυναίκα
σιβυλλική ειρωνεία.

Ξανά σε χάνω, πόλη.
Δυσκολεύομαι να σ' αφήσω στα πριν
Και στα κατόπιν.
Προφήτης δίχως ιερές γραφές
ο κάτοικός σου
κι Οιδίπους δίχως Θήβα.
Κι όμως, καλή μου, στο πέρυσι ήσουν
στο αύριο ίσως
και στ' άτρεπτα εσύ, αγαπημένη, μένεις.

Πραότητα γης
Λευκωσία γλυκειά και οικεία
με πνεύμα και με ύλη
προσευχή εσύ διαβόλων και
αγγέλων
προκαλείς και μένεις.

Μακάριο μνήμα στάθηκες
στον ήχο των κωδώνων του ’γιου Ιωάννη
του καθεδρικού, του ’γιου Ιωάννη του
καθολικού.
Κύπρος και Κύπριδα
και λαβωμένη Αφροδίτη
στον Τρωικό
της πόλης μας που κλαίμε.

Λευκές αστράφτουν οι πλαγιές σου
κι άνθισαν από καιρό
οι λυρικές οι μυγδαλιές σου.
Πένθος ασήκωτο στο κάλλος που μας λείπει.

Οι αποτυχίες του Ιάμβλιχου

Ήταν πολλές οι Κυριακές που χτίζαμε
Βουνά από αιωνιότητα
με πέρδικες χρωματιστές και άγριες
να κελαηδούν τον Παράδεισο.
Κι ήταν άλλες τόσες οι βραδιές
με παύσεις
δίπλα στη Μακεδόνα Ολυμπιάδα
τη Δήμητρα την Ελευσίνια
τη Juliette του περασμένου αιώνα.
Οι κόρες αυτές ορκίζονταν πως θα διαβούν
την Ερυθρά και με ιαχές εριστικές
το γαλανό του Αιγαίου προκαλούσαν.

Τετρωμένοι αγάπης
Πορευόμασταν στους παράλληλους του τυχερού Αγχίση
τις άνισες εκείνες χώρες με τα Ομηρικά κατάλοιπα
και τις ανερμήνευτες γλώσσες.
Ακατάβλητοι ευαγγελιστές του έρωτα
σταυροφορούσαμε κατά του θανάτου
μ' επαγγελίες βάκχων Ιουδαίων
διεσπαρμένων.

Κι ο Ιάμβλιχος στη διαδρομή
Σκεπτικός και μυημένος με πυθικά μισόλογα
αμφέβαλλε:
Έκτισα, αδελφοί, τρεις και τέσσερις φορές τον Παρθενώνα
κι έστηνα χρόνια και χρόνια
ιερεύς πιστός
τη νίκη τ' ουρανού στο βάθρο της.
Την παλαιά και την καινούργια διαθήκη της ζωής
τη διάβασα σε μύστες και υποψήφιους.
Ήμουν παρών στο Αραράτ
την Πόλη
και το Βατερλώ.
Γνωρίζω το αρχαίο σχόλιο.

Αυτά κι άλλα πολλά μισόλεγε
με χαμηλή φωνή ο Ιάμβλιχος
κουνώντας το κεφάλι.
Κι η γεύση ήτανε πικρή.

Κι είδα μπροστά μου τότε
Τα θρύψαλα της γης
και το σβησμένο φως της.
Τρόμος και θλίψη και καημός πολύς
αβάσταχτος

Είδα παλιά μου γράμματα
φιλιά ατέλειωτα
κρυφά κρεβάτια
το μέγεθος του κόσμου.

Έτσι δικαιωματικά κι επίμονα
τον τίτλο της ζωής
από το διπλανό Ιάμβλιχο
τον αποτυχημένο
κλαίγοντας ζήτησα.
Νεκρανάσταση θεών κι ανθρώπων
απαντά.
Και στάθμευσε το στράτευμα
να πιεί νερό
να συνεχίσει.

Τω αγνώστω Θεώ

Μικρή ανάμνηση
ήσουν κι εσύ, άγνωστε
στο άπειρο της αγνωσίας Του.

Κι η Τρίτη των Θεοφανείων
κομμάτι πελάγους απεριόριστου
και μνήμη από τις ’νδεις
της βασιλείας του
ήρθε στα χρόνια μας
άγια αναφορά
νερό πηγής ανεξιχνίαστης.
Και στα σπλάχνα μας
η φύση του
κραυγή σάρκας από τη σάρκα του
τα άγια των αγίων
της αγωνίας του.

Τότε οι κόρες του ήλιου
μίλησαν για τ' ακατόρθωτο
την έκπληξη της μεταμόρφωσης.
Γλώσσες που χάνονται
στο μάννα της αγάπης του
διαμάντια πρόσφατα
στη θέωση της αρχαιότητας.

Στον τελευταίο τούτο λόγο
φάνηκαν τα χρώματα τ' απερίγραπτα
άγγελοι νύχτας ακατανόητης
επιφάνεια ένθεα
που τα ευλογούσε από μακριά
ο Θεός.

Κι ο ’Αγνωστος πάντα παρών
πρόσωπο ατελεύτητο
βασιλεύς αδιάδοχος.
Έβλεπε και γεννιόταν ο κόσμος.

Στη διάσπαση τούτη της αιωνιότητας
που ο Θεός δεν έμοιαζε Θεός
οι κάτοικοι του θρόνου του
μας είπαν να αναμένουμε.
Υπάρχει, λέει, μεγάλο διάστημα ακόμη.
Φυλαχτείτε από τους αναβαθμούς
μη μείνετε στο δρόμο.
Η αποκατάσταση δέν γίνεται μ' εσάς.
Μόνος προς μόνον θα την κάνει.
Έχει πάντοτε καιρό!
Όσο για μας περιμένουμε
την επόμενη αναπνοή του
ίσως κι ομοιωθούμε.
Η ζωή μας, απίστευτο
ατέρμονη διαδοχή θανάτων.

Στο νέο τούτο κάλλος
που η αρχαία εικόνα εχάθη
ο οδηγός ετοιμάστηκε γι' αναγνώριση.
Κι ήταν η χαρά ανάμικτη με θλίψη.
Δεν είσ' εσύ, ακούστηκε φριχτά
κι οι πλαγιές κοιτάχτηκαν με δέος.
Καπνίστηκε ο ουρανός.
Ο αναβάτης τότε συνέχισε πικρά
το δρόμο του.
Σταυρώθηκε στη μέση.

Το βουνό που κατακτούσε
λεγόταν ’Αρνηση.

Εώα θάλασσα

Κι ήθελα να σου αφιερώσω
την ποιητική μου εκστρατεία
το Γρανικό των λέξεων.

Κι είναι ο φόβος των χρόνων που έρχονται
λίθος ακίνητος
μετάληψη καθημερινή εσταυρωμένου
και λάθος αμετάβλητο Αθηναίου
κωνειοπότη.

Και ρωτάς, θάλασσα της Ανατολής
για όσα δεν είναι παρελθόν
για κείνο που δεν είναι παραμύθι.
Και η πρώτη Ρώμη απήλθε
και η δευτέρα
και η τρίτη.

Σ' αυτή την εκστρατεία ούτ' Αλέξανδρος
ούτε Ηφαιστίων.
Μόνος προπορεύεται ο Δαρείος
μορφή ακατανίκητη
δόλος της θάλασσας
κι αχλύς ηλίου ακατάσχετου.

Ο εικοστός αιώνας έρπει.

Κι ο λαβωμένος Ησίοδος
μαζί κι οι άλλοι εκείνοι σκεπτικοί
ετοιμάζονται για γυρισμό
στις μητρικές μας χώρες
στας πατρικά χωράφια.

Ο εικοστός αιώνας αναπαύεται.

Τότε η Δάφνη μίλησε
για το Θεό του σιταριού
την ανάληψη της αθανασίας.
Τάξη κι επιστήμη
Μυστηρίου άχρονου
Ενέργεια αναντίρρητη, λευκή
ουράνιο σώμα.
Κι ο λόγος ο κοσμικός
όπως στον Ιορδάνη
αλάνθαστα ευδόκησε.
Πορεία στον Ωκεανό
Πυθαγόρειο άσμα.

Κι ακούστηκε ξανά το ρήμα
το αλησμόνητο:
Εώα φιλί περιούσιο
Ένδυμα λαού εκλεκτού και αθάνατου.
Εώα του αιώνιου
τα παιδιά περιμένουν βροχή
τα παιδιά Εώα κραυγάζουν
τα ωσαννά της αφής σου.

Προς Εμμαούς

Η ένωση ακούσια
απλή μέχρι θανάτου.

Ύστερα μίλησε
για τον αέρα του βουνού
το παραμύθι της γιαγιάς
την πέρδικα.
Λόγος χωρίς τα χρώματα
τον πόλεμο του νου
λόγος χωρίς διχογνωμία.

Στην ακινησία τούτη του Θεού
φλυάρησαν οι εποχές
η βασιλεία του ανθρώπου
ανετράπη.
Η θάλασσα ομολόγησε
αποτυχία
κι ο ήλιος ανέπεμψε
δοξαστικό
και υπετάγη.
Κι οι ποιητές
που κάθονταν στα δώματά της
μίλησαν για τα
Πινδάρεια του Θεού
τα Ίσθμια του πόθου.
Και τ' αστέρια πλησίασαν.

Στο χαμόγελο τούτο τ' ουρανού
με μνήμες βιβλικές
και προφήτες παρόντες
άγγελοι
μ' έγχρονη την αιωνιότητά τους
τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ
ευλόγησαν του ενιαυτόν
και κατέγραψαν τη μετάβαση.
Κι οι μακρινοί επισκέπτες
πρόσθεσαν:
το αρχαίο όνομα λύθηκε
το ύδωρ της ζωής
κυλά ανενόχλητα.

Αληθινή ανύψωση του Ιορδάνη
κι ο μικρός Ιούδας
πήρε ξανά τη θέση του
στο τραπέζι.
Τ' αργύρια μέτρησε ο
ίδιος ο Θεός.

Στο χρόνο αυτό της συνοδείας
όλο κι ανησυχούσα
για τον Παρθενώνα
τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.
Κι ο συνοδός Πλωτίνος
με φόβο βαθύ
και πολύ τον ιδρώτα
μου ζήτησε να θυμηθώ
τη συντροφιά
την αιγυπτιακή Αλεξάνδρεια
τον υγρό Βορρά.
Κι ήταν φυσικό να θρηνήσω
την απώλεια
να κλάψω την ανάμνηση.

Στη νέα τούτη γλώσσα
που το παρελθόν εχάθη
λησμόνησα τα Ελληνικά
το αλφάβητο
της γης μου.
Δημιουργία Θεού
εξήγησε ο ποιητής
και σήκωσα τα βλέφαρα
να δω τα μάτια
της ψυχής μου.

Δίπλα καθόταν ο Συμεών
πλούσιος και πτωχός
όπως το ζήτησε.