Αριθμητική μιας ανάμνησης
Στη Μπιάνκα Κωνσταντίνη Βεντούρα
Ι
Δεκέμβρης με δρόμους γεμάτους φονικό
με παντζούρια κλειστά.
Τρία τα σημάδια της ισορροπίας
ένα το απλανές βλέμμα
δύο η γραμμή χωρίς κυματισμούς
τρία το ανεπίστρεπτο
Κι' έπειτα τρία τα σημάδια των ήχων
ένα ο θόρυβος της ακινησίας
γύρω από σώμα ολόγυμνο στο χρέος
δύο ο ρόγχος στις κοιλότητες
τρία άναρχα φωνήεντα νοθευμένα από ρω
σύνολο τρία
Ύστερα μιλούμε
για γαλήνη στα λυμφατικά σύννεφα
για τυμπανισμούς διαταραχής
για χάλκινο πρόσωπο που περνά στο κενό
Πίσω από κλείστρο
το μπρούτζινο κρεβάτι σου
και μια βαλίτσα γεμάτη σιωπές
Απόσπασμα από το ΤΑΝΑΪΣ
υπήρχες στο διάστημα των λέξεων
στον αστερισμό της λεύκας που ήταν άλλοτε
και ήταν άλλοτε πουρίμ
και ήσουν Εσθήρ παιδί
παιδί και ήσουνα ντυμένη με βασιλική στολή
είχες κορώνα χάρτινη πετούσες κομφετί
κι' έφερνε η νόνα του Αμάν τα δόντια στη γιορτή
Εσθήρ
χωρίς πυξίδα και
παγώνουν τα σώματα
τα μαλλιά σου θα πάρουν το χρώμα των φυκιών
θα κοιμηθώ με την ανάμνησή τους
είπες εσύ
η στερημένη το θυμάρι
η με φυσαλίδες στις σιωπές των οσμών
ενώ από τα μπαλκόνια τ΄ ουρανού
θ΄ ανέμιζαν κόκκινα μπαλόνια και γιρλάντες.
πουρίμ είναι πάλι
και είναι ο Αμάν νεκρός
ντυμένοι όλοι στα βελούδα
με μακιγιάζ πολύ
(λόγοι είναι κοσμικοί)
με γλυκά και ηδύποτα
ψέλνουν το καντίς
Από το βιβλίο "Σχόλια σε μαύρο"
Ο αυτοκτόνος ή εκείνος που κοιτούσε τον ορίζοντα
Στον Ηλία Λάγιο
...και επάλαιε μετ' αυτού άνθρωπος
έως τα χαράγματα της αυγής
Γένεσις, 32:25
Πως ισορροπούσε σε καλώδιο της ΔΕΗ
Μόνο για να κοιτά τον ορίζοντα
Δεν το γνώριζε
Περιμένοντας τον ήλιο να μιλήσει
Να δει από ψηλά τα στάχυα
Και το χρώμα των ηλίανθων
Πάλευε νύχτα που ήταν
Με όσα τον βασάνιζαν
Μακριά από τη Χαρράν
Πόσο απέχει αλήθεια το πρωί
Τη Γη που του υποσχέθηκαν να βρει
Μια εξοχή χωρίς καυσαέρια
Μ' ένα διαστημόπλοιο να εκτοξευτεί
Απ' την πλατεία Ομονοίας.
Από το βιβλίο "ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΑΛΩΒΗΤΟΥ"
Ο μονόλογος του Πέτρου Αλώβητου
I
Άβελ εμαύρισε η ζωή στου Κάιν το μαχαίρι.
Σήμερα κι αν γεννήθηκα αύριο θα πεθάνω.
Σε σήραγγες απόκοσμες στου Άδη το λημέρι,
Θα τριγυρνώ, θα σας κοιτώ στο όνειρό μου πάνω.
Άβελ και Κάιν, σκιές κι οι δυο που ζείτε εντός μου.
Αράχνες είστε στις ρωγμές, στα οχυρά του κόσμου.
Θα μείνω στο πλατύσκαλο να χαιρετώ τους φίλους,
Πριν να με πάρει ο κόνδορας σ ένα ταξίδι άλλο.
Θα μείνω στο πλατύσκαλο να χαιρετώ τους φίλους.
Καθώς αργά θα προσπερνούν, χέρια καημού θ’ απλώνουν.
Και θα ’ναι σαν τα σύννεφα που σιωπηλά πυκνώνουν
Και στο σκοτάδι ρίχνονται έτσι που χάνονται όλα. 57.5
II
Καθώς το ηλιοβασίλεμα μετράει τη ζωή μου
κι αποτιμά με χρώματα κάθε στιγμή και πράξη
στη μοναξιάς την αμμουδιά στα φύλλα του αλίμου
γέρνω το σώμα προς τη γη κι αναζητώ τη λάμψη
που θα ‘δινε παρηγοριά στη δύστυχη ψυχή μου
Πλαγιάζω. Τ’ ονείρου μου η πνοή κερί θ’ ανάψει.
Στίχοι, ψαλμοί του Ασάφ, θα ηχήσουνε στο αυτί μου
κι είναι κεντρί που μου ζητά τι θα ’θελα ν’ αλλάξει.
Ο χρόνος τρέχει γρήγορα, αφήνει γεύση ερήμου.
Στη λησμονιά, το σώμα μου για δώρο έχει τάξει.
Ρίχνει ζαριές. Ζιζάνιου σκιά παίζει μαζί μου.
στη λύτρωση μιας αστραπής το πνεύμα μου θ’ αρπάξει.
Λάμπα που συ με φώτισες σαν είδωλο του πλάστη,
πένθους κρουστά, μεσάνυχτα κροτούνε στην αυλή μου.
Αν Λεβιάθαν είμαι εγώ, κανένα δεν θα νοιάξει
κι αν Γκόλεμ είμαι, άρωμα θέλω ελιάς βρωσίμου,
ίχνος ν’ αφήσει στo γραφτό, στις λέξεις, σε μια φράση.
Σ' ολόγραμμα να φαίνομαι, πικρή εικόνα μίμου
_____________________________
άλιμος (αρμυρήθρα) ονομαζόταν στην αρχαία ελληνική γλώσσα το θαμνώδες φυτό που ευδοκιμεί σε αμμουδιές.
Ασάφ: Στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ (1077‐1038 Π.Κ.Χ.), ο Ασάφ από τη φυλή των Λεβί ήταν αρχιυμνωδός και κυμβαλιστής
Λεβιάθαν: Ο Ιώβ τον παρουσιάζει ως κροκόδειλο και ο Ησαΐας ως όφι, «σκοτεινό δράκοντα». Κατά την Καμπαλά, , είναι σαν διάβολος
|