Εργογραφία: |
Πεζογραφία:
Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (1988, 1990 Νεφέλη)
Εκτός έδρας (1993)
Χερουβικά στα κεραμίδια (1996)
Δόξα Δράμας, 1918-1965 (Λεύκωμα), (1996)
Η γλυκιά Μπονόρα (2000)
Να σ' αγαπάει η ζωή (2004)
Σάλτο Μορτάλε (2011), (συλλογή διηγημάτων) εκδόσεις Μεταίχμιο
Γαλάζια Αγελάδα, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, μυθιστόρημα
Πούρα Γεμιστά, εκδ. της Εστίας, 2017, συλλογή διηγημάτων
Μεταφράσεις έργων του:
"Troulia" (μτφρ. Bruno Dulibine), στο Arrets sur image, Nouvelles grecques, Athenes 1989, pp. 165-172 (γαλλικά)
"A Pat on the Cheek" (μτφρ. Martin McKinsey), στο Plaughshares 18 (Fall 1992) nos 2 & 3, p.199
"Salami" (μτφρ. Martin McKinsey), στο Quarterly West, Twentieth Anniversary Issue, (1996-97), p. 3 (αγγλικά)
"Die Puppe" (μτφρ. Niki Eideneier and Sophia Georgallidis) στην ανθολογία Die Erben des Odysseus, Griechishe Erzahlungen der Gegenwart, dtv, Munchen 2001, pp. 105-111
Η συλλογή διηγημάτων του Να σ’ αγαπάει η ζωή μεταφράστηκε στα αλβανικά (Kur Të Do Fati, 2010, εκδ. Morava)
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
Το κλουβί
Ο άντρας καθόταν κάθε βράδυ με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα της κουζίνας κι αγνάντευε έξω απ' το παράθυρο. Η θέα ήταν απαίσια, πεντέξι οικοδομές χτισμένες κολλητά η μια με την άλλη κι ανάμεσά τους ένας ακάλυπτος χώρος γεμάτος τενεκέδες και σκουπίδια. Το πρόσωπό του βλοσυρό, κάπνιζε και το τσιγάρο τού έκαιγε τα δάχτυλα -η μυρουδιά του καπνού ήταν απαίσια σαν καμένη σάρκα.
Έρχονταν στιγμές που η γυναίκα σκεφτόταν να πάει ν' ανοίξει το παράθυρο, να γεμίσει το μικρό σαλόνι φρέσκο αέρα, αλλά δεν το τολμούσε. Δίσταζε ακόμα και την κουρτίνα να τραβήξει, κάτι που παλιότερα, όταν σουρούπωνε, το έκανε ανελλιπώς. Δίσταζε κι άλλα πράγματα να κάνει χωρίς να ξέρει το γιατί και πάντως όχι για να μην ενοχλήσει τον άντρα. Μάλιστα, από αντίδραση, τα βράδια άναβε το πολύφωτο για να μην μπορεί εκείνος να βλέπει έξω. Τότε στο τζάμι του παραθύρου σχηματίζονταν τα είδωλά τους, το ένα δίπλα στ' άλλο, ο άντρας όμως δεν το 'χε παρατηρήσει, ίσως να ήταν και θέμα οπτικής γωνίας.
Για να καταπολεμήσει την άσκημη διάθεσή της η γυναίκα στρωνόταν κάθε βράδυ στο τραπέζι και με μια παλιά τράπουλα έριχνε πασιέντσες. Όποτε δεν έβγαιναν οι συνδυασμοί, το πιο συνηθισμένο, ξεσπούσε σε βρισιές, που θα μπορούσαν να εκληφθούν ότι απευθύνονταν και στον άντρα. Εκείνος πάντως δεν τη συνεριζόταν καθόλου.
Έξω απ' το σπίτι είχε μπει η άνοιξη. Τις τελευταίες μέρες έκανε αφύσικη ζέστη κι η γυναίκα περίμενε πως ο άντρας θα πήγαινε επιτέλους καμιά βόλτα, να της αδειάσει τη γωνιά. Εκείνος, όμως, θαρρείς κι οι τύψεις του είχαν γίνει κόλλα που πότιζε το παντελόνι και την καρέκλα του, παρέμενε καθηλωμένος μπροστά στο παράθυρο. Κάπνιζε και αγνάντευε τα σκουπίδια στον ακάλυπτο χώρο.
Τα πρωινά, που έλειπε καμιά ώρα στα ψώνια, η γυναίκα συνέχιζε να αισθάνεται την παρουσία του διάχυτη μέσα στο σπίτι, όπως τη μυρουδιά του καπνού. Καμιά φορά πήγαινε πλαγίως και κοίταζε μήπως πραγματικά είχε χωθεί στην πολυθρόνα του κι απλώς δε φαινόταν από πίσω. Τότε άνοιγε το παράθυρο του σαλονιού και, ανεξήγητα, είχε το νου της να το κλείσει πριν εκείνος γυρίσει απ' έξω.
Μερικές φορές είχε φτάσει στο αμήν να του πει: "Αν είναι να κάθεσαι σαν τη μούμια, καλύτερα να πας από κει που ήρθες!", το σπίτι όμως ήταν γραμμένο στ' όνομά του και δεν ήταν ώρα για να φτάσουν στα άκρα. Το λάθος της ήταν που τον είχε ειδοποιήσει να 'ρθει, σαν να μπορούσε με την παρουσία του κάτι να προσφέρει. Από την άλλη, πέρα από το μεγάλο τους καυγά την πρώτη νύχτα που κατέφτασε με μια ξεχαρβαλωμένη βαλίτσα κι ένα βρώμικο σακβουαγιάζ, τότε που εκείνη προσπάθησε να του φορτώσει όλες τις ευθύνες κι όλες τις ατυχίες της ζωής τους, η παρουσία του μέσα στο σπίτι ήταν "θεωρητική"! Δεν της είχε ζητήσει, δηλαδή, να του ψήσει ούτε έναν καφέ, ούτε να του φέρει ένα ποτήρι νερό ή να του πλύνει τ' άπλυτά του. Ακόμα και τα πρωινά, που έβγαινε έξω, δε ζητούσε μια λίστα με τα χρειαζούμενα ψώνια ούτε ρωτούσε αν έπρεπε ν' αγοράσει μπύρες και ψωμί. Πάντως έφερνε ψάρια, μπριζόλες και πράσινα λαχανικά, που ήταν για πέταμα. Μια φορά, πριν από πολλά χρόνια, είχε κουβαλήσει στο σπίτι κάτι μπάμιες μεγάλες σαν μικρά αγγουράκια. "Τις διάλεξα μία προς μία", παινεύτηκε, τόσο αδαής ήταν στα ψώνια... Έφερνε λοιπόν τις σακούλες, τις παρατούσε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, κι έπειτα στρωνόταν πάλι μπροστά στο παράθυρο, κάπνιζε κι έβλεπε έξω.
Υπήρχαν μέρες που δεν αντάλλαζαν οι δυο τους ούτε μια μονοσύλλαβη λέξη. Ένα τέτοιο βράδυ αυτή κι ενώ είχε πλαγιάσει, άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι που, όταν ήταν νέοι, τους άρεσε πολύ. Εκείνος απλώς σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του και πήγε και κλείστηκε στην τουαλέτα. Όταν εκείνη σταμάτησε, εκείνος τράβηξε το καζανάκι και ξαναγύρισε στη θέση του. Προχτές, την ώρα που έκανε το μπάνιο του, εκείνη πήγε κι άρχισε να χτυπάει μπουνιές στην πόρτα της τουαλέτας. Εκείνος έκλεισε το νερό του ντους και περίμενε χωρίς να μιλάει. Μετά από λίγη ώρα συνέχισε το μπάνιο του κι η γυναίκα πήγε στο κρεβάτι της, κουκουλώθηκε με μια κουβέρτα κι άρχισε να κλαίει.
Κάθε απόγευμα, την ίδια πάντα ώρα, πήγαιναν οι δυο τους στο Νοσοκομείο. Μια δυο φορές είχαν καθίσει στο ίδιο κάθισμα του λεωφορείου, αλλά συνήθως εκείνος στεκόταν όρθιος. Μια μέρα δεν είχε ψιλά και προτίμησε να χαλάσει πεντοχίλιαρο, παρά να ζητήσει από εκείνη.
Στο νοσοκομείο τα πράγματα παρέμεναν δραματικά στάσιμα. Η γυναίκα έμπαινε μέσα στον ειδικά διαμορφωμένο θάλαμο κι ο άντρας έμενε στο διάδρομο και κάπνιζε μπροστά σ' ένα ανοιχτό παράθυρο.
Το επισκεπτήριο τέλειωνε γύρω στις επτά. Τότε εκείνη έβγαινε απ' το θάλαμο κι έμπαινε εκείνος για δυο λεπτά όλα κι όλα. Έπειτα συναντιόντουσαν στην είσοδο και με κατεβασμένα τα κεφάλια έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Ένα βράδυ πήραν ταξί κι εκείνος ζήτησε απ' τον ταξιτζή να τους πάει μια μεγάλη βόλτα στο λιμάνι. Ανάθεμά τον κι αν είδε τίποτε. Μόνο, παίρνοντας θάρρος από το ταξίμετρο, που έγραφε σαν τρελό, άνοιξε το παράθυρό του κι άναψε τσιγάρο.
Μόλις γύριζαν στο σπίτι εκείνος έβαζε τις πιτζάμες του, έπαιρνε μια μπύρα, καθόταν στο παράθυρο κι αγνάντευε το σκοτάδι. Τότε εκείνη άναβε το πολύφωτο κι έπαιρνε στα χέρια της την τράπουλα. Έριχνε δεκάδες πασιέντσες, τη μια μετά την άλλη, εύκολες και δύσκολες, η έκβαση των οποίων, ανεξάρτητα από τις βρισιές, δεν είχε σημασία. Πιο πολύ την ένοιαζε πώς θα ξεχνούσε για λίγο την πραγματικότητα.
Τις προάλλες ο γιατρός τούς μίλησε έξω απ' τα δόντια. Αν το αποφάσιζαν, μπορούσαν να ξεσυνδέσουν τη "μικρή" απ' τα μηχανήματα. Στο γυρισμό ο άντρας κατέβηκε τρεις στάσεις πριν από τον προορισμό τους και, όταν ξαναγύρισε στο σπίτι, κουβαλούσε ένα παράξενο κλουβί με ένα ηλεκτρονικό καναρίνι. Το κρέμασε έξω απ' το παράθυρο κι η συσκευή άρχισε να κελαϊδάει ένα σκοπό, που στη γυναίκα φάνηκε πολύ λυπητερός. Την έπιασαν τα μπουρίνια, δεν τις μπορούσε τέτοιες αηδίες. Εκείνος ξαναπήρε αμέσως το κλουβί μέσα στο σαλόνι και με το ρυθμιστή κατέβασε λίγο την ένταση και το ξανακρέμασε στη θέση του. Τότε εκείνη έφερε απ' την κουζίνα ένα τεράστιο μαχαίρι κι άρχισε να καθαρίζει ένα μήλο. Έφαγε το μέσα και μετά πήγε και κρέμασε τα φλούδια στα σύρματα του κλουβιού. Περίμενε ότι κάτι θα της έλεγε, για παράδειγμα: "Τα ηλεκτρονικά καναρίνια "τρώνε" μπαταρίες", κι είχε έτοιμη την απάντηση: "Ούτε να φύγουν μπορούν, αλλά τα βάζουν μέσα σε κλουβιά!", εκείνος όμως δεν είπε τίποτε. Τότε εκείνη περιφρονητικά του είπε: "Μια ολόκληρη ζωή φοβόσουν τις υποχρεώσεις!", κι εκείνος, για να μην της δώσει "λαβή", απάντησε: "Ναι, αυτό είναι αλήθεια!". Πάντως το κελάηδημα της συσκευής χειροτέρεψε την "επικοινωνία" τους, η γυναίκα σταμάτησε να ρίχνει υπονοούμενα ενάντια στον άντρα κι έπιασε να βρίζει το καναρίνι.
Πριν από δυο βδομάδες εκείνος βγήκε ένα πρωί απ' το δωμάτιό του κρατώντας το σακ-βουαγιάζ και της είπε πως έπρεπε να λείψει λίγες μέρες για να ταχτοποιήσει κάτι υποθέσεις του. Η γυναίκα ανησύχησε πολύ, στα χρόνια της συμβίωσής τους την είχε παρατήσει πάμπολλες φορές. Εντούτοις το μόνο που του είπε ήταν: "Σε παρακαλώ, κλείσε το καναρίνι όσο θα λείπεις, δεν μπορώ να το ακούω".
Πέρασαν τρεις μέρες κι "ούτε φωνή ούτε ακρόαση". Η γυναίκα βρήκε ένα στοίχημα να βάζει στις πασιέντσες της, η αφημένη βαλίτσα του καθόλου δεν την έπειθε ότι εκείνος θα ξαναγύριζε. Δυο τρεις φορές που χτύπησε το τηλέφωνο σκεφτόταν αν θα έπρεπε να το σηκώσει. Τελικά δεν ήταν εκείνος, άλλες υποθέσεις, άσχετες, και μια κλήση λάθος. ’ρχισε να έχει αγωνία, ξαφνικά διαπίστωσε ότι, έστω και χωρίς λόγια, μοιραζόταν μαζί του το μεγάλο χτύπημα, τέλος πάντων είχε κάποιον να μισεί, κι αυτό ήταν ένδειξη ότι ψυχικά κρατιόταν, δεν είχε πέσει σε απόγνωση. Την τρίτη μέρα πήρε τηλέφωνο και τον ζήτησε στη δουλειά του, αλλά της είπαν πως εδώ κι ένα μήνα είχε πάρει άδεια "επ' αόριστον". Στο σπίτι είχε αυτόματο τηλεφωνητή κι εκείνη δεν του άφησε μήνυμα.
Το επόμενο απόγευμα, πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, δεν πήγε στο Νοσοκομείο. Βγήκε απ' το σπίτι της κανονικά, πήρε το λεωφορείο και κατέβηκε στην αγορά. Στεκόταν μπροστά στις βιτρίνες κι έβλεπε τα πάντα τελείως αδιάφορα. Κάποια στιγμή μπήκε σ' ένα πολυκατάστημα ρούχων και ζήτησε να δει ένα μαύρο φόρεμα. Της έδειξαν ενδύματα κατάλληλα για πένθος κι αυτή διάλεξε ένα που πιθανόν να είχε ξεμείνει κι απ' την προηγούμενη σεζόν. Το δοκίμασε και της ερχόταν κουτί, σχεδόν την έκανε όμορφη. "Μπορείτε να μου το κρατήσετε μέχρι αύριο;", ρώτησε την πωλήτρια. Απευθύνθηκαν στη διευθύντρια του τμήματος κι εκείνη είπε ότι θα μπορούσαν να το κάνουν μόνον αν άφηνε κάποια προκαταβολή.
Βγήκε από το μαγαζί μ' ένα αίσθημα ντροπής και πήγε σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού της και περίμενε απάντηση. Έπειτα τηλεφώνησε στο νοσοκομείο και ρώτησε αν η άρρωστη παρουσίασε καμιά μεταβολή. "Η κατάσταση είναι σταθερή", της είπαν και πήρε με τα πόδια το δρόμο του γυρισμού.
Από το διαμέρισμά της τής φάνηκε πως έβγαινε φως. Έξω από την πόρτα στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώντας ν' ακούσει από μέσα κάποιο θόρυβο. ’νοιξε την πόρτα, το καναρίνι δεν κελαηδούσε και στη μύτη της δεν έφτασε μυρουδιά καπνού. Προφανώς είχε ξεχάσει η ίδια το φως της κουζίνας αναμμένο... Μπήκε και τον είδε να ετοιμάζει ένα πιάτο φαγητό. Θέλησε κάτι να του πει αλλά η στάση του τόσο καιρό την είχε επηρεάσει άσκημα και δυσκολευόταν να του μιλήσει. "Πώς πάνε τα πράγματα;", ρώτησε πρώτος εκείνος. "Ίδια όπως τα άφησες", του απάντησε και πήγε στο δωμάτιο της να ξεντυθεί.
Η ρουτίνα της συμβίωσής τους άρχισε να επαναλαμβάνεται απ' το επόμενο πρωί. Μόνο την τρίτη μέρα εκείνος είπε: "Στη Γιουγκοσλαβία γίνεται πόλεμος". Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της. "Δεν ξέρω για σένα", απάντησε, "αλλά εμένα δε μου καίγεται καρφί!".
Μετά από δυο μέρες, στις τρεις το μεσημέρι, εκείνη έπλενε τα πιάτα κι εκείνος μπροστά στο παράθυρο κάπνιζε κι αγνάντευε τον ακάλυπτο χώρο. Για μια στιγμή κοκάλωσαν κι οι δύο, το τηλέφωνο χτυπούσε, αλλά δεν ήθελε κανένας τους να πάει να το σηκώσει. Τελικά μίλησε εκείνος με το γιατρό του νοσοκομείου, η κόρη τους είχε πεθάνει πριν από λίγα λεπτά.
Η γυναίκα χωρίς να πει κουβέντα κατέφυγε στην κρεβατοκάμαρη κι εκείνος προς στιγμήν πήγε στο παράθυρο κι άναψε τσιγάρο. Έπειτα έγειρε έξω απ' το παραθυρόφυλλο και πάτησε το OFF του καναρινιού. Στη συνέχεια πήρε τηλέφωνο σ' ένα γραφείο κηδειών, με τον υπεύθυνο του οποίου είχε κάνει συνεννόηση από πολλές ημέρες. Μετά, ανήσυχος απ' τη σιωπή της γυναίκας, πήγε στο δωμάτιο να δει τι συνέβαινε. Τη βρήκε να κρατάει φωτογραφίες της "μικρής" και να βλέπει στο κενό.
Έκατσε δίπλα της και την πήρε στην αγκαλιά του. Εκείνη ακούμπησε το μάγουλό της στο δικό του κι έπειτα από μισό λεπτό, ασυναίσθητα στην αρχή και παρατεταμένα στη συνέχεια, τον φίλησε στο λαιμό. Εκείνος έκανε να τραβηχτεί κι εκείνη του κράτησε το κεφάλι με τις παλάμες της. Θέλοντας να της φερθεί ευγενικά της είπε: "Στο νοσοκομείο μας περιμένουν...", και τότε η γυναίκα τον κοίταξε ικετευτικά στα μάτια και του είπε μόνο: "Σε παρακαλώ...". Ο άντρας αφέθηκε στα χέρια της κι εκείνη του έλυσε τη ζώνη, του έκοψε ένα κουμπί απ' το πουκάμισο προσπαθώντας να το ξεκουμπώσει, του κατέβασε το παντελόνι και σκαρφάλωσε πάνω του. Πρέπει να είχε χρόνια να κάνει έρωτα, αλλά και η στιγμή ήταν τελείως ακατάλληλη. Μετά από δυο λεπτά πετάχτηκε όρθια κι έτρεξε στο μπάνιο κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Εκείνος φόρεσε τα ρούχα του και συμμάζεψε τις φωτογραφίες που είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα...
Οι μέρες πέρασαν... Ο άντρας ετοίμαζε απ' το πρωί τα πράγματά του, πόσο θέλουν τρία πουκάμισα και πέντε βρακιά να μαζευτούν μέσα σε μια βαλίτσα... Εκείνη του έψησε καφέ και πήγε και τον ά-φησε στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του. Την ευχαρίστησε, έπρεπε, είπε, να προλάβει το λεωφορείο των δώδεκα. Βγήκε από το δωμάτιο φορώντας το κοστούμι του και μια μαύρη γραβάτα. ’φησε τα μπαγκάζια του στο πάτωμα κι έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο. Της παραχωρούσε το σπίτι και μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε. Εκείνη κατέβασε το κεφάλι και δεν είχε κουράγιο να πει τίποτε. Πόσες βρισιές γι' αυτό το ρημάδι και πόση ανασφάλεια μην τυχόν σε κάποια από τις αφραγκίες του τις πετούσε, την κόρη τους και την ίδια, στο δρόμο.
Χωρίς να αγγιχτούν, παρόλο που και οι δυο το είχαν ανάγκη, αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλο. Το προηγούμενο βράδυ τής είχε εξομολογηθεί ότι υπήρχε άλλη γυναίκα στη ζωή του, ψέματα-αλήθεια ποιος να το ήξερε... Το ασανσέρ ήταν κατειλημμένο και πήρε να κατεβαίνει τη σκάλα με τα πόδια. Εκείνη τον κοίταζε από ψηλά. Δεν αισθανόταν ανακούφιση ούτε στενοχώρια για την αναχώρησή του, μπροστά στο θάνατο της κόρης της το δικό του θέμα ήταν μια παρωνυχίδα. Ξαφνικά, κι ενώ ο διακόπτης του κλουβιού ήταν κλειστός από τη μέρα του θανάτου της "μικρής", το καναρίνι άρχισε να κελαηδάει. Εκείνη έτρεξε αμέσως, άνοιξε το παράθυρο και πήρε το κλουβί στα χέρια της. Για μια στιγμή δεν ήξερε τι να κάνει κι έπειτα έστρεψε το ρυθμιστή της έντασης στο τέρμα. Ξαναγύρισε στο κλιμακοστάσιο της οικοδομής και σηκώνοντας το κλουβί πάνω απ' το κεφάλι της φώναξε τ' όνομά του. Τον άκουσε να κοντοστέκεται στα σκαλοπάτια και της γεννήθηκε η ελπίδα πως θα γύριζε, έστω για να πάρει το καναρίνι. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα εκείνος κάλεσε το ασανσέρ, μπήκε και πάτησε το κουμπί του ισογείου. Η γυναίκα περίμενε ακίνητη ως τη στιγμή που διαπίστωσε ότι ο θάλαμος πήγαινε κάτω. Τότε ξαναμπήκε στο διαμέρισμα κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Έκατσε στη δική του πολυθρόνα, μπρος στο παράθυρο, με το κλουβί στην αγκαλιά της. ’νοιξε το πορτάκι και πήρε το καναρίνι στα χέρια της. Το κορμάκι του ήταν ζεστό, η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα και, παρά την περήφανη καταγωγή του -"Made in Japan"-, είχε την έκφραση που έχουν όλοι οι εγκαταλειμμένοι.
Έφερε τη χούφτα μπροστά στα χείλη της και το φίλησε. ’ρχισε να του μιλάει τρυφερά, "έτσι θ' ανοίξεις τα φτερά, έτσι θα τα χτυπήσεις, έτσι θ' ανέβεις στον αέρα...", και ταυτοχρόνως πλησίαζε στο παράθυρο. Με μια τελευταία κίνηση το αμόλησε κι εκείνο άρχισε να φτερουγίζει μουδιασμένο. Έκανε ένα κύκλο μέσα στον ακάλυπτο χώρο κι ύστερα, προσπαθώντας να πάρει ύψος, έπεσε με φόρα πάνω στο μαυρισμένο τοίχο της απέναντι οικοδομής και προσγειώθηκε ανάποδα στο τσιμεντένιο δάπεδο. Σαν αστραπή, ένας κατάμαυρος γάτος όρμησε, το άρπαξε με τα δόντια του και το έβαλε στα πόδια.
Η γυναίκα έβγαλε άναρθρες κραυγές, δυο τρεις γείτονες βγήκαν στα μπαλκόνια τους να δουν τι συμβαίνει. Εκείνη συνέχισε να φωνάζει και να δείχνει κι έπειτα, ντροπιασμένη, έκλεισε το παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα κι άρχισε να κλαίει.
Συνήλθε μετά από πολλή ώρα. Κοίταξε γύρω της με απογοήτευση, και το σπίτι και το κλουβί τής ήταν πια τελείως άχρηστα. Σηκώθηκε με προσπάθεια και πήγε στην κουζίνα να πλύνει το φλιτζανάκι του καφέ.
|