ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Καισαρίδης, Κοκκινάκη, Κολοτούρου, Κολλιάκου, Κοσμόπουλος
Το διάβασμα
-Τα λόγια βοηθούν όσους πιστεύουν στη δύναμή τους, ανεξαρτήτως δόγματος. Ο σύζυγός μου ήταν άρρωστος για πολύ καιρό. Άρχισα να διαβάζω το νερό και του έδινα να πιει. Έγινε καλά.
-Tο ψιθύρισμα μου το δίδαξε η θεία μου όταν ακόμη ήμουν μικρή. Ήταν τόσο δυνατή που τα λόγια της μπορούσαν να κοιμίσουνε αρκούδα… να ναρκώσουν φίδι…!
-Εμένα μου έμαθε να ψιθυρίζω τα λόγια η γιαγιά μου. Δεν ήξερα να διαβάζω και τα έμαθα απέξω. Βοηθάω τους ανθρώπους μόνο όταν είμαι βέβαιη ότι μπορώ να το κάνω.
-Ποια λόγια ψιθυρίζω εγώ; Προσεύχομαι στον Θεό, αυτό κάνω.
-Πάω να πάρω νερό μια μέρα απ’ την πηγή, μια γριούλα με φωνάζει: «Μικρή, έλα. Σε λίγο θα πεθάνω και θέλω να σου δώσω τη γνώση μου. Θα θεραπεύεις ανθρώπους». Ήξερε πολλά. Δεν πρόλαβε να μου τα μάθει όλα.
-Την πρώτη φορά γιάτρεψα ένα αγοράκι. Έκλαιγε πέντε μέρες ασταμάτητα. Από φόβο. Άρχισα να ψιθυρίζω τα λόγια κι αμέσως κοιμήθηκε γλυκά. Μεγάλη των λόγων η δύναμη.
-Το διάβασμα σήμερα κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Οι ηλικιωμένες που ξέρουν να ψιθυρίζουν τα λόγια πεθαίνουν και οι νέες δεν θέλουν να μάθουν. Δεν πιστεύουν. Αλλά το κακό στον κόσμο δεν έχει λιγοστέψει. Ποια θα διαβάζει όταν πεθάνω;
Λίγα λόγια για το βιβλίο που διαβάζω τώρα:
Isaac Bashevis Singer, Σώσα (Μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις Κίχλη)
Πολωνία πριν τη φρικτή Σοά. Εβραίος φέρελπις συγγραφέας, αψηφώντας κινδύνους και προειδοποιήσεις, αφοσιώνεται στη «στάσιμη» μες στον χρόνο εβραιοπούλα Σώσα. Διά και εκ της μυστηριακής δύναμης τής αθωότητάς της γίνεται συγγραφέας μα, πρωτίστως, άνθρωπος: αφιερώνεται κατά την πιο κρίσιμη ώρα στους ευάλωτους – τους πλέον δυνατούς, εντέλει. Σχέση πάνω από τα ανθρώπινα.
Η επέλαση του κακού
(Για τον λοιμό που εκδηλώθηκε στην αρχαία Αθήνα το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, 430 π. Χ.)
Πλησίαζε το φθινόπωρο. Μήνας Πυανεψιών. Είχαν αρχίσει οι πρώτες βροχές όταν ξέσπασε αιφνίδια η συμφορά. Το κακό έφτασε απρόβλεπτα στην πόλη. Κι ήταν αρρώστια, ένας λοιμός που προκάλεσε αφάνταστα μεγαλύτερο κακό απ’ αυτό που σκόρπισε η στρατιά του Αρχίδαμου.
Είπανε πως η αρρώστια, που δεν έκανε χάρη σε κανένα και θέριζε αδιάκριτα καλούς και κακούς, επιφανείς και αφανείς, ξεκίνησε από τον Πειραιά και μεταδόθηκε από ένα καράβι που ερχόταν από τη Φοινίκη. Από την Αιθιοπία πέρασε στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στις σατραπείες του Μεγάλου Βασιλιά για να εκδηλωθεί στον Πειραιά, κάπου κοντά στη Ζέα. Έφτασε κατόπιν στην Αθήνα με τους αρρώστους στοιβαγμένους στα τείχη και ακάθαρτους από έλλειψη νερού. Ο αριθμός τους μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Έβλεπες ανθρώπους γερούς να καίγονται ξαφνικά από τον πυρετό. Η λοιμική κυρίευε κεφάλι και φάρυγγα, στη συνέχεια μετατοπιζόταν από το στήθος στην κοιλιά και το σώμα γέμιζε έλκη. Όσοι δεν ξεψυχούσαν – η ασθένεια έστελνε τα θύματά της στον Άδη το πολύ σε επτά με εννιά μέρες – έπεφταν στη θάλασσα να βρουν δροσιά και πνίγονταν.
Το θανατικό δημιουργούσε τέτοιο τρόμο που πολλοί άφηναν αβοήθητους ακόμα και τους συγγενείς τους παραμελώντας και αυτό το ιερό καθήκον της ταφής. Έβλεπες πλήθος τα πτώματα μέσα στους δρόμους που βρομούσαν θανατίλα κι αποφορά.
Μαζί με την ασθένεια και την απελπισία άνθιζε και η παρανομία. Το νόσημα της ανομίας χτυπούσε ανθρώπους που επιδίδονταν σε κλεψιές και λεηλασίες. Έκλεβαν πλουσιόσπιτα και μάζευαν χρήματα που όμως δεν είχαν πού να τα ξοδέψουν. Τη νύχτα έβλεπες παντού φωτιές. Πολλοί έχοντας χάσει την οικογένειά τους και μέσα στην απελπισία τους έβαζαν φωτιά στο ίδιο τους το σπίτι κι αυτή σύντομα μεταδιδόταν στις γειτονικές κατοικίες.
Τίποτε δεν τους συγκρατούσε πλέον, ούτε ο φόβος των θεών, ούτε ο νόμος των ανθρώπων. Όλοι άλλωστε, είτε σέβονταν τους θεούς, είτε όχι, βρίσκονταν στην ίδια μοίρα. Τότε θυμούνταν το παλιό προφητικό τραγούδι που είχαν ακούσει από τους πρεσβύτερους: Πόλεμος θα ΄ρθει δωρικός και μαζί του κι ο λοιμός.
Ο λοιμός χτύπησε και την οικογένεια του στρατηγού Περικλή, του επονομαζόμενου Ολύμπιου. Πρώτα την αδελφή του, μετά τα δυο του παιδιά Ξάνθιππο και Πάραλο. Ο Περικλής δέχτηκε στωικά το πλήγμα του χαμού των παιδιών του. Ο λαός δεν έπρεπε να δει τον ηγέτη του να λυγίζει. Και μόνο όταν του φόρεσαν τον στέφανο του πένθους άφησε τα δάκρυά του να κυλήσουν στις γερασμένες του παρειές. Και τότε έκλαψε με όλη του την ψυχή.
(…) Στο τέλος του φθινοπώρου κατά μήνα Πυανεψιώνα, ο Περικλής έφτασε στην άκρη του χρόνου. Πέθανε χτυπημένος και ο ίδιος από το λοιμό. Τη μέρα που ξεψυχούσε όσοι του παράστεκαν εξιστορούσαν θρηνώντας τα μεγάλα του κατορθώματα. Ο Ολύμπιος ανακτώντας κάποια στιγμή τις αισθήσεις του, τους εξέπληξε για τελευταία φορά.
«Δεν χρειάζεται να με θαυμάζετε για τα πολεμικά μου κατορθώματα. Άλλοι τα κατάφεραν πολύ καλύτερα. Φεύγω όμως ευτυχής γιατί κανείς Αθηναίος δεν μαυροφόρεσε εξ αιτίας μου».-
(Από το ιστορικό μυθιστόρημα της Νένας Κοκκινάκη Η χελώνα της Αφροδίτης 2017)
Διαβάζω
Ένα ποιητικό αριστούργημα
Έλαβα πρόσφατα τη νέα συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά από τις εκδόσεις Κέδρος. Τίτλος: Οίμοι, λέγουσα. Μέσα στην παραζάλη των ημερών που ζούμε με τόσα πράγματα που πονούν και δύσκολα μπορούμε να εκφράσουμε, έρχεται η ποίηση να μεταμφιέσει την πραγματικότητα, να δώσει σχήμα στο ανείπωτο, να κάνει το άλαλο να μιλήσει.
Το μολύβι της Αγγελικής Σιδηρά συνεχίζει (ευτυχώς) να γράφει ...
«Μολύβι που πονά / κι όσο πονάει τόσο λιγοστεύει. / Αν σχεδιάσει κάποια λέξη άστοχη / κι επέμβει η γομολάστιχα, / τότε ξεσπά σε δάκρυα…»
«Κάποιος θα πει ειρωνικά / πως μεταθέτω τον πόνο / σ’ αντικείμενα, / άλλος πως ίσως να τρελάθηκα, / εγώ όμως νοιάζομαι στ’ αλήθεια / για το μολύβι μου / που είναι ζωντανό / έτσι όπως φθίνει / μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα.»
Αθήνα, 24 Μαρτίου 2020
«Θολή όραση, είπατε;» ρώτησε εκείνος, κι ύστερα είπε πως αυτή η ιστορία είχε ήδη γραφτεί. Ήξερε τον συγγραφέα, που ήταν πολύ γνωστός, δεν είχε όμως διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο. «Να το διαβάσετε!» Οι χαρακτήρες, άρχισε να της εξηγεί, υποφέρουν από παρόμοια συμπτώματα, σε εντελώς άλλη κλίμακα όμως: ο ένας μετά τον άλλον χάνουν το φως τους, και το σκοτάδι για τα τυφλά τους μάτια είναι λευκό. «Πώς τελειώνει το βιβλίο;» σκέφτηκε να τον ρωτήσει, αλλά δεν το έκανε. Άλλο η πλοκή σ’ ένα βιβλίο, κι άλλο η πραγματικότητα. Κανένας συγγραφέας δεν έφτασε να τα προβλέψει όλα. Εκείνο που δεν θα μπορούσε να προβλέψει ούτε και ο πλέον προφητικός ήταν πώς ακριβώς θα βίωνε η ίδια την καταστροφή, και κατ’ επέκταση ο καθένας. Δεν θέλησε να του το πει ούτε κι αυτό.
Γνωστός προφητικός συγγραφέας έγραψε κάποτε πως ένα ολοκληρωτικό καθεστώς βρίσκει τον τρόπο να μάθει τι φοβάται περισσότερο ο καθένας, και εξατομικεύει αναλόγως την ποινή. Αν αυτή η νόσος ήταν ένα είδος εξατομικευμένης ποινής –προσοχή, η ίδια δεν ισχυριζόταν κάτι τέτοιο, αλλά το είχαν κάποιοι υπαινιχθεί–, τότε μια τέτοια υπόθεση ίσως εξηγούσε γιατί η συμπτωματολογία διέφερε τόσο από ασθενή σε ασθενή.
Άλλοι εμφανίζουν βαριά συμπτώματα λοίμωξης όχι μόνο των πνευμόνων, αλλά ακόμη και των εντέρων. Απειλείται κάποιων η όραση, κι άλλων η ακοή. Άλλοι πάλι παρουσιάζουν πολύ σοβαρές και σαφώς παθολογικές μεταπτώσεις διάθεσης. Είναι πραγματικό σύμπτωμα αυτό το τελευταίο, και όχι επακόλουθο της γενικότερης κατάστασης; Διαφέρουν ως προς αυτό οι απόψεις των ειδικών. Μπορούν όλα αυτά να συνδεθούν με έναν και τον αυτό ιό; Με περισσότερες από μία εκδοχές του; Με μεταλλάξεις, αν μπορεί να το πει έτσι κανείς; Και κατά πόσο η συμπτωματολογία θα μπορούσε να είναι αλληλένδετη με το ιστορικό του ασθενή; Όχι με το ιστορικό της ασθένειας, αλλά με τη ζωή του ολόκληρη, με το τι έχει χάσει ο καθένας στη διάρκεια της ζήσης του, με το πώς μπαλώθηκαν, κι αν μπαλώθηκαν, τα κενά. Το σίγουρο είναι (άργησαν κάποιοι, αλλά το κατάλαβαν) πως όχι μόνο είναι μεταδοτικό, αλλά μεταδίδεται πανεύκολα. Δεν είναι βέβαιο όμως πως αν σ’ το μεταδώσει κάποιος με λοίμωξη του αναπνευστικού, εσύ δεν θα παρουσιάσεις προβλήματα όρασης ή βίαιες μεταπτώσεις διάθεσης, και αντιστρόφως.
[Απόσπασμα από μυθιστόρημα εν εξελίξει]
Λίγα λόγια για ένα βιβλίο
Στο Περί Τυφλότητος του Ζοζέ Σαραμάγκου, μια επιδημία τύφλωσης ξεσπά σε μια άγνωστη πόλη. Η απλότητα είναι η άλλη όψη της διεισδυτικότητας, η πλοκή συνεισφέρει στη δημιουργία μιας ποιητικής πρόζας. Τα ερωτήματα είναι καίρια, ειδικά τώρα: Ποιους ασκούς ανοίγει ο εγκλεισμός; Για ποιο λόγο θα μπει σε καραντίνα κάποιος που δεν τυφλώθηκε ο ίδιος; Θα σηματοδοτήσει αυτή η επιδημία την αρχή μιας νέας εποχής;
ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ 2020
Δεν σε θέλουν πια. Είσαι επίσημα λεπρός.
Φ. Γονιδάκης, καθ. Ψυχιατρικής, 2020
Το σπίτι. Η φυλακή, η εξορία.
Η Σπιναλόγκα ενός νέου αιώνα.
Ο εγκλεισμός, σαν νέα τιμωρία
που μας επέβαλε ο ιός με την κορώνα.
Εμείς δεν είμαστε σ’ αυτά συνηθισμένοι.
Στο σπίτι ανάβουμε τα φώτα στην κουζίνα,
όπως πεντάχρονο παιδάκι, που επιμένει
να βλέπει τέρατα σ’ αυτή την καραντίνα.
Στα παιδικά μας τα δωμάτια, οι σκιές μας
μας δείχνουν, έντρομες, τη μνήμη, την πορεία
που ακολουθούνε τόσα χρόνια οι διαδρομές μας
και τη μικρή, προσωπική μας ιστορία.
Μικρές μικρές οι Σπιναλόγκες του καθένα.
Λεπροί, λεπροί – στιβάδες φεύγει δέρμα.
Μα έχουμε χρέος, ως γιατροί, και σ’ άλλον ένα
κι έναν ακόμα, πριν να φτάσουμε στο τέρμα.
Ξαναδιαβάζω
Αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο του Άλντους Χάξλεϊ, ένα βιβλίο που με έχει επηρεάσει βαθιά από τα εφηβικά μου χρόνια, που έτυχε να το διαβάσω, και αναρωτιέμαι για τη μορφή του κόσμου όπου ζούμε και εάν βρισκόμαστε ήδη σε κάποιο δυστοπικό παρόν.
15/3/2020
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΞΙ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
TELE-SCERZO (M’A NON TROPO)
Ἔχε τὸν νοῦ σου. Μὴν μιλήσεις, μὴν μαλώσεις,
ὅταν ἡ ὀθόνη μᾶς κοιτᾶ. Θὰ τὴν θυμώσεις.
Μεμιᾶς θ’ ἁρπάξει τὴν ἀσπρόμαυρή μας μνήμη
σκύλα, ἡ ὀθόνη, κι ὅλα ράκος καὶ συντρίμμι.
Τρέχει τὸ φῶς της, βρέχει θάνατος, πλημμύρα.
Μὲ χίλιες γλῶσσες, λέει, πὼς μόνη μοίρα,
πολύχρωμη εἰκόνα, ἀφέντης, Ἄναξ,
εἶναι οἱ εἰδήσεις κι οἱ ρεκλάμες. Πάρε Xanax,
καὶ, πάλι δες, πὼς ἡ ὀθόνη μᾶς βγάζει
σὲ περιβόλι μαγικό, σὰν ξωτικὸ πρεβάζι.
Μα πάψε νὰ μιλᾶς! Ἀν πιο πολὺ θυμώσει,
Μια θάλασσα, μὲ κύματα τρελλά, θὰ στρώσει
κατάσπαρτη ἀπὸ πλῆθος νέων προϊόντων,
μὲ πλαστικὲς γραμμές, ἐκρηκτικών καὶ ξένων ὄντων.
Ἄκου τοὺς νέους προφῆτες, ἄκου offshore καὶ ΔΝΤ
κι ἔλα μαζί μας, στὸ κατάστρωμα τῆς νέας κιβωτοῦ.
Γιὰ νὰ χαζεύουμε σὲ σήριαλ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ.
Τρίπτυχο γιὰ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ
I
Νὰ στεγάσουμε λέξεις, ὅμως πῶς, κάτω ἀπὸ τ’ οὐρανοῦ τὰ
κύματα
εἶναι τὸ πράγμα δύσκολο. Θὰ πεῖτε
ἔχουν κι οἱ λέξεις οἰκογένεια κι ἀγωνίζονται νὰ τήνε βροῦν
τὸ πετυχαίνουν μόνον ἀδειάζοντας καὶ σβήνοντας στὸ ἀνείπωτο
φῶς
κρυμμένο ὅπως μυρίζει στὸ χλωρὸ ξύλο, στὶς χλόες τῆς ἀνοίξεως
ἐκεῖ ὁδήγησέ τες· ἄλλωστε ὑπάρχει
σπαργανωμένη μέσα τους ἡ ἄφθορη πατρίδα
τοῦ ἀθώου χρόνου σιταρένια Παλαιστίνη
στὸ πουθενά, στὸ πάντοτε καὶ στὸ παντοῦ, ἀναμμένα
αὐγινὰ περίχωρα οὐρανοῦ
Ἱεροσόλυμα τοῦ ἀθώου χρόνου –
Ἂς ριζώσουν, λοιπόν, οἱ λέξεις μας στοὺς γαλανοὺς ὑψισω-
ρεῖτες
κι ἂς σαλπίσουνε τὸν θάνατό τους νοήματα ἤχων
σημάντρων ὅπως
Μαρία, Ραββουνί, ὃ λέγεται καὶ
Μὴ μου ἅπτου
Πῶς γίνεται ἡ στιγμὴ ποὺ σελαγίζει στὰ φτερὰ τῶν ὀφθαλμῶν
ἥμερη ἐλπίδα, ἄλεκτη σὰν ἀστραπῆς μαχαίρι
κι εἶναι τὰ ἐρεβώδη στόματα παραδομένα πιὰ
στὴν καθαρὴ ἐπικράτεια τοῦ νεροῦ
II
Ταχὺς καὶ μακρινὸς
καθὼς δορκάδα χάνεται σὲ θολωμένο δάσος
στὸν σκοτεινὸ μου νοῦ καρφώθηκε ὁ κελαηδισμὸς
κι ἁπλώθηκε τοῦ ὀνόματός της ἡ πορφύρα
πλουτίζοντας μὲ λαμπερὴ βροχὴ τὸ αἷμα
καὶ τοῦ δικοῦ μου τοῦ κορμιοῦ.
Μαγδαληνὴ σπασμένο πικραμύγδαλο
γυαλὶ τοῦ μύρου ραγισμένο στὴ φανέρωση τοῦ πάθους
τότε ποὺ στὴν καρδιὰ τῆς θάλασσας, στὰ βάθη
σὲ πέταξε τὸ τόσο βάσανο
Τὸ πρόσωπό σου καμωμένο πέτρα
κι ἔρριχνες τῆς ψυχῆς σου τὰ μαλλιὰ στὰ ἔξαλλα δέντρα
καὶ τὸ φαρμάκι τῶν δακρύων σου στοὺς πέντε δρόμους
Ξενωτικὰ πουλιὰ σκορπίσαν τὰ δαιμόνια
σπάσανε τοῦ θανάτου τὴν καταπακτὴ
κι ἡ ἐλπίδα πῆρε πρόσωπο κι ἀναστημένη σάρκα
Μαγδαληνὴ Μαρία, μέσα στῆς πολιτείας τὸν θόρυβο
θαμμένος
μὲ βγάζει ἡ ἠχὼ σου ἀπὸ τὴν κάθε σκέψη κι ἀπὸ
τὰ λεκτικὰ μου γκρεμισμένος σκαλοπάτια κι ἀπὸ
τῆς ὅρασής μου τὴν τρομοκρατία
γεννήθηκε ἕνας τόπος γάργαρη πηγὴ
III
Γεννήθηκε ἕνας τόπος γάργαρη πηγὴ
πρωτόπλαστα ὅλα τρέμανε στὸ συντριβάνι τῆς χαρᾶς
μήπως δὲν ἔβλεπα νὰ κυματίζουνε φυτὰ
τὸν ἥλιο ν’ ἀνεβαίνει πολυέλαιος σὲ πανηγύρι;
Ζυγίζονταν στὸ βάρος τοῦ πουλιοῦ ἡ ψυχή, ἦταν ὁ τόπος
χάραμα Κυριακῆς· μοῦ ’δειχναν τὴ χαρὰ σου
δρόμοι καὶ κῆποι, κατοικίες ἀνθρώπων
γιατὶ κενὸς ὁ τάφος κι ἡ γαστέρα τοῦ Ἅδη διαρρηγμένη
κι ὄφειλε νὰ βαφτεῖ στοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου τὸ αἷμα,
νὰ δύσει ἡ ἀγάπη σου γερμένη στὸ μαῦρο χάσμα
γιὰ νὰ φανεῖ τὸ πρόσωπό του φωτεινὸ
μ’ ὅλη τὴν Χάρη τῆς Ἀνατολῆς
Γι’ αὐτό, Μαρία Μαγδαληνή, προσέρχομαι στὸν ὄρθρο σου
καὶ τὸ κερὶ ποὺ ἀνάβω πιὸ βαθὺ ἀπὸ φλόγα ὀνείρου ἂς γίνει
ν’ ἀξιωθῶ τῆς Χάρης, τὸ Αἷμα καὶ τὸ Σῶμα
Τὴν γλῶσσα τὴν Ἀμίλητη ποὺ καταπαύει τὸ λαχάνιασμα
τῶν λόγων
Στὴν ὑλικὴ βεβαιότητα τῶν Μυστηρίων Ἀχράντων.
(Πουλιὰ τῆς Νύχτας, Κέδρος 2005)
XX
Eadem sed aliter
Νυχτώνω κι οὔτε ἕνα ἄστρο μου δὲν λέει ν’ ἀνάψει.
Ὦ κρεμασμένη ἀγάπη στὸν Σταυρό, Κατάδικε Ἱερέ,
καταδικέ μου.
Σ’ ἀφήσαμε ὅλοι, ὅμως Ἐσύ δὲν ἄφησες κανέναν. Θεέ
μου.
Ποὺ μὲ κατέστησες ἐξ αἵματος Σου συγγενὴ κι ἃς μ’ εἶχα
θάψει.
Τῆς πέτρας μου τὰ ὕφαλα, τά ’καψε σκοτεινὸ νερό.
Ὦ τοῦ Σταυροῦ Κατάδικε Ἱερέ, καταδικέ μου.
Νυχτομαχία, νύχτα μὲ πέπλα ἐννιὰ γιορτή, κι ὁ θάνατος
φάντης καρό,
Ζωή μου, ἀπαρόμοιαστο εἶδος τοῦ θανάτου, ράκος τοῦ
ἀνέμου.
Ζωντάνεψέ μας! Κι ἂς πεθαίνουμε κάθε στιγμὴ ἀφοῦ
ἔκανες κάθε θανή μας νέα γέννα.
Γιορτὴ τῆς γλώσσας μου στὴν στάχτη μέσα νεόφυτη
παρθένα.
Αἱμορραγεῖ ὁ οὐρανὸς καὶ τῆς πλευρᾶς Σου ὁ κρουνός,
εἶναι τῆς δίψας μου ἡ πυγμή.
(Κροῦσμα, Κέδρος 2011)
XXI
Κανδηλάπτης
Νὰ πνίγει, νὰ σκοτώνει μέσα σου, ὁ ἀέρας τοῦ εὔχους,
φονικὸ
τὴν ὥρα ποὺ κι οἱ μέλισσες καὶ τᾶ λουλούδια τρέμουν
σὰν καντήλια
κι ὅπως τὸ μέγα καὶ τὸ σιδηροῦν σημαίνει –σ’ ὥρα
ὄρθρου; ἢ λυχνικοῦ; -
Χίλια φτερὰ νὰ ξεψυχοῦν στοὺς λίθους καὶ στὰ σπάρτα καὶ
στὰ χαμομήλια.
Δὲν εἶναι λίθος νὰ κρατήσει μέσα του τὴν πέτρα τῆς ζωῆς
κι οὔτε μιὰ λέξη γιὰ νὰ ζῆσει δίχως ξέστηθα ἀνοιγμένη
νὰ πεθάνει
δίχως σπασμένη ν’ ἀφεθεῖ στὴν πλημμυρίδα τῆς πηγῆς
καὶ στῆς πληγῆς της τὸ λαμπάδιασμα νὰ ξεπλυθεῖ καὶ νὰ
κερδίσει ὅ,τι χάνει.
Νήπια φωνή, ἄλλοτε κηρόπλαστη, ἄλλοτε σβησμένη με-
λωδία,
τινάζεται στὸ στόμα σου κόκκινος πίδακας, πήχτρα στὸν
μαῦρο σπόρο
καὶ κρούει· καὶ ξανακρούει «ἐν πράγμασι καὶ οὐχὶ ἐν
ρήμασιν ἡ ἀλήθεια». Βία
νὰ καταβάλλεις –αἷμα, ὀθόνια μόνα καὶ σουδάριο –τὸν
ἀληθινό σου φόρο.
Ἄσε, τώρα, τὰ σύνεργα. Πῆρε φωτιά, πῆρε νερὸ τὸ τραῦμα.
Τραγούδησε τὰ χρόνια σου, καρβουνιασμένα ἀποκαΐδια
ἢ κόκκαλα
λογάριασέ τα προσανάμματα, γιὰ νὰ μυρίσει ἀπὸ τὸ
πρόσωπό Του θαῦμα
κι ὅλη τὴν πίσσα ποὺ κολύμπησες, νὰ τὴν διαβάσεις
φωτισμένη σιγαλιά.
Πεντάστροφος τάχα ρυθμός, ὁμοιοκατάληκτος, ὁ κατη-
χούμενος στὸν νάρθηκα
τὴν ὥρα ποὺ ὁ Σταυρὸς Ἐκείνου ὑψώνεται κι ἡ ἀμφιλύ-
κη σφίγγει τὰ σκοτάδια.
Μὰ ἀστράφτει ὁ Βότρυς τῆς σιωπῆς. Στὰ φύλλα της ποὺ
στάθηκα
εἶπες -ὅταν, ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος, τὸ φῶς -: Λάμπουν
τὰ λόγια μου ἄδεια.
(Κροῦσμα, Κέδρος 2011)