Ἡ Κερκόπορτα
Βαθιά μέσα μου
ψάχνω τόν ἑαυτό μου.
Βρίσκω ἐσένα,
γίνομαι ἐσύ·
ἐνοικῶ τή σιωπή σου.
Ἀναζητῶ Ἐσένα—
Γνόφος καί Φῶς.
Ἐδῶ εἶν’ ὁ τόπος μου·
ἡ μονιά μου…
Στήν ἀλήθεια καί στό ψέμα μου
ὀχυρώνομαι
κι ἡ Κερκόπορτα εἶμ’ ἐγώ.
Ὤ, περάστε!
Δέν ὑπάρχουν ἀντιστάσεις.
Στό ναί καί στό ὄχι
ξοδεύτηκα.
Τ’ ἀδιάκοπα ὅρια
«τύποι τῶν ἤλων».
Ἐδῶ εἶναι ὁ τόπος μου—
χρόνος δαπανημένος…
Περάστε ὥς τά ἐνδότερα
χωρίς ἐξαρτύσεις
κι ἀγχέμαχες λέξεις.
Ἀναζητῶ ἕναν τόπο ἀθῶο…
Ἐκεῖ ὁ καθένας
ἥσυχα ματώνει.
Βεβαιότητες πού λιγοστεύουν
Ὥς τόν πυθμένα
Φαίνεται πώς κάποια
ἔπρεπε νά γίνουν ἔτσι·
ἄ-πρεπα
ὅπως στ’ ἀτυχῆ,
χωρίς ἱερότητα.
Τ’ ἀντίξοα τά ὕφανες ἐσύ
μέ φαντασία καί ἄγνοια.
Κι οἱ παραλήψεις διαφεύγοντας…
Ἐκτείνεσαι·
γίνεσαι καθρέφτης ἑαυτοῦ.
Στίς πολλαπλές διαθλάσεις θραύεσαι·
στίς ἀντανακλάσεις ὁριοθετεῖσαι.
Τώρα γνωρίζεις
πώς τό «ζῆν»
εἶναι χρόνος ἀπαρέμφατος.
Τό «ὑπάρχειν»―συνυπάρχειν
χρόνος τελολογικός ἀμφίσημος.
Τό «εἶμαι»
σημαίνει κατανοεῖν·
διαβιῶ μέρος τοῦ ὅλου.
Σημαίνει «κοινωνῶ»
τήν ἀνάγκη ὅλης τῆς γῆς―
τήν ἀλήθεια της
στήν ζωή καί στό τίποτα.
Βεβαιότητες πού λιγοστεύουν, 2016
Λόγια περιπατητικά
Ι
Ἀνηφορίζοντας πρός τό βουνό
μιλούσαμε,
γιά τήν ταπεινή ἁπλότητα τῶν σχίνων,
τήν ἁγιότητα τῶν χαμομηλιῶν,
τίς πάντα ἀνοιχτές πόρτες στά ξωκκλήσια·
γιά τή μοναχική σκήτη στό στῆθος τοῦ καθενός,
τήν ἔρημο τῆς στεγνῆς καρδιᾶς,
τό ἀγκάθι τῆς συνείδησης ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός·
γιά τήν ὀρεινή πορεία
ἀπό τή μεταμέλεια ὥς τή συγγνώμη
κι ὥς τό κατόρθωμα τῆς κορυφῆς —
πού μετρᾶ τό ὕψος τῆς ἀγάπης.
ΙΙ
Μιλούσαμε,
γιά τά ζεστά χέρια
στό πετρωμένο βλέμμα τοῦ ἀναπάντεχου,
τήν ὕβριν τῆς ἔπαρσης
πού εἶναι φύτρα τοῦ κενοῦ,
γιά τή δόξα, πού γράφεται πάνω στό νερό·
γιά τό μεγαλεῖο τοῦ τραγικοῦ —
σάν στάση ζωῆς —
τό πνεῦμα μέσα μας,
πού εἶναι ἡ μεγάλη φωτιά·
γιά τίς ἀφερέγγυες λέξεις
πού ψευτίζουν τήν ὕπαρξη.
ΙΙΙ
Μιλούσαμε,
γιά τό «ἀμήχανο δέος»
μπροστά στό κάλλος τῆς Δημιουργίας
καί τό «ἰλιγγιῶδες συμβαῖνον»,
πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Ὑφαίνοντας Ἄνεμο, 2004, Β’ ἔκδ. 2009
Ἡ τιμιότητα τῶν λέξεων
Τά λόγια ὑπαινικτικά
αἰωροῦνταν ἀσύντακτα.
Σκόνταφταν ἀδιέξοδα,
ὅπως οἱ χιονονιφάδες στό τζάμι
πού ψυχραίνουν τό μέσα χῶρο.
Ἀγκυλώσεις ἀναγνωρίσιμες.
Ἡ σιωπή, κάποτε,
τιμιότερη ἀπ’ τόν λόγο·
ἀπ’ τίς προσχηματικές παραστάσεις·
τίς κατεδαφίσεις.
Ἔτσι χάνεται ἡ αἰσθητική,
ἡ ἀκεραιότητα τῶν ὀνείρων.
Ἔξω ὁ καιρός εἶχε ξαστεριά
χωρίς ἥλιο πού ἀφήνει σκιές.
Ὁριοθετοῦσε μέ σαφήνεια τά περιγράμματα,
ὅπως ἡ διαύγεια τῶν λέξεων
ἀληθεύει τά πράγματα.
Οἱ λέξεις
εὐθύβολες, ἀνυπόκριτες,
ἰσορροποῦν κι ἐναρμονίζουν
τίς παρεκκλίσεις.
Βεβαιότητες πού λιγοστεύουν, 2016
Σημεία στίξεως
Εἶμαι ἀπειροελάχιστο σημεῖο στό Σύμπαν.
Τελεία στήν πρόταση τοῦ πεπερασμένου,
Κόμμα ἀλογάριαστο
Στήν ἀκατάπαυστη ροή τῆς γραφῆς
Στίς σελίδες τοῦ ἀπείρου.
Εἶμαι παρένθεση πού δέ μ’ ἐπεξηγεῖ,
ἐρωτηματικό ἀναπάντητο κάτω ἀπ’ τόν ἥλιο,
ἄνω τελεία στήν ἀσθματική πορεία
τῆς σύγχυσης καί τῆς ἄγνοιας,
ἔκθλιψη ἀγνοημένων φωνημάτων.
Εἶμαι διάττων στόν οὐρανό τῆς ζωῆς
Διάπυρος ἀπό ρίγη ματαιοτήτων
Πού χάνεται σέ μονόδρομο,
ἀφήνοντας κραυγή διαιώνιας ἐρώτησης:
-Τί εἶμαι; ὑπῆρξα; ποῦ πάω;
Ἀλήθεια τί εἶμαι;
-Εἶσαι τό θαυμαστικό τῆς Δημιουργίας,
ἀφαίρεση ἀπ’ τά αἰώνια πρότυπα,
ἀποκοπή ἀπ’ τήν παγκόσμια Συνείδηση.
Εἶσαι τά εἰσαγωγικά τοῦ «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον»
ἡ περισπωμένη καί ἡ ὀξεία στό «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»
διπλή τελεία τοῦ «ἐντεῦθεν» καί τοῦ «ἐκεῖθεν»,
ὁ σκοπός καί τό τέλος.
Εἶσαι τό φῶς πού σέρνει τό σκοτάδι του,
Μελωδία ἀνάμικτη μέ λυγμούς,
ὁ προνομιοῦχος καί ὁ ἀδικημένος…
Τό νά βρίσκεται ἐδῶ, εἶναι κάτι πολύ
εἶσαι εἰκόνα καί φωνή καί οὐσία
τῆς Αἰωνιότητας,
τ’ ἀποσιωπητικά τῆς Μεγάλης Σιωπῆς,
τό ὑστερόγραφο τῆς Δημιουργίας.
Ἀμοιβαία Μετάθεση, 2007, β’ἐκδ. 2009
Ἀπό τόν κάτω ὄροφο
Ἀντιγόνη
σ’ ἀκούω καί πάλι νά ἔρχεσαι
ἀπ’ τούς μακρινούς δρόμους τῆς λύπης.
Μιά ἀγωνία σκοτεινή―
ἀπροσπέλαστη σάν τήν ἄβυσσο―
θά μέ ρωτήσει ξανά ἄν σ’ ἀγαπῶ.
Τά χρώματα τῆς ἄνοιξης
δέν τραγουδοῦν στά μαλλιά σου…
Στά τρομαγμένα σου βλέφαρα ἀκροβατοῦν
οἱ λυγμοί καί τά δάκρυα˙
ὁ ἀνερμήνευτος Νόμος τοῦ κόσμου.
Κλειστός κι ὁ γκρίζος οὐρανός…
Χαμένη στίς ἐρήμους τῆς γῆς
ζητιανεύεις ἀγάπη.
Ἀντιγόνη,
αὐγή πού νύχτωσες νωρίς,
παράπονο πικρό τοῦ ὀνείρου,
βαθειά πληγή μου,
ἀγάπη, ἀγάπη…
Εἶναι τό μόνο πού μπορῶ˙
νά σ’ ἀγαπῶ πολύ καί νά θλίβομαι.
Ὑφαίνοντας Ἄνεμο, 2004, β’ἔκδ. 2008
Ὁ Χαρτοστάτης
Χωρίς διάθεση
κοίταζα ἐπάνω στά χαρτιά μου
τόν χαρτοστάτη,
ἕνα μεγάλο μπρούτζινο κλειδί.
Στήν κορυφή του
ἀργόσχολη ἐπιγραφή
δικαιολογοῦσε τήν ὕπαρξή του·
«ἔχω χάσει τήν πόρτα μου».
Μέ τόν καιρό
οἰκειοποιήθηκε τόν χῶρο.
Πιέζει τίς σημειώσεις μου·
ἐπισημαίνει τίς ἐκκρεμότητες.
Μ’ ἐπιτιμᾶ σιωπηλά σάν συνωμότης.
Ἕνα κλειδί
σημαίνει μιά στέγη―
κάπου ὁλομόναχος νά κλάψεις·
κάπου ἱερά ν’ ἀγαπηθεῖς.
Ἕνα κλειδί
γίνεται δρόμος―
συνάντηση ἤ ἀποχωρισμός.
Θυμᾶσαι ἐκεῖνο τό κλειδί
πρίν χρόνια;
Ἔσπασε κάποιο βράδυ στήν ἐξώπορτα.
Μπήκαμε ἀπ’ τόν παράδρομο
ἀπό τόν λάθος δρόμο.
Ἀπό τότε
βλέπουμε τή ζωή
μεσ’ ἀπό ἐκείνη
τήν σπασμένη κλειδαρότρυπα.
Βεβαιότητες πού λιγοστεύουν, 2016
Τό Γλυπτό
Ἐπιστρέφεις
ἀργή προσαρμογή
στήν «Ἀνάγκη».
Λάφυρο ἰσχνό,
τῆς γῆς πού ἀμφισβητεῖς,
πεινασμένος γι’ ἀλήθεια
ὑπάρχεις.
Σκύλος ἀποστεωμένος―
γλυπτό τοῦ Giacometti―
βαδίζεις σκυφτός,
χαμένος στό δρόμο.
Ὑπάρχεις.
Φθορά, φθορά―
ἀξόδευτο παράπονο τῆς γῆς―
οἱ ἀπουσίες πληθαίνουν.
Πάντα κάτι νά μᾶς πληγώνει.
Κι ἐσύ
ἄνοιξη ὀργιαστική
«ποῦ πᾶς μέ τόση ὀμορφιά».
Βεβαιότητες πού λιγοστεύουν, 2016
Δέν γράφω γιά σένα
«Μή γράψεις γιά μένα»,
μοῦ εἶπες τότε
στό ἀνυποψίαστο καλοκαίρι.
Κι ὁ κῆπος πρασίνισε πάλι.
Κλαδιά τῆς ἀγριλιᾶς
σ’ ἀναζητοῦν στό παραθύρι σου·
θυρόφυλλα κλειστά σέ ὑπονοοῦν.
Τά κυπαρίσσια στό φράχτη
ἀσάλευτα μέ κοιτοῦν.
Τά δέντρα
θροΐζουν τήν ἱστορία σου.
Κι ἐσύ λείπεις·
λείπεις ἀπό παντοῦ.
Στό στῆθος μου φύτρωσες
ρίζες στυφές,
σάν τόν πικρό καρπό
τῆς ἀγριλιᾶς.
«Μή γράψεις γιά μένα»,
μοῦ εἶπες τότε.
Κι ἔφυγες τό ἄλλο καλοκαίρι.
Βεβαιότητες πού λιγοστεύουν, 2016
Μονόδρομος
«Σιωπήν κράτει·
τοιοῦτος ἀπαταιών ὁ λόγος»
(Κράτης ὁ Θηβαῖος 365-285 π.Χ.)
...καί δέν μιλοῦσε·
ἔδειχνε μόνο μέ τό χέρι:
«τοιοῦτος ἀπαταιών ὁ λόγος», ἔλεγε.
Ὅμως ἐγώ δέν θά σιωπήσω,
τοῦ εἶπες·
οἱ λέξεις εἶναι ἰδέες, ἔννοιες·
γίνονται πράξεις.
Ἔχουν τό δικό τους πεπρωμένο.
Κι ἄν ὅλα ἔχουν εἰπωθεῖ
εἶναι κι αὐτά πού ξεχάστηκαν.
Δέν θ’ ἀρνηθῶ τόν λόγο
Θηβαῖε Κράτη.
Θά μιλῶ
γιά τή ζωή,
τήν πολλή πραγματικότητα
καί τόν ἰσολογισμό της.
Γιά τήν φανέρωση τῆς ἀλήθειας
καί τήν ἀποδοχή τῆς «Ἀνάγκης».
Θά μιλῶ ὥς τό τέλος
σάν ἀντίσταση στό χρόνο
μέ θαυμασμό
καί μνήμη στ’ ὄνειρο.
Γιά τόν «λόγον Διδόναι»
καί τή μαγεία τῆς Ποίησης.
Τά ὅρια
Τά χρόνια δέν σέ λύτρωσαν…
Ὁ παμπάλαιος συμβιβασμός
σ’ ὅ,τι τόν ὅρισε τό πεπρωμένο.
Ὅλα κρυμμένα σιωπηλά σ’ ἕναν καημό∙
ἐκεῖ πού ὁ ἑαυτός σου
τόν ἑαυτό σου κατοικεῖ.
Ἐκεῖ, πού ὑπάρχεις.
Ἀλαφροΐσκιωτες ἡμέρες, ἐπιστροφές-
δέν θέλεις νά θυμᾶσαι-
ἡ ζωή τιμωρεῖ ὅποιον βαθιά τή νιώθει∙
κι αὐτόν, τόν πιό πιστό τῆς λογικῆς.
Μιλοῦσες πάντα γιά τή λογική∙
τή λογική τοῦ χρόνου δέν ἐξήγησες.
Οἱ ἐρωτήσεις ἀναπάντητες∙
οἱ βεβαιότητες ὅλο καί λιγοστεύουν.
Ἄλήθεια ἀδιαπραγμάτευτη,
ὁ ἔγχρονος νόμος τῆς φθορᾶς.
Ἡ ἄλλη, ἡ ἀτρεμής,
Μακράν τῶν γήινων ὁριζόντων…
Βηματιστά οἱ διαψεύσεις,
οἱ ἐνοχές, τά ὅρια.
Ἀπό τίποτα ἐλεύθερος∙
οὔτε κι ἀπ’ τήν ἀγάπη.
Ἡ ζωή μια πολύτροπη ἐμπλοκή
…
Χρόνος πού ἐπιστρέφει, 2009
Ὁ Σχοινοβάτης
Μετέωρος πάλι
στίς βραχώδεις ρωγμές
τοῦ στίχου.
Ν’ ἀφουγκραστεῖς ἀπ’ τά ἔγκατα
τά ἐλάχιστα καί τά μέγιστα·
τά νοητά κι ἀπερινόητα τοῦ κόσμου.
Θά συναντηθεῖς
μέ τόν ἑαυτόν σου·
μέ τήν δική σου ματαιότητα.
Καί μοναχός θά ματώσεις.
Ἐδῶ στήν ἀτσάλινη πόλη—
ἐξόριστος στόν χρόνο—
δειλός κι’ ἀδιάφορος γιά μιά χειραψία,
γιά τό αἰσθαντικό κάλλος
μιᾶς προσέγγισης.
Κι ἐσύ ποίημα λειψό
ἀπόψε καρκινοβατεῖς.
Στήν δεσποτεία τοῦ ἄρρητου λόγου
πεισματικά μ’ ἀντιπαλεύεις.
Κι ἡ ἐξορία τῆς γῆς
κι ἡ δυσαρέσκεια τ’ οὐρανοῦ
κι ὁ θάνατος πλάϊ μου.
|