ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: Παγκράτης, Παππάς, Παστάκας, Πόθου, Ραπτόπουλος, Ρούβαλης


05/04/20

 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ


ΙΑΧΗ


H θέληση μεταβολής προσκρούει στα τετελεσμένα των σφαλμάτων, στην  εκμετάλλευση τους, στη ροή
ου έπεται και δεν μπορεί να αναστραφεί. Μέγιστο λάθος είναι απλώς το λάθος. Εξάλλου ό, τι δε
λύεται κόπτεται. Δος αυτώ κατά κρανίου, ίνα μη υπεραίρηται. Μέσα μηνός Ιουλίου του δύσκολου, γιατί
τα πράγματα έτσι είναι: μάχη για μια μοιχεία εν τη καρδία.


Πολεμική ιαχή καμία...
Στων οικείων τις πτώσεις δήλωσα συμπαράσταση, ευελπιστώντας -πεπλανημένα- πως θα συμβεί το
ίδιο για τα δικά μου σκοτεινά διαλείμματα. Όμως lucida intervalla δεν υπάρχουν πια και salus populi
αι «ακούστε εγώ είμαι ο γκρεμιστής γιατί είμαι εγώ κι ο κτίστης».
Είναι η πτώση του πρώτου αυτή που ενδιαφέρει, έστω κι αν πέφτει και ο εκ των εσχάτων
έσχατος. Ωστόσο, όταν, ως πανταχόθεν βαλόμενος στόχος, επιμένεις, παραίτηση στην παραίτηση, να
παγιώσεις την ευθεία σου, αποδέχεσαι τον ψόγο, παραχωρείς τον έπαινο.

Ένας εφιάλτης κάθε βράδυ περιμένει. Βαρύ το τίμημα να κρατηθείς σ' απόσταση απ' ό, τι σε πληγώνει.
Αν η περιχαράκωση αποκαλείται αταξία, είναι γιατί επικρατεί πως δεν υπάρχει πλέον χρόνος, αφού ο
πύρινος εργοδότης σίμωσε ανεπανόρθωτα και το νερό στα τοιχώματα ενός καταφαγωμένου αυλακιού
ακολουθεί, βέβαια, τη δική του πορεία. Εκ των υστέρων αντιλαμβάνεσαι πως σε κάθε περίπτωση η
καίρια στιγμή ήταν μία και μοναδική και πόσες φορές μπόρεσες να την αδράξεις; Οι ερμηνείες και οι
εκδοχές θ' ακονιστούνε πάλι, για να εκτιμήσουν τη «διακριτική ύπαρξη» και τα τετελεσμένα.

Επανέκαμψαν όμως με ποσοτικά κριτήρια και με ποικίλες αριθμήσεις, για να καταληστέψουν πάλι ό, τι
επιθυμούσαν. Ένας  σχοινοβάτης,  κρατώ  ισορροπίες,  τις χάνω και τις ψάχνω.
Σας εμπαίζουν

 


ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ 

 


Φωτισμένη σάρκα


Ήταν καλό παιδί ο Φάουστο.
Γεμάτος δύναμη και πίστη για τη ζωή.
Ονειρευόταν να γυρίσει τον κόσμο
με μια μοτοσικλέτα, όπως ο Τσε.
Με το ακορντεόν του έπαιζε την Ταραντέλα
για να χορεύουν τα παιδιά.
Όνειρό του: να χτίσει κάποτε μια μεγάλη πολιτεία,
όπου θα μένουν οι φτωχοί της γης.
Στις φάμπρικες του Μπαρατζάνο έδινε την ψυχή του,
για να κινούνται οι μηχανές.
Κι’ όταν αυτές σταμάτησαν,
έφυγε με την κοπέλα του για το χωριό του.
Ήθελαν να παντρευτούν και της έγραψε·
«Συγγνώμη που δεν μπορώ να σου δώσω όσα ονειρευτήκαμε».
Κι αμέσως λούστηκε τη φωτιά.
Τότε, πέρασαν από μπροστά του οι γονείς του, οι φίλοι του,
τα παιδικά χρόνια και η αγαπημένη του.
Ήταν μόλις 28 χρονών.
Μετανιωμένος, έριξε το κορμί του
σε μια στέρνα με βρόχινο νερό για να γλυτώσει.


Παραμονή Χριστουγέννων 2014
Από την ποιητική συλλογή Το ατίθασο μέλλον, εκδόσεις Διαπολιτισμός Πάτρα 2020
 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ



Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ


Το φως που καίει στο δωμάτιο μου
είναι μια λάμπα σαράντα κηρίων.
Στο χλομό της κύκλο αιχμάλωτος
τα βράδια μου περνάω: γραφή
κι ανάγνωση, μελάνες και μουτζούρες.
Ένα ολόκληρο βιβλίο οι σχισμένες μου
σελίδες. Κι η Χαριλάου Τρικούπη
ησυχάζει, κατά τις δυο-κατά τις τρεις
αραιά και που ένας βόμβος μηχανής
τη διασχίζει. Μετρώ, ξαναμετρώ
τα Φώτα των πολυκατοικιών που παρα-
μένουν αναμμένα, βέβαιος πως κάποιος
άλλος βρίσκει παρηγοριά μετρώντας
το δικό μου. Πρέπει ωστόσο να βιαστώ,
να γράψω ό,τι γράψω, όσα προλάβω δηλαδή,
πριν σβήσει και το τελευταίο φως
που με κρατάει ξενύχτη.

(Σώμα δια τριβής, Επιλεγμένα ποιήματα 1981-2018, εκδ. Ρώμη, 2018)
 


Διαβάζω

Διαβάζω το «Λοιμό» του Αντρέα Φραγκιά, από τον Κέδρο. Παίρνω έμπνευση να αντιμετωπίσω την καινούργια
καθημερινότητα. Ο Φραγκιάς διδάσκει  πως μόνον όποιος πατάει γερά στο παρελθόν μπορεί να δημιουργήσει τα
μελλούμενα, ή για να το διατυπώσω αλλιώς: ο συγγραφέας δεν γράφει εμπνευσμένα, είναι αυτός που εμπνέει τους άλλους.

(Μάρτιος, 2020)

 

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ ΠΟΘΟΥ


 

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ.

 

Σαν σήμερα, το 1996, έφυγε με το δικό του πλεούμενο το “βρεγμένο στην πανσέληνο”,
να πάει εκεί όπου:

“Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει 
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος   ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
       κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα”

Τι θα έλεγε άραγε με τη λαμπερή του διάνοια, αν σήμερα ζούσε, τι θα έλεγε για τα βάσανα που,
επί μια δεκαετία, αλύπητα παίδεψαν τη ζωή μας, αλλά και για τούτη την απρόσμενη συμφορά
του λιλιπούτειου “δράκοντα” που έπεσε στον πλανήτη μας.

Και πόσο θα μας βοηθούσε ο καθαρός γεμάτος Ελλάδα λόγος του.
Γιατί ήταν εκείνος ο μεγάλος Ποιητής που αγάπησε τον τόπο του από τα τρίσβαθα του πολιτισμού του
έως το καμαράκι με τα μπλε παράθυρα και την κληματαριά για να φτιάχνει ξανά και ξανά την Ελλάδα
|με “μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι!”

Σήμερα κατάλαβα γιατί, όταν φεύγει ένας αληθινά μεγάλος ποιητής, σαν τον Ελύτη,
μια τόσο λαμπερή και διορατική διάνοια, λέμε πως γινόμαστε φτωχοί. Σήμερα μου λείπει αυτό που εκείνος θα έλεγε
για τα όσα βάναυσα ζούμε. Και δεν εννοώ μόνο τα πολιτικά προβλήματα, αλλά και τα χτυπήματα που δεχτήκαμε
ως πολίτες μιας κοινωνίας που επί δέκα χρόνια χειμαζόταν από τη βαθιά κρίση.    
 Όμως ας σταθώ στη μεγάλη του ποίηση που έχει τη δύναμη να υπερβαίνει.
 
“Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού θ’ ακούγονται και
 Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η ΄Οξω Πέτρα μεσ’ από τη μαυρίλα
Θ’ αρχίσει να αναδύεται”

Ας ευχηθούμε, με τη δύναμη της ποίησης του, “μεσ' από τη μαυρίλα” της ζωής μας,
μια καινούρια λυκαύγεια να αναδυθεί. 
  
Η Οξώπετρα της Αστυπάλαιας, που χρόνια πριν, πριν εκδοθεί το βιβλίο,
μου είχε μιλήσει για την ποίησή του αυτή και την ονόμαζε τότε ακόμα «Τα τρία Μυστικά της Οξώπετρας»,
ήταν ο εαυτός του ο βυθισμένος στο Άγνωστο. Ομοίωση του ποιητή, που θα αναδυθεί από τα σκοτεινά βάθη
της ψυχής ο εαυτός του ο άγνωστος, θα του αποκαλυφθεί.

Στα «Ελεγεία της Οξώπετρας» είναι κατάγυμνη η ψυχή του σαν την ώρα της Αποκάλυψης.

«Και μόνο η σκέψη σου μου’ καψε όλα το χειρόγραφα», θα πει, βιώνοντας το πυρπολημένο τοπίο ή τον πυρπολημένο
από τα χρόνια και την αναζήτηση εαυτό του.
 
«Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω», λέει. Η άγνωστη ψυχή του, που την είπε
φωνή ποιητική και την έκαμε «δεύτερη φύση του». Αυτή που για χάρη της έμεινε για λίγο μέσα του
"Μισανοιχτό το Ακοίταχτο». Αυτή η κάποτε «επίσημη ξένη» των νεανικών «Προσανατολισμών» του.

Μόνον μια τόσο δυνατή ενόραση, ένας τόσο αληθινά μεγάλος ποιητής, θα μπορούσε να δώσει
με τέτοιους πελεκημένους στίχους το υπερβατικό τοπίο, αυτό όπου τώρα περπατάει  με την ψυχή ξυπόλητη
και με τον στίχο του στα χείλη:

“Η επαύριο της ζωής μας θα 'ναι πάλι ζωή!”
                                                                                                                 23-3-2020 

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΗΡΟΔΟΤΟΣ*

(Μετάφραση: Βαγγέλης Ραπτόπουλος)

 

Άμασις ή Τα τόξα

Στο θρόνο της Αιγύπτου, αμέσως μετά τον Απίη ανέβηκε ο Άμασις, ο οποίος καταγόταν από την πόλη Σιουφ του νομού Σαΐτη. Και επειδή ο Άμασις προηγουμένως ήταν κοινός πολίτης και η οικογένειά του καθόλου επιφανής, τον υποτιμούσαν αρχικά οι Αιγύπτιοι και δεν τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Τελικά όμως κατόρθωσε να τους κερδίσει όχι με τη βία, αλλά με τη σοφία του.

~

Ανάμεσα σε χίλια δύο άλλα πολύτιμα αντικείμενα που είχε στην κατοχή του, υπήρχε και ένας ποδονιπτήρας από χρυσό, μέσα στον οποίο ο Άμασις και οι καλεσμένοι του έπλεναν κάθε φορά τα πόδια τους. Τον ποδονιπτήρα αυτόν, λοιπόν, ο Άμασις διέταξε και τον έσπασαν κι έφτιαξαν με τα κομμάτια του το άγαλμα ενός θεού, το οποίο στήθηκε στο καταλληλότερο σημείο της πόλης. Οι Αιγύπτιοι άρχισαν να συχνάζουν στο άγαλμα και το περιέβαλλαν με μεγάλο σεβασμό. Μόλις ο Άμασις έμαθε τι έκαναν οι συμπολίτες του, τους συγκαλεί και τους αποκαλύπτει ότι το άγαλμα είχε προέλθει από τον ίδιο αυτόν ποδονιπτήρα, μέσα στον οποίο οι Αιγύπτιοι έκαναν εμετό, ουρούσαν και έπλεναν τα πόδια τους παλαιότερα, ενώ τώρα τον περιέβαλλαν με τόσο μεγάλο σεβασμό.

Στο τέλος τους είπε ότι αυτό ακριβώς που συνέβη με τον ποδονιπτήρα, είχε συμβεί και με τον ίδιο: ενώ ήταν προηγουμένως κοινός πολίτης, τώρα είχε γίνει βασιλιάς τους και όφειλαν να τον τιμούν και να τον σέβονται.

Με κάτι τέτοια κατόρθωσε να κερδίσει τους Αιγυπτίους και να κάνει αποδεκτή την εξουσία του.

~

Τα δημόσια πράγματα τώρα ο Άμασις τα χειριζόταν ως ακολούθως: από τα ξημερώματα μέχρι την ώρα που η Αγορά ήταν ακόμα γεμάτη, διεκπεραίωνε με μεγάλο ζήλο τις υποθέσεις που του ανέφεραν. Από την ώρα εκείνη και μετά όμως έπινε, περιέπαιζε τους συμπολίτες του και του άρεσε να κάνει διαρκώς ανοησίες και αστεία.

Ώσπου οι φίλοι του δυσανασχέτησαν με τη διαγωγή του και προσπαθούσαν να τον νουθετήσουν λέγοντάς του: «Βασιλιά, δεν ελέγχεις αρκετά τον εαυτό σου και παρασύρεσαι και κάνεις πράγματα υπερβολικά χαμηλού επιπέδου. Εσύ θα έπρεπε να κάθεσαι επίσημα στο θρόνο σου και να ασχολείσαι με τις δημόσιες υποθέσεις όλη την ημέρα. Έτσι οι Αιγύπτιοι θα ένιωθαν ότι τους κυβερνάει ένας μεγάλος άντρας και η φήμη σου θα ήταν πολύ καλύτερη. Η τωρινή διαγωγή σου δεν είναι καθόλου βασιλική».

Οπότε και ο Άμασις τους απάντησε τα εξής: «Όσοι έχουν τόξα, κάθε φορά που θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν, τα τεντώνουν. Όταν όμως δεν τα χρησιμοποιούν, τ’ αφήνουν και χαλαρώνουν. Διότι εάν τα κρατούσαν μονίμως τεντωμένα, στο τέλος θα τους έσπαγαν και σε ώρα ανάγκης δεν θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον άνθρωπο: εάν ασχολείται διαρκώς με πράγματα σοβαρά, χωρίς ποτέ του να διασκεδάζει – τότε ή θα τρελαθεί ή θα πάθει αποπληξία. Και επειδή ακριβώς μου είναι γνωστά ολ’ αυτά, φροντίζω να μοιράζω το χρόνο μου και στα δύο».

Αυτή ήταν η απάντηση που έδωσε ο Άμασις στους φίλους του.

______________________

*«Ευτέρπη», ΙΙ 172-173

Μετάφραση προέρχεται από το βιβλίο μου ΑΡΧΑΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ: ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, εκδ. Κέδρος 2006

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ

 


Τρία μικροδιηγήματα από την ανέκδοτη συλλογή «Αλλόκοτες ιστορίες»

 

(στεφάνι)

Η γραμμή του ορίζοντα έκλινε συνεχώς˙ προς τα δεξιά ήταν ο πυρετός και η μνήμη μου, προς τα αριστερά φαίνονταν να ’ρχονται οι αγωνίες μου αχνές.
(Δεν ξέρω τις λέξεις για να σημειώσω τις αποχρώσεις του γαλάζιου και ροδαλού απόβραδου ανάμεσα στα σύννεφα...).

Ένα φύσημα ξάφνιασε τη στατική πραγματικότητα. Ασημίσματα κάθετα και ορμητικά, σχημάτιζαν μια περιδεή δίνη, σαν μήτρα. Στο κρυσταλλιασμένο νερό εμφανίστηκε η γυμνή γυναίκα: με σάρκα λευκή και στιλπνή, στο βλέμμα ανέκφραστη, αποσπασμένη στο σημείο του βυθού που κόχλαζε, σαν κάτι ν’ αποζητούσε. Σε λίγο άρχισε ν’ αναδύεται ο Κρόνος με τις αλογίσιες φτερούγες του, γονατιστός κι έτοιμος να καλπάσει στο πέλαγο.

Θα τρόμαζα εάν δεν με καθησύχαζε η παρουσία του μικρού έρωτα που έγνεφε προς εκείνην καλώντας την σιγανά «Φιλύρα». Μέσα από τα σκέλη της έφερε ένα στεφάνι με άνθη λεβάντας και το απόθεσε στο κεφάλι του όμορφου αλόγου. Ενώθηκαν τα κορμιά τους, ύστερα. Και πλημμύρισαν τη θάλασσα με μιαν έκλαμψη που τύφλωνε τα μάτια μου.

(Ποτέ δεν κατάφερα να λογαριάσω τις αμέτρητες στιγμές αυτού του σύντομου θαύματος).


(ρολόι)

ΣΗΜΕΡΑ ΜΕΤΡΗΣΑ τις ώρες που έχω ζήσει. Είναι αρκετές χιλιάδες, τόσες που πια δεν τις θυμάμαι μία προς μία.

Αναλογίστηκα όσες εγκατέλειψα μόνες ή τις άλλες, τις σιωπηλές του ύπνου. Θέλησα να απομακρύνω από γύρω μου εκείνες τις αχρείαστες που λησμόνησα και με πολιορκούν διαρκώς για να τις ευνοήσω. Αποφάσισα να κρατήσω μόνον εκείνες τις λίγες που ένιωσα ευτυχισμένος˙ όποιες χώρεσαν τις στιγμές μιας ανείπωτης πλησμονής, που πλημμύρισαν, έστω για λίγο, τα σωθικά μου.

Ξεκρέμασα το ρολόι από τον τοίχο. «Πρέπει να τις σκοτώσω όλες», μονολόγησα. Με τα χέρια δοκίμασα να τραβήξω τους σκληρούς μεταλλικούς δείκτες, να τους τσαλακώσω, να τους γυρίσω με ανάποδη φορά στον κύκλο των αριθμημένων ωρών μήπως τους ξεριζώσω και απαλλαγώ. Μάταια. Πληγιάστηκα, θύμωσα, άρχισα να βρίζω την ατυχία μου…

Το τικ-τακ ακούστηκε τώρα πιο έντονο. Αφουγκράστηκα την αλήθεια με χαρά και οδύνη: έρχεται η εποχή των μεταβάσεων ή αυτό χτυπάει άρρυθμα; Ένα πρελούδιο σιωπής απλώθηκε σιγά σιγά στον χώρο χρωματίζοντας τις επόμενες άγνωστες ώρες μου…

 

(εντυπώσεις)
 

ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ  ΑΝΟΙΓΩ τα μάτια μου στη Ρώμη αντικρίζοντας το φθινόπωρό της. Αμέτρητα φύλλα από τις λεύκες ενορχηστρώνουν μια κινητικότητα παράδοξη στους δρόμους. Ο ποταμός εκπνέει τις τελευταίες ζεστές ανάσες του στα κουρασμένα μαρμάρινα αγάλματα. Σε μια κοντινή στοά ακούγονται ψαλμωδίες στα λατινικά από ανάμεικτες γυναικείες φωνές.

Η ψηλή ξύλινη πόρτα άνοιξε απότομα. Ξεπρόβαλε ο Ουνγκαρέττι, μεσήλικας ακόμη, στητός και καλοντυμένος. Με κοίταξε εξεταστικά. «Σίγουρα δεν είσαστε ο συμπατριώτης μου ποιητής». Του απάντησα ευγενικά ότι δεν είμαι. Στάθηκε ανήσυχος, αν και σιωπηλός. Μου απευθύνθηκε πάλι με ύφος νικητή. «Πράγματι, δεν του μοιάζετε. Αλλά η γλώσσα σας είναι η ίδια, κάτι που με κάνει ιδιαιτέρως ευτυχή». Του χαμογέλασα αφήνοντάς τον να συνεχίσει τη σκέψη του. «Είναι εντός μας και παραπαίει, πληγή μυστηριώδης, η τέχνη η βασανιστική.  Σας συμβουλεύω, σας παραινώ απέναντι σ’ αυτόν τον φόβο».       


Περπατώ τώρα ανάμεσα στις μπαρόκ προσόψεις, χαζεύω στις πολυκαιρισμένες μικροαστικές γειτονιές, κρατώ σημειώσεις επαναλαμβάνοντας μέσα μου τις λέξεις. Απ’ όλες τις εντυπώσεις μου παραμένει ο αντίλαλος της ήσυχης νύχτας. Το νερό στις φοντάνες αναβλύζει χλιαρό. Τα σκαλοπάτια καταλήγουν στο ψηφιδωτό της όμορφης ανέγγιχτης μοιχαλίδας. Ησυχάζω. Οι πρώτες σταγόνες χτυπούν ρυθμικά στα παράθυρα και μέσα στα μάτια μου.

 

ΔΙΑΒΑΖΩ

Αυτό το διάστημα επανέρχομαι, χάρη σ’ αυτήν ωραία, γόνιμη εκδοτική επιλογή του ΜΙΕΤ, στην αναγεννησιακή λογοτεχνία της βενετικής Κρήτης. Η εργασία του Στέφανου Κακλαμάνη, «Η κρητική ποίηση στα χρόνια της Αναγέννησης», είναι αναντίρρητα εργαλειακή για τον γνώστη όσο και για τον όποιον ενδιαφερόμενο να εντρυφήσει σ’ αυτό το εν πολλοίς άγνωστο σώμα της νεοελληνικής γραμματείας.

Δείτε επίσης


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Σαράκης, Σιδηρά, Σιώτης, Σκιαδαρέση, Σκιαθάς, Σουέρεφ, Σταυροπούλου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Σαράκης, Σιδηρά, Σιώτης, Σκιαδαρέση, Σκιαθάς, Σουέρεφ, Σταυροπούλου

26/03/20
  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ     ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ Πώς έγινε και χάθηκαν οι λέξεις; Μια ολόκληρη σελίδα λέξεις – το ποίημα μ’ όλο του τον κόπο, την αγωνία, τη λαχτάρα, τη
Κλαίτη Σωτηριάδου: Αποχαιρετώντας τον Γκάμπο

Κλαίτη Σωτηριάδου: Αποχαιρετώντας τον Γκάμπο

27/04/14
Ήταν 6 Μαρτίου 1994 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Καρταχένα της Κολομβίας. Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι συνεντεύξεων με το κασετόφωνο ανοιχτό διάβαζα στη