ΘΕΜΕΛΗΣ ΝΙΚΟΣ


ΘΕΜΕΛΗΣ ΝΙΚΟΣ

Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, το Doerpfeld Gymnasium.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και μετά το στρατιωτικό του συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου το 1975 έκανε και το Διδακτορικό του σε θέματα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα, στο Υπουργείο Οικονομικών και στη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου Υπουργών στις Βρυξέλλες.
Εκτός από τον χώρο της πολιτικής και της επιστήμης, τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν στη λογοτεχνία, στη μουσική και την ζωγραφική.

Από το 1981 υπήρξε στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και διευθυντής του γραφείου του, ακολουθώντας τον στα υπουργεία Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, Βιομηχανίας αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου κατά τη θητεία του ως πρωθυπουργού (1996-2004).

Στο χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας εμφανίστηκε το 1998. Η αναζήτηση ήταν το πρώτο του κείμενο έξω από το χώρο των επιστημονικών του ενδιαφερόντων. Έγραψε επτά μυθιστορήματα - τα οποία διαπνέονταν, κυρίως, από την ιδέα του εκσυγχρονισμού - με βασικές αναφορές στον ελληνισμό των τελευταίων τριών αιώνων, τόσο στον χώρο της διασποράς όσο και στον χώρο της αναδυόμενης εγχώριας αστικής τάξης.
Τα βιβλία του σημείωσαν μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ κάποια από αυτά μεταφράστηκαν στα γερμανικά, τα ιταλικά, τα ρουμανικά, τα τουρκικά και τα σερβικά.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΝΙΚΟΣ
Επίθετο:  ΘΕΜΕΛΗΣ
Εργογραφία: 

Μυθιστορήματα

Η αναζήτηση, Κέδρος (1998)

Η ανατροπή, Κέδρος (2000)

Η αναλαμπή, Κέδρος (2003)

Για μια συντροφιά ανάμεσά μας, Κέδρος (2005)

Μια ζωή δυο ζωές, Κέδρος (2007)

Οι αλήθειες των άλλων, Κέδρος (2008)

Η συμφωνία των ονείρων, Μεταίχμιο (2010)

Η αναχώρηση, Μεταίχμιο (2014)

 

Πολιτική-Οικονομία:

Η κίνηση κεφαλαίων στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, Εθνική Κτηματική Τράπεζα (1988)

 

Άλλα:

(2013) Συνταγές μέσα από τη λογοτεχνία, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη

(2011) Το τόλμημα της μνήμης, Εκδόσεις Καστανιώτη


Μεταφράσεις

Γερμανικά:
Jenseits von Epirus, Piper Verlag 2001. Mετάφραση: Norbert Ηauser, ISBN: 3-492-04282-1.

Ιταλικά:
La ricerca, Crocetti Editore 2001. Μετάφραση: Alberto Gabrieli, ISBN: 88-8306-054-7

Τουρκικά:
Arayis, Dogan-Kitap 2001. Μετάφραση: Panayot Abaci, ISBN: 975-6612-82-7


Έτος γέννησης:  1947-2011
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Στην προκυμαία ο Βάγιος την ώρα που με αποχαιρετούσε, μ' αγκάλιασε, μου 'βαλε ο ευλογημένος τρεις λίρες χρυσές στη χούφτα, τι να τις έκανα, κι η τελευταία του κουβέντα ήταν, "Τον Νίκο και τα μάτια σου". Τον έλεγε πάντα Νίκο, ακόμα κι όταν για όλους μας ήτανε πια ο Νικολής-εφέντης. Μέρες πριν φύγει πήγε και του 'γραψε ό,τι είχε και δεν είχε στ' όνομά του. Όχι πως είχε δα πολλά, κάτι χωράφια μόνο από τη μάνα της μάνας του, γιατί ο Αντών-εφέντης, όσο ζούσε, δεν έδινε γη ποτές του σε κανέναν. Ο κύριος Ιγνάτιος, φίλος τους καρδιακός, από τη Σμύρνη πήγε κι ήρθε, μπήκε μάρτυρας σε όλα τα χαρτιά, μέχρι και δικηγόρος έφθασε από τη Μυτιλήνη και πήρε ο Νικολής-εφέντης πάνω του όλο το χρέος από το μεγάλο δάνειο. Πρέπει να του άφησε κι άλλα μαντάτα. Περάσαν ένα βράδυ ολόκληρο στην κάμαρα την καλή να συζητάνε, κάτι έπιανε τ' αυτί μου κάθε τόσο, μέσες άκρες, δεν πολυκαταλάβαινα. Ξέρω ακόμα πως πριν φύγει πήρε τη μάνα του και τη γιαγιά του κατά μέρος και τους είπε: "Να ξέρετε από δω και πέρα, μόνο αφεντικό είναι ο Νικολής-εφέντης". Και η γιαγιά που με τα χρόνια τα πολλά είχε ξεμάθει κάθε λογιών προσποίηση, γυρνάει του άμοιρου του εγγονού της και του λέει: "Και μέχρι τώρα δα ποιος ήταν;". Πήγε στη ευχή του Θεού και όση θέση μπόρεσε ν' αδειάσει στην καρδιά μου, την ίδια στιγμή πήρα και κάθισα τον Νικολή-εφέντη. Του Αντών-εφέντη, πάλι, μισές αλήθειες του 'παμε. Πως έφυγε ο Βάγιος για κάποιες δουλειές στη Γερμανία και πως σύντομα θε να ξαναγυρίσει. Το πίστεψε, δεν το πίστεψε, δεν ήξερες και μ' αυτόν πότε τα είχε εντελώς χαμένα και πότε τον φώτιζε ο Θεός και έκοβε το μυαλό του.
Τον Νικολή-εφέντη έτσι κι αλλιώς εγώ τον φρόντιζα. Μαζί με τη μάνα του Μιλτιάδη, δυο μυαλά και τέσσερα χέρια, να μην του λείψει τίποτις, έτσι όπως ζούσε μόνος του στην κούλα. Όσο κι αν σκέφτηκα τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε από εδώ και πέρα, σε τίποτις καλύτερο δεν πήγε το μυαλό μου. Την άλλη μέρα κιόλας που 'φυγε ο Βάγιος, πήρα τον Εμίν πρωί πρωί, χαράματα σχεδόν, γιατί ήξερα πως έφευγε απ' τα νωρίς και πήγαμε στο τσιφλίκι. Ίσα ίσα που τον προλάβαμε, έβγαινε καμαρωτός καβάλα πάνω στ' άτι του, ίδιος ο ’γιος Γεώργιος. Μας είδε κι ανησύχησε, κατέβηκε από τ' άλογο κι εγώ τον καθησύχασα λέγοντας πως δεν τρέχει τίποτις κακό, μα να, τώρα που άλλαξαν τα πράματα μήπως θα ήθελε κάτι ακόμα ή κάτι άλλο. Φάνηκε πως του άρεσε, γέλαγε μέσα του βαθιά χωρίς ν' ακούγεται, σκέφτηκε λίγο, δε βρήκε τίποτις και καθώς ξανανέβαινε στο άλογο επάνω, γυρνάει και μου λέει σκύβοντας χαμηλά μέχρι τ' αυτί μου: "Να μ' αγαπάς, νόνα μου, να μ' αγαπάς". Δεν πρόκαμα να του πω πως μ' αδικούσε κι είχε κιόλας φύγει. Κυλήσανε έτσι οι μήνες και τα χρόνια, μέχρι τον πόλεμο τον πρώτο, τον Ελληνοτουρκικό. Ο Αντών-εφέντης στα ίδια και τα ίδια, μήτε καλύτερα μήτε χειρότερα και το ξεσκάτισμα να είναι μαρτύριο και για μας και για εκείνον. Στο χρόνο πάνω που έφυγε ο Βάγιος, απόθανε και η γιαγιά μας. Τα κόκαλά της να πονάνε, χέρια και πόδια και λαιμός να μη λυγίζουνε, να υποφέρει, μα μέχρι το τέλος τα είχε τετρακόσια. Θεός σχωρέσ' τη, η μόνη που ύψωνε φωνή στον γιο της τον Αντών-εφέντη και κάστανα δε χάριζε ποτές της σε κανέναν. Την κυρά μου, εάν αφήσουμε τα γκρίζα της μαλλιά, μήτε οι χειμώνες μήτε τα καλοκαίρια την αγγίζανε. Δεν είχε δα και έννοιες, εξόν από το πότε θά 'ρθει του Βάγιου το γράμμα και πότε θα πάντρευε την ’ννα. Η ’ννα με την αγγλίδα φιλενάδα της, πότε στη Σμύρνη, πότε στην Πόλη και πότε στην Αθήνα. Μια δυο φορές Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά πήγαν και στην Αγγλία. Μας έπαιρναν τ' αυτιά με τη Βικτώρια, λες και τις γέννησε η ίδια. Μα να σκεφτεί η δικιά μας να πει το "Ναι" σε κάποιον γαμπρό, τόσοι και τόσοι παρακάλαγαν..., α μπα. Με τον καιρό κοπάσανε να έρχονται τα προξενιά κι ας μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο η προίκα. Και η ’ννα με τα χρόνια εμαλάκωνε, γινόταν καταδεκτική, μάζευε σιγά σιγά τη γλώσσα της. Όχι πως άλλαξε μυαλά, αλλά να, έπαψε να είναι η κακομαθημένη του Αντών-εφέντη. Ο Βάγιος έστελνε αραιά και πού ένα γράμμα πολυσέλιδο, που τ' αρχίνιζε βδομάδες πριν και το 'γραφε κομμάτι κομμάτι. Μας έστειλε κάποτε και δυο φωτογραφίες, η μια με μια Γερμανίδα κι η άλλη μ' έναν Γερμανό φίλο απ' τη δουλειά του. Ας είναι.
Ο Νικολής-εφέντης τίποτις δεν άλλαξε στις συνήθειές του από τότες που 'φυγε ο Βάγιος, κάτι που να φαίνεται επάνω του ή στη συμπεριφορά του. Μια φορά το μήνα ερχόταν και κλεινόταν με την κυρά μου στην καλή την κάμαρα και τα 'λεγαν οι δυο τους κάμποση ώρα. Κυριακή παρά Κυριακή ερχότανε το μεσημέρι και έτρωγε μαζί μας. Κάθε φορά του 'χαμε αρνί με πατάτες στο γκιουβέτσι. Τ' άρεσε, δεν τ' άρεσε, εγώ δεν ξέρω. Η κυρά μου πάντως έλεγε πως ήταν το αγαπημένο του, μα όσο κι αν τ' αγαπούσε σκεφτόμουν πως μπορεί να το είχε βαρεθεί κι από ευγένεια δε μιλούσε. Όλα τα έβρισκε νόστιμα, λάτρευε την κρεμμυδόπιτά μου, μα ποτές του δεν το 'χε εξομολογηθεί στους άλλους. Έτσι κι εγώ την έφτιαχνα και του την πάγαινα στην κούλα. Στις μεγάλες γιορτές κατέβαινε πάντα. Μας έπαιρνε όλες και πηγαίναμε στην εκκλησιά. Το ίδιο σε γάμους που ήθελε να πάει η κυρά μου ή σε καμιά σημαντική επίσκεψη. Κάθε χρόνο πηγαίναμε απ' το καλό στο καλύτερο, όσα κι αν σκόρπαγε η ’ννα. Τα πρώτα χρόνια, καταπώς έλεγε ο κυρ Λευτέρης, τίποτις δεν έβαλε στην άκρη για λογαριασμό του, τίποτις ξεχωριστό δε γράφτηκε στο όνομά του. Όλα γινόντουσαν στο όνομα του Αντών-εφέντη, που ανάπνεε κατάκοιτος και πότε πότε χαμογελούσε στο όνομα της ’ννας ή του Βάγιου. Για κάποιους λόγους, που τους ήξερε καλύτερα ο κύριος Λευτέρης, γράφτηκαν κάποτε ένα δυο χωράφια, στην τύχη και προσωρινά, στο όνομά του. Για ό,τι χρειαζότανε στο σπίτι τα φρόντιζα όλα εγώ. Για τ' άλλα τα έξοδα, δεν ήταν δα και σπουδαία, ζήταγε χρήματα απ' τον Λευτέρη ή του 'στελνε τους λογαριασμούς. Αστεία πράματα, αν σκεφτεί κανείς πού ήμασταν και πού μας είχε φέρει. Στη Μανησά τον ετιμούσανε οι Τούρκοι και οι Ρωμιοί το ίδιο. Και σαν έμπαινε στο μεϊντάνι καβάλα στ' άλογο, με το που έσκαγε στο ντουρσέκι* η μουσούδα της Λέγκως, πετάγονταν όλοι στους καφενέδες όρθιοι, προτού καν στρίψει ο ίδιος. Ο λόγος του μέτραγε κάτι πιο λίγο από φιρμάνι και μες στην καρδιά και στο μυαλό βάραινε πιο πάνω κι από κείνο. Λίγο πριν απ' τον πόλεμο, ξεχρέωσε και το δάνειο.
Τον πρώτο πόλεμο, εκείνον του '97, εμείς δεν τον καταλάβαμε. Πιότερο είχαμε ταραχθεί ένα δυο χρόνια πριν με τις πρώτες σφαγές των άμοιρων Αρμένηδων. Από τότες κάθε φορά που η ’ννα γύρναγε απ' τη Σμύρνη, όλο και κάτι έφερνε γεμάτη ανησυχία, πως μπορεί να είχαμε συνέχεια και στα μέρη μας με ταραχές και φασαρίες. Τα ίδια κάθε τόσο έλεγε και η δασκάλα της η Αγγλίδα, που τ' άκουγε από τους Εγγλέζους φίλους της. Ο κυρ Λευτέρης, ο κεχαϊάς*, συνέχεια έλεγε τι άκουσε εδώ, τι άκουσε εκεί και συμφωνούσε με την ’ννα. Μέχρι και ο κύριος Ιγνάτιος, που ήρθε μια φορά επίσκεψη, μας είπε πως τα πράγματα μπορεί από στιγμή σε στιγμή να δυσκολέψουνε και να έρθουν όλα τα πάνω κάτω. Ο Νικολής-εφέντης τ' άκουγε όλα αυτά, μας καθησύχαζε, μα κάτω από τα λόγια του έδειχνε πως και αυτός μπορεί ν' ανησυχούσε. Τότες ήτανε που ο κύριος Ιγνάτιος είπε δόξα Σοι ο Θεός που είχε καταφέρει να παντρέψει την κόρη του και εκείνη η κουβέντα μού κάθισε στο στήθος. Η ’ννα πια, όλοι το λέγανε, πάγαινε για το ράφι. Ποιος να σκεφτεί να κάνει μαζί της οικογένεια στην ηλικία εκείνη, όταν όλες οι άλλες φιλενάδες της είχαν και δυο και τρία παιδιά και κάποια πάγαιναν σχολείο; ’σε που με τις γρουσουζιές της είχε βγάλει όνομα κακό κι αραίωσαν οι γαμπροί και πάνω από ένα χρόνο είχε να μας κτυπήσει προξενιό την πόρτα. Ο κύριος Ιγνάτιος τόνιζε και ξανατόνιζε πως θα 'πρεπε στο τέλος τέλος, στους δύσκολους καιρούς που ερχόντουσαν, να υπάρχει άντρας μες στο σπίτι και πως ο φίλος του ο Αντών-εφέντης, κακά τα ψέματα, δε μέτραγε πια, μήτε για άντρας μήτε για αφέντης. Μπροστά μου την έκανε εκείνη τη συζήτηση κι η κυρά μου δε μιλούσε, κουνούσε μόνο το κεφάλι της, δείχνοντας πως συμφωνούσε και κάθε τόσο σήκωνε το χέρι της κι έκλεινε με τη χούφτα το στόμα της, σαν να 'θελε να κρατήσει για κείνη το σαράκι που την έτρωγε.
"Στους δύσκολους καιρούς το σπίτι πρέπει να 'χει αφέντη." Αυτή η κουβέντα της έμεινε και μετά από εκείνη την επίσκεψη την έλεγε και την ξανάλεγε κι όταν περνάγαν μέρες δίχως να την πει, της την εθύμιζα εγώ. Τον γαμπρό τον είχαμε βρει, καλύτερος δεν εβρισκόταν. Το ζήτημα ήτανε να πει το "Ναι" η ’ννα, που σαν της μίλαγες για προξενιό έσκουζε σαν δαιμονισμένη. Η ’ννα μόνο έναν ε φοβότανε και λάτρευε συνάμα. Σ' αυτόν επάνω απόθεσε η κυρά μου και όλες μας τις ελπίδες. Περίμενε υπομονετικά μέρες και μέρες μία από κείνες τις αναλαμπές που πότε πότε έδειχνε ο Αντών-εφέντης. Και στην πρώτη ευκαιρία έπεσε πάνω του σαν σιρόπι, καλά προετοιμασμένη, να μιλάει αργά, να του λέει τι θ' απογίνει η οικογένεια, κορόνα την είχε ο μακαρίτης, τι έλεγε ο φίλος του ο Ιγνάτιος για τους δύσκολους καιρούς που ερχόντουσαν, για τους κινδύνους, πως η ευτυχία όλων μας και ιδιαίτερα της ’ννας μα κι όλα τα υπάρχοντά μας από το γάμο εκείνο εξαρτιόνταν. Και όχι με τον οποιονδήποτε αλλά με τον Νικολή και πως αν δεν του πει το "Ναι" να μην την αφήσει νά 'βγει από την κάμαρά του. Να την τρομάξει αν χρειασθεί και να της πει πως απ' τη στενοχώρια του θα τον πεθάνει. Αυτά και τόσα άλλα, πού να τα θυμηθώ. Η ’ννα καθόταν εκείνο το πρωί και έγραφε τα γράμματά της. Τη φώναξε η μάνα της, την έμπασε στην κάμαρα του Αντών-εφέντη κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Απόμεινε ακουμπισμένη πάνω της ν' αφουγκράζεται τι θα λεγόταν κι εγώ γονατιστή μπροστά στην κλειδαρότρυπα να κάνω το σταυρό μου.
Κι ο Αντών-εφέντης σύρθηκε τότες με τον καλό αγκώνα του πάνω στις μαξιλάρες, μάζεψε όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει σ' αυτόν τον κόσμο και χωρίς να βάλει ή να βγάλει λέξη, άρχισε να λέει απ' την αρχή με τη σειρά όσα τον είχε δασκαλέψει η κυρά μου. Και κάθε τόσο ζοριζόταν κι έχανε τα λόγια του κι απ' την πολλή προσπάθεια να ψευδίζει, με το χέρι το καλό να προσπαθεί τα χείλια του να στρώσει, και να τρίβει το λαιμό του για νά 'βγει η λαλιά του. Μέχρι και το μικρό δαχτύλι του στο χέρι το κουλό άρχισε να σιγοτρέμει. Κι έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που λέγαμε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπόραγε να ξεστομίσει, έπιανε ξανά τη σαΐτα εκεί που την είχε αφήσει κι άρχιζε μια το στημόνι μια το υφάδι. Και μόλις απόσωσε η ’ννα την πρώτη φράση της, έκανε σαν να μην την είχε ακούσει, σαν ο ίδιος να μίλαγε πρώτη φορά. Πήρε την ιστορία απ' την αρχή, για δεύτερη φορά και να βογκάει σαν χαμάλης. Και να και ξανά, δε σταμάταγε, λες και η ’ννα του 'λεγε με το στόμα της και με τα μάτια της συνέχεια "Όχι". Να 'μαστε κρεμασμένες μπροστά στην πόρτα, ν' ακούμε τους λυγμούς της ’ννας και τα παρακαλητά της για να τη λυπηθεί κι άλλο να μην την πιέζει. Κι εκείνος όσο δεν της έβγαζε το "Ναι", με κάθε λόγο του να μαστιγώνει και να την κομματιάζει, μιαν αυτήν και τρεις φορές τη γεια του. "Εδώ με έστειλες την πρώτη φορά και από δω θα με σηκώσουν τώρα", όταν της μούγκρισε, η ’ννα δάγκωσε το χέρι της, τις φλέβες της να κόψει και το κλάμα της έγινε τσιρίδα, να την ακούει ο μαχαλάς, να σου σηκώνεται η τρίχα. Να με κρατάει η κυρά μου, έτσι όπως ήμουνα δίπλα της, από τον ώμο κι από την αγωνία της τα νύχια της να με ματώνουν κι εγώ να της κρατώ σφιχτά το χέρι πάνω μου κι ας μου 'κοβε ο πόνος την ανάσα. Κι όταν με τα σαγόνια να κτυπάνε μέσα στ' αναφιλητά κάτι απάντησε η ’ννα, εκείνος συνέχισε σαν δαίμονας με την ίδια δύναμη, λες και τη μάζευε όλα τα χρόνια της σιωπής στάλα στάλα στα φυλλοκάρδια του για εκείνη τη στιγμή: "Δε θέλω υπόσχεση. Όρκο θέλω. Όρκο. Να μου ορκιστείς γονατιστή". Από το στόμα της έβγαινε φωνή που νόμιζες πως ήθελε να συνταιριάξει λόγια, κάτι να πει, μα ο πόνος της πάγαινε το στόμα πέρα δώθε. Δεν άντεξε η κυρά μου άλλο και μπήκε στην κάμαρη, ξοπίσω της κι εγώ και βρήκαμε την ’ννα πεσμένη στο πλάι του κρεβατιού, κουρέλι, να του κρατάει το χέρι το καλό με το μεγάλο δαχτυλίδι και πάνω του να κλαίει με λυγμούς, να θέλει κάτι να πει μα η φωνή πια να μη βγαίνει, να σπαρταράει η σαγόνα της, το στήθος της να χτυπιέται πάνω κάτω, να τρέχουν τα δάκρυά της πάνω στα δάχτυλά του κι από το κλάμα και τον πόνο να φεύγουν απ' το στόμα της μέχρι και σάλια. Κι ο Αντών-εφέντης ακίνητος, μόνο τ' αριστερό δαχτύλι του να μη λέει να ησυχάσει. Έτρεξε η κυρά μου στο προσκεφάλι του, έσκυψε από πάνω του κι άρχισε με το μαντίλι της να του σφουγγίζει τον ιδρώτα και να τον καθησυχάζει. Κι όταν η ’ννα απόπεσε στο πάτωμα κρατώντας του ακόμα το δεξί του, εκείνος σήκωσε το βλέμμα του στην κυρά μου από πάνω του και την εκοίταξε πρώτη φορά έτσι σε όλη τη ζωή του. Σαν να 'θελε να πάρει για πρώτη φορά την έγκρισή της. "Ελένη μου, τα είπα καλά;" ψιθύρισε. Και πρώτη φορά ακούστηκε στο σπίτι τ' όνομα της κυράς μου το πραγματικό. "Αντώναινα" τη φώναζε μέχρι τότες, "Αντώναινα" τη λέγαμε κι όλοι εμείς. Κι εκείνη πήρε στην αγκαλιά της το κεφάλι του, μούσκεμα και κατακόκκινο, το χάιδευε, τον ηρεμούσε και του 'λεγε, σαν να τον συγχωρούσε για όσα είχε τραβήξει μια ζωή: "Δεν υπάρχει πια Ελένη, Αντώνη μου, μόνο Αντώναινα, μόνο Αντώναινα", και τρέχανε τα δάκρυά της, έτσι όπως τρέχανε βουβά κάθε φορά που της κακομιλούσε. Μόνο σαν έβγαλε εκείνη τη δεύτερη τσιρίδα η ’ννα, είδαμε πως ο Αντών-εφέντης είχε ξεψυχήσει στα χέρια της κυράς μου. Λες κι έδωκε την ψυχή του αντίδωρο σαν πήρε με όρκο την ψυχή της ’ννας.
Έτσι τελείωσε ο Αντών-εφέντης, ο Αφέντης. Απόθανε και απορήσανε πολλοί. ’λλοι γιατί δεν πίστευαν πως θα μπορούσε να πεθάνει κι άλλοι γιατί τον λογάριαζαν από πολλού αποθαμένο. Πέρασε ένας χρόνος μες στο πένθος και στην υπομονή κι από κοντά στην ’ννα τον όρκο της να μην πατήσει. Βόηθησε κι ο Θεός και λίγο μετά έφυγε κι η Αγγλίδα να πάει να βρει τη Βικτωρίτσα. Με το που έκλεισε ο χρόνος, βάλαμε το προξενιό μπροστά, μα τούτη τη φορά ανάποδα. Εμείς θα ζητούσαμε από τον Νίκο να πάρει για γυναίκα του την ’ννα. Συμφώνησε η ’ννα να πάω εγώ να του μιλήσω και όχι η μάνα της. Σκεφτότανε ακόμη πως μπορεί να έλεγε και "Όχι". Μου 'δωσε η κυρά το δικό της το λαντώ, έτσι τη λέγανε εκείνη την καρότσα, φόρεσα τα καλά μου και εγώ, πήρε τα γκέμια ο Εμίν κι όσο πιο πρεπούμενα τραβήξαμε για το τσιφλίκι. Ο Νικολής ήταν χαρούμενος γιατί μόλις είχε λάβει γράμμα από τον Βάγιο και σκόπευε σε πρώτη ευκαιρία να κατέβει ένα βράδυ να μας το διαβάσει. Έτσι έκανε πάντοτες, μα νομίζω πως δε μας τα διάβαζε και όλα, γιατί τον έπιανα πότε πότε να πηδάει ολόκληρα κομμάτια. Ας είναι. Παραξενεύτηκε που μας είδε έτσι και με ρώτησε τι τρέχει. Αφήνοντας κατά μέρος τα μισόλογα και με το θάρρος της δεύτερης της μάνας γυρνάω και του λέω: "Γιε μου, καιρός να παντρευτείς κι η ’ννα μας σε θέλει. Και να κατέβεις αύριο ν' αλλάξουμε και βέρες και να μας διαβάσεις και το γράμμα του Βάγιου που τόσο θέλεις". Έτσι, μέσα σε δυο κουβέντες, τα είπα όλα. ’νοιξε ένα κουτί με κάτι τσιγάρα μαυριδερά, πρώτη φορά μου τον έβλεπα να καπνίζει έτοιμα τσιγάρα κι αφού τράβηξε μια ρουφηξιά, που ο καπνός κατέβηκε και δεν ξαναβγήκε, γύρισε και μου 'πε: "Εσύ μου λες ότι με θέλει, μα εκείνη δεν το δείχνει". Τον αποπήρα, "Και τι θαρρείς, τζάνεμ, πως ήρθα από δικού μου;". Του 'πα αλήθειες ψέματα ματσάκια και φεύγοντας του λέω: "Σε περιμένουμε αύριο βράδυ και μη μας ξερεζιλέψεις". Επέμεινε μέχρι το τέλος για την Κυριακή το μεσημέρι, που έτσι κι αλλιώς θα 'ρχότανε να φάμε σπίτι. Στο γυρισμό με ζώσανε τα φίδια. Λέγανε πως είχε σχέση με κάποια από τη Σμύρνη, που την εκράταγε κρυφή και κάθε βδομάδα πάγαινε και τη συναντούσε. Κάποια της φάνηκε πως τον είχε πάρει το μάτι της έξω από έναν κερχανά*. Σκιάχτηκα μην ήρθε η σειρά του να πει το "Όχι", μα κι απ' την άλλη θα το 'λεγε πιο καθαρά. Μ' άφησε να πάω να κάνω μέχρι την Κυριακή ό,τι ήτανε πρεπούμενο για την περίσταση εκείνη, μπορεί να ήθελε και να ξεκόψει απ' τη Σμυρνιά σκέφτηκα, κι έδιωξα τις κακές τις σκέψεις.


Διακρίσεις: 

Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και με το βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω για το μυθιστόρημά του Η ανατροπή και το 2009 με το βραβείο "Πρωτοποριακής δημιουργίας-Γιάννος Κρανιδιώτης", στη Λευκωσία.

Στο όνομά του το περ. Ο Αναγνώστης καθιέρωσε το βραβείο πεζογραφίας «Νίκος Θέμελης».