Όνομα: |
ΑΛΚΗ
|
Επίθετο: |
ΖΕΗ
|
Εργογραφία: |
Πεζογραφία
Το καπλάνι της βιτρίνας (μυθιστόρημα), Θεμέλιο, 1963, 2η έκδοση - 40ή Κέδρος
Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (μυθιστόρημα), Κέδρος, 1971
Ο θείος Πλάτων (μυθιστόρημα), Κέδρος, 1975
Αρβυλάκια και γόβες (διηγήματα), Κέδρος, 1975
Κοντά στις ράγες (μυθιστόρημα), Κέδρος, 1977
Μια Κυριακή τ' Απρίλη (νουβέλα), Κέδρος, 1978
Τα παπούτσια του Αννίβα (νουβέλα), Κέδρος, 1979
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (μυθιστόρημα), Κέδρος, Αθήνα, 1987
Λεωνή (σε συλλογή διηγημάτων με τίτλο: 17 Ιστορίες που ξεχωρίζουν), Γνώση 1987
Γατοκουβέντες (σε συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Έχω δικαίωμα) έκδοση Unicef 1990
Θέατρο για παιδιά, Κέδρος, 1992
Ισπανικά παπούτσια (σε συλλογή διηγημάτων 9 συγγραφέων με τίτλο: (9 Διηγήματα πολιτικής φαντασίας) Κέδρος, 1993
Η μικρή ομπρέλα (μυθιστόρημα), Κέδρος 1995
Νεανική Φωνή (διηγήματα), Καστανιώτης 1996
Η Αλίκη στη χώρα των μαρμάρων (εικονογραφημένο για παιδιά), Κέδρος 1997.
Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της , Κέδρος, 2002
Μεταφράσεις
(Από τα Ρωσσικά)
Ν. Κοστερίνα, Ημερολόγιο, Θεμέλιο, 1980
Β. Πάνοβα, Ο Σεριόζα, Θεμέλιο, 1982
Β. Νεκράσοφ, Στα χαρακώματα του Στάλινγκραντ, Θεμέλιο, 1982
Τζ. Αιτματοφ, Τζαμίλια, Θεμέλιο, 1987
(Από τα Ιταλικά)
Τζ. Ροντάρι, Ο κρεμμυδάκης και η παρέα του, Κέδρος, 1980
Τζ. Ροντάρι, Παραμύθια για να σπάτε κέφι, Κέδρος, 1980
Τζ. Ροντάρι, Η Τερεζούλα η τοσοδούλα, Κέδρος, 1981
Τζ. Ροντάρι, Ο γάτος που μιλούσε, Δελφίνι, 1995
Τζ. Ροντάρι, Η Κυριακάτικη μύτη, Δελφίνι, 1993
(Από τα Γαλλικά)
Εντίτα Μόρις, Είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και για σας, Θεμέλιο
Μ.ντε Βασκονσέλος, ΄Ομορφη πορτοκαλιά μου, Κέδρος,1987
Μ. Γρίππι, Ο νυχτερινός μπομπός, Κέδρος, 1988
Μεταφράσεις έργων της σε ξένες γλώσσες
Το καπλάνι της βιτρίνας, Wildcat under glass, Μτφρ. E.Fedon, Εd. Holt Rinehapt and Wistov (USA), 1968
Το καπλάνι της βιτρίνας, Wildcat under glass Μτφρ. E.Fedon, Ed. Victor Gollance, Λονδίνο, 1969
Το καπλάνι της βιτρίνας, Μτφρ. στα γιαπωνέζικα Iwanami Shoten, Τόκιο, 1970
Le tigre dans la vitrine, Μτφρ. G. Jeanperin, Ed. La Farandole, Παρίσι, 1973
La tigre in vetrina, Μτφρ. Marina Lorengi, Εd. Ginaudi, Τορίνο, 1978
Villikissa Katsoo lasin takaa Μτφρ. στα φινλανδικά Marikii Makkone), Ed. Verner Sodertrom Osakeytio, Ελσίνκι, 1972
Vildcat i glassur Μτφρ. στα δανέζικα Franj Berliner, Ed. Gyldendal, Δανία, 1970
Α vitrin tigrisse, Μτφρ. στα ουγγαρέζικα P. Arpad, Εd. Mora, Βουδαπέστη, 1979
Die kinder von Lamagari, Μτφρ. στα γερμανικά Werner Bϋrger, Ed. Bei Lothar Blanvalet, Βερολίνο, 1972
El tigre en la vitrina, Μτφρ. στα κουβανέζικα Alda Gutierorej, Εd. Gente nueva, Αβάνα, 1985
Vitrindeki kaplan Μτφρ. στα τούρκικα Ν. Stavridi, Εd. Boyut, 1989
Hach brat Nicos Μτφρ. στα ρώσσικα N. Podjomskaia, Εd. Detckaia literatura, 1969
Tigriat ot vitrinata Μτφρ. στα βουλγάρικα D. Kitsefski, Εd. Otetsestva, Σόφια, 1984
El tigre en la vitrina , Μτφρ. στα αργεντίνικα ισπανικά Clora Jones, Εd. Monte Avila, Καράκας, 1977
Ο tigre na vitrina Μτφρ. στα πορτογαλικά Α. Pescoda, Εd.Caminio, 1989
Nico oh vildkatten Μτφρ. στα σουηδικά Λ. Friesgedim Εd. Raben sjogren, Στοκχόλμη, 1970
Panter kdaas vitrinis Μτφρ. στα γεωργιανά Α. Rarismoa, Εd. Kirjastus eesti raamat, Ταλιν, 1967
El tigre de la vitrina, Μτφρ. στα ισπανικά, Εd. Empuries l' Οdissea
Tigrea kristal atzean Μτφρ. στα βάσκικα P. Zubijarrito, Εd. Elkar, 1991
Tο Καπλάνι της βιτρίνας έχει μεταφραστεί επίσης στα αραβικά και στα αρμένικα.
Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Petro's war Μτφρ. Ed. Fedon, Εd. E. P. Dutton USA, 1972
Petros og Krigen, μετ. νορβηγικά. εκδ. οίκους Gyldendal Norsk, Oslo 1974
Petro's war Μτφρ. E. Fedon, Ed. V. Golllance, Λονδίνο, 1972
Lα Guerre de Petros, Μτφρ. στα γαλλικά J. Jeanperin, Ed. G. P. Παρίσι, 1976 και Livre de jeunesse Hachette, 1984
Petros idiot po gorody, Μτφρ. στα ρωσσικά Ν. Podjemskaja, εκδ. Detckai literatura, 1974
Mit ein mann, Μτφρ. στα γερμανικά Th. Nicolaou, Εd. Der kinderbouchverlag, Βερολίνο, 1977
Petros Krieg, μετ. δανέζικα, εκδ. Munksgaard, Κοπεγχάγη 1986
La storia di Petros, μετ. ιταλικά, εκδ. Mandatori, 1991-1996, Milano
La guerra de Petros μετ. ισπανικά, εκδ. Empurias, L'Odessea 1991, Βαρκελώνη
Τamα on sotaa Petros Μτφρ. στα φινλανδικά Μ. Makkomen, Εd. Werner Soderstrom Osakeytio, Ελσίνκι, 1973
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, La fiancee d' Achille Μτφρ. στα Γαλλικά G. Jeanperin, Εd. La decouverte, Παρίσι, 1989
Achille's fiancee, Μτφρ. στα αγγλικά G. Holst, Εκδ. Kέδρος, Αθήνα, 1991
Achilleas' forlovede, Μτφρ. στα δανέζικα Β. Olsen, Ed. Tiden, Κοπενχάγη, 1990
Die verlobte des Achilles, Μτφρ. στα Γερμανικά B. Hildebran, Εκδ. Romiosini, Κολωνία, 1991
Asil' in Nisanlisi, μετ. τουρκικά , εκδ. Itetisin, Istanbul 1997
La fidanzata di Achille, μετ. ιταλικά, εκδ. Crocetti, Milano 1999
Κοντά στις ράγες, μετάφραση αγγλικά, The sound of the dragon's fret, εκδ. Ε. P. Dulton, New York 1979
Vicino ai binari, μετ. ιταλικά, εκδ. Petrini Editore 1991, Torino.
L'ombrello viola, Μτφρ. στα. Ιταλικά Roberta Cercena, εκδ. Mondadori, 2004.
|
Διεύθυνση: |
Λεωφ. Αλεξάνδρας 194,
115 21 Αθήνα
|
Έτος γέννησης: |
1925
|
Τόπος γέννησης: |
Αθήνα
|
Τίτλος αποσπάσματος: |
I. Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (απόσπασμα) / II. Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (απoσπάσματα)
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
I. Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
Με πράσινη μπογιά
Τώρα όλοι αλλάξανε -η μαμά κι ο μπαμπάς κι αυτός ο ίδιος. Μονάχα η Αντιγόνη έμεινε η ίδια, βάζει ακόμη κάθε βράδυ τα εξήντα οχτώ κουρελάκια της, γράφει ποιήματα σ' ένα δεμένο κόκκινο τετράδιο. Κι όταν την ακούει να κουβεντιάζει με τη Ρίτα, δε λένε ποτέ αν πεινάνε -και το ξέρει καλά πως η Αντιγόνη πάντως πεινάει, όπως κι αυτός-, μονάχα κουβεντιάζουνε για το θείο ’γγελο και κείνον τον ποιητή, τον Κώστα Αγαρινό. Κάθε Σάββατο βράδυ η Ριτα μένει και κοιμάται στο σπίτι τους. Τώρα, που από τις αρχές της κατοχής απαγορεύουνε την κυκλοφορία τη νύχτα, δεν μπορούνε πια ν' αργούνε τα βράδια η μια στο σπίτι της άλλης, κι ας μένουνε πολύ κοντά. Τον ίδιο η μαμά του τον άφηνε να τριγυρνάει όσο θέλει, έστω κια αν είχε σκοτεινιάσει, -την Αντιγόνη όμως την ήθελε σπίτι νωρίς, κι αν αργούσε λίγο, άφηνε η μαμά όλες τις δουλειές της και περίμενε πίσω από το παράθυρο, ώσπου να τη δει να φανεί. Από τη μέρα μάλιστα που συνάντησε η Αντιγόνη στην είδοδο το Γιαούρτερ και της είπε ελληνικά: "Καλησπέρα, ωραία ματάκια", η μαμά, κάθε φορά που είναι να γυρίσει πιο αργά η Αντιγόνη, κατεβαίνει και την περιμένει στην ξώπορτα.
Τα Σάββατα θα μπορούσε μια χαρά να μένει η αδελφή του στης Ρίτας που είχε δικό της δωμάτιο και κοιμότανε χώρια από τον αδελφό της το Μορίς, με το κομμένο πόδι. Η μαμά όμως ούτε να τ' ακούσει, γιατί παρ' όλο που στην Αθήνα δεν είχανε πειράξει ακόμα τους Εβραίους, δεν ήξερες ποτέ τι μπορεί να γίνει. Να μπαίνανε, λέει, ξαφνικά στο σπίτι της Ρίτας κι άντε να παίρνανε και την Αντιγόνη για Εβραία! Έτσι ερχότανε η Ρίτα τα Σαββατοκύριακα και κοιμότανε μαζί με την Αντιγόνη στο κρεβάτι της. Ο Πέτρος τις άκουγε που φλυαρούσανε ίσαμε αργά τη νύχτα. ’θελά του κρυφάκουγε, όχι, δεν το 'κανε επίτηδες, μα κείνες μιλούσαν αρκετά δυνατά, χαχάνιζαν και διηγιόντανε χίλιες δυο ιστορίες, που έκαναν τον Πέτρο, εκείνο τουλάχιστον το βράδυ, σαν έκλεινε τα μάτια του να μη βλέπει μπροστά του πεσμενους στο δρόμο από την πείνα.
Μιλούσανε εκείνες για ένα λουλούδι που άφησε μια μέρα η Αντιγόνη πάνω στο τραπέζι, που τη μέρα γινότανε θρανίο και το βράδυ γραφείο συντακτών του περιοδικού "Πήγασος". Το είχε αφήσει στη θέση που είχε ανακαλύψει πως καθότανε ο Κώστας Αγαρινός και την άλλη μέρα βρήκε, εκεί που είχε αφήσει το λουλούδι, μια άσπρη αχιβάδα που έγραφε μέσα με καλλιγραφικά γράμματα, λες και ήτανε τυπωμένα: "Ευχαριστώ".
- Είσαι ερωτευμένη, της έλεγε η Ρίτα, σε είδα την ώρα που έπιανες την αχιβάδα τα χέρια σου τρέμανε.
- Κανένα κορίτσι δε θα 'χει πάρει στη ζωή του αντί για γράμμα αχιβάδα, έλεγε η Αντιγόνη χαρούμενη, λες κι είχανε φάει για βραδινό τυρόπιτα.
Ο Γιάννης ήρθε το απόγευμα, όπως είχε παραγγείλει στη μαμά, και τον βρήκε.
- Έρχεσαι, του λέει με ύφος συνωμοτικό, να γράφουμε στους τοίχους με μπογιά;
- Να γράφουμε στους τοίχους! απόρησε ο Πέτρος με το αναπάντεχο.
- Ναι. Δηλαδή, για την ώρα, εγώ θα γράφω κι εσύ θα κρατάς τσίλιες. Αν δεις να πλησιάζει κανείς, θα τραγουδάς ένα τραγούδι που θα 'χουμε συμφωνήσει από τα πριν.
- Και τι θα γράψεις με την μπογιά; δεν έλεγε να καταλάβει ο Πέτρος.
- Θα γράφουμε συνθήματα! "ΠΕΙΝΑΜΕ, ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΥΣΣΙΤΙΟ", είπε ο Γιάννης κι ύστερα συμπλήρωσε: Θα δεις, Πετράκη, δε θα πεθάνουμε από την πείνα. Πρώτα αυτό κι ύστερα όλα τ' άλλα.
Θαρρούσε πως άκουγε τον τρελό με τις πιτζάμες. Λες να τον ήξερε ο Γιάννης;
- Ξέρεις, συνέχισε ο Γιάννης, άλλοι γράφουνε με κόκκινη μπογιά, άλλοι με μπλε κι άλλοι με πράσινη. Εμείς θα γράφουμε με πράσινη. Καλύτερα!
Του Πέτρου του άρεσε πολύ το πράσινο χρώμα. Συμφωνήσανε να συναντηθούνε στις έξι κοντά στο σχολείο. Θα πήγαιναν μαζί σε κάποιο σπίτι να πάρουνε μπογιές και πινέλα και θα ξεκινούσανε. Ο Γιάννης είπε στη μαμά του Πέτρου να τον αφήνει τα βράδια, όσο επιτρέπεται η κυκλοφορία, να πηγαίνει μαζί του στο σπίτι κάποιου φίλου του, που θα φτιάχνουν καραγκιόζη. Η μαμά συμπαθούσε το Γιάννη, και είπε ναι.
- Θα μου κάνεις και χάρη να ξέρω πως είναι μαζί σου, αντί να αλητεύει στα σοκάκια.
- Θα κάνουμε και καραγκιόζη, δεν είναι και τελείως ψέματα, είπε ο Γιάννης στον Πέτρο σαν έφυγε η μαμά.
Ο Πέτρος, όμως, είχε κατσουφιάσει. Περίμενε το Γιάννη για ν' ανατινάξουνε τρένα, να βάλουν φωτιά στην κομαντατούρα και να κάνουν κεραμιδαριό την κομαντοτάπα, κι ο Γιάννης του μιλούσε να μπογιατίζουνε τοίχους και να παίζουνε καραγκιόζη.
- Και το τρένο που μου υποσχέθηκες;
Ο Γιάννης άρχισε να γελάει και το μπαλάκι πηδούσε ξέφρενα στο λαιμό του, ύστερα σοβάρεψε.
- Αυτό είναι η αρχή. Στο σπίτι που θα πάμε θα σε συστήσω με άλλο όνομα. Εμένα με λένε Κίμωνα. Βρες και συ κάποιο.
Ο Πέτρος πήγε να πει Διάκος, μα του φάνηκε πολύ αστείο να σε λένε Αθανάσιο Διάκο και να μπογιατίζεις τοίχους. Τότε θα 'θελε να πει Αλέξιος, μα ο Γιάννης τον πρόλαβε.
- Θα σε βαφτίσω Τσουένι.
- Τσουένι;
- Ναι, ναι, ενθουσιάστηκε ο Γιάννης. Μια φορά που με ζήτησες στο σχολείο, κι εγώ δεν είχα πάει, μου είπε την άλλη μέρα ο Ανδρέας ο συμμαθητής μου, ένας καλαμπουρτζής: "Σε ζήτησε χτες το Τσουένι". Γιατί, λέει, έτσι όπως είσαι μαυριδερός και φορούσες έναν ασπριδερό μάλλινο κούκο στο κεφάλι, του θύμισες τα γλυκά που πουλάνε τώρα με το τσουένι πάνω.
Ο Πέτρος δεν ενθουσιάστηκε καθόλου. Λες και το 'ξερε κι είχε κάνει καβγά με τη μαμά να μη βάλει εκείνο το άσπρο σκουφί, που το είχε σαν ήτανε μικρός. Μα έκανε παγωνιά και του πονούσε το αυτί του. ’κου τσουένι!!! Τι θα 'λεγε στους γιους του. Με λέγανε Τσουένι. Ξέρετε τι είναι το τσουένι; Ένα άσπρο πράγμα, σαν ασπράδι αβγού, που το βάζανε στην κατοχή πάνω σε κάτι μαυριδερά γλυκά που πουλούσανε στο δρόμο. Έκανε να πει του Γιάννη να τον λένε τουλάχιστον Αλέξιο, μα κείνη την ώρα μπήκε φουριαστή η Αντιγόνη που γύριζε από το σχολείο -το δικό της συνέχιζε τα μαθήματα- και ο Γιάννης ούτε είχε πια έννοια να μιλήσει μαζί του, μόνο κοκκίνισε ίσαμε τ' αυτιά και είπε στην Αντιγόνη, με μια ψιλούτσικη φωνή, θαρρείς και δεν ήτανε δικιά του:
- Πώς πάει το σχολείο;
- Καλά, ευχαριστώ, απάντησε η Αντιγόνη με ύφος.
- Η Ρίτα;
- Πολύ καλά, σε χαιρετά.
- Με κοροϊδεύεις; ρώτησε διστακτικά ο Γιάννης, που δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να θυμώσει.
- Δε σε κοροϊδεύω, έκανε η Αντιγόνη πειραγμένη, μα εσύ σα βρίσκεσαι στο δρόμο με άλλους, κάνεις πως δε μας βλέπεις.
Και συνέχισε, μονορούφι, πως τον είδανε χτες την ώρα που σχολούσανε, που πήγαινε μ' έναν ψηλό μελαχρινό με πράσινα μπιρμπιλωτά μάτια κι ένα μπλε πουλόβερ με χοντρό μαλλί πλεγμένο τρεις καλή μια ανάποδη. Κουτούλησαν σχεδόν απάνω τους, μα ο Γιάννης έκανε πως δεν τις είδε και τότε εκείνες τους πήρανε από πίσω, μέχρι που τους είδανε να μπαίνουνε σε μια πόρτα, στην οδό Ζαΐμη, αριθμός 36, μια σκούρα πράσινη πόρτα σχεδόν μαύρη. Χτύπησαν και βγήκε στο μπαλκόνι ένα κορίτσι με ξανθά σγουρά μαλλιά και ξεπλυμένα μάτια, τους έγνεψε κι ύστερα κατέβηκε και τους άνοιξε. Ο Γιάννης κοίταζε την Αντιγόνη απορημένος.
- Μα πώς, μας παρακολουθούσατε;
- Τι πώς; ξέσπασε στα γέλια, πειραχτικά, η Αντιγόνη. Απλούστατα, σας πήραμε από πίσω, μα εσείς ήσασταν τόσο αφοσιωμένοι στην κουβέντα, που ούτε μας πήρατε κάβο.
- Καλοί είμαστε, είπε ο Γιάννης συλλογισμένα, κι ύστερα πρόσθεσε: Θέλετε να σας τον γνωρίσω;
- ’κου, λέει! ενθουσιάστηκε η Αντιγόνη, που είχε κιόλας ξεχάσει την πίκα της. Η Ρίτα θα πετάξει από τη χαρά της. Λέει πως ο ψηλέας είναι φτυστός ο Τάιρον Πάουερ.
Λίγο έλειψε να ξανατσακωθούνε, γιατί ο Γιάννης είπε πως ο Τάιρον Πάουερ είναι ένας ηθοποιός βλάκας και χωρίς ταλέντο, μονάχα φρύδια και τίποτ' άλλο, ενώ ο φίλος του... Θα τους τον γνώριζε και θα βλέπανε...
II. Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (απoσπάσματα)
Σαν ήμουνα μικρή και με στέλνανε το καλοκαίρι στο νησί στο σόι της Λίζας, έλεγα πως δεν μπορούσε να υπάρξει στη ζωή μου πιο μεγάλη ευτυχία. Ήμουνα ένα ήσυχο κοριτσάκι, ασήμαντο. Δεν ενοχλούσα κανέναν και μ' άρεσε να τριγυρνάω μόνη μου στα στενά δρομάκια του νησιού και να διηγιέμαι ιστορίες στον εαυτό μου. Έμενα πότε στις θείες της Λίζας και πότε στις ξαδέρφες της. Έβαζα σ' ένα καλαθάκι τα πράγματά μου και κάθε απόγευμα διάλεγα το σπίτι που ήθελα να κοιμηθώ το βράδυ.
- Θεία Άλκηστη!
- Θεία Αμφιτρίτη!
- Θεία Γιασεμούλη!
- Να μείνω απόψε;
- Ανέβα, Δαφνούλα.
Όλες οι θείες ήτανε παχουλές και μύριζαν όμορφα. Με κανακεύανε, και μένα μ' άρεσε να κάθομαι στα γόνατά τους και να χώνω το πρόσωπό μου στον μοσκομυρισμένο λαιμό τους. Της Λίζας δεν της άρεσαν τα χάδια κι εγώ τ' αποζητούσα. Μέσα στο καλαθάκι μου είχα ένα τσίγκινο κουτί από μπισκότα που έβαζα μέσα τριάντα ένα κάτασπρα χαλίκια. Τα μάζευα στην ακρογιαλιά την πρώτη μέρα που έφτανα στο νησί. Ο πατέρας μου δεν μ' άφηνε να μείνω ούτε μια μέρα παραπάνω. Κάθε βράδυ πετούσα κι από ένα χαλίκι στη θάλασσα, κι όσο λιγόστευαν, η λύπη που θα φύγω σκέπαζε τη χαρά κι ας είχα ακόμα μέρες μποστά μου.
Στη Ρώμη μετράω τις μέρες με την επίσκεψή μου στην οδό Γκαέτα. Ακόμα είκοσι μέρες. Ακόμα είκοσι μέρες με τον Ζαν-Πωλ. Ακόμα είκοσι μέρες θα είμαι η Δάφνη. Την Ελένη προσπαθώ να την καταχωνιάσω κάπου. Η οδός Γκαέτα, τα γράμματα της Λίζας και οι ελληνικές εφημερίδες που μου στέλνει κάθε τόσο, την κάνουν να προβάλλει άγρια και απειλητική μπροστά μου. "Πώς μπόρεσες..." Πώς μπόρεσα! Η Μαρί-Τερέζ τηλεγράφησε του Αχιλλέα για τη βίζα κι εκείνος απάντησε: "Γίνονται οι απαιτούμενες ενέργειες". "Ας μην αργήσουν, Αχιλλέα, αυτές "οι απαιτούμενες ενέργειες", ας μην αργήσουν!"
Η Ρώμη είναι μια μαγική πόλη. Όχι, δεν αποκήρυξα κανέναν. Μια ανάσα μόνο. Οι τελευταίες ελληνικές εφημερίδες γράφουν πως πιάστηκε ο Ανεμοδαρμένος κι ο Κωστής. Το Λιοντάρι του Ντανφέρ γλίτωσε μονάχα. Μπορεί και να το 'κρυψε η Λίζα. Ο Κωστής μού είχε υποσχεθεί ένα καινούριο φόρεμα κι έναν αληθινό χορό. Ο Αχιλλέας είχε υποσχεθεί σ' ένα χρόνο η Αθήνα να 'ναι δικιά μας. Ο Ζαν-Πωλ δεν υπόσχεται τίποτα -μια ανάσα μόνο.
Κλείνω τις εφημερίδες να διώξω μακριά την Ελένη, την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Τώρα είμαι η Δάφνη, το κορίτσι του Ζαν-Πωλ. "Λα σούα ραγκάτσα", λέει το γκαρσόνι του μπαρ όπου συναντιόμαστε με τον Ζαν-Πωλ κάθε μέρα, αργά το απόγευμα, να πιούμε καπουτσίνο. Μ' αρέσει να φτάνω λίγα λεπτά αργότερα. Εκείνος έχει κιόλας καθίσει στο ψηλό σκαμνί με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Το γκαρσόνι με βλέπει που μπαίνω και του αναγγέλει θριαμβευτικά: "Λα σούα ραγκάτσα" - το κορίτσι σου! Ο Ζαν-Πωλ γυρίζει το κεφάλι χωρίς να κατέβει από το σκαμνί.
- Σου παράγγειλα τον καπουτσίνο σου, λέει και με φιλάει απαλά στα χείλια.
Κάθομαι στο διπλανό σκαμνί. Ο Τζίνο, το γκαρσόνι, μας έχει πάρει από συμπάθεια και μας βάζει πιο πολλή σαντιγί στον καπουτσίνο, κι από πάνω τριμμένη σοκολάτα που μοσχομυρίζει. Βάζω ζάχαρη, ανακατεύω αργά αργά με το κουταλάκι, κι ο Ζαν-Πωλ με ρωτάει πώς πέρασα τη μέρα μου. Μέρες γεμάτες μικρά ασήμαντα πράγματα! Πήγα στο μεγάλο μαγαζί στο "ΟΥΠΙΜ" κι αγόρασα κάτι φτηνά πορτοκαλιά παπούτσια. Είναι πάνινα, με λεπτή σόλα και μοιάζουν παπουτσάκια μπαλέτου. Απλώνω τα πόδια μου να τα δει. Τα βρίσκει πολύ όμορφα. Γελάω. Μαζί με τα παπούτσια, μου δώσανε δώρο ένα μικρό κόκκινο ψάρι σ' ένα νάιλον σακουλάκι.
- Περπατούσα στον δρόμο με το ψαράκι στο χέρι. Συλλογιόμουν τι να το κάνω. Πήγα ίσαμε τη βίλα Μποργκέζε και το 'ριξα στη λιμνούλα.
- Πάμε να δούμε αν κολυμπάει ακόμα; λέει ο Ζαν-Πωλ.
- Πάμε.
.........................................................
Ξύπνησα με την αφή του μεταξιού στα δάχτυλα. Ο Αχιλλέας κοιμάται με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο. Σηκώνομαι και πάω πίσω από το παραβάν που είναι το κρεβατάκι της Δαφνούλας. Το φωτίζει ένα πορτατίφ με μπλε αδύνατο γλόμπο. ’μα κοιμάται, μοιάζει πιο πολύ στη Λίζα, τα ίδια λεπτά χαρακτηριστικά. Σκύβω και τη φιλώ. "Να πάμε στην Ελλάδα, Δαφνούλα, πρέπει να δεις τη Λίζα, δεν γίνεται να μην γνωρίσεις τη Λίζα."
Μου είναι αδύνατο να ξαναγυρίσω στο κρεβάτι. Πηγαίνω στην κουζίνα και κάθομαι κοντά στο τραπέζι, με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στα διπλωμένα μου χέρια. Δεν έχω καλοξυπνήσει. Αύριο, δηλαδή σήμερα, θα φωνάξω τον Αντρέα να τηλεφωνήσουμε στη Λίζα. Είναι μια βδομάδα που μας βάλανε τηλέφωνο κι ο Αντρέας δεν μ' αφήνει σε ησυχία: Να πάρουμε τη Λίζα και να πάρουμε τη Λίζα. Εγώ το αναβάλω. Μου φαίνεται πως, άμα ακούσω τη φωνή της, θα χάσω τη σχετική μου ισορροπία. Ένα γράμμα της Λίζας, σταλμένο πριν από δυο μήνες στη Μαρί-Τερέζ, μου αναγγέλλει δυο μεγάλα νέα: Η νύφη μου γέννησε δίδυμα αγοράκια και σπίτι μας μπήκε τηλέφωνο. Θυμάμαι που με φώναζαν στο τηλέφωνο από το απέναντι καφενείο. "Σου γράφω τον αριθμό για κάθε ενδεχόμενο." Και, τώρα που έφτασε αυτό το "ενδεχόμενο" διστάζω.
Τον πρώτο καιρό μας στη Μόσχα, η νοσταλγία του Αντρέα έμοιαζε σε ύφεση κι η δικιά μου σαν να σταμάτησε απότομα. Με συνεπήραν τα χίλια δυο καινούρια και συγκλονιστικά που πρωτόβλεπα. Δεν είχα πάρει όμως είδηση πως η νοσταλγία λούφαζε κάπου μέσα μου, σε μια γωνιά, και παραφυλούσε την ώρα που θα ξεπεταγόταν άγρια και βασανιστική. Ο Αντρέας πάλι όρμησε στα μουσεία και ξέχασε τη στάση Αγγελοπούλου και τους μπεζέδες από το ζαχαροπλαστείο "Τέλειον". Μα πώς να μην τα κάνει πέρα όλα, αφού άρχισε να ζωγραφίζει ξανά! Δειλά δειλά στην αρχή, έκανε σκίτσα με το μολύβι σ' ένα μπλοκ της συμφοράς, το μπακαλοτέφτερο όπως του το 'λεγα. Μια μέρα όμως που καθότανε με τον Λεβ Ιλίτς στο ατελιέ του, εκείνος του είπε τάχα αδιάφορα: "Τα χέρια μου δεν πιάνουν πια καθόλου. Παρ' τα όλα, άμα θέλεις, μπογιές, πινέλα, καβαλέτα..." Από τότε έπιασε ο Αντρέας τα πινέλα, για να μην τα ξαναφήσει. Όχι, δεν μοιάζουνε καθόλου με του Ντε Κίρικο τα καινούρια του έργα. Ο Λεβ Ιλίτς λέει πως έχουνε δύναμη και αισιοδοξία και πολλή τρυφερότητα. Του χρόνου, σίγουρα, θα κάνει έκθεση, το υπόσχεται κι αυτό ο Λεβ Ιλίτς, κι ακόμα θα καταφέρει να του πάρει μόνιμη διαμονή στη Μόσχα.
Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας είναι στοιβαγμένα τα βιβλία που διάβαζα χτες. Αν δεν είχα τον Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς να μου ανοίγει το κεφάλι, για να μου βάλει τις εξαιρέσεις των κανόνων, τις ρίζες, τις παραλλαγές της γλώσσας, θα τα είχα βρει μπαστούνια στις σπουδές μου με αλληλογραφία. Η μελέτη όμως μαζί του είναι μια ευτυχία. Έπρεπε να διαβώ ποταμούς και στέπες για ν' αποκτήσω στη ζωή μου έναν τέτοιο σπάνιο δάσκαλο. Η Νάντια με πηγαίνει στα θέατρα και στο μπαλέτο. Ο Αχιλλέας σπάνια έρχεται μαζί. Το θέατρο δεν τον ενδιαφέρει και τόσο, μόνο επισκέπτεται τα κολχόζ και τα εργοστάσια, γιατί "μεθαύριο που θα πάμε στην Ελλάδα και θα πάρουμε την εξουσία, θα αντλήσουμε από τη μεγάλη πείρα των Σοβιετικών". Δεν του περνάει από το νου πως μπορεί να γυρίσουμε χωρίς να "πάρουμε την εξουσία", αλλά το πολύ πολύ να μισανοίξει η πόρτα και να περνάμε σιωπηλά κι αθόρυβα λίγοι λίγοι.
|
Διακρίσεις: |
Βραβείο Μίλντρεντ Μπάτσελερ (ΗΠΑ) για το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο (1968, 1974, 1976).
Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας 1993 για το βιβλίο της "Θέατρο για παιδιά".
Βραβείο Giuseppe Acerbi 2002 (Καστέλ Γκοφρέντο, Ιταλία) για την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Βραβείο Εφηβικού Βιβλίου 2003 του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της.
|
|