ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΝΑΣΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΝΑΣΟΣ

Γυμνασιακές σπουδές.

Εγάστηκε ως υπάλληλος σε διάφορες επιχειρήσεις. Βιβλιοπώλης.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΝΑΣΟΣ
Επίθετο:  ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Εργογραφία: 

Πεζογραφία

Ο ερημόπολις, 1971 (πολυγραφημένη έκδοση), Β΄εκδ. Εγνατία-Τραμ 1977, Γ΄εκδ. Γνώση 1980
Καταδυομένη Αφροδίτη, Ερμής 1978
Ιστορίες του Καζαμία, Ύψιλον, 1980, Β΄εκδ. Εστία 1992
Εθιμοταξικόν, Εστία 1990
Με ταχύτητα ηλικίας, Εστία, 1991
Όπερα των Σκιών (λιμπρέττο σε μουσική Ν. Μαμαγκάκη), Μέγαρο Μουσικής 1997
Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, Νεφέλη 1999
Ο ερημόπολις. Καταδυομένη Αφροδίτη, Νεφέλη 1999
Οι λατρευτοί αποθηκάριοι, Νεφέλη  2003

Για παιδιά


Η Πέμπτη Εποχή - Μπουζιάνης (σειρά, «Οι Έλληνες ζωγράφοι για τα παιδιά»), Εξάντας 1979


Έτος γέννησης:  1940-2004
Τόπος γέννησης:  Μυτιλήνη
Τίτλος αποσπάσματος:  Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΓΙΑΣ

Ή όμορφη Ευαγγελία τοποθέτησε την ανθοδέσμη με τους κρίνους πάνω στο κομοδίνο και ή κρεβατοκάμαρα λαμπρύνθηκε από το αρωματικό φως πού άρχισαν να διαχέουν τα ιδιάζοντα λουλούδια. Το λευκό τους πέταλο, έτσι όπως είναι τυλιγμένο, της θυμίζει πάντα χωνάκι παγωτό απ' τα ερωτικά της καλοκαίρια· καί μέσα οι κίτρινοι φαλλίσκοι με τη γύρη, προβάλλουν σαν κεράκια γενεθλίων. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, ό χαμένος φίλος της Ευαγγελίας στέλνει αυτή την ανθοδέσμη για την επέτειο του χωρισμού τους. Κάποτε, στα είκοσι ένα της χρόνια, ημέρα της εθνικής επετείου, ό άγγελος έφυγε απ' τη ζωή της τρυφερά. 'Έμεινε όμως το φως του. Αν κι έχει περάσει από τότε πολύς καιρός, έσκυψε πάλι συγκινημένη στα αναμνηστικά λουλούδια. Τα χείλη της ακούμπησαν στα λευκά χωνάκια καί ή δροσιά κατέβηκε ρίγος μέσα της. 'Ανάσανε το διακριτικό μύρο καί στο δέρμα της κόλλησαν μικρά φιλιά γύρης. 'Ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει ότι διαρκεί σταθερά τόσα χρόνια ή αόρατη σχέση του χωρισμού τους. ’ρωμα ευλάβειας καί νοσταλγίας την συνεπήρε καθώς έβγαλε απ' την ντουλάπα τα στέφανα του γάμου τους —πού δεν έγινε ποτέ— καί τα ακούμπησε στο κομοδίνο. Αιωρούμενη από την τρυφερή αίσθηση πού πλημμύρισε το σώμα της, έγειρε στο κρεβάτι αθόρυβα. Ή απουσία του φίλου της ήταν τώρα πιο αισθητή από κάθε άλλη φορά — σχεδόν σε απόσταση αναπνοής. Μια αναπνοή σαν απαλή αύρα του παρελθόντος, που φυσούσε στο σώμα της ανατριχίλα. Σιγά σιγά παραδόθηκε στη γλυκιά ύπνομέθη, παραλύοντας μέσα στα όνειρα της. Δίπλα της, το κομοδίνο με την ανθοδέσμη καί τα στέφανα, έλαμπε σαν ηρώο των πεσόντων εραστών.
Ήταν τότε ή εποχή που ή φλόγα του έρωτα έκαιγε άσβεστη στο κορμί της Ευαγγελίας, προμηνύοντας ολοκαύτωμα. Ώσπου κάποια μέρα ξέσπασε ή επανάσταση της ηδονής. Ό ερωτάς της ήταν ανίκητος στίς μάχες. Τα τραύματα καί τα ίχνη από την άγρια συμπλοκή των σωμάτων, γίνονταν ιερά σύμβολα του αγώνα. Υψώνοντας — λάβαρα— τα αραχνοΰφαντα εσώρουχα πού τύλιγαν το κορμί της, καί προτάσσοντας τα στήθη της, ερέθιζε τον ηδονικό της αντίπαλο καί κατάφερνε να τον συμπαρασύρει σε αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως. Ή ρόδινη σάρκα της έδινε χρώμα στην ανατολή μιας καινούργιας ζωής. Όμως οι νικητές δεν έμελλε να στεφανωθούν ποτέ. Ό αγαπημένος αντίπαλος χάθηκε πρίν καν εισέλθει στον ναό της αγάπης, για την τελετουργική συμφιλίωση.
Τώρα, ή Ευαγγελία βάδιζε στο άπλετο σεληνόφως της ημέρας. Περνώντας έξω απ' τον άδειο ναό, άκουσε μακρινή δοξολογία. Τα λόγια καί οι ψαλμωδίες δεν είχαν αφομοιωθεί" ποτέ από τον χρόνο καί το περιβάλλον, με αποτέλεσμα να έχουν απομείνει στον αέρα σαν ηχογράφηση ονειρική. Αναγνώρισε αμέσως την αγαπημένη του φωνή να έκφωνεί τον πανηγυρικό για την επέτειο του χωρισμού τους. Αργία εξαιρετέα της αγάπης. Πάνδημη ομόνοια ψυχών τε καί σωμάτων, στο πλήθος πού συγκεντρωνόταν απ' όλες τίς κατευθύνσεις, ενώ αναρίθμητα σεντόνια κυμάτιζαν περήφανα στα κτίρια. Ή Ευαγγελία, φορώντας το γαλανόλευκο νυφικό της, μπήκε στη Λεωφόρο Παρελάσεων πού ήταν στρωμένη με δάφνες
. Χειροκροτήματα καί ζητωκραυγές δονούσαν την άτμόσφαίρα, σα να επρόκειτο για επανεμφάνιση έξαφανισθέντων ηρώων. Αν καί δεν φαινόταν ή σελήνη στον ουρανό, το εκτυφλωτικό φως της έκανε τα πάντα ν' απαστράπτουν, προσδίδοντας μαγεία καί λαμπρότητα στην ήμερα της παλιγγενεσίας. Χύμα πλήθος καί γεωμετρημένα σύνολα, σε μια τέλεια συνύπαρξη. Αργά, σα να έπλεαν στη λεωφόρο, περνοΰσαν άρματα μάχης με παραλλαγή εορταστική από πολύχρωμα λουλούδια κι ένα στεφάνι περασμένο στο κανόνι τους. Τα συντεταγμένα κορμιά, έφεραν ανθισμένα κράνη και στολές ακριβείας, οπού είχαν αποτυπωθεί χρώματα και σχήματα της φύσης. Νεανίδες καί νεανίσκοι παρήλαυναν, έχοντας καλυμμένο το αβάσταχτο σφρίγος των σωμάτων τους με διατηρητέες ενδυμασίες της Ιστορίας. Βαρέα οχήματα, σε ήχο πλάγιο του δευτέρου καί με βελούδινη ταχύτητα, ρυμουλκούσαν υπέρογκες φαλλικές ατράκτους —εν άδρανεία—, θυμίζοντας το πάλαι ποτέ άερόπλοιο Ζέπελιν.
Στην εξέδρα των επισήμων έλαμπαν εύθυτενεις οι παγκόσμιοι ήρωες του κινηματογράφου, των γηπέδων, της μαζικής μουσικής, διάσημοι βετεράνοι, διεθνείς τηλεπρωταγωνιστές, μεγιστάνες του πνεύματος, οι απανταχού πρωτεύσαντες καί οι παντοιοτρόπως βραβευθέντες. Ακτινοβολούσαν μια χρυσαφένια λάμψη, καθώς τους έλουζε το σεληνόφως της ημέρας. Δίπλα τους, ή Φιλαρμονική των Μουσών καί ή Χορωδία των Αγγέλων, παιάνιζαν έναν παλαιό ύμνο από τα χρόνια του ερωτικού ξεσηκωμού
Εις όλόδροσον άλσος ονείρου δυο ταγμάτων γενναίοι έρασταί της λευκής μου σαρκός —μετά μύρου— κόπτουν κρίνα σκληροί σαδισταί.
Το πλήθος κραύγαζε ακατάληπτες λέξεις από κάποια γλώσσα του μέλλοντος καί ανέμιζε στον αέρα ζέρσει σημαιοΰλες με πλούσια σχέδια καί απαλά χρώματα. 'Όλοι τους είχαν συμβολικά παράσημα στο στήθος. Μέσα στην παλλαϊκή έξαρση, άρχισαν ξαφνικά να συρρέουν παράξενοι αξιωματούχοι, πού οι στολές τους είχαν διακριτικά τριών, πέντε καί επτά αστέρων, όπως τα παλαιωμένα ποτά. Σιωπή καί δέος απλώθηκαν γύρω. "Οι σύμμαχοι!" φώναξε κάποιος, σε παράνομα ελληνικά. Αμέσως εμφανίσθηκε στον ουρανό ή διογκωμένη πανσέληνος — καρπός της εν βρασμώ ερωτικής περιόδου. Ή Ευαγγελία κοίταζε μαγεμένη την τεράστια σελήνη-αερόστατο πού πλησίαζε ολοένα, ώσπου αναγνώρισε μέσα τον αγαπημένο της. Κουνούσε τα χέρια του με αγωνία καί την παρότρυνε να μπει γρήγορα στο αερόστατο. Τ' αστέρια των αξιωματούχων τρεμόσβηναν. Είδε τον εαυτό της να στέκεται δίπλα στον αγαπημένο της, ενώ ή ίδια είχε παραμείνει στο έδαφος καί ήταν ακριβώς είκοσι ενός ετών. Καθώς παρακολουθούσε κατάπληκτη το αερόστατο της πανσελήνου πού ανυψωνόταν, κάποιος αξιωματούχος, έδωσε το παράγγελμα, σε παγκοσμία γλώσσα. "Προς τιμήν της έπέτείουουου... Πυρ!"
Ή όμορφη Ευαγγελία τραντάχτηκε σύγκορμη, μετρώντας με τρόμο είκοσι έναν κανονιοβολισμούς.