Εργογραφία: |
Πρώτη της συλλογή διηγημάτων, το 1995, το Ένα μολύβι στο κομοδίνο. Aκολούθησαν οι συλλογές Μαράλ όπως Μαρία (βραχεία λίστα περ. Διαβάζω) και Kαι φύσηξε νοτιάς... (εκδόσεις Ροδακιό). To 2009 εκδόθηκε από τον Κέδρο το μυθιστόρημά της Μ’ ένα καφάσι μπύρες.
Το έργο της περιλαμβάνει ακόμη το βιβλίο Crete, No man is an island (κείμενα στις φωτογραφίες της Π. Μασούρη), ενώ το 2010 κυκλοφόρησε το οδοιπορικό της στα ταξιδιωτικά κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας (Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη) και επανεκδόθηκε από τον Κέδρο το Ένα μολύβι στο κομοδίνο.
Το 2011 κυκλοφόρησε η δουλειά της για την ποιήτρια Καίνα Παϊζη με τίτλο, Κατίνα Παίζη: Πόσο πολύ σ' αγάπησα (έρευνα, κείμενα, ανθολόγηση, Ηράκλειο 2011, εκδόσεις Δοκιμάκης), και το 2014 η τέταρτη συλλογή διηγημάτων της Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας (εκδόσεις Εστία).
2017, Με θέα στο Λεβάντε, αφηγήματα, Κέδρος.
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
Και τα τοπία των κεντημάτων που μέσα της κουβαλούσε η Εριέτα ήρθαν κι έδεσαν με τα τοπία των βιβλίων που τώρα διάβαζε. Δε γίνεται λόγος για τα λουλούδια στο ιταμίν, ούτε για τα σύννεφα πάνω από το Βερολίνο του Ντέμπλιν, μα για τα βαθύτερα συναισθήματα που συνδέουν τα ασύνδετα εκ πρώτης όψεως μοτίβα: τη μοναξιά, την αναμονή για το καινούργιο που δεν έρχεται, την αποδοχή, ή και κάτι πέρα από αυτά, την ανάγκη να νιώσεις ήρωας του εαυτού σου. Έτσι, τα καλοκαίρια η Εριέτα, στην πυρωμένη και νωθρή πόλη, από το κρεβάτι στον καναπέ και μετά σε πολυθρόνα, ύστερα το δρομολόγιο ανάποδο και ίδιο μαζί, να τριγυρνά στους κήπους και στα σκοτεινά κελάρια των συγγραφέων που τώρα ερωτεύεται. Και οι κήποι τους να τη δροσίζουν μέσα στον καύσωνα. Και τα υπόγειά τους να της κόβουν την ανάσα, ένα σφίξιμο, ένα πνίξιμο καλύτερα, ζωογόνο μέσα στη σκοτεινιά του, τ’ αφώτιστα μονοπάτια της ψυχής που για χρόνια είχε αρνηθεί να κοιτάξει. Να παραδέρνει μέσα στον άνεμο που γυρνά τις σελίδες, φσσστ, φσσστ, όχι, καθόλου δε φυσάει, όλα ήσυχα τριγύρω, μέσα στις σελίδες, πίσω από τις λέξεις φυσάει ο άνεμος. Και το χειμώνα, τον πραγματικό χειμώνα, αν και φορές φορές μπέρδευε και τις εποχές, κουλουριασμένη στον καναπέ της, το φως δίπλα, ένα φωτιστικό με μακριά λαβή, αγορασμένο από παζάρι – αλήθεια, σε ποια πόλη; –, σκεπασμένη με το κουβερτάκι που κράτησε σαν έφυγε ο γιος της, ο Στέφανος μακριά, ή κοντά, εκεί δίπλα στην καριέρα του, χωμένη στην αγκαλιά των νέων της φίλων. Ως αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, ως εκείνη την ώρα που οι γάτες έκαναν πάρτι στα σκουπίδια του κάδου μπροστά από το γκαράζ, καβγάδες για τη μοιρασιά της λείας τους, επίθεση των αδέσποτων σκυλιών όταν μυρωδιές τα κουβαλούσαν στα μέρη τους. Ως το πρωί, που το απορριμματοφόρο του δήμου σταματούσε στη γωνία στριγκλίζοντας, άδειαζε τον κάδο και κινούσε πάλι μαρσάροντας, ήχοι τόσο χαρακτηριστικοί, πώς να τους περιγράψεις; Μέσα στο σπίτι, η απόλυτη ησυχία γέμιζε ήχους από τα βιβλία της, η νύχτα ήταν πια τόσο φλύαρη, και τα συναισθήματα αποκτούσαν κι αυτά τον δικό τους ήχο. Αποκτούσαν σώμα και μιλιά, ταυτίζονταν με εμπειρίες άλλων, άγνωστων και τόσο δικών της, ερμήνευαν πράγματα μακρινά και φώτιζαν δικές της γωνιές. Και το πρωί με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, η νυχτερινή περιπέτεια της κόστιζε ένα σπασμένο πιάτο στο νεροχύτη, μια λαδιά από το ψητό στο τραπεζομάντιλο, κάποιες φορές και το ίδιο το ψητό. Κι αν στην αρχή τούτης της περιπέτειας ήθελε να μάθει το τέλος της ιστορίας μένοντας ως αργά ξύπνια, με τον καιρό δεν την ένοιαζε πια. Το ταξίδι ήταν οι λέξεις, ο λόγος καθώς κυλούσε, το άκουσμα του λόγου μέσα στο μυαλό της, και πάλι οι λέξεις καθώς γεννοβολούσαν εικόνες. Γιατί μπορούσε τώρα να βλέπει και δικά της πράγματα, ομολογημένα κι ανομολόγητα, να τρέχουν, να βγαίνουν μπροστά από τις λέξεις και τις φράσεις και να ’ναι καλοδεχούμενα. Ή εκείνα που τα είχε νιώσει χρόνια να υποβόσκουν και να μην τολμούν, τα καημένα, να σηκώσουν κεφάλι. Μπορούσε τώρα να υπάρχει «μέσα από τη γραπτή φωνή και τη νοερή εικόνα». Της το ’πε ένα βράδυ εκείνος ο παράξενος άντρας με τα στρογγυλά γυαλάκια και το καπέλο ρεπούμπλικα, που όλο ονόματα άλλαζε και μια ζωή λογιστάκος στο λιμάνι της Λισμπόα έζησε. Νόμιζε ακόμη πως μέσα από τα βιβλία της μάθαινε. Μάθαινε να βλέπει φίλους και γνωστούς με άλλο μάτι, να ξεχωρίζει τα γνήσια, αυθεντικά συναισθήματα από τα κίβδηλα και τα πλαστά. Nόμιζε πως κάτι περισσότερο ένιωθε τώρα από συμπεριφορές παράξενες, ανοίκειες, δύσκολες, που όμως άξιζε τον κόπο περισσότερο να σκύψει πάνω τους. Να μη γυρίσει την πλάτη με την ευκολία που το έκανε παλιά. Ή, γιατί όχι, να φεύγει εγκαίρως, ο κίνδυνος φτερούγιζε δίπλα της πιο εύγλωττος τώρα, αναγνωρίσιμος με την πρώτη ματιά.
Οι συγγραφείς, που ήταν τώρα οι φίλοι της, τη μάθαιναν και κάτι άλλο: πως, νιώθοντας για χρόνια μικρή και λίγη, δίπλα μάλιστα στον εξαίρετο επιστήμονα Στέφανο και στο σινάφι του, υπερεκτιμούσε όλους σχεδόν τους άλλους γύρω της. Τους θαύμαζε, έκανε στην άκρη, έμενε στο περιθώριο. Ακόμη και την απογοήτευσή της για κάποιους από δαύτους την κρατούσε για τον εαυτό της, κατηγορώντας τον μάλιστα: Λάθος δικό μου, εγώ δεν ξέρω, δεν κατάλαβα, ποια είμαι εγώ να κρίνω;... Τώρα κάτι μέσα της την ωθούσε σιγά σιγά, μπορούσε κι αυτή ν’ ανέβει στη σκηνή, όχι τίποτα σπουδαίο, στη σκηνή της δικής της ζωής μόνο. Ωραία ως εδώ. Γιατί κάτι πολύ δύσκολο έσκαγε μύτη. Τι; Η ανάγκη να διαχειριστεί το καινούργιο: την αυτοεκτίμησή της.
|