ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΝΑΤΑΣΑ


ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΝΑΤΑΣΑ

Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα και Αγγλική λογοτεχνία στο Λονδίνο.
Στην Αγγλία έζησε συνολικά πέντε χρόνια.
Συνεργάστηκε στη σύνταξη των λογοτεχνικών περιοδικών Πρόσωπα, Σήμα και Ρεύματα. Επίσης συνεργάστηκε ως παραγωγός εκπομπών λόγου στην Ελληνική Ραδιοφωνία (Τρίτο και Πρώτο Πρόγραμμα) και στην ΕΤ1.

Έχει δείξει "οπτικά ποιήματά" της σε ομαδικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε διεθνή Φεστιβάλ Ποίησης στην Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία και Ισπανία.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΝΑΤΑΣΑ
Επίθετο:  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Εργογραφία: 

Ποίηση

Στις εξόδους των πόλεων, Περγαμηνή 1971
Ακρυλικά, Πολυπλάνο 1976
Δυσαρέσκεια, Πλέθρον 1984
Aλλοι, Κέδρος 1990
Βαθυέρυθρο, Νέο Επίπεδο 2005
Aδηλος αναπνοή, Ύψιλον 2008
The Others, Dionysia Press, Εδιμβούργο, 2007


Πεζογραφία

Συνάντησέ την, το βράδυ (Νουβέλα), Μικρή Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979
Ιβίσκοι, νάρκισσοι (Νουβέλα), Κέδρος 1985
Ξένοι στην πόλη (Διηγήματα), Κέδρος 1993


Μεταφράσεις

Ελεωνόρα Κάρριγκτον, Η πέτρινη πόρτα, Αιγόκερως 1982


Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γαλλικά.


Έτος γέννησης:  1946-2017
Τόπος γέννησης:  Ρέθυμνο
Τίτλος αποσπάσματος:  ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ

Στο βάθος ξαπλωμένος σε φορείο ο κόκκινος πολυεστέρας
αμέσως μετά η θάλασσα καρφωμένη πάνω στο τσιμέντο
έτσι μπορούν να πατούν μέσα στα πλαστικά κύματα
είναι ωραίοι
σαν δυο επιπλοποιοί που μόλις περπάτησαν στην θάλασσα της
Γαλιλαίας
κι εδώ μπροστά
έχω ένα πυρίμαχο σπιτφάιαρ της τράιομφ
κι όλα λάμπουν σαν κατσαρόλες
μέσα στην αργή βράση των προβολέων.


ΚΗΡΟΠΗΓΙΑ

Ένας περαστικός
ζητιανεύει σπίρτα ν' ανάψει τσιγάρο
από τους άδειους εξώστες
φορεί ρεπούμπλικα
και το κεφάλι του είναι δυο χέρια με ματωμένα γάντια του μποξ.
Όμως δεν υπάρχουν εξώστες.
Όποιος επιθυμεί ως τον θάνατο να καπνίσει
πρέπει να κόψει με τα δόντια την μετακάρπια άρθρωση
και τότε εκεί φυτρώνει μια σύντομη φλόγα.


ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟ

Η ευκαιρία για το αναποδογύρισμα των τιμών
πρόβλημα σκοτεινού κιβωτίου — λες κι επιμένεις
κι έχω τις γόβες μου στο συρτάρι του διαδρόμου
γιατί έρχομαι πάντα στο κρεβάτι σου νύχτα
στις κορυφές των νυχιών μου
— του άρπαξα το περίστροφο και βύθισα την κάνη στο στόμα κι
ήμουν βέβαια
τώρα νεκρή κι ήμουν βέβαια τώρα βαθυέρυθρο φύλλο στο
πεζοδρόμιο.
Μη με ρωτάτε, είναι καλός ο καιρός
είναι ή μέρα ζεστή
η θάλασσα το υπέροχο γκρίζο. Θα μπορούσε να πει: δεν άλλαξε
τίποτα, γιατί
του αρέσω ακόμη και τώρα
μέσα σ' αυτό το άσπρο και λιωμένο πειραματικό μεσοφόρι
μέσα σ' αύτη τη βύθια
συνεχώς απονευρούμενη άνοιξη
μέσα σ' αυτό το έκζεμα — πάθος πού διαλύομαι.


ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΑΕΝΑΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ

Κατέβασε γρήγορα το πουκάμισο
και μου έδειξε μια βρωμερή πληγή στην μασχάλη
— Μην περιμένεις τίποτα από μένα μου είπε
θα σαπίσω απάνω σου όπως αυτό το έκζεμα με κατατρώει
Όταν όμως του έδειξα εκείνους που φωτογράφισαν
τα ιπποδρόμια
τα στάδια
τους παρθενώνες
άλλαξε γνώμη
έσκυψε αργά το κεφάλι
και βύθισε τα δόντια του στον μαστό μου.
Καθώς έτρεχε το αίμα γράφοντας πολύ ωραία έντονα
σχέδια στον αέρα
σταθήκαμε στις βιτρίνες πιασμένοι από το χέρι
και θαυμάζαμε κάτι γεωργικά μηχανήματα ως το πρωί.


ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

Ή τραχειοτομή του απογεύματος
εκτείνεται και συσπειρούται
στην κατολίσθηση του Ιουνίου
με ρυθμό μηχανικής γάγγραινας
στις κοίτες αυτού του τεταρταίου ήχου που
μου ξηραίνει την νόηση
μου αποσπά ρυθμικά την δυνατότητα
μετάμειψης ύλης
Λωρίδες το απόγευμα κείται
σε κλίμα θαλάμου επιδέσεων
στα τζάμια των ανωνύμων εταιριών
και των οργανισμών περιορισμένη ευθύνης
λωρίδες
νεκρό αναδιπλούται στον άνεμο
κρέπι στις πενθούσες εισόδους της πόλεως
με τα κατεβασμένα ρολά
και τους μαστιγοφόρους επενδύτες των συναισθημάτων.
Ώ! οι τραυματιοφορείς των ερώτων μου
μέσα στα ελιξήρια των καθαρών αναστηλώσεων
υποκύπτουν σ' έναν εκγυμναστή των λοκ
ένα βουρβώνο.


(Από τη συλλογή "Ακρυλικά", Πολυπλάνο 1976)


ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Όχι ορχιδέες για την δεσποινίδα πού είναι Μπλά-
ντις
αν και σε σχέση
αμέσως μετά πλεονάζει. Χλόη χλοάζει
Την περονιάζει ή φυγή
ύπνος την τέρπει.

Την νύχτα αυτή με ανίσχυρα τακούνια διασχίζω
τραβώντας είναι αδίστακτοι
φτιαγμένες από σαύρες πού κοάζουν

Στα στεγανά υπόγεια τους
σκάζουν ακυρωμένα ραντεβού
εντόσθια προάγουν σε εξόδους
γλυκείες χεριές
ανάψαυση με κάτοπτρα, βαμβάκι ρυακιού κυλάει
Ήρθες αργά
τώρα σ' αφήνω
Μένω.
Μείνε. Στο αββαείο.
Με την στερητική του βλάστηση
τριγύρω.


ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΑΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ

Ήταν μια εποχή για την αόρατη
μέσα στην σαρκοφάγο του παλτού της:

Ανασηκώνει το καπώ και κουλουριάζεται
ζελέδες κόκκινους πού φτύνει
νυφικό πύθωνα στολίζει
έρπει
στην νάρκη.
Ήταν μια εποχή για την αόρατη την
στέγασαν τα μάλλινα μαλλιά της
σαν μήκος κύματος περιπλανήθηκε
χάιδεψε γέλια πού στην αιγιαλίτιδα της έσπαζαν
η ασταθής φυγόκεντρος τους κομματιάζει.
Σε διακεκαυμένη ζώνη μαύρη ήταν
με κρίκους χάλκινους να λάμπουν
στους καρπούς της
κι ό,τι της έμεινε, ράχη Ψαρρών
επίστρωση ισχνή πού θα ξεφτίσει
τα άλλα τα παληά ν' αποκαλύψει
να μείνουν έτσι ξαφνικά —
ανακλητά.

Πλαγιές γκρεμίζουν την Μεσόγειο αναστρέφουν.
Ιμάντες λάμψεων αμμόλοφους κλονίζουν.
Παράκτιες νεφώσεις κατακλύζουν


ΑΣΤΥΦΙΛΙΑ

Ήρθε ή νύχτα ως νύχτα μόνον
Φώτα της πέφτουν — διαλάμπουν.
Αναδιπλώνεται ο σε υποκάμισα
κλαμμένος. Τρέφει —
νυχτερινού καφέ τρέφει ελπίδες.
Πλατάγισμα οσμών απομυζά
Ζυγίζονται οι γύπες αρωμάτων
Αλφόνσοι, αρπακτικά πουλιά
Της άπωσης ο γλάρος.
— Τι προφανώς τον τιμωρεί
μικρόσωμο πτερνίζει.
Του ρίχνονται υγρά απορριπτέα
Βγαίνει η κηλίδα πού χτυπά
ως πρακτική παλαιά της ευεξίας. Επιχαίρει.
Το στερεό γρασίδι τους τον τρέφει
η ανδρική κολώνια
το πέταγμα
η γη να τρέμει.
Θα καταυγάσει ή αυγή όσα στο άχαρο προστρέξουν.
Θέση δεν παίρνει ο πρηνής.
Εκδίκηση. Πέντε θα ορκιστούν και θα τα πουν.
Για όλα τα ακραία θα πληρώσουν.
Μεγάλη πόρτα. Δάση ελάτων. Χαίρει.
Χαιρέκακος ο δρυς. Θα πάρει.

(Από τη συλλογή "Δυσαρέσκεια", Πλέθρον 1984)


ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΣΕ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Μέσα από χαίτες Ασσυριακών Αλόγων
κεφάλια Ημιθέων και Επιτύμβια.
Οι Θεοί
εις τις σκιές της Αμφιβολίας Θάλλειοι
Εαυτούς 'Έθυσαν. Ήσαν Εκείνοι.
Αάζοντες, με θηλυπρέπεια εξάπλωναν.
Εκοίταζαν και Φεύγοντας Έμεναν. Έγειραν.
Εκείνοι Όσοι. Σε δέσμευση δενδύλλει υποκύψει είχαν.
Σε αφάνεια όψεως εγκρέμιζαν.
’τονα χείλη -χείλη πού εσπάραζαν να θέλουν χωρίς.

Τότε,
μια Δεσποτεία ’νοιξης ανέτειλε.
Μιας ’νοιξης Λαμπρής ’νοιξης Αίσχη.
Και οι Πορφύρες των Συγκρούσεων
τους θόλους των Ουρανίων εκάλυψαν.
Δαδούχοι ανέτειλαν εις τις Ακτές του Σύμπαντος
και με τις Ολιγαρχίες των Πόνων
τους Ζώντες κατέκαυσαν.

Αφάνεια. Εμφάνεια.
Οκνή Δεντροστοιχία Αιωνιότητα —
Απόλυτη. ’ρχουσα. Εγγύς.
Σε δισεκατομμύρια έτη φωτός.


ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

Ορχεοειδή μιας άγνωστης ήβικής χώρας
εις τον βυθό καταλήγουν.
Γοργές ματιές ανταλλάσσουν όσα εσιώπησαν οριστικά

στους Βόρειους Πόλους των Ψεμάτων.
Όσα στις στέπες εσιώπησαν
οι Αλταμίρας των Αισθήσεων.

Κοάζει ή Χηρεία όσων επρόκειτο να λάβουν χώρα,
να χρηματιστούν,

Ο διαρρηκτός χυμός της απουσίας τα αρπάζει.
Χάσματα τα κλονίζουν και κυμαίνονται.
Μια ’δηλος Αναπνοή τα κατατρύχει.

Καθώς το ήλιον της ομιλίας σου,
ό Ημιέλλην αυτός Βάρβαρος
της Συνουσίας, παρεκτρέπεται.

Διεκδικεί.


ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

Το πιο μεσαιωνικό τοπίο
μέσα στο έκθαμβο της Αναγέννησης υπάρχει
γεμάτο τροχιές και κουρελιασμένες μαύρες σημαίες
καταφύγια πτωμάτων με τη νίκη της πανούκλας χαραγμένη.

Λεπρούς με δεμένα στουπιά
στα άκρα και στο βδελυρό τους κεφάλι, άωρο.
Συστάδες ανθρώπων πού μεταναστεύουν
με ημιθανή μωρά
ραμμένα στα ράκη τους.

Φωτιές οπού πανέμορφες μάγισσες αλαλάζοντας
μεταναστεύουν, αγνοώντας το τοπίο.

Και το τοπίο πού έρχεται μπροστά τους
εγκαταλείπει στα διάτρητα πόδια τους
τα θλιβερά σφάγια
των τελευταίων επεξεργαστών δέρματος.
Σύροντας και παρατείνοντας την αχρηστία τους,
στις αναπαραγωγικές φωλεές
των υφαντουργών μετάξης
λίγο μετά την αποκοπή των αντιχείρων.

Το πιο μεσαιωνικό τοπίο τέλος δεν έχει.
Ακόμη κι αν ψευδαισθησιακά

σ' ένα άκρο υφάσματος
γυαλιστερό σηκώνει το κεφάλι του
ένα δεντράκι της Αναγέννησης.

Στη θάλασσα της Αναγέννησης μάλλον θα πέσει
στο ποτάμι πού διασχίζει ήρεμο

μια Πόλη του Εικοστού Αιώνα.
Μια Πόλη Αράχνη.


(Από τη συλλογή "’λλοι", Κέδρος 1990)


Ιβίσκοι, Νάρκισσοι
(απόσπασμα)


Το τετράδιο ψηλάφισα με τα δάκτυλα και την καρδιά γεμάτη προσδοκίες απογοήτευσης. Με καθαρά μεγάλα γράμματα, τα γράμματα ενός παιδιού ή μιας πρωτοεφήβου, ήταν γραμμένο στην πρώτη σελίδα


ΟΙ ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑΣ

Ακολουθούσαν μερικές πυκνογραμμένες σελίδες με μολύβι. Κατά τόπους γινόταν αδύνατον να διαβαστούν. ’λλου ήσαν κομμάτια τελείως σβησμένα. Και πολύ πριν τη μέση του τετραδίου τα πάντα σταματούσαν. Όλες οι άλλες σελίδες ήσαν λευκές. ’ρχισα να διαβάζω αυτό το τετράδιο με πολύ ενδιαφέρον. Εκεί στη σάπια καρέκλα του κλειστού παραθαλάσσιου καφενείου, πού θα ξανάνοιγε ίσως τον Μάιο, με το πρωινό κρύο να μου τρίβει τα κόκαλα και την ανάμνηση κάποιου προσώπου πού σε μια βόρεια χώρα περιμένει με αγωνία νεώτερα να μου συντρίβει την καρδιά, μπήκα στην ιστορία της γυναίκας αυτής ζώντας πάλι τις τιμωρίες της όπως ήθελε να τις ονομάζει. Ή μήπως έπεσα εντελώς τυχαία στο τετράδιο εκθέσεων μιας μανιακής; Ήταν όλα σιωπηλά και κρύα. Και τότε είδα τη γυναίκα με τα κουνέλια στην αγκαλιά της. Στεκόταν από την πλευρά των δέντρων, ακριβώς στο χώρισμα με την πλάτη στον φράκτη. Είχε ένα αόριστο βλέμμα. Μια ελαφρή πνοή άνεμου ανέμισε λίγο την άκρη της ποδιάς της και τα έρμαια μαλλιά της. Πρόσεξα τώρα πώς φορούσε πλεκτές κοκκινωπές κάλτσες πού φαρδιές άσπρες ταινίες από λάστιχο συγκρατούσαν ακριβώς πάνω από τους αστραγάλους. Μια λωρίδα περίεργα λευκής και λείας σάρκας τρεμόφεγγε, μιας σάρκας πού μου προξένησε μια περίεργη έξαψη αγωνίας. Το βλέμμα της ήταν εχθρικό τώρα και καρφωμένο επίμονα σ' αυτό πού είχα στα χέρια μου. Ύστερα με πλησίασε αργά και μου το πήρε. Τα κουνέλια στην αγκαλιά της ήταν ζωντανά και ή καρδιά τους πού χτυπούσε δυνατά τα έκανε να σιγοτρέμουν. Τα μάτια τους σαν διάφανα ρουμπίνια κοιτούσαν πέρα από μένα. Τα μουσούδια τους ήταν υγρά και οι αποχρώσεις του ροζ στο στόμα τους ήταν τόσο όμοιες με τις αποχρώσεις του στόματός της, τόσο.
Την ακολούθησα αμέσως, τόσο κοντά της πού δεν την άγγιζα. Προχωρούσε μ' έναν περίεργο βηματισμό, σαν να τραβούσε πίσω της από τριμμένα γλιστερά σκοινιά ένα πλήθος οικόσιτων ζώων. Στις λακκούβες των γονάτων της εστιάζονταν ένα σωρό νευρικές απολήξεις και μερικά τριχοειδή αγγεία σκόρπιζαν τις αόμματες ραβδώσεις των. Προχωρούσαμε τώρα μέσα από τα στάχυα ανοίγοντας δρόμους χωρίς ορατότητα. Τα στάχυα ήταν πολύ πιο λυγερά και ψηλά απ' ό,τι φαντάστηκα στην αρχή και καθώς τα διέσχιζα ένοιωσα να θερμαίνει μέσα στο στέρνο μου ένα συναίσθημα πλήρους ασφάλειας, να με ασφαλίζει ενάντια σε οτιδήποτε θα ήθελα ή θα μπορούσα να διαπράξω. Μέσα στα στάχυα εκείνη γλιστρούσε πιο εύκολα και το έβρισκε ολοένα και πιο δύσκολο να την συγκρατεί κάθε φορά στο ορατό του πεδίο, πού ανά δευτερόλεπτο ήταν υποχρεωμένος ν' αναπροσαρμόζω. Ξαφνικά την έχασα. Έμεινα μέσα στα στάχυα με ένα δυνατό κόμπο στο λαιμό όταν πάλι τα συγκεχυμένο κράμα της βλάστησης μπροστά μου, φωτίστηκε. ’νοιξα με τα δυο μου χέρια μια δίοδο. Τα στάχυα λύγισαν και παραμέρισαν. Τότε πρόσεξα πώς τα περισσότερα είχαν δέσει καρπό. Δυνατοί κόκκοι σιταριού αιχμάλωτοι να κρυφομεγαλώνουν. Ήταν καθισμένη εκεί μπροστά του. Δεν κρατούσε πια τίποτε. Είχε ανοίξει ένα μικρά ξέφωτο. Πολλά στάχυα είχαν γείρει κάτω άπα το βάρος της και είχαν σπάσει. Γνώριζε το κορμί της με προσπάθεια και προσοχή. Μέσα στα βαμβακερά της εσώρουχα φώλιαζαν δυο βαριά μακρύστενα στήθη σαν φτιαγμένα από ελαστικό κόμμι. Οι θηλές της είχαν μια τρυφερή αντίσταση και κάθε φορά πού τις πίεζε τιναζόταν σαν να έβλεπε ένα τρομερό όνειρο. Αμέσως μετά το τράβηγμα του χεριού του έπεφτε πίσω και ένα αιχμηρό χαμόγελο τέντωνε τα ελάχιστα χείλη της. Είχε πέσει σε μια βαθιά τάφρο. Βάρος επίμονο με είχε διπλώσει και τον υποχρέωνε. Τα μέλη του έτρεμαν και βρεγμένες τσόχες οι ιμάντες πού συγχρόνιζαν τις κινήσεις του. Πώς είχε έτσι ξαφνικά χάσει την επαφή ακριβώς με ό,τι συνέβαινε; Πώς δεν είχε προσέξει ως τώρα πώς αυτή ή γυναίκα φοράει μια βαρύτιμη τιάρα Αναγεννησιακής Παναγίας;
Πώς ένα πέπλο βαθύ πορφυρό με γαλάζιες ανταύγειες την τυλίγει; Πολύπτυχα σκουλαρίκια από την αρχαία Όλυνθο; Βαριά δαχτυλίδια του Βυζαντίου; Και στο βάθος της κνήμης κάθε, χρυσές αλυσίδες καταλήγουν σε διπλά πυκνά μαργαριτάρια τις ασφαλίζουν. Περικνημίδες. Ο βαθύς γαλάζιος χιτώνας της, κυματίζει μόλις πιο πάνω κυματίζει στον ορίζοντα, συσκοτίζει στιγμιαία χωρίς. Τα δάκτυλα μου κολλούσαν μεταξύ τους και μια οσμή καμένου κασσίτερου με μανόλια, με μπέρδευε. Το τελευταίο πράγμα ήσαν δυο πέταλα βυσσινί μπλε πού ανοιγόκλειναν μπροστά μου. Δυο πτερύγια ενός τεράστιου λευκού κήτους, ένα ψάρι με μια επιθετική επιβεβαιωμένη πρωτοβουλία. Ανοιγόκλειναν ρυθμικά στα πλάγια μιας οξύρρυγχης κεφαλής πού φαινόταν να τη βασανίζει αναπνοή σφυροειδής. Δοκίμασα να σηκωθώ αλλά το κεφάλι του περισσότερο από κάθε τι άλλο με τράβηξε κάτω. Ήταν βρεγμένα όλα και σκοτεινά εδώ κάτω θα έλεγα, αλλά ήξερα καλά ότι θα ήταν λάθος. Δεν ήταν εδώ πάνω, πού αέρας φυσούσε και θεράπευε ύψη, και σε ύψη βρισκόμουν. Με δυσκολία τράβηξα τη μεταλλική ταμπακέρα του. Κοιτάχτηκα στη θαμπή της επιφάνεια. Και είδα μόνο λίγες αμυχές στα χείλη μου, στα περίγραμμα τους και κάποια χλιαρά ίχνη αίματος στο λαιμό και ίσως στα μήλα. Κάπου είχα συρθεί εν αγνοία μου, κάπου είχα συρθεί και αυτό κάπου σημάδευε. Ή στενόμακρη φάρμα ήταν σκοτεινή αν και κάπως χαμηλότερα γεωφυσικά, απ' όσο θυμόμουν. Τα στάχυα επίσης βρίσκονταν παντού όπως και πριν, αλλά εγώ απλώς ξυπνούσα σ' ένα αρδευτικό αυλάκι. Πόσο είχα κοιμηθεί; Στο στόμα είχα την έντονη γεύση ιταλικού καφέ, πού γινόταν πικρή και στυφή καθώς τραβούσα το σάλιο μου πίσω. Ήταν ήδη νύχτα όταν μπόρεσα να πάρω μια ολόκληρη στροφή γύρω από τον εαυτό μου. Βγήκα στη λεωφόρο πού φωτιζόταν από κάποιο μακρινό αστέρι θηλυκού γένους και προσπάθησα να καταλάβω τις κατευθύνσεις. Αυτοκίνητα δεν περνούσαν. Σιγαλιά αθώα για να περάσουν τα πονηρά ερπετά της γης και να φτάσουν στις αναγκαίες πηγές από μυστικούς κρυψώνες. Πριν περάσει ωστόσο πολλή ώρα, φώτα επιμήκη και δυνατά με καθήλωσαν. Βγήκα στη μέση της ασφάλτου και τέντωσα το Σταυρό μου. Φρένα στρίγγλισαν και για κλάσματα δευτερολέπτων μέτρησα αντίστροφα από το δέκα με κλειστά μάτια.