ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Σαράκης, Σιδηρά, Σιώτης, Σκιαδαρέση, Σκιαθάς, Σουέρεφ, Σταυροπούλου
ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ
Πώς έγινε και χάθηκαν οι λέξεις;
Μια ολόκληρη σελίδα λέξεις – το ποίημα
μ’ όλο του τον κόπο, την αγωνία, τη λαχτάρα,
τη χαρά κι εκείνο
το ανεξάλειπτο δηλητήριο της αμφιβολίας
μια ολόκληρη σελίδα λέξεις
και τώρα να χαθεί – να σβήσει
–έτσι εντελώς αυθαίρετα, με κίνημα δικό του–
πού πήγαν τόσες λέξεις
κι ούτε κουβέντα βέβαια τώρα να τ’ ανασυνθέσεις
με τι υλικό; μείναν μονάχα
αυτά τ’ αστεία σημάδια –σε κοιτούν
ανόητα–
δυο τρία κόμματα, οι λίγες παύλες
–μονές, διπλές, τι σημασία πια;–
κάτι εισαγωγικά, μια έρημη τελεία
(μάλλον από τις «άνω» πρέπει να ’ναι)
κι εκείνο –βέβαια– το πελώριο ερωτηματικό
– αυτό, ασφαλώς, δεν πρόκειται
ποτέ να λείψει.
(Τα αιφνίδια άστρα, Εκδ. Καστανιώτη 1997)
Διαβάζοντας τούτες τις μέρες τη Μεταμόρφωση, έρχεται η στιγμή που καταλαγιάζουν πληθώρα οικείων (από προηγούμενες αναγνώσεις) σκέψεων και συναισθημάτων, δίνοντας τη θέση τους στη –ρηχή έως φτηνή, όμως εσώτατη– αναφώνηση: Για φαντάσου, αυτός ο Γκρέγκορ Σάμσα, μια χαρά νέος άνθρωπος, να καταδικαστεί ξαφνικά σε διά βίου εγκλεισμό στο δωμάτιό του! 23-3-2020
ΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟ*
Στις κάσκες από κάτω οι ψυχασθενείς
στεγνώνουνε τις παραισθήσεις τους.
Το πιστολάκι εκείνο της κομμώτριας
στρέφεται αμείλικτο
στο πρόσωπο του γιού μου.
Μα δεν τον βλέπετε
Είναι τέσσερα χρόνια πεθαμένος. Δεν ισχύει.
-Ένα ουίσκυ johny walker
s’il vous plait!
-Κερατίνη γρήγορα
να ισιώσετε τ’ ατίθασα μαλλιά του.
-Unchain my heart!
Στο ανύπαρκτο το μέλλον σου
ο Γιώργος μας στα πλήκτρα
σε διαδέχεται.
-Δεν μου πετύχατε το χρώμα.
Πρασινίζουν τα μαλλιά μου.
-Μα για να είναι ασορτί με την ομάδα
που στεγάζεται απέναντι.
(Στον τάφο του ένα κασκόλ του Ολυμπιακού
διαμαρτύρεται.)
-Στα νύχια μου το γαλλικό το μανικούρ, παρακαλώ!
-Ψυχίατρε, γίναμε σκνίπες
μας θεράπευσες εν τέλει.
Γύρισε σπίτι!
Η Μαριάννα κι η Τζωρτζίνα σε προσμένουν
κι εκείνο το ψυχιατρείο
αδημονεί να γίνει κομμωτήριο.
*Απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού βρισκόταν το Ψυχιατρείο (μπαρ που έτσι το αποκαλούσαν οι θαμώνες του λόγω του ιδιοκτήτη του Αλέξη Παπακώστα που τους θεράπευε. Μετά το συμβάν το Ψυχιατρείο έγινε κομμωτήριο.
ΔΙΑΒΑΖΩ
Τώρα διαβάζω το εξαίρετο μυθιστόρημα της Μαρίας Λεμπιδάκηι-Τζίβρα SILVER ALERT. Ένα μικρό απόσπασμα:
«Έξι μήνες δεν είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν η ζωή κυλάει μέσα στην καθημερινότητά της, με τις συνηθισμένες χαρές και λύπες...... Για τον άνθρωπο που σηκώνει το αφόρητο φορτίο της θλίψης , ο χρόνος διαιρείται στο πριν και στο μετά......»
Όταν.
όταν. τελειώσουν όλα αυτά που δεν ξέρουμε
πού θα μας βγάλουν όταν. ο λαβύρινθος απο
κλειστεί λόγω ανοιχτού αδιεξόδου θα σπεύσει
ο Μινώταυρος να. εξυπηρετήσει τον περιηγητή
όταν. οι χούφτες δεν θα κρατάνε πια άλλο ζεστό
το βοριαδάκι που φουντώνει από νότια όταν. εξ
αντληθούν όλα τα εγχειρίδια αυτοχειρίας όχι
όμως και όσοι έχουν την πρόθεση αυτοχειρίας
όταν. το ουράνιο τόξο γίνει βωμός αιματηρής
θυσίας κορασίδων με κοτσίδες που γλιστράνε
στα χέρια της νόνας όταν. το απόκοσμο βρει
τη θέση του σε έναν υπόκοσμο καταχρεωμένο
(αδημοσίευτο)
Την ώρα που έφυγες απ’ τον παράδεισο, δεν ήταν προφανώς δάκρυα μετάνοιας αυτά που κύλαγαν στα μάγουλά σου, μα λύσσας, που έστερξες στη φωνή που σε καλούσε να πας ενάντια στη θέληση της Φύσης. Κρίθηκες έτσι υπόθεση χαμένη κι αφέθηκες στη Μοίρα σου, την ανελέητη.
Εσύ, με μύρια όσα προικισμένος, πνεύμα, λόγο, αισθήματα, -ποιο άλλο ον προικίστηκε με τόσα;- σηκώθηκες αργά μα σταθερά και στήθηκες στα δυο σου πόδια. Σήκωσες τότε ανάστημα στ’ αλήθεια κι είπες “όλα όσα βλέπω καμαρωτός κοιτάζοντας τριγύρω είναι δικά μου, μου ανήκουν!” Έτσι, λησμόνησες τη Μοίρα σου και τις επιταγές της κι αυτή, μη έχοντας τον τρόπο να πει αυτά που έπρεπε ν’ ακούσεις, σου έδωσε τυφλότητα, μα όχι για όλα, να βλέπεις μόνον όσα εκείνη θέλει, να μη γνωρίζεις όμως ποια είναι αυτά που βλέπεις και ποια όχι. Κι εσύ, που νόμισες ότι ορίζεις τα πάντα πια -σε βάθος, ύψος, μάκρος- πίστεψες πως η Μοίρα σε έχρισε κυρίαρχο και πως μπροστά σου όλα υποκλίνονται· τα έμβια, η γη με όλα όσα φέρει, -βουνά, νερά, ουρανό, υπόγειους κόσμους-, και σήκωσες ραβδί υπερφίαλο κι άλλαξες τις διαδρομές, και χώρισες τα ύδατα, μετέτρεψες τους πάγους σε ατμό, κι έδωσες διαταγές να συμφωνούν όλα με σένα. Και ό,τι ή όποιος διαφώνησε μ’ αυτό το γέλιο σου το αυτάρεσκο καταδικάστηκε σε αιώνια περιφρόνηση –“είναι ένας άλλος, διάφορος, πρέπει να εκλείψει”. Έπειτα σου έγινε συνήθεια κι άρχισες να χωρίζεις το άσπρο από το μαύρο, το κόκκινο απ’ το πράσινο, το χρώμα απ’ τη φωνή, το αίσθημα απ’ την πράξη! Εξόντωσες και εξοντώνεις αυτά που δύσκολα ταιριάζουν με τους δικούς σου ορισμούς του ωραίου, του καλού, του υψηλού, του νέου, του σφιγηλού, του δυνατού. Παλεύεις τελικά να ακυρώσεις ό,τι αρνείται και ό,τι αντιστέκεται.
Κι αυτή η τυφλότητα που -φευ σου!- δεν γνωρίζεις, αυτή η αιώνια και μοιραία συνοδός σου , μετά από τόσους δρόμους βεβαιότητας σε φέρνει πια σε ατραπούς πρωτόγνωρες που εσύ νομίζεις –πάντα με σύμβουλο την ύβρι σου- λεωφόρους και τρέχεις με ταχύτητα μεγάλη “έτσι έμαθα, να τρέχω πάνω απ’ όσο αντέχω!” και τρέχοντας δεν βλέπεις τη στροφή όπου καλείσαι να πεις το ναι ή το όχι, μεγάλα και τα δυο· ποιο θα αρθρώσεις;
Κι αν επιλέξεις τίποτα να μην πεις, ο φόβος θα σε κυριέψει, πρώτη φορά θα νιώσεις πως ήσουνα τυφλός κατά ένα μέρος, δεν το ’ξερες, αυτή η στροφή σού το έμαθε και η άρνησή σου να δώσεις μιαν απάντηση. Σε τούτη τη στροφή -απότομη, κλειστή- ξεκίνησε η επίγνωση, έγινε κάτι σε τούτη τη στροφή, έτσι όπως μπήκες με επιτάχυνση αιώνων, εκείνη τη στιγμή ακριβώς άνοιξε η πύλη της αβύσσου.
Ξαναδιαβάζω
Ξαναδιαβάζω τον Φρανκενστάιν (Ψυχογιός) στην εξαίσια μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Είναι τόσο επίκαιρο (1816-1818) που, για να μην πολυλογώ, παραθέτω μια φράση από το επίμετρο της Τζ. Κ. Όουτς:
Πρόθεση είναι συνήθως ο θάνατος των άλλων, των «εχθρών», αλλά στην πραγματικότητα, ίσως σχεδιάζουμε τον δικό μας θάνατο.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΙΑΘΑΣ
Ημερολογιακές Αφηγήσεις Εγκλεισμού
(41η, Ξημερώματα 17ης Απριλίου 2020)
Πλανόδιοι Μικροπωλητές
(Απόσπασμα)
Η Γραφή: Ακατόρθωτα τα των ανθρώπων στις αναπαλαιώσεις της μοναξιάς.
Η Είδηση: Απαγορεύτηκε και το σαρανταήμερο μνημόσυνο του τρελού
π' ανέβαινε σαν γάτος από τα ξώθυρα του γυναικωνίτη για να γυαλίσει μέρες επετείων τις καμπάνες.
Το Γεγονός: (Ένα και πασίγνωστο σε όλους). Τω καιρώ εκείνω με τις αγριοφωνάρες πλανόδιων μικροπωλητών κατοικίδιων ζώων, ακυρώθηκαν οι ώρες, ακυρώθηκαν οι μέρες, ακυρώθηκαν οι μήνες ελπιδοφόρων ερώτων.
Η Προφητεία: Ήρεμα, με γονυκλισίες ήττας και την περιφορά συγχωριανών στα καρφιά της Μεγάλης Παρασκευής ίσως φανεί το Θέρος. Ήρεμα συμπολίτες, όλα άλλαξαν, ο ήλιος φορά σελήνη πλέον.
(Ανέκδοτη Ποιητική Αφήγηση)
Διαβάζω
Η ποίηση, η πεζογραφία, σε καθημερινό επίπεδο, με τροφοδοτούν με αναγνώσεις που τολμούν οδοιπορίες και στα εύμορφα της γλώσσας. Η ιστορία, όμως, διαμορφώνει κώδικες προσέγγισης της αλήθειας για την ιστορική μνήμη. Αυτές τις μέρες διαβάζω ξανά του Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου το έργο που γράφτηκε στον εγκλεισμό της κατοχής το 1942 «Η Απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο».
ΑΝΑΠΝΕΟΝΤΑΣ
Οι νότες των προσωπείων στο απυρόβλητο
στη δίνη των αιχμών
σε πευκοβελόνες του πυρός
ασύμμετροι όγκοι άλλης προΪστορίας
σκιά στον αντίποδα του χιονιού
δέντρο χαλινάρι του ήλιου
Νότες των προσωπείων κεραυνοβολημένες στην άβυσσο
Προβολείς ηχοραγούν κίτρινες τουλίπες
Πετροπόλεμος βλεμμάτων στο γκρι
Σταυροθόλια μυστικά
μήτρας υποδοχή με κόκκους και μίσχους
άφυλα φύλλα της εσπέρας αντικρυστά στο έρεβος
Το ρεύμα συναντά τετράγωνα στίγματα έξεργα
αναπνέοντας τις νύχτες ακόρεστα
*
Δεν είχα βαρεθεί μόνο τους άλλους, τα κείμενα των άλλων,
αλλά και τον εαυτό μου. Αυτό το σκουριασμένο ψυχολογικό γεωτρύπανο που σώρευε μες στον Μαύρο μου Φάκελο τους στυφούς, πικρόχολους, κατακομματιασμένους στοχασμούς.
(Γιάννης Μπεράτης)
Mαύρος φάκελος ονομάστηκε από τον Mπεράτη το ημερολόγιο που κρατούσε στο χρονικό διάστημα 1940-1967, αρχίζει δηλαδή λίγο πριν από την έκδοση του βιβλίου του Στιγμές (1940) και πριν από το θάνατο της αγαπημένης του Nίτσας και φτάνει ως την προηγούμενη χρονιά από το θάνατό του. […]
Συνολικά η ποικιλία και η πρωτοτυπία των θεμάτων που απασχολούν τον Μπεράτη στις ημερολογιακές εγγραφές του είναι μεγάλη, καθιστώντας το προσωπικό γραπτό του ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα και παράλληλα την πνευματική διαθήκη του δημιουργού του. Παρά τον χαμηλό τόνο, τη λιτή έκφραση, την επιγραμματική συντομία του μεγαλύτερου μέρους των εγγραφών, αποτελεί τον μίτο για να παρακολουθήσουμε τριάντα χρόνια από τη ζωή του μέσα στον αστικό αθηναϊκό περίγυρο. Βλέπουμε να διαγράφονται η συγγραφική του πορεία, οι επιρροές που δέχτηκε, ο τρόπος της δουλειάς του, ο κύκλος των φίλων του, ακόμη κι εκείνων στους οποίους προστρέχει για οικονομική βοήθεια. Έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε άμεσα τον εσωτερικό άνθρωπο με τους φόβους, τις αγάπες, τις αγωνίες του για τη ζωή και την τέχνη, χωρίς συγκαλύψεις και τυπικότητες. […]
Βασικό στοιχείο της ημερολογιακής γραφής είναι βέβαια, ο χρόνος. Η αποτύπωση του στιγμιαίου, του εφήμερου, της πρώτης εντύπωσης, και όχι η ανάπτυξη της εμπειρίας μετουσιωμένης από τη χρονική απόσταση, όπως π.χ. συμβαίνει στα απομνημονεύματα. Στον Μαύρο φάκελο ο χρόνος γίνεται ένα από τα κύρια ζητήματα που απασχολούν το συγγραφέα: ο χρόνος της ανθρώπινης ζωής, το αργό ξετύλιγμα (η ανία), το τέλος χρόνου (ο θάνατος), ο χρόνος της δημιουργίας (η συγγραφή) ή της απραξίας (η έλλειψη έμπνευσης).
Επιπλέον, ενώ στο ημερολόγιό του ο Μπεράτης αποκαλύπτει πόσο αγωνιά να επιτύχει τη σύνθεση, όλη η πρωτοτυπία και η αξία του συνολικού έργου του στηρίζεται στο είδος της γραφής του, που αναμφίβολα προκύπτει από την ημερολογιακή γραφή. Αποσπασματικότητα, αφηγηματικές τεχνικές που αξιοποιούν το μοντάζ και το κολάζ, προβολή του προσωπικού βιώματος και της άμεσης εμπειρίας τη στιγμή της δημιουργίας τους, έμφαση στην οπτική γωνία του αφηγητή, μικρές προσωπικές στιγμές έναντι των μεγάλων αφηγήσεων ακόμη και για γεγονότα, όπως ο πόλεμος, έντονη υπαρξιακή αγωνία αλλά και διάχυση της προσωπικότητας σε πολλαπλά προσωπεία, βασανιστική ενδοσκόπηση του ανθρώπου και συνεχή ερωτήματα για την πορεία του ως δημιουργού και την αξία της προσπάθειάς του, είναι χαρακτηριστικά που αποκλίνουν από την κύρια τάση της νεοελληνικής μεσοπολεμικής πεζογραφίας, ενώ αναδύονται και αναπτύσσονται στη μεταπολεμική λογοτεχνία. […]
Αυτοβιογραφία εν προόδω, αποθήκη στοχασμών για τη ζωή και σκέψεων για την τέχνη ή πνευματική διαθήκη του Μπεράτη, ο Μαύρος φάκελος, χωρίς να είναι άγνωστος στους ειδικούς, έφτασε στη δημοσιότητα σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατο του δημιουργού του. Ωστόσο, η σπουδαιότητά του ως ντοκουμέντου μιας άλλης εποχής και ως εικόνας μιας μεμονωμένης πνευματικής προσωπικότητας, χωρίς να είναι διόλου μικρή, υπολείπεται μπροστά στην αξία του διαλόγου του με τη σύγχρονη εποχή. Τα ταραγμένα χρόνια στα οποία αναφέρεται, η αδιάκοπη, εντονότατη συγγραφική αγωνία, ο σχολιασμός της φθίνουσας υγείας του ημερολογιογράφου και τα προσωπικά του αισθήματα ανταποκρίνονται διαλογικά σε σύγχρονους προβληματισμούς: στη μεγάλη πολιτική, κοινωνική και οικονομική αστάθεια, που έχει ως απότοκο τους έντονους ψυχικούς κραδασμούς που κατατρύχουν τον σημερινό άνθρωπο, την προϊούσα φθορά της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής του υγείας, το φόβο του θανάτου και, τέλος, το διευρυμένο ρόλο της Τέχνης, αντίβαρου στη φθορά, ελπιδοφόρου καταφύγιου αλλά συνάμα και ανέφικτου οράματος.
( Απόσπασμα από την εισαγωγή μου στο βιβλίο: Γιάννης Μπεράτης, Ο μαύρος φάκελος. Ερμής 2015).
Διαβάζω τώρα
Αυτές τις μέρες του εγκλεισμού διάβασα πολλά νέα βιβλία και ξαναγύρισα με αγάπη σε αρκετά παλιά μου διαβάσματα. Τώρα όμως διαβάζω το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, Κοιλάδες του φόβου. Εκκρεμές 2019, στο οποίο μια παγκόσμια καταστροφή αναγκάζει τους ήρωες να αναθεωρήσουν την πορεία τους, αντιμέτωποι με την κρίση των αξιών και την υπαρξιακή αγωνία. Για άλλη μια φορά η ζωή μού υπογράμμισε πόσο μεγάλη παρηγοριά, απόλαυση, συντροφιά και γνώση δίνει το διάβασμα και πόσο η λογοτεχνία όχι μόνο εμπνέεται από τη ζωή αλλά κάποτε μπορεί να προπορεύεται προφητικά.