Πάρε, Αφροδίτη, τα τόξα στον ώμο
κι ήσυχη τράβα να βρεις άλλο στόχο.
Εγώ δεν έχω χώρο πια για τραύμα.
Ανωνύμου (άλλοι όμως λένε του Αρχία), Παλατινή Ανθολογία A.G. (Α.Ρ.) 98.
Ι
Καταλαβαίνεις ότι είμαι ζαλισμένη ακόμα. Θα πάρει, φαντάζομαι, καιρό να αρθρώσω όσα περιδινούνται μέσα μου, κι έτσι να τα ξεκαθαρίσω. Ξεσυνήθισα να γράφω. Ξεσυνήθισα και να μονολογώ, όπως τούτη την ώρα. Ό,τι είχα να πω το έλεγα σε σένα. Στην αρχή μιλούσα πολύ, γιατί είχα ένα σωρό περασμένα να σου ιστορήσω. Άλλοτε το ζητούσες κι άλλοτε το απέφευγες. Κι άλλοτε μιλούσες εσύ. Νυχτώναμε στο χωριό σου, τον καιρό που ήσουν δώδεκα χρονών. Αργότερα είχαμε πια γίνει συγκοινωνούντα δοχεία μνήμης. Έφτανε μια ματιά για σημάδι του δρόμου που παίρναμε κατά πίσω. Οι παιδικές μου φαντασίες, οι γάμοι και τα ξόδια του τόπου σου, οι σημειώσεις στα περιθώρια των βιβλίων του πατέρα μου, που συχνά εσύ μου αποκρυπτογραφούσες, τα κορίτσια που άγγισες, ή και μόνο λαχτάρησες, αυτά και χίλια άλλα, είχαν μπει σε ένα «κοινό ταμείο» μνήμης.
Πριν από σένα μοίραζα σε πολλούς ανθρώπους, σε μικρά κομμάτια, τις σκέψεις και τις εξομολογήσεις μου. Η Λήδα, η Βικτωρία, ο ξενιτεμένος φίλος, κι ακόμη άνθρωποι άγνωστοι, φίλοι εξ αλληλογραφίας. Γιατί ούτε υποψιαζόμουν ότι μπορεί κανείς να περιμένει όλη τη συντροφικότητα κι όλη την αίγλη από ένα μόνον άνθρωπο, Μανώλη.
Λέω το όνομά σου για να ξεγελιέμαι ότι ακούς. Τόσα βράδια; που θα κάθομαι και θα παλεύω με τα κουβαριασμένα νήματα στο νου μου, είναι δύσκολο να δεχτώ ότι κανείς δε θα ξέρει και δε θα νοιάζεται. Όπως και νάχει, πρέπει να γίνει αυτή η δουλειά. Αρθρώνεις και ξεδιαλύνεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ίσως αρθρώνεις και κάποτε, τελικά, εξορκίζεις. Δεν ξέρω. Τώρα είναι ακόμα νωρίς. Το μόνο που θαμποβλέπω μέσα στην παραζάλη μου είναι ότι θα αντέξω. Αυτή τη στιγμή μάλιστα χαμογελώ. Αναρωτιέμαι από πού διάολο αναβρύζει τούτο το χαμόγελο. Δεν υποκρίνομαι ότι μπορώ να το διατηρήσω. Την επόμενη στιγμή ίσως έχω πάλι το χτεσινό μου πρόσωπο, αόμματο, κουφό, με μια μεγάλη τρύπα στη μέση, από όπου έβγαιναν φυσαλίδες και γόοι. Γι' αυτό βιάζομαι να βρω από πού φυτρώνει αυτό το χαμόγελο, μήπως μάθω να το ανασύρω τις μαύρες ώρες που θα έρχονται.
ΙΙ
Ακραίες καταστάσεις. Πού διαβάζαμε γι' αυτές; Στο σπουδαστήριο ή στο πατάρι του φοιτητικού καφενείου; Πάντα μπερδεύω τους τόπους, τις ημερομηνίες, και γελάς. «Δε συνέβηκε τότε, δε συνέβηκε εκεί, κουτοκόριτσο !» Και μου χτυπάς το μέτωπο με το δάχτυλό σου. Δηλαδή, γελούσες τότε και μου χτυπούσες το μέτωπο. Τέλος πάντων.
Ακραίες καταστάσεις. Πού βρισκόμαστε; Πρέπει να μάθω να μη στρέφω σε σένα για απάντηση. Ξέρω ότι δεν είναι καν σημαντικό να θυμηθώ πού. Ο περίγυρός μας στάθηκε τις περισσότερες φορές μια εξωτερικότητα δευτερεύουσα κι ελάχιστα καθοριστική. Υπήρχαν μεσημέρια που βράδιαζε μέσα μας, και βράδια γεμάτα λιακάδα. Κάποτε ξεμοναχιαζόμαστε με ένα σωρό κόσμο γύρω μας, και κάποτε μόνοι οι δυο μας νιώθαμε συντροφεμένοι από πολλούς ανθρώπους, συντοπίτες μας και ξένους, τωρινούς κι αλλοτινούς. Μα τώρα κάθε λεπτομέρεια έγινε πολύτιμη. Ή την διαφυλάσσω ή χάνεται.
Πού βρισκόμαστε; Στο καφενείο. Θυμάμαι το γκαρσόνι, που μας προσπέρασε κρατώντας ψηλά το δίσκο του, γι' άλλο τραπέζι. Μας χαμογέλασε και είπε χωρίς ερωτηματικό: «Τα ίδια όπως πάντα, παιδιά».
Γνέψαμε «ναι». Μου γέμιζε την καρδιά αυτή η πρόταση. Κάποιος μας γνώριζε για συντρόφους, γνώριζε ότι παραγγέλλουμε το ίδιο κι οι δυο, το ίδιο κάθε φορά. H λέξη «πάντα» μου χάριζε μια μικρή αιωνιότητα, απαγορευμένη και αδύνατη κατά κόσμον.
Μπροστά μας ανοιχτό το βιβλίο. Παιδαγωγικά. Διαβάζαμε σιωπηλά, και φτάναμε ταυτόχρονα στο τέλος κάθε σελίδας. Μια αρμονία που κανείς μας δεν υπογράμμισε, δε φάνηκε καν να προσέχει όσο διαβάζαμε μαζί. Τώρα κι εσύ ξέρεις, σίγουρα, ότι είναι ανεπανάληπτη. Δεν έχω καν το κουράγιο να δοκιμάσω ξανά. Δεν αντέχω να τελειώσω δεύτερη, δεν αντέχω να τελειώσω θριαμβικά πρώτη την ανάγνωση μιας σελίδας. Ο ρυθμός είναι μια υπόθεση σχεδόν μεταφυσική. Υπάρχει. Δεν καθορίζεται.
Παιδαγωγικά. Γυρίζουμε σελίδα. Και ξαφνικά μένω με το στόμα ανοιχτό. Διαβάζω τη λέξη. Την ξαναδιαβάζω. Σηκώνω τα μάτια από το κείμενο και σε κοιτάζω έκπληκτη. Υπερμνησία!
Το ήξερες ότι υπάρχει τέτοια λέξη, Μανώλη; Έχουν όλα λοιπόν ερευνηθεί, καταταχθεί, τιτλοφορηθεί; Χρόνια ζητούσα ένα όνομα γι' αυτό το τόσο γνώριμο βίωμά μου. Το πάλευα και δεν ήξερα να το ονομάσω. Προσπαθούσα να το αποδιώξω με μια παράλογη κίνηση, σαν να πετούσε αόρατη μύγα μπροστά στο πρόσωπό μου, με μια ξεκάρφωτη λέξη – «όχι», «φύγε», «δε θέλω» – κι η μάνα έλεγε ότι φύρανε το μυαλό μου πριν γεράσω, και παραμιλώ. Ώστε αυτό ήταν το όνομά του! Υπερμνησία.
Ψάχνω στο βιβλίο, μήπως αναφέρει αν είναι ιάσιμη ή ανίατη. Λέει μόνο ότι πρόκειται για κατάσταση ισχυράς διατηρήσεως βιωμάτων, η οποία συναντάται εις πρόσωπα πάσχοντα εκ μανίας, ευρισκόμενα εις μέγαν κίνδυνον, τελούντα υπό το κράτος συναισθηματικής διεγέρσεως... Ακραίες καταστάσεις. Ωστόσο ούτε υποδείξεις για πρόληψη, ούτε μέθοδο θεραπείας περιέχει το βιβλίο. Πράττει καθένας ό,τι μπορεί. Ξέρω τα συνηθισμένα αντίδοτα. Ναρκωτικά, διεγερτικά, παραισθησιογόνα. Την εξοντώνεις, κι εξοντώνεσαι μαζί της.
Η δική μου θεραπευτική είναι πρακτική. Στην κυριολεξία πρακτική. Πράττω και σβήνω το στίγμα από τη μνήμη. Αν δείλιασα, τολμώ. Αν εκπορνεύτηκα, ασκητεύω. Αν σκλήρυνα, γεμίζω αυταπάρνηση. Για κάθε θάνατο, μια γέννα. Και τώρα που γράφω, πράξη είναι. Πράξη γλυτωμού. Γιατί αν πω με λέξεις όσα πλημμυρίζουν ποτάμια και παραπόταμοι το νου μου, θα γίνουν αντικείμενα. Και τα αντικείμενα, οσοδήποτε αιχμηρά, βρίσκονται έξω από μας. Θα έρθει μια μέρα που θα κάνω διορθώσεις στο τυπογραφείο, θα ζητώ να αντικατασταθούν τα φθαρμένα στοιχεία, να προστεθεί κάποιο σημείο στίξης, θα αλλάζω πού και πού καμιά λέξη – «ύστερα» αντί «κατόπιν» – σε τούτα που γράφω απόψε, 20 Γενάρη, και μου καμακώνουν τα σωθικά.
Ι ΙΙ
Ο Δημήτρης επιμένει να γκρεμιστεί το δωματιάκι στην αυλή. Τα περισσότερα πράματα που έχουμε στοιβάξει εκεί μέσα είναι για πέταμα, τα άλλα μπορούν να τακτοποιηθούν στα ψηλότερα ράφια των ντουλαπιών. Εγώ δε θέλω. Στο κάτω-κάτω τι ενοχλεί, στη γωνιά του;
-Να αδειάζει ο τόπος, λέει. Ακόμα και το σπίτι πρέπει να πέσει κάποτε. Γέμισε η γειτονιά πολυκατοικίες. Γιατί όχι κι εμείς;
-Γιατί γεννήθηκα εδώ, απαντώ. Έχω προηγούμενα με τις γουβίτσες στα μωσαϊκά, με τις ρωγμές στους τοίχους.
Ρωτάει αν έχω κοινή λογική. Όταν ένας χώρος που δεν προσφέρει εισόδημα μπορεί να μετατραπεί σε χώρο ο οποίος προσφέρει...
-Δεν έχω κοινή λογική, τον διακόπτω. Επιπλέον, είμαι κατά του εισοδήματος εξ ακινήτων. Θέμα πολιτικό.
Οι κινήσεις του. Χτυπά μια πόρτα. Κλείνει απότομα ένα συρτάρι. Αφήνει τη βρύση να τρέξει με ορμή. Οι κινήσεις του μού είναι τόσο οικείες ώστε δεν είναι δυνατό να με φοβίσουν. Ούτε καν να με ανησυχήσουν. Φεύγει. Θα ξαναγυρίσει, φυσικά.
Καλύτερα εξάλλου. Ήθελα να μείνω μόνη, να τακτοποιήσω το δωματιάκι στην αυλή. Η μάνα δεν πιστεύει ότι μπορώ να το κάνω κατοικήσιμο. Κατά βάθος εύχεται να μην μπορέσω. Δε βρίσκει σωστό να μένει εδώ ο Δημήτρης πριν καν αρραβωνιαστούμε. Τι θα πει ο κόσμος;
-Τον κόσμο θα κοιτάξουμε ή την ανάγκη; της λέω. Το σπίτι τους πλημμυρίζει με κάθε βροχή. Μες στην αυλή τους τα παιδιά κλαίνε, οι γυναίκες τσακώνονται. Πώς να μελετήσει για τις εξετάσεις του;
Σηκώνει τους ώμους. Τέτοια πράματα δεν τα ήξερε, στον καιρό της. Με βλέπει να σέρνω τα βαριά μπαούλα, και μήτε σαλεύει να με βοηθήσει, αυτή που σκοτώνεται πάντα μη με αφήσει να κουραστώ.
Έκανα χώρο για το σιδερένιο κρεβάτι και το έστησα. Μπροστά του το κουτσό τραπέζι να πατά σε ένα κουτί, και πάνω ένα ραγισμένο ανθογυάλι. Οι χαραματιές στο σοβά κρύφτηκαν από τα στοιβαγμένα αντικείμενα, εκτός στον τοίχο όπου ακουμπά το κρεβάτι. Για εκεί βρίσκω μερικά κάδρα με άνθη και παλιομοδίτικες καλλονές και τα κρεμώ έτσι που να τις σκεπάζουν. Φαίνονται ακόμα από κάτω, βέβαια, σαν ουρίτσες. Κανείς δε θα ξεγελαστεί, κι ούτε χρειάζεται. Σημασία έχει να νιώσει ο Δημήτρης την τρυφερότητα που με έκανε να προσπαθήσω να τις κρύψω. Θα έρθει, απόψε κιόλας, να στρωθεί στη μελέτη του.
-Ήρθες;
Περιττή ερώτηση. Μόνο και μόνο για να δω αν είναι ομιλών ή βωβός.
-Ήρθα.
Ομιλών, αλλά μονολεκτικός. Πάει καλά. Ανακάθομαι στο κρεβάτι και τον παρακολουθώ να ξεντύνεται. Τα πόδια του μακριά και καλοφτιαγμένα, η κοιλιά του ίσια. Αναγνωρίζω ότι το σχήμα είναι ωραίο, μα καμιά λαχτάρα δε με ταράζει. Ψάχνω ύπουλα να του βρω ψεγάδι. «Έκανε διπλοσάγωνο», σκέφτομαι χαιρέκακα. Κι αμέσως ανεβάζω τρομαγμένη το χέρι στο λαιμό μου. Γιατί μεγάλωσα κοντά του και το πρόσωπό μου γίνηκε καθρέφτης του δικού του.
ΙV
Λοιπόν, Μανώλη, δεν είναι μόνο οι μνήμες των δικών μου πράξεων που με τυραννούν. Κουβαλώ ένα σωρό ενοχές που δε μου ανήκουν. Και η Τισιφόνη, η Μέγαιρα, η Αληκτώ, άφυκτοι κύνες, ζητούν πληρωμή και γι' αυτές, μαζί με τις δικές μου. Μέσα μου έχουν σφηνωθεί σφαίρες από τυχαίες βολές. Αδέσποτες.
Κάθομαι σε ένα βραχάκι. Μισοσκόταδο. Ένα ζευγάρι έχει σταθεί πιο πέρα. Δε με έχουν δει. Εκείνη ζητά να ελευθερωθεί, βιαστικά, αδέξια. Προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους, αντιφάσκει και παραδρομεί. Γιατί ένας λόγος μόνον υπάρχει, συντριπτικός: κουράστηκε. Kαι για να μη φανερώσει αυτόν λέει χίλια ανόητα.
Εκείνος σπαρταρά. Προτείνει λύσεις. Ζητά παρατάσεις. Τέλος φαίνονται να στερεύουν τα επιχειρήματά του. Βάζει τα χέρια στις τσέπες. Συλλογιέμαι ότι θα τραβήξει ίσως ένα περίστροφο να τη σκοτώσει ξαφνικά. Όχι από μίσος. Για να μαρμαρώσει ο χρόνος σε τούτη τη στιγμή, να μην έρθει η επόμενη, να μη χωρίσουν ποτέ.
Δεν κάνει καμιά κίνηση. Στέκει με το κεφάλι χαμηλωμένο για ώρα. Ύστερα λέει ήσυχα:
-Σακατεύτηκα, αγάπη μου.
Είναι άδικο να έχω κατάστηθη μαχαιριά για ανθρώπους που μήτε μια φορά δεν είδα το πρόσωπό τους. Τις νύχτες, πάλι και πάλι, σφαλώ τα αυτιά μου, τάχα για να αποφύγω έτσι τη μνήμη της φωνής του αγοριού. Γιατί δεν αντέχω να λέει κάποιος "σακατεύτηκα" τόσο ήσυχα. Και μετά να λέει "αγάπη μου", τέτοια σκληρή στιγμή.
V
Φορώ τη μάσκα, τα πτερύγια, παίρνω το ψαροντούφεκο και πέφτω στο νερό αθόρυβα. Απομακρύνομαι λίγο, κατεβάζω το κεφάλι, διπλώνω το κορμί και τινάζομαι προς τα κάτω.
Εδώ οι πολύχερες Ερινύες δεν έχουν εξουσία. Μένουν στην ακτή και γλείφονται περιμένοντας να βγω. Γι' αυτό όλο αναβάλλω, αναβάλλω την επιστροφή μου.
Εδώ είναι άλλος κόσμος, σιωπηλός. Δίχως συμπαίκτες. Κάποτε μπορεί να συναντήσεις άλλο κυνηγό. Μπορεί να σε χαιρετήσει, κουνώντας φιλικά το χέρι. Όμως είναι μακρινός, σαν άστρο που διαγράφει τη μοναχική τροχιά του. Τα ψάρια στρέφουν και κοιτάζουν καχύποπτα. Τα πιο δειλά χτυπούν την ουρά κι εξαφανίζονται στις κρυψώνες τους. Μερικά μένουν ακίνητα, σε επιφυλακή. Μια σμέρνα κροταλίζει άηχα το σχιστό στόμα της. Νομίζει ότι τη φοβάμαι. Δεν ξέρει για τις Διώκτρες μου.
Ένα δυο κουτόψαρα ξεθαρρεύουν και με πλησιάζουν περίεργα. Έρχονται μπρος στο καμάκι μου. Το περιεργάζονται. Τέτοια στιγμή είναι προστυχιά να τραβήξεις τη σκανδάλη. Κουνώ το όπλο και τα διώχνω.
Ψηλά, στην επιφάνεια, περνάνε κοπαδιαστά κέφαλοι. Ξοδεμένη η βολή στα γρήγορα αφρόψαρα. Εξάλλου εγώ κατέβηκα εδώ κάτω με ένα στόχο συγκεκριμένο. Ψάχνω να βρω ροφό. Κοιτάζω προσεκτικά μέσα σε κάθε κοίλωμα, μέσα σε ύφαλες σπηλιές. Αίφνης τον διακρίνω. Ανεβαίνω για ανάσα και καταδύομαι καρφωτά, χωρίς χασομέρια. Πρέπει να μου μείνει καιρός να σημαδέψω, να χτυπήσω, να τον τραβήξω έξω. Οριζοντιώνομαι αντίκρυ του. Η ταραχή μουδιάζει τα δάχτυλά μου. Σφίγγω νευρικά τον αναπνευστήρα με τα δόντια και χτυπώ. Ο ροφός αγκιστρώθηκε, μα δεν παραδίνεται. Εκτείνει τα αγκαθωτά του πτερύγια και βραχώνει μέσα στην τρύπα του, που σοφά τη διάλεξε ελάχιστα μεγαλύτερή του, γι' αυτό το σκοπό. Τραβώ το καμάκι κι η δύναμή μου δε φτάνει. Σώνεται η ανάσα μου. Διστάζω, αν πρέπει να ανέβω για οξυγόνο ή να μείνω να παλέψω με το ψάρι. Αρχίζω να ασφυκτιώ, κι ακόμη επιμένω. Λες και τίποτα δε βαραίνει περισσότερο από αυτόν το γκρίζο ροφό.
Ο ήλιος πάνω καταυγάζει. Βγαίνω από τη θάλασσα με το τρόπαιό μου. Ένδοξη. Το δέρμα στα δάχτυλά μου είναι συρρικνωμένο από το μούσκεμα. Ξαγκιστρώνω το ωραίο κάποτε ψάρι, σπαραγμένο τώρα, με τα σπλάχνα μισοχυμένα έξω, και στρέφω το πρόσωπό μου να λιαστώ. Τότε, κρυμμένες σε δεινές ενέδρες, χιμούνε πάνω μου οι Εκδικήτρες, σφυρίζοντας με τα ξεδοντιασμένα στόματά τους: «Τζόρτζιο... Τζόρτζιο...»
Τζόρτζιο. Τριγύριζε όλη μέρα στο γιαλό, γελώντας, τραγουδώντας. Γύρω του ένα σμάρι κορίτσια, Αμερικάνες, Γαλλίδες, Βόρειες, κρεμασμένες στα μπράτσα του και στο λαιμό του. Κάποτε τις παρατούσε όλες κι έπαιρνε βόλτα με ποδήλατο μιαν από τις ντόπιες κοπέλες. Η μάνα της έλειπε στον Πειραιά, ή είχε πάει ν' ανάψει καντήλι σε ξωκλήσι, ανύποπτη για τη συμφορά που θα την έβρισκε. Γύριζε κι έβλεπε την κόρη ξαναμμένη. Δεν καταλάβαινε. Ύστερα από λίγο καιρό, η κοπέλα άρχιζε να κοιμάται με τους περαστικούς του νησιού. Ξάνθαινε τα πυκνά σκούρα μαλλιά της, έφευγε από το σπιτικό της αν πάσχιζαν να την περιορίσουν. Και καθώς ήταν αμάθητη σε δουλειά, άλλη από τη σπιτική, άρχιζε να ξεχνάει τη χαρά του έρωτα πριν καλά-καλά την ανακαλύψει, άρχιζε να λογαριάζει πώς θα μπορούσε να ζήσει απ' αυτόν. Όλες οι κοπέλες που o Τζόρτζιο πήρε βόλτα με ποδήλατο.
-Γιατί άλλαξες το όνομά σου; τον ρωτώ. Θυμάμαι που σε φώναζαν Γιώργη κάποτε.
Γελά. Γιώργη! Τι ιδέα! Μα δε γνωριζόμαστε. Έλειπε χρόνια «αλητεύοντας στον κόσμο».
Είναι ένα καλοκαίρι κατακάθαρο. Τα πρωινά ξυπνώ με ένα τράβηγμα στο στομάχι, μια λιγούρα να πέσω για ψάρεμα. Στους ψηλοκρεμαστούς βράχους κάτω από το παλιό σφαγείο, και δεξιά, στον παλιό σκουπιδότοπο της Ύδρας, βρίθουν τα ψάρια, σε πανόραμα χρωμάτων και χορευτικών κινήσεων. Είμαι ευτυχισμένη. Όχι ακριβώς ευτυχισμένη, Όμως ήσυχη. Οι Σεμνές Θεές έχασαν φαίνεται το καράβι μου αυτό το καλοκαίρι, ή κοιμούνται πράες Ευμενίδες, μαζεύοντας δύναμη για το φθινόπωρο. Σήμερα ψαρεύω στην πίσω πλευρά του νησιού. Ερημιά. Γεμίζει η ψαροσακούλα μου πετρόψαρα και χταπόδια. Βγαίνω να την αδειάσω στα βράχια και να ξαναπέσω. Κι εκεί, μπροστά μου, στέκεται ο Τζόρτζιο.
-Είναι ασέβεια στην Αφροδίτη, λέει, που αφήνεις να περνούν ανέραστα οι λαμπρές αυτές μέρες. Ήρθα να κάνουμε έρωτα.
Κρατάει στο χέρι το μαγιό του και γελά.
-Δε θέλω, λέω. Φύγε.
Γελά. Τα δόντια του στραφταλίζουν. Κάνει ένα βήμα.
Δεν πιστεύω στο βιασμό. Μπορεί να σου σκίσουν τα ρούχα, να σε ακινητήσουν, ακόμη και να σε διαμελίσουν εμμανώς, αλλά μαγικά θα έχεις μείνει ανέγγιχτη, άθικτη. Δεν είμαι τρομαγμένη λοιπόν.
-Μην πλησιάσεις περισσότερο, λέω ήρεμα. Θα ρίξω πάνω σου.
Κάνει τάχα ότι ακόμα γελά, μα βλέπω ότι διστάζει. Από τα μάτια του περνάει σκιά φόβου. Σηκώνω το ψαροντούφεκο και σημαδεύω. Νιώθω το ελατήριο συσπειρωμένο, με δύναμη περισσευούμενη, υπολογισμένη για μέσα στην αντίσταση του νερού. Δεν έχω καμιά προσωπική κακία εναντίον του. Όμως πολύ μολύνθηκε και μόλυνε. Πολύ ολιγώρησε στα σημεία για την ταμένη πληρωμή του. Το χέρι μου στη σκανδάλη μοιάζει σχεδόν αντικείμενο. Κάτι χωριστό από μένα.
Διστάζει. Η σκιά πυκνώνει στα μάτια του. Ύστερα σηκώνει ξέγνοιαστα τους ώμους. Κάνει άλλο ένα βήμα.
Το απόγεμα, όταν τον είδα να κάνει βόλτες στο γιαλό, ανάμεσα σε ένα σωρό κορίτσια που του έριχναν τρυφερά βότσαλα, έμεινα κατάπληκτη πώς βρήκε βάρκα και επέστρεψε από την Αχερουσία. Γιατί είμαι σίγουρη ότι την τράβηξα τη σκανδάλη στο επόμενο βήμα του. Αναρωτιόμουν αν ήταν ο ίδιος και πώς είχε γυρίσει.
Παρόλο που τον κοίταζα προσεκτικά τις επόμενες μέρες, δε διέκρινα το σημάδι από την τρίαινά μου. Λίγο αργότερα έμαθα το θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. «Τον θυμάσαι το Τζόρτζιο;» μου είπε κάποιος.
Άρα δεν τράβηξα τη σκανδάλη, λέω. Όμως τα φριχτά Δαιμονικά γλείφουν σταγόνες αίμα γύρω από τα χείλη τους, και μου φωνάζουν σφυριχτά: «Τζόρτζιο... Τζόρτζιο...»
VI
Ο παλιατζής πέρασε για τα πράματα της αποθήκης. Το σιδερένιο κρεβάτι δεν πιάνει, λέει, πάνω από εκατοστάρικο. Το τραπέζι κάνει μόνο για καυσόξυλα. Όσο για τα λοιπά... Ρίχνει πονηρές ματιές μια στα αντικείμενα, μια σε μένα. Ρωτάει πόσο ζητώ για όλα μαζί.
-Δε θα συμφωνήσουμε, απαντώ.
Με κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει.
-Με στέλνει ο Κύριος, λέει συμβιβαστικά.
-Το ξέρω. Αλλά δε θα συμφωνήσουμε.
Του φτιάχνω καφέ, και τον διώχνω.
Ο Δημήτρης θα γίνει έξω φρενών το μεσημέρι. Πρέπει κάπως να τον μαλακώσω. Μου έρχεται μια ιδέα. Παίρνω το ραγισμένο ανθογυάλι, το γεμίζω μαργαρίτες από τον κήπο και το βάζω στο στρωμένο τραπέζι μας. Θα το προσέξει άραγε; Θα θυμηθεί;
-Τι έγινε το καλό βάζο; ρωτά. Έσπασε;
Του το δείχνω με το βλέμμα, γερό σε μιαν άκρη.
-Τότε γιατί έβαλες αυτή την παλιατζούρα;
Του χαμογελώ. Τρώμε σιωπηλοί.
VII
Μια στρατιά τερμίτες έχουν εισδύσει μέσα μου και με κατατρώνε. Τους νιώθω, καθώς επιτελούν το διαβρωτικό έργο τους, αλλά αγνοώ το λόγο. Έχω, ας πούμε, μερική εποπτεία του τι μου συμβαίνει.
Εξωτερικά δε φαίνεται παρά μια χλομάδα και μια ισχνότητα, που όλο αυξαίνει.
-Να τρως περισσότερο, λέει ο Δημήτρης.
Κατανεύω για να τον ησυχάσω. Δε θέλω να στεναχωριέται. Είμαστε καλά μαζί. Βλέπω τις κοπέλες γύρω μου γεμάτες αβεβαιότητα για τα αισθήματα των συντρόφων τους. Εγώ είμαι σίγουρη: ο Δημήτρης αγαπά αυτό που είμαι. Όμως αυτό που θα έπρεπε να γίνω το βρίσκει περιττό. Αν χρειαστεί, το πολεμά κιόλας. Σκληρά, αδυσώπητα. Δεν εννοεί καν τη λέξη «θα έπρεπε». Ποιός τα αποφασίζει τέτοια «πρέπει»;
-Οι Μοίρες που με μοίραναν, του απάντησα μια φορά.
Μα το είπα ανάλαφρα. Σχεδόν σαν αστείο. Δε θέλω να ξέρει πως ξενιτεύτηκα από τον τόπο μου για να ζήσω μαζί του. Εξάλλου, το αποφάσισα με όλη μου την καρδιά. Δεν καταλαβαίνω γιατί με τυραννούν οι τερμίτες.
Τον τόπο μου τον θυμάμαι συχνά, χωρίς όμως νοσταλγία. Είναι γεμάτος παππούληδες και παλιές ιστορίες. O παππούλης Επίκουρος, που βάλθηκε να ξεφοβίσει τους ανθρώπους για τους μπαμπούλες-θεούς, κι έμεινε συκοφαντημένος σαν φαγάς και γυναικάς στις μνήμες όσων μαθαίνουν από φήμες και δεν ψάχνουν την αλήθεια. O παππούλης Λουκρήτιος που έγραψε, τάχα σε φωτεινά διαλείμματα της τρέλας του, το ορθολογικό του κήρυγμα για τη φύση των πραγμάτων. «De rerum natura». Ο προπάππος Φρύνιχος, που κατήγγειλε δημόσια (εν θεάτρω δια θεατρικού λόγου) την προδοσία των Αθηναίων προς τους Μιλήσιους. Ο μπάρμπα Βολτέρος και ο Ρουσσώ του Γαλλικού Διαφωτισμού.
Εμένα οι Μοίρες μου δε με νανούρισαν όπως τα άλλα κοριτσάκια: «Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου». Μου όρισαν, λέει, να ζήσω με τους παππούληδες, να διδάσκομαι από αυτούς και να διδάσκω. Κι εγώ τους αγαπώ, τους αγαπώ τους γέροντες, αλλά δε θέλω να ζήσω μαζί τους σε έναν τόπο ήσυχο κι ερημικό. Θέλω τη χαρούμενη συντροφιά του Δημήτρη, και λατρεύω τα παιδιά, πολλά παιδιά, να χοροπηδούν γύρω μας. Είμαι ευχαριστημένη καθώς στολίζω το σπίτι και φτιάχνω το φαγητό. Κάποτε, ύστερα από τις δουλειές, βάφω τα νύχια μου και χτενίζω στο κομμωτήριο τα μαλλιά μου. Ο Δημήτρης με χρειάζεται. Του παραχωρώ το χρόνο, το χώρο μου. Δίνω την ψυχή μου άμα ξέρω ότι με χρειάζεται κάποιος.
Οι τερμίτες προχωρούν στη δουλειά τους, μα εγώ δεν έχω συνείδηση του σχίσματος μέσα μου. Βλέπω ανάλαφρα την εκτροπή μου και παίζω σχεδόν μ' αυτήν. Περνώντας μπρος από το Πανεπιστήμιο, σταματώ και διαβάζω μαζί με τους φοιτητές τις ανακοινώσεις, λες και με αφορούν, λες και μπορεί αίφνης να βρω το όνομά μου, που ένας καθηγητής αποφάσισε να περιλάβει αυθαίρετα στους εξεταστέους, ανακαλώντας με στην πορεία μου. Σχοινοβατώ χωρίς δίχτυ ασφαλείας σ' αυτό το φοβερό παιχνίδι, κι ούτε μου περνά από το νου πως κάτω μου χαίνει η άβυσσος της τρέλας, αν γκρεμιστώ. Σχοινοβατώ ισχνή και ανύποπτη, ενώ οι γιατροί, ανύποπτοι κι αυτοί, δίνουν από μιαν εξήγηση ο καθένας: νεύρωση στομάχου, κολίτιδα, ανεπάρκεια ήπατος, ανεπάρκεια νεφρών, λογιώ-λογιώ ανεπάρκειες.
VIII
Με ρωτάει αν θέλω να πάω στη Θεσσαλονίκη, συνοδεύοντάς τον σε κάποια του δουλειά. Δε γίνεται, λέω. Πώς να αφήσω τόσες εκκρεμότητες;
Το ξέρουμε κι οι δυο ότι είναι πρόσχημα. Θέλω να μείνω μόνη. Έχω λαχταρήσει τη μοναξιά. Όταν λείπει μεταμορφώνω το χώρο μας σε χώρο δικό μου. Παραμερίζω τους καθημερινούς δίσκους, και βγάζω κάτι παμπάλαιους, από τα παιδικάτα μου σχεδόν. Από τον καιρό που έπλαθα το πρόσωπό μου μέσα σε έκσταση και αναίτια δάκρυα. Η Τοκάτα και Φούγκα έχει μια γρατσουνιά πέρα ως πέρα, και καθώς η βελόνα περνά πάνω της ακούγεται ένας μονότονος ήχος, σαν να εισχώρησε μια νότα ηλεκτρονικής μουσικής μέσα στον Μπαχ, ή σαν να στέλνει κάποιο μυστικό μήνυμα με σήματα Μορς από το υπερπέραν. Σκορπίζω στο πάτωμα τα χαρτιά μου - παλιά γράμματα, φωτογραφίες, ποιήματα, και κυκλοφορώ ανάμεσά τους κάτι ψάχνοντας αόριστα.
Πού πήγαν οι φίλοι; Συμμαθητές που στρατεύτηκαν, και τους κρατούσα συντροφιά με αλληλογραφία. Γνώριμοι του πολίτη πατέρα μου που ξενιτεύτηκαν, και μου διηγιόνταν για μακρινούς τόπους. Συμμαθήτριες που μου εκμυστηρεύονταν τις περιπέτειές τους. Εγώ δεν είχα περιπέτειες. Ο Δημήτρης ήταν παρών στη ζωή μου «ανέκαθεν». Παρών, ακόμα κι όταν έλειπε, συχνά για μήνες και καιρούς, όπως τότε που υπηρετούσε κάπου στα βόρεια σύνορα.
Πώς χάθηκαν όλες αυτές οι φιλίες, έγιναν αδιόρατα απαγορευμένες, και μάλιστα ένοχες; Δε φώναξα. Δεν αντιστάθηκα. Χαμογελώντας τρυφερά, άφησα να γίνει εχτρός κάθε άνθρωπος πέρα από τη δυάδα μας. Ακόμα κι οι φίλες θεωρήθηκαν ύποπτες, επικίνδυνα παράθυρα για τον έξω κόσμο.
Μου αρέσει να μένω μόνη. Τριγυρίζω ανάμεσα στα χαρτιά μου κάτι ψάχνοντας αόριστα.
Οι φωτογραφίες. Εδώ χορεύουμε τυλιγμένοι σε αποκριάτικες σερπαντίνες. Με βαστά απαλά και μου δίνει αόρατα παραγγέλματα. Από παιδιά μαθαίναμε μαζί τα βήματα και τις φιγούρες των καινούριων χορών. Συναρμόσαμε τις κινήσεις, κωδικοποιήσαμε τα σήματα. Ποτέ, με κανέναν δε θα χορέψω όπως με το Δημήτρη.
Προσπαθώ να σταματήσω στο λευκό περιθώριο της φωτογραφίας, αλλά η μνήμη μου γλιστράει παραπέρα. H διπλανή παρέα μάς ρίχνει κομφετί. Φοβάμαι να κοιτάξω κατά κει, μήπως ο Δημήτρης βρει κάτι αξιόμεμπτο στο βλέμμα μου.
-Κουράστηκα, λέω. Θέλω να γυρίσουμε σπίτι.
Μέσα στο δικό μας κλειστό χώρο θα βρούμε τη νηνεμία του λιμανιού. Θα ακουμπήσω το πρωινό κοστούμι του στην καρέκλα, θα κατεβάσει το φερμουάρ του φουστανιού μου, θα του προσφέρω την καλύτερη μπουκιά από το πιάτο μου, έτσι, σαν μικρή τελετουργία αυταπάρνησης. Έξω οι άνθρωποι θα ανεμοδέρνονται, θα λιμοκτονούν, θα δολοφονούν, θα δολοφονούνται, θα εξορίζονται, θα αυτοκτονούν, μακριά, έξω από τους λιμενοβραχίονες της τρυφερής δυάδας μας.
Ι Χ
-Υπογράψτε εδώ για το τηλεγράφημα, παρακαλώ.
Κοιτάζω τον διανομέα αφηρημένη, κρατώντας ακόμη την παλιά φωτογραφία του Δημήτρη, μόλις ντύθηκε δόκιμος. Ποιό τηλεγράφημα;
Θα πήρε φαίνεται άδεια από τη μονάδα του, συλλογιέμαι. Τον κοιτάζω στη φωτογραφία, καθώς χαμογελά ένα συνωμοτικό χαμόγελο ειδικά για μένα. Το πηλίκιο σκιάζει τα σχιστά του μάτια. Τον αγαπώ.
-Έλα, δώσε μου να τον δω.
Μέσα στην τάξη, η συμμαθήτρια τραβά τη φωτογραφία που κρατώ.
-Σιγά, θα μας πάρει είδηση ο καθηγητής. Θα με κάψεις!
Κάνω ότι δυσφορώ, αλλά καμαρώνω που τον κοιτάζουν όλες θαυμαστικά, κι είναι δικός μου. Κτήμα μου.
-Εδώ, υπογράψτε σ' αυτό το σημείο, λέει κάπως ανυπόμονα ο διανομέας.
Υπογράφω. Σχίζω το φάκελο. «Επιστρέφω Σάββατο 7 μμ.» Πρέπει να στρωθώ, να πλύνω τα πιάτα που στοιβάχτηκαν στο νεροχύτη. Να συμμαζέψω τα δωμάτια.
Ξαναδένω τα γράμματα σε πακέτα, κρύβω τις παλιές φωτογραφίες. Η γιορτή του χάους τελειώνει. Επανερχόμαστε στην τάξη.
Αγοράζω μια μικρή ανθοδέσμη υποδοχής. Είμαι όλο κέφι. Χαζεύω τα περιοδικά στο περίπτερο του σταθμού. «Σε αυτό το τεύχος δεκαπέντε σχέδια για πλεκτά». Αποφασίζω να του πλέξω μια ζακέτα στο αγαπημένο του χρώμα: πράσινη. Σιάζω τα μαλλιά μου με ξαφνική φιλαρέσκεια.
Το τραίνο χιμάει στο σταθμό λες και δεν είναι να σταματήσει, μόνο διαβαίνει τράνζιτο για άλλη πολιτεία. Κοιτάζω λαίμαργα τα πρόσωπα. Να τον! Τον ξεχωρίζω γερμένο έξω από το παράθυρο του δεύτερου βαγονιού. Αστράφτει μέσα στην καινούρια στολή του. Κουνώ το χέρι σαν τρελή, κι αρχίζω να τρέχω παράλληλα με τις σιδηροδρομικές γραμμές.
Το τραίνο κόβει απότομα ταχύτητα και σταματά. Φτάνω στην πόρτα ξέπνοη, τη στιγμή που κατεβαίνει, και ρίχνομαι στην αγκαλιά του.
-Καλώς ήρθες, αγάπη μου.
Ο νεαρός δόκιμος με κοιτάζει αμήχανα.
-Με συγχωρείτε, λέει. Μήπως...
-Μη μιλήσεις.
Του δίνω την ανθοδέσμη και περνώ το χέρι γύρω από τη μέση του.
-Είμαι τόσο χαρούμενη!
Βγαίνουμε από το σταθμό. Διασχίζουμε σιωπηλοί το δημόσιο κηπάκο. Μου λέει να μπούμε σε ένα ξενοδοχείο. Χαμογελώ τρυφερά. Δε νιώθω καμιά παραφορά, καμιά βιασύνη. Όλος ο χρόνος είναι δικός μας. Τον γνωρίζω ανέκαθεν. Θα είμαστε μαζί ως το τέλος.
Ο νεαρός δόκιμος λέει ότι θα ήθελε νά ξανασυναντηθούμε, αν το επιθυμώ κι εγώ, φυσικά.
Όχι, δεν έγινε έτσι. Ένα κορίτσι με λυμένα ξανθά μαλλιά στο σταθμό όρμησε παραμερίζοντάς με και τύλιξε τα μπράτσα γύρω από το λαιμό του, φωνάζοντας το άγνωστο όνομά του.
Στην έξοδο του σταθμού συναντώ το Δημήτρη.
-Πού ήσουν; λέει. Παρά λίγο να χαθούμε μες στην πολυκοσμία.
XΙ
Μέσα μου βρίσκονται γραμμένες διάφορες Εντολές. Όχι οι δέκα των Γραφών. Μερικές από εκείνες, κι άλλες άσχετες. Για όσες δεν είναι γραμμένες μέσα μου, όπως εκείνη πού απαγορεύει να δουλεύεις την έβδομη μέρα, δε μπαίνει θέμα παράβασης και διωγμού. Είμαι πολύ προσεκτική με τις Εντολές μέσα μου, από όπου διάολο κι αν έχουν ξεφυτρώσει. Τις «κατηγορικές προστακτικές» μου, καθώς τις ονομάζει ο Κάντιος. Έναν καιρό είχα τόσο φοβηθεί τις Χαλκοπόδαρες Θεές που έλεγα ότι δε θα παραβώ ούτε μια, μην τις έχω και τρέχουν λυσσερές ξωπίσω μου. Το ξέρεις, Μανώλη, πως δε γίνεται. Εξάλλου, υπάρχει και το απρόοπτο, και ποιος μπορεί να φυλαχτεί από αυτό;
Γυρίζω βράδυ στο σπίτι, κι η μάνα μου δεν είναι εκεί να μου βάλει να φάω. Κάθομαι με σβησμένο φως στο χολ, κοντά στη σόμπα, και την περιμένω. Από το νοικιασμένο δωμάτιο έρχονται παράξενοι ήχοι, τριξίματα και βόγκοι. Μόλο που δεν έχω κανένα σημείο αναφοράς, καταλαβαίνω ότι οι μεγαλοπαντρεμένοι νοικάρηδές μας κάνουν έρωτα. Θέλω να φύγω. Ωστόσο, παραλυμένη από ακαθόριστο τρόμο, μένω και με ραπίζουν άκοσμες λέξεις και γέλια, ρόγχοι, κι ύστερα το φως, μια κοινότυπη συζήτηση από δυο φωνές χωρίς πάθος, χωρίς τρυφερότητα καν, και πλατσούρισμα από νερό σε λεκάνη.
Γιατί; Δε δέχομαι να είναι αυτή η πρώτη γνωριμιά μου με ήχους του έρωτα. Επαναστατώ για το τυχαίο που με σφράγισε. Ζητώ να φυτρώσουν καινούρια τύμπανα στα αυτιά μου, και να πρωτακούσω το στεναγμό δυο παιδιών που αγαπιούνται παράφορα, αλλά χωρίς αρπακτικότητα. Αναίσχυντα και κόσμια.
Ο Δημήτρης κι εγώ, οι ανάσες μας, οι κοφτές λέξεις, οι κραυγές – όχι, δε θα τρομάζαμε ποτέ ένα παιδί, αν τύχαινε να βρεθεί έξω από το δωμάτιό μας.
-Έκανε διαβολόκρυο στη Θεσσαλονίκη, λέει. Καλά που δεν ήρθες, τελικά.
Απλώνει τα χέρια να με αγκαλιάσει. Θα ήθελα να μείνουμε ακίνητοι. Να ακουμπήσει την παλάμη του στο πρόσωπό μου και να μείνουμε ακίνητοι ώσπου να ξεχειλίσει μέσα μου η λαχτάρα της προσφοράς. Με τραβάει κοντά του. Τότε το κρεβάτι σχηματίζει στη μέση μια λακκούβα. Λάκκο. Χαράδρα, πες. Γαντζώνομαι από την άκρη του για να μην κατρακυλήσω.
-Ορίστε, λέει θυμωμένος. Το βλέπεις ότι δε με θέλεις;
Κοκκινίζω.
-Γιατί τα λες αυτά; Ξέρεις ότι σε αγαπώ. Όμως περνούν τόσοι άνθρωποι μες από το πάρκο. Μπορεί να μας δει κάποιος γνωστός. Κι ύστερα, ντρέπομαι. Οι συμμαθήτριές μου δεν το πιστεύουν ότι ντρέπομαι ακόμα, μετά από τόσον καιρό που είμαστε μαζί. Εκείνες, από την πρώτη ώρα που γνωρίζουν ένα αγόρι, αρχίζουν τις πονηριές.
-Ώστε έτσι! τινάζεται διάπυρος. Ονομάζεις πονηριά το αγκάλιασμά μας!
Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Είμαι σε απόγνωση. Δεν αντέχω εχθρικό το βλέμμα του. Ψάχνω τρόπο να τον ημερέψω.
-Έλα, Δημήτρη. Σε παρακαλώ!
Δε μαλακώνει. Αίφνης σκέφτομαι να χρησιμοποιήσω τη μαγική μας λέξη.
-Μερμηγκάκι, ψιθυρίζω.
Δε σημαίνει τίποτα. Είναι ένα ξόρκι για τις κακές στιγμές. Σύνθημα αναγνώρισης μέσα στα πλήθη που το αγνοούν. Αμέσως χαμογελά ειρηνεμένος.
Ανάβω το φως και ανακάθομαι στο κρεβάτι. Ο Δημήτρης με κοιτά παραξενεμένος.
-Τι συμβαίνει;
-Μερμηγκάκι, λέω και παρακολουθώ το πρόσωπό του.
Μένει ανέκφραστος. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ο Δημήτρης, συλλογιέμαι έντρομη. Λαθραία, ανεπαίσθητα, έγινε μια αντικατάστασή του. Όμως είναι επικίνδυνο να ξέρει ότι το γεγονός μού έγινε αντιληπτό.
-Έλα, σβήσε το φως, λέει. Σε επιθύμησα. Τόσες νύχτες, στη Θεσσαλονίκη...
Δε θέλω να αφεθώ. Είναι πορνικό να αφήνεσαι στα χέρια ενός άγνωστου. Όμως δεν πρέπει να μάθει ότι κατάλαβα τίποτα.
Γέλασα; Ήταν δικό μου αυτό το γέλιο; Οι λέξεις αγκυλώνουν. Κάπου νιώθω ένα υγρό ρυάκι. Αίμα, σκέφτομαι. Πληγώθηκα, φαίνεται. Στρέφω στην πόρτα και κοιτάζω με αγωνία μη διακρίνω καμιά σκιά. Αφουγκράζομαι προσεχτικά, μήπως πίσω της ξεχωρίσω ελαφρά πατήματα παιδιού που μας ακούει αλαφιασμένο.
Τώρα τελευταία έρχεται και ξανάρχεται τις νύχτες ένα επίμονο όνειρο. Βρίσκομαι κλεισμένη σ' έναν κυκλικό χώρο δίχως πόρτα. Ψηλά υπάρχει άφραγο παράθυρο. Το .κοιτάζω αδιάκοπα. Περνά καιρός. Η πλάτη μου πονά και προσέχω ότι μου φυτρώνουν δυο φτερά. Κάπως έτσι πρέπει να εξελίχτηκαν τα είδη, συλλογιέμαι. Από την παντοδύναμη Ανάγκη.
Είναι τόσο ζωηρό το όνειρο, που συχνά νιώθω την πλάτη μου να πονάει, ακόμα κι αφού ξυπνήσω.
|