ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: Γώτης, Δανιήλ, Δαράκη, Δρακονταειδής, Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου,Θεοχάρης
ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΙΣΚΙΟΙ
Τα ίχνη που θα μας φέρουν πίσω.
Θα αγαπηθούμε ξανά, δίχως λόγια και θά 'ναι
τα σώματα γνώριμα όπως έμειναν εκεί ξεχασμένα
και τώρα αποκτούν πάλι λάμψη.
Με αδέξιες κινήσεις εικόνα θα φτιάξουν κοινή
ακολουθώντας το βρυχηθμό του ποταμού που κυλά
προς της ανυπαρξίας του τον ωκεανό.
Θα τον διαβούμε ενώ θα παίζουν τα σουραύλια του νερού
τον ίδιο σκοπό που εκκρεμεί, όπως
ο ήλιος, το φεγγάρι με την ίδια δύναμη εκκρεμούν
φωτίζουν και μας έλκουν δείχνοντας
του ουρανού το μονοπάτι
θα περισσεύει η χαρά ανοίγοντας τη ζωή σου στο φως
νιώθοντας του αγαπημένου την εγγύτητα
την εικόνα που απόκτησε υπόσταση και έγινε
το σώμα που αναζητούσες.
Θα αγαπηθούμε ξανά.
Τα λυτά σου μαλλιά υπενθυμίζουν
πως δεν είναι φάντασμα η ελευθερία.
Μέσα από την κρυστάλλινη δροσιά
ενός διάφανου φθινοπώρου, προσμονή, καθώς
τα κλαδιά των δέντρων σκάβουν τον ουρανό
εμείς θα αγγίζουμε ό,τι για τον καθένα μας είναι ουρανός.
Από τη συλλογή “ Συγκλίνοντες Άνεμοι” στιγμή 2018
ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η αλήθεια πίσω από ένα θεατρικό έργο και μια «λανθασμένη» μετάφραση
Το Φονικό στην Εκκλησιά. Αυτή τη μετάφραση δίνει ο Σεφέρης για το έργο του Τ.Σ. Ελιοτ Murder in the Cathedral.
Όπως γράφει στις σημειώσεις του δεν βρίσκει κατάλληλη λέξη για την Μητρόπολη- Cathedral,
η οποία θα μπορούσε να σημαίνει κατοικία ή γραφεία του Μητροπολίτη.
Φυσικά, εδώ έχουν ανακύψει ενστάσεις. Η μετάφραση αυτή δεν είναι ακριβής, γιατί ο Έλιοτ
ιλάει για τη δολοφονία του Lord Archbishop, αρχιεπισκόπου Thomas Becket, στην Μητρόπολη
και όχι για τον φόνο κάποιου τυχαίου σε κάποια τυχαία εκκλησιά. Ε Και; θα μπορούσε να ρωτήσει ο αναγνώστης.
Το γεγονός δεν αλλάζει, εφόσον ο φόνος είναι φόνος όπου και να έγινε. Σωστά, εν μέρει, όμως το πράγμα αλλάζει,
εφόσον έγινε σε «Eκκλησιά» και μάλιστα Μητρόπολη, άρα στον Οίκο του Θεού.
Με άλλα λόγια δολοφονείται ο ίδιος ο Θεός. Από ποιους; Εδώ είναι η βαρύνουσα σημασία.
Από τέσσερις ιππότες του Βασιλιά Ερρίκου Β', στις 30 Δεκεμβρίου του 1170, γιατί ο Lord Archbishop
δεν έσκυψε το κεφάλι, αλλά έβαλε την Εκκλησία μπροστά από τον Βασιλιά.
Και πάλι το πράγμα έχει μια περαιτέρω πτυχή. Ποιος Βασιλιάς;
Αυτός που ήταν παιδικός φίλος στα γλέντια και στα κυνήγια μαζί του.
Οι πολιτικές ίντριγκες είναι πολλές και ο τρόπος που ο Ερρίκος ανέβηκε στο θρόνο έχει τη σημασία του.
Γιατί ο Ερρίκος τίμησε τον παιδικό του φίλο και σύντροφο στα γλέντια με το πρωθυπουργικό αξίωμα.
αι πάλι όλα είχαν καλώς, μέχρι το 1162 που ο Μπέκετ πήρε τον μέγα εκκλησιαστικό τίτλο,
Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπιουρι και αμέσως εγκατέλειψε την παλιά ζωή, φόρεσε το ράσο
και αφοσιώθηκε στην Εκκλησία.
Εν τω μεταξύ για να πατάξει την ασυδοσία της Εκκλησίας ο Ερρίκος κάλεσε φεουδάρχες και επισκόπους
στο Κλάρεντον και τους διάβασε μια σειρά από διατάξεις, με τις οποίες επιχειρούσε τον χωρισμό του κράτους
από την εκκλησία. Ο Μπέκετ αρνήθηκε να υπογράψει και τότε το ποτήρι ξεχείλισε
και ο Βασιλιάς πήρε την απόφαση να τον βγάλει από τη μέση.
Δύο χρόνια μετά, 6 Ιουνίου 1173, ο Μπέκετ αγιοποιήθηκε από τον πάπα Αλέξανδρο.
Ο μετανοιωμένος βασιλιάς πήγε και προσκύνησε τον τάφο. Το 1538 όμως,
ένας άλλος Ερρίκος, ο Η΄ (και έχει σημασία γιατί αυτός) διέταξε να καταστραφεί ο τάφος,
«ως τοις ανέκαθεν βασιλεύσι δάδοχος γενόμενος, τίσιν αποστάτην και αλάστορα της πατρίδας Θωμάν»,
γράφει ο Νίκανδρος Νούκιος ο πρώτος Έλληνας που πρέπει να βρέθηκε στην Αγγλία οχτώ χρόνια μετά.
Και τα ιερά λείψανα έσυραν στους δρόμους και τα βεβήλωναν και τα έκαψαν και τη στάχτη
ανατίναξαν με τηλεβόλο.
(Βλ. Θ.Σ. Έλιοτ, Το Φονικό στην Εκκλησιά, μετφ. Γιώργου Σεφέρη. Σημειώσεις, σελ. 114-5).
Δεν είναι λοιπόν ένα απλό φονικό και μια απλή εκκλησιά. Τότε γιατί ο Σεφέρης επιμένει;
Ο Σεφέρης επιμένει, γιατί η γενιά του τριάντα της οποίας ηγείται έχει πρώτη αρχή της
τη δημοτική γλώσσα. Και στη δημοτική γλώσσα ή στη γλώσσα του λαού, στον οποίο απευθύνεται ο ποιητής,
είναι η «εκκλησιά» η καλύτερη επιλογή.
Αν ο αναγνώστης δεν γνωρίζει όλο το πίσω από τον τίτλο ιστορικό υλικό καθόλου δεν ενοχλείται.
Όμως οι λέξεις έχουν τη σημασία τους και η αλλαγή τους αλλάζει και τα νοήματα και τις προθέσεις.
Ι
Είναι κανείς εδώ;
Ποιος άλλος περίμενα να είναι μέσα μου
εκτός από μένα
Ή ο απέναντι μου,
ποιος άλλος να είναι εκτός από μένα…
Γι αυτό υπάρχει τόση θλίψη
Μήπως πίσω απ το ερώτημα φωλιάζει
Η ανέλπιδη ελπίδα πως κάποιος ακούει
Η αγωνία μιας ελπίδας
Ότι όλα βρίσκονται εκεί –
Πίσω απ’ το ερώτημα
Και την ερημιά που το περιβάλλει
Ή, τι άλλο περίμενα
Υπάρχει ένας απόλυτος τρόμος στην ερώτηση
Που ανοιγοκλείνει σαν ξεχασμένη πόρτα
Πάνω σε μιαν απόλυτη ερημιά
Έστω ότι εγώ προχωρώντας πιο μέσα στο σκοτάδι
Και θυμούμενη ότι αυτό που σκοτεινιάζει
Είναι ορατό μόνο μες το σκοτάδι,
Συναντώ την απάντηση
μέσα στην ποίηση όμως είναι σκοτεινά
ΙΙ
Έπειτα ήρθε το σκοτάδι
Απότομα έπεσε ένα απόλυτα ανυπεράσπιστο σκοτάδι
Που ξέρει να στολίζεται μοναχό του
Καθώς μέσα στο βουλιαγμένο στήθος του
Όλες οι χορδές του φεγγαριού έχουνε σπάσει
Ήρθε αυτό το αβάφτιστο σκοτάδι
Που δεν μπορεί να ξεμπλέξει τα δάχτυλά του
Και κανείς πια δεν θέλει να παίξει μαζί του
Γιατί αυτό που οι άλλοι ξέρουνε να βλέπουν
Είναι το απόλυτο μαύρο
Ήρθε αυτό το άγνωστο σκοτάδι
Που κανείς δεν το διασχίζει σαν φως
Όλοι περνάνε από παρακαμπτήριες –
Περνάνε από σκοτάδια φωτισμένα
ΙΙΙ
Μέσα λάμπανε δωμάτια
Ανοιγμένες πόρτες στα χόρτα και στα τούβλα
Και στις φοβερές αποστάσεις των δωματίων
Αργότερα έπεσε ολόκληρο το σπίτι
Έμεινε η διαφάνεια μιας ερημωμένης πλατείας
Τα τζάμια της βροχής χωρισμένα χείλη
Επάνω στο φιλί
Σηκώθηκε στα τέσσερα το υπόγειο
Με τις συνομιλίες καρφωμένες επάνω στα καρφιά του
Τα χέρια
Κάτω απ’ νερά
Ενωμένα
ΙV
… Τον συναντάω μυστικά τις νύχτες σε
παράνομα στέκια ονείρων
Τα κείμενα, μου ψιθυρίζει και τα ποιήματα –
Με κάθε επιείκεια
Μπρος σε μια πράξη ανθρώπινη, δεν είναι τίποτα
Είναι ερείπια
- … Είναι ο αγαπημένος μου – παλιός επαναστάτης
Ξαπλώστε τον και αυτόν με άνθη
Ξαπλώστε τον, επάνω στο νεκρό του μέλλον
Από τον Άδη κατέβαινε ο ουρανός
Και έρως ερημίτης
V
Περπατώ για πείσμα σας
στην άκρη του γκρεμού
συναντώ για πείσμα σας
παιδιά με ιαχές πυρπολημένες
Φοράω ανάποδα τα ουράνια του φουστανιού μου
κι ένα μονάχα καίει στο νου –
η απόστασή μου από σας
Όταν κατεβαίνοντας ο ουρανός
στο πιο ψιθυριστό αντίο
όταν κατεβαίνοντας
στον τελευταίο κελαϊδισμό με
ξεμονάχιασε εκείνη η άξαφνη βροχή
στη μέση της πλατείας –
θα ξανάρθεις αύριο;
VI
Υπομένοντας την αγάπη σου
υπομένοντας τον θρίαμβο του προσώπου σου
αραιώνοντας το χρόνο σου
σιγά σιγά εγώ ο καθρέφτης σου
εκβάλλοντας το πρόσωπό σου στα δάκρυά του
Είρων και κλέφτης των δακρύων σου
Εγώ, ο δαίμονάς σου έγινα – το πρόσωπό σου
απέναντι στο είδωλό του
VII
Παίζω φλάουτο
αν και ετοιμοθάνατος
Το σακάκι μου μισοσκισμένο
Με συντροφεύει το κροτάλισμα των νυχτερινών τρένων
οι ξαφνικοί βομβαρδισμοί
Το επάνω μέρος τ’ ουρανού καμένο
και νυν και αεί
όλη η τέχνη τελειωμένη σαν ένα ανύκουστο ψέμα
Παίζω δίχως ενθύμηση
θυμάμαι μόνο το αίμα
VIII
Το ποίημα που κάηκε μέσα του
απολιθώνοντας τα
αποτυπώματά του,
ρεμβάζει τώρα
στο ακατοίκητο της γραφής
προσπερνώντας
τα βήματά του
IX
Έρμαιο των λέξεων, φτάνει
σου είπα, φτάνει
Μας ελεούν οι λέξεις μόνο –
αγκάλιασε - με
Αναγνώσεις
«Από τον Φώκνερ στον Ντοστογιέφσκι»… Ήταν πάντα απελπισμένος, ήταν απόλυτα απελπισμένος,
βυθοσκοπώντας μια ερεβώδη πραγματικότητα. Γι αυτό η Τεμπλ – γι αυτό αποτρελάθηκε ορθή στο δικαστήριο,
πανιασμένη από τρόμο.
Τότε ας ξαναβρώ εκείνο το πιεσμένο ανάμεσα στα άλλα βιβλίο – εκείνη την Νιετόσκα Νιεσβάνοβνα - στα ουράνια,
χωράνε μόνο τα ουράνια , να ψιθυρίζει
Πανώλη του κυρ Ζαχαρία
Ο δε κυρ Ζαχαρίας του ποτέ Χριστοδούλου πορευθείς και αυτός μετ' ου πολύ χάριν της συνήθους περιηγήσεως
εις τα Δερβενοχώρια και εις Κούλουρην ένθα επώλησεν πάσαν την πραμμάτειαν εξόχως επωφελώς,
επέστρεψεν εις Αθήνας με τον γάιδαρόν του, έν ζεύγος ορνίθων και τρεις δαμιζάνας ερυθρού οίνου αντί άρτου,
κομίζων το αγώγιμον της πανώλης χωρίς να το ηξεύρη τινάς, διότι επήγαν και οι προεστώτες και άλλοι των χριστιανών
κατά την συνήθειαν και τον εχαιρέτησαν, απολαμβάνοντες την φιλοξενίαν αυτού και της συζύγου του μέχρι του όρθρου.
Την ακόλουθον ημέραν ηγέρθη της κλίνης του περί την ανατολήν και έψησεν κατά την μεσημβρίαν το ζεύγος ορνίθων,
το οποίον απήλαυσε ομού μετά του τρεφόμενου με πλούσιον σανόν γαϊδάρου του, περί την δύσην
όμως του ηλίου ησθένησε και κατεκλίθη.
Την τρίτην ημέραν απέθανεν υπό πανώλης ως εμαρτύρησεν η κυρά Θεοδώρα
η μαμή εις τον ιερέα της Παναγίας Γλυκοφιλούσης πατέρα Γρηγόριον, τον λεγόμενον Γουρλομάτην,
όστις παρήγγειλε δέκα πατερημά και πέντε πρόσφορα από τους ενορίτας.
Τον κυρ Ζαχαρία έθαψεν πριν δύσει ο ήλιος ο μόρτης λεγόμενος Λαλές, εξελθών του καπηλείου του κυρ Γερασίμου,
εις το οποίον επανήλθεν ίνα πίει τα ρόμια του εις μνήμην του μακαρίτη και καταθέσει το γρόσι
που είχεν λάβει από τους προεστώτες δια την ταφήν.
Και εκεί απέθανεν οινόφλυξ περί το μεσονύκτιον, πληγείς στο δοξαπατρί υπό της πανώλης,
χαμπάρι δεν είχε πάρει και πήγε ασαβάνωτος, επειδή είχε φουσκώσει και σάβανο δεν τον χωρούσε.
Κανένας άλλος δεν εκτυπήθη υπό της νόσου εις το ύστερον και ο γάιδαρος επωλήθη εις τον κυρ Μανιό,
επειδή ο γάιδαρος εγνώριζεν τον δρόμο προς τα Δερβενοχώρια και την Κούλουρην,
όπου ο κυρ Μανιός του ποτέ Σοφία Σολωμόντος έμελε να μεταβεί εμπορευόμενος ξερά κουκιά και άλλα του νοικοκυριού.
Πριν όμως του θανάτου του κυρ Ζαχαρίου είχεν αποθάνει αιφνιδίως ο Διονύσιος του γραμματικού κυρ Αγγελάκη ο υιός,
όπου ήλθεν μαζί με τον κυρ Ζαχαρίαν από την Κούλουρην, κακείθεν εγένετο το πράγμα γνωστόν.
Εις τους 1741 όπου εγένετο μέγας χειμών εν Αθήναις και οι ξυπόλητοι έπαθαν χιονίστρες και άρπαξαν την λοιμική,
άμαχον τέτοιο κακόν. Το αυτώ έτει όθεν συνέβη το μέγα θανατικόν, πανώλης τοιαύτη, η λεγόμενη "του Ζαχαρία",
ως μη δύνασθαι τους ζώντας θάπτειν του θνήσκοντας. Έρριπτον γαρ αυτούς εις την θάλασσαν
και αι ακταί των αιγιαλών επληρούντο νεκρών σωμάτων. Και φυγή μεγάλη, αθέριστα χωράφια, ατρύγητα αμπέλια,
κόρακοι παχυμένοι. Μαρτυρώ εγώ Φιλόθεος του ποτέ Αβαρία, σήμερα εορτή του Αγίου Τρύφωνος, έτος σωτήριον 1742.
"Φύλαττε ἐκ βλάβης τε καὶ φθορᾶς, ἡμῶν τὰς ἀμπέλους, καὶ τοὺς κήπους καὶ τὰ φυτά, ὡς
μεγίστην χάριν λαβὼν παρὰ Κυρίου, καὶ δίωκε θηρία Τρύφων τὰ φθείροντα".
(Μάρτιος 2020) Βιβλίο που ξαναδιαβάζω
Από τα "'Απαντα" του Παπαδιαμάντη, επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλόπουλος,
τ. β' σελ. 541-640, εκδ. Δόμος, "Βαρδιάνος στα Σπόρκα".
Απόσπασμα από το βιβλίο: Στην άλλη πλευρά του ορίζοντα
«Οι Εκδόσεις των Φίλων» 2006
Εγώ κατάγομαι απ’ τα παιδικά μου χρόνια
Fe: S. Exupery
Παιδική ηλικία είναι ένα εξαίσιο άνθος που ανοίγει στο πρώτο φως της αυγής του κόσμου, χωρίς ερώτημα, χωρίς αμφισβήτηση. Μια ευλογία του Απείρου βαθειά, απροσμέτρητη.
Στο χωριό της Αρκαδίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Μυρτώ, έζησε την ορεινή ομορφιά, την ήρεμη, την αξεπέραστη. Γνώρισε τον αργό ρυθμό της φύσης, τις μεταλλαγές των εποχών, την βαθύτερη σκέψη των πραγμάτων. Εκεί, μπροστά στα μάτια της, συναντούσε ο ουρανός τη γη, έσμιγε ο σπόρος με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο, για να γεννηθούν τα στάχυα, να ωριμάσουν οι καρποί στη γη και τα φρούτα στα δέντρα. Ήξερε πως το νερό της πηγής έρχονταν μέσα από το βράχο στη ρίζα του βουνού. Οι δεσμοί του ανθρώπου με το περιβάλλον ήταν άμεσοι και στέρεοι. Τα παιδικά μάτια δέχονταν την αποκάλυψη του κόσμου στην απλότητα κι αλήθεια του, ακέραια, μαγικά, με παρθενική αγνότητα και θαυμασμό. Η φύση μιλούσε με το δικό της τρόπο. Το παιδί συνομιλούσε και ταυτίζονταν με τα γεγονότα, όπως κυλούσαν γύρω του στη φύση, τους ανθρώπους, τα ζώα και τα έντομα. Ευλογημένα χρόνια αθωότητας, όπου η φαντασία έσμιγε με την πραγματικότητα, και ο άνθρωπος ένοιωθε ενωμένος με τη φύση, τέκνο και αυτό της δημιουργίας αδελφωμένο με τον ουρανό, τη γη, τα δέντρα και τα αερικά της. Η μικρή Μυρτώ μάζευε εικόνες, ήχους, μυρωδιές κι έμπαινε στο πετσί της σιγά, σιγά το θαύμα κι ο φόβος του κόσμου. Κάθε της συγκίνηση είχε τις ρίζες της στη γη, οι αναμνήσεις της είχαν τις γεύσεις της γης. Ώσπου η πείρα μας ξέμαθε τον κόσμο με πολλή πραγματικότητα κι απιστία. Κρυσταλλωμένες μνήμες, που γυρνούν σε ένα τραγούδι, που δε θυμάσαι όλα τα λόγια του μα η μουσική τους, τόση γνώριμη, σου πλημμυρίζει την ύπαρξη.
Ένα χωριό σημαίνει πως δεν είσαι μονάχος. Εκεί οι άνθρωποι σε αποδέχονται όπως είσαι κι ο λιγότερο χαρισματικός έβρισκε μια θέση στο χώρο, αποδεχόμενος κι ο ίδιος τον εαυτόν του. Τώρα πια τίποτα δεν φαντάζει παραμυθητικό. Κι οι άνθρωποι διαφορετικοί, σιωπηλοί, μ’ έναν άλλο τρόπο νικημένοι. Ίδιοι με τις εποχές που τους άλλαξαν, τις μηχανές που τους μετάλλαξαν, άγνωστοι μέσα στο στοιβαγμένο πλήθος κι απομονωμένοι στις αποστάσεις τους. Κανένας πια κανέναν δεν ακούει.
«Να ξανασυλλαβίσουμε τον κόσμο απ’ την αρχή», σκέπτεται η Μυρτώ. «λίγο φως απ’ την παιδική ζωή να μας πάει πίσω στο θάμβος. Να επανεκτιμήσουμε το θαύμα της δημιουργίας, την ταπεινή γνώση της παράδοσης». Όλα αυτά ξαναγυρνούν μέσα της με άλλο νόημα τώρα. Το χωριό της «Τρόπαια της Γορτυνίας», όπου γεννήθηκε μεγάλωσε η Μυρτώ είναι το δικό της αξεπέραστο παραμύθι. Το μικρό σπιτάκι, που αγίασαν τα χέρια των γονιών της, έχει μείνει βαθιά χαραγμένο μέσα της όπως ήταν τότε: φτωχικό, ατόφιο, ιερό κι ακέραιο. Οι μικρές και οι μεγάλες αλήθειες, που γέμισαν ομορφιά και φως τη ζωή της. Αυτό το φως παραμένει αήττητο και δε θα το προδώσει ποτέ. Χάρις σ’ αυτό το φως αντέχει τη μοναξιά της πόλης. Οι απλοϊκοί άνθρωποι της εποχής εκείνης ένοιωθαν αυτά που ξεχνιούνται σήμερα: πως είμαστε φτιαγμένοι για τον συνάνθρωπο και ως αρκούσε το άγγιγμα της αγάπης για να βρουν την ουσία τους και την ενότητα με τον Δημιουργό τους και τη δημιουργία του.
ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ
Τον καιρό που ανθίσανε οι κουτσουπιές
κλειστήκαμε στα σπίτια
Βγαίνω στο μπαλκόνι
κι ακούω των πεύκων την ανάσα
των πουλιών τα τιτιβίσματα
και των αρνιών τα βελάσματα.
Ήλιος στεναχωρημένος φωτίζει την ημέρα
Μακρύτερα σύδεντρα πυκνά,
-τρούλοι, λες, εκκλησιών της χλωρίδας
Στη ζαρντινιέρα οι ανεμώνες
έχοντας σπείρει το σπόρο τους στον αέρα
γέρνουνε προς το χώμα
ντροπαλές debutantes
Ξάφνου ένας ντελικάτος κορυδαλλός
πεταρίζει με το πανέμορφό του λοφίο
Αχ! είναι μεγάλη η λύπη μου
μέσα σε τούτο τον εγκλεισμό
Όμως ευτυχία δεν είναι η απουσία λύπης
Ευτυχία είναι τ’ ότι μου δόθηκε το χάρισμα της ζωής