Όνομα: |
ΦΩΤΗΣ
|
Επίθετο: |
ΤΕΡΖΑΚΗΣ
|
Εργογραφία: |
Ποίηση
Τα αίματα της γλώσσας. Έξι ποιήματα (Όστρακα: Πάτρα 1988)
Πρόζα
Η αυλακιά τού Ρεμπώ. Τρία ταξίδια (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2010)
Αντίδρομα στον ήλιο. Ασιατικές ιχνογραφίες - τόμος Α΄ (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2014)
Αντίδρομα στον ήλιο. Ασιατικές ιχνογραφίες - τόμος Β΄ (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2015)
Δοκίμια
Φύση και Κοινωνία: γενεαλογία ενός τύπου συνείδησης και μιας σχέσης κυριαρχίας (΄Ερασμος: Αθήνα 1990) [περιέχεται επίσης στο Αποσπάσματα μιας φιλοσοφίας της φύσης, 2003]
Σημειώσεις για μιαν ανθρωπολογία της μουσικής (Πρίσμα: Αθήνα 1990)
Φιλελευθερισμός και τρομοκρατία. Πολιτικά κείμενα (Πρίσμα: Αθήνα 1991)
Οι Αντίποδες του ’60: πίσω από τη διφορούμενη έννοια του μεταμοντερνισμού και μέσ’ από τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (Πρίσμα: Αθήνα 1992)
Το φάντασμα μιας δεκαετίας. Κουλτούρα και εναλλακτικός πολιτισμός στη δεκαετία του 1960 [συλλογικός τόμος: επιμέλεια, με τη Σώτη Τριανταφύλλου] (Δελφίνι: Αθήνα 1994)
Φιλοσοφικός Ρεφορμισμός. Προβλήματα διαλεκτικής και ολότητας στη φιλοσοφία και στην πολιτική θεωρία του Jürgen Habermas (΄Ερασμος: Αθήνα, 1996)
Η Διαλεκτική Επαναπροσδιορισμένη. Συμβολή στη διερεύνηση των φιλοσοφικών και ανθρωπολογικών θεμελίων μιας έννοιας (Φιλίστωρ: Αθήνα 1996)
Μελέτες για το Ιερό (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 1997)
Ανορθολογισμός, φονταμενταλισμός και θρησκευτική αναβίωση: τα χρώματα της σκακιέρας, Δίγλωσση έκδοση (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 1998) [β΄ συμπληρωμένη έκδ. Εκδόσεις των Συναδέλφων: Αθήνα 2013]
Τα Ονόματα του Διονύσου: προαναγγελίες μιας διαρκώς ματαιούμενης έλευσης (Οξύ: Αθήνα 2000)
Το φάντασμα του έθνους καί το ικρίωμα της αγοράς. Πολιτικά κείμενα ΙΙ (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2001)
Το πνεύμα στην εξορία. Παπαϊωάννου-Καστοριάδης-Αξελός (΄Ερασμος: Αθήνα 2003)
Θάνατος καί εσχατολογικά οράματα. Θρησκειοϊστορικές προοπτικές [συλλογικός τόμος: επιμέλεια] (Αρχέτυπο: Θεσσαλονίκη 2003)
Αποσπάσματα μιας φιλοσοφίας της φύσης (Futura: Αθήνα 2003)
Νιτσεϊκές μεταμορφώσεις. Για την πρόσληψη του Νίτσε στην εποχή τού τεχνικοποιημένου καπιταλισμού (Futura: Αθήνα 2004)
Kαθεστώς Εκτάκτου Ανάγκης. Απόπειρες για μια επείγουσα κατανόηση του σύγχρονου κόσμου (Futura: Αθήνα 2005)
Τροχιές του αισθητικού. Η ιστορική σύσταση μιας αισθητικής φιλοσοφίας και ο ανθρωπολογικός της ορίζοντας (Futura: Αθήνα 2007)
Ερμηνευτικά για τη Σχολή της Φραγκφούρτης (Αλεξάνδρεια: Αθηνα 2008)
Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα (Futura: Αθήνα 2009)
Αντι-επιστημολογικά (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2012)
Η εποχή τής αντιψυχιατρικής (Επέκεινα: Τρίκαλα 2014) [περιέχεται επίσης στα Ονόματα του Διονύσου: προαναγγελίες μιας διαρκώς ματαιούμενης έλευσης, 2003]
Ο αναρχισμός στον κομμουνισμό. Εμμένοντας στην επαναστατική ανάγκη (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2014)
Για τα κοινωνικά κινήματα και το κράτος. Συζητήσεις και αντιπαραθέσεις / Μακρά και ακατάληκτη συνομιλία με τον Γιάννη Καλιόρη (Αρμός: Αθήνα 2015)
Μεταφράσεις
Ezra Pound - N. Stock: Ερωτική ποίηση από την αρχαία Αίγυπτο (Ερατώ: Αθήνα 1995)
Ανωνύμου: «Ο Αραβικός ΄Υμνος στο Χασίς». Παράρτ. στο Walter Benjamin, Το χασίς στη Μασσαλία, μετ. Πέπης Σουλιώτου (Πρίσμα: Αθήνα 1990)
Ανωνύμου: Άνθρωπος και Θεός. Ένας σουφικός ύμνος (Ηρόδοτος: Αθήνα 2004)
Julio Caimi, «Οι διάφορες τάσεις τής νέας ζωγραφικής στην Αθήνα», στο Μισέλ Φάις [επιμ.], Τζούλιο Καΐμη: ένας αποσιωπημένος (Γαβριηλίδης: Αθήνα 1994)
David Cooper, «Ο Σαρτρ για τον Ζενέ», στο R.D. Laing - D.G. Cooper, Λόγος και βία, μετ. Λένας Κασίμη (Praxis: Αθήνα 1983)
R.D. Laing - A.R. Lee - H. Phillipson, Διαπροσωπική Aντίληψη: θεωρία [με την Πέπη Σουλιώτου] (Πρίσμα: Αθήνα 1990)
Ronald D. Laing, Η σοφία, η τρέλα και η ανοησία. Η κατασκευή ενός ψυχιάτρου [με την Πέπη Σουλιώτου] (Praxis: Αθήνα 1990)
Anthony Wilden: Επιστημολογία και οικολογία (Παρουσία: Αθήνα 1997)
Anthony Wilden: Κριτική του φαλλοκεντρισμού στον Φρόυντ και στον Λακάν, και η λακανική θεωρία του Σταδίου τού Καθρέφτη (Οξύ: Αθήνα 1998)
Julius Evola, Η μεταφυσική του φύλου (Οξύ: Αθήνα 1998)
Alan Watts, Εισαγωγή στην Αγαλλιαστική Κοσμολογία (Πρίσμα: Αθήνα 1991)
Timothy Leary, Σχεδιασμός θανάτου (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 1999)
Stanislav Grof, Η ψυχολογία του μέλλοντος. Μελέτες και πειράματα από τη σύγχρονη έρευνα για τη διεύρυνση της συνείδησης (Αρχέτυπο: Θεσσαλονίκη 2002)
Theodore Roszak, Η γέννηση της αντικουλτούρας. Στοχασμοί γύρω από την τεχνοκρατική κοινωνία και τη νεανική αμφισβήτησή της (Futura: Αθήνα 2008)
Theodor W. Adorno, Τα άστρα κάτω στη γη. Κοινωνιοψυχολογική μελέτη της λαϊκής αστρολογίας (Πρίσμα: Αθήνα 1992) [β΄ αναθεωρημένη έκδ. Ηριδανός: Αθήνα 2014]
Theodor W. Adorno, Κοινωνιολογία της μουσικής [με τους Γ. Σαγκριώτη και Θ. Λουπασάκη] (Νεφέλη: Αθήνα 1997)
Theodor W. Adorno, Δοκίμια κριτικής της ψυχανάλυσης, επίμετρα: Talcott Parsons, Max Horkheimer [με τον Ζήση Σαρίκα] (Επέκεινα: Τρίκαλα 2015)
Theodor W. Adorno, «Θέσεις πάνω στη τέχνη και τη θρησκεία σήμερα», περ. Futura, 9 (Καλοκαίρι 2004): 182-190
Theodor W. Adorno, «Περί οδοφραγμάτων και ελεφάντινων πύργων»: η τελευταία συνέντευξη του Adorno, περ. Futura, 9 (Καλοκαίρι 2004): 226- 233
Walter Benjamin, Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας (Νήσος: Αθήνα 1999 / Ηριδανός: 2016)
Walter Benjamin, Το έργο τέχνης στην εποχή τής τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας (Επέκεινα: Τρίκαλα 2013)
Max Horkheimer, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη (Έρασμος: Αθήνα 2006)
Herbert Marcuse, «Η οικολογία και η κριτική της σύγχρονης κοινωνίας», στο Marcuse - Negri - Nietzsche - Robespierre, Κείμενα φιλοσοφίας, επιμέλεια-επίμετρο: Δημήτρης Λαμπρέλλης (Παπαζήση: Αθήνα 2013)
Martin Jay, Ερνστ Μπλοχ, καί η επέκταση του μαρξιστικού ολισμού στη φύση (Φιλίστωρ: Αθήνα 1996)
Martin Jay, Η Διαλεκτική Φαντασία. Ιστορία της Σχολής της Φραγκφούρτης και του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, 1923-1950 (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2010)
Jeanne A. Schuler, «Ο Κίρκεγκωρ υπό την οπτική τού Adorno», περ. Futura, 9 (Καλοκαίρι 2004): 192-201
Sabine Wilke, «Αναγνώσεις τού Χούσερλ από τον Adorno και τον Derrida», περ. Futura, 9 (Καλοκαίρι 2004): 202-225
Andreas Kalyvas, «Κανονιστικότητα και κριτική στη θεωρία της αυτονομίας τού Κορνήλιου Καστοριάδη», περ. Νέα Κοινωνιολογία, 31 (Φθινόπωρο 2000): 93-110
Αntonio Negri - Michael Hardt, «O τυφλοπόντικας του Μαρξ είναι νεκρός! Παγκοσμιοποίηση και επικοινωνία», στο Marcuse - Negri - Nietzsche - Robespierre, Κείμενα φιλοσοφίας, επιμέλεια-επίμετρο: Δημήτρης Λαμπρέλλης (Παπαζήση: Αθήνα 2013)
Rebecca Solnit, Ελπίδα μέσ’ στο σκοτάδι. Η ανέκφραστη ιστορία της δύναμης των ανθρώπων (Εκδόσεις 8: Αθήνα 2008)
R. Wellek, M. Jay, S. Buck-Morss, T. Eagleton, K. Hirtschkop, κ.ά., Μεταμαρξιστικά ρεύματα στην αισθητική και στη θεωρία της λογοτεχνίας (futura: Αθήνα 2003)
Μιχαήλ Μπαχτίν, «Εισαγωγή στο Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του», περ. Πλανόδιον, 38 (Καλοκαίρι 2005)
Edward E. Said, Οριενταλισμός (Νεφέλη: Αθήνα 1996
Aijaz Ahmad, Η λογοτεχνία ανάμεσα στα σημεία των καιρών: μεταξύ πολιτισμικού εθνικισμού και μεταμοντέρνου αντιεθνικισμού (Έρασμος: Αθήνα 2016)
Aijaz Ahmad, Πέρ’ από τον Οριενταλισμό. Έθνη, τάξεις, λογοτεχνίες, και οι ιδεολογικές χρήσεις τού τριτοκοσμισμού (Ηριδανός: Αθήνα 2017)
Bruno Latour, Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι. Δοκίμιο συμμετρικής ανθρωπολογίας (Σύναλμα: Αθήνα 2000)
Peter Burke, Ιστορία και κοινωνική θεωρία (Νήσος: Αθήνα, 2002)
Rudolf Bultmann, ΄Υπαρξη καί πίστη. Δοκίμια ερμηνευτικής θεολογίας (Άρτος Ζωής: Αθήνα 1995)
Karen Armstrong, Η ιστορία του Θεού (Φιλίστωρ: Αθήνα 1996)
Karen Armstrong, Μωάμεθ. Μια δυτική απόπειρα κατανόησης του Ισλάμ (Φιλίστωρ: Αθήνα 2002)
Karen Armstrong, Ισλάμ: μια σύντομη ιστορία (Πατάκης: Αθήνα 2002)
John P. Brown, Δερβίσες, ή ο μυστικισμός της Ανατολής (Ηρόδοτος: Αθήνα 2010)
Regina M. Schwartz, Βία καί μονοθεϊσμός. Η κατάρα του Κάιν (Φιλίστωρ: Αθήνα 2000)
D. Marquand - R.L. Nettler [επιμ.], Θρησκεία και δημοκρατία (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2003)
Susan Buck-Morss, Πέρ’ από τον τρόμο. Ισλάμ, κριτική θεωρία και αριστερά (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2006)
Richard W. Bulliet, Ισλαμοχριστιανικός πολιτισμός. Μία πρόταση (Εκδόσεις του 21ου: Αθήνα 2007)
Charlene Spretnak, Οι χαμένες θεές τής πρώιμης Ελλάδας (Απόπειρα: Αθήνα 1998)
Peter Kingsley, Αρχαία φιλοσοφία, μυστήρια και μαγεία. Ο Εμπεδοκλής και η πυθαγόρεια παράδοση (Αρχέτυπο: Θεσσαλονίκη 2001)
Martha Nussbaum, H ηθική του οίκτου στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή [με τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο] (Έρασμος: Αθήνα 2015)
William Morris, Η τέχνη στον καιρό της πλουτοκρατίας / Ελπίδες και φόβοι για την τέχνη (Ηριδανός: Αθήνα 2016)
Robert Layton, Ανθρωπολογία της τέχνης (Εκδόσεις του 21ου: Αθήνα 2003)
Bruno Nettl, Εθνομουσικολογία (Νήσος – υπό έκδοσιν)
Victor Turner, Από την τελετουργία στο θέατρο. Η ανθρώπινη βαρύτητα του παιχνιδιού (Ηριδανός: Αθήνα 2015)
Adam Kuper, Η επανάκαμψη της πρωτόγονης κοινωνίας. Μεταμορφώσεις ενός μύθου [με την Βενετία Καντσά] (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2007)
Georges Ε. Marcus & Michael M.J. Fischer, Η ανθρωπολογία ως κριτική του πολιτισμού (Ηριδανός: Αθήνα 2016)
Stanley Jeyaraja Tambiah, Μαγεία, επιστήμη, θρησκεία και το φάσμα της ορθολογικότητας (Ηριδανός: Αθήνα 2014)
Georges Devereux, Δοκίμια εθνοψυχανάλυσης (Επέκεινα: Τρίκαλα 2015)
Géza Róheim, Μαγεία και σχιζοφρένεια (Ηριδανός: Αθήνα 2015)
John Stuart Mill, Για την υποτέλεια των γυναικών (Νόηση: Αθήνα 2013)
Alfred North Whitehead, Διαδικασία και πραγματικότητα. Ένα δοκίμιο στην κοσμολογία (Παπαζήση: Αθήνα 2013)
John Dewey, Δημοκρατία και εκπαίδευση. Μια εισαγωγή στη φιλοσοφία της εκπαίδευσης (Ηριδανός: Αθήνα 2016)
www.fotisterzakis.gr
|
Διεύθυνση: |
Δημοφώντος 5,
118 51 Αθήνα
|
Έτος γέννησης: |
1959
|
Τόπος γέννησης: |
Πάτρα
|
Τίτλος αποσπάσματος: |
ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(Εκδόσεις Futura, Αθήνα 2005)
ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ - ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ
Η έννοια τού εθνικισμού, και μάλιστα στον πληθυντικό, "οι εθνικισμοί", άρχισε να κυκλοφορεί και πάλι στο τρέχον πολιτικό μας λεξιλόγιο κυρίως μετά την κατάρρευση τής Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυση τής ψυχροπολεμικής ισορροπίας μεταξύ των δύο ανταγωνιζόμενων παγκόσμιων μπλοκ. Όσοι σκέφτονταν σε αριστερή προοπτική μιλούσαν για "καπιταλισμό" και κάποιου είδους "σοσιαλισμό", σαν δύο αντιπαρατιθέμενους τρόπους παραγωγής με αναπόφευκτες τάσεις παγκοσμιοποίησης, παρότι προσώρας παρέμεναν και οι δύο εγκλωβισμένοι στην πολιτική μορφή τού έθνους-κράτους. Μία σημαντική μερίδα τής αριστερής διανόησης πίστευε επιπλέον πως η πολιτική μορφή τού έθνους-κράτους είχε δεσμούς περιεχομένου με τον αστικό-καπιταλιστικό κοινωνιοοικονομικό μόρφωμα και ήταν θεμελιωδώς απρόσφορη για την άρθρωση σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και διαχείρισης τής εργασίας: ως εκ τούτου, η εθνοκρατική διαμόρφωση των υποτιθέμενα σοσιαλιστικών ζωνών υπονόμευε τη δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων και προσέδενε αυτές τις κοινωνίες σε εσωτερικούς σχηματισμούς όμοιους --περισσσότερο ή λιγότερο, κι εδώ υπήρξε όντως μεγάλη διαφοροποίηση των αναλύσεων-- με αυτούς των πολιτικών ανταγωνιστών τους. Από τη μεριά εκείνων που υιοθετούσαν μια φιλελεύθερη οπτική, η αντιπαράθεση φαινόταν να είναι μεταξύ δεσποζουσών πολιτικών μορφών, οι οποίες θα έπρεπε να θεωρούνται ανεξάρτητα από ειδικά οικονομικά περιεχόμενα αφού, από τη δική τους σκοπιά, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και η επέκταση μιας εμπορευματικής οικονομίας φαινόταν περίπου ως μονόδρομος, ο μόνος που οδηγούσε σε μια επιθυμητή εκδοχή προόδου με αυξανόμενη ευημερία για μεγάλα κοινωνικά στρώματα: στο δικό τους λεξιλόγιο, οι αντιπαρατιθέμενες πολιτικές μορφές ήταν αυτές τής "δημοκρατίας" και τού "ολοκληρωτισμού" - νοούμενου ως κάποιου είδους οπισθοδρόμησης σε αυταρχικές, απολυταρχικές ή εν πάση περιπτώσει προ-αστικές μορφές διακυβέρνησης. Η διαμόρφωση τού εθνικού κράτους γινόταν αποδεκτή ως η αναγκαία πολιτική διαμεσολάβηση για την εμπέδωση των όρων τής δημοκρατίας και, παρ' όλο που οι συνακόλουθες εθνικές αντεκδικήσεις ήταν μια λυπηρή και αναπόφευκτη πραγματικότητα, υπήρχε μια αυξανόμενη διεθνής συναίνεση περί τού δημοκρατικού κανόνα ως ρυθμιστικής αρχής τού κοινωνικού παιχνιδιού και, άρα, επαφιόταν στη δημιουργία υπερκρατικών θεσμών και μορφών συνεργασίας η ελπίδα υπέρβασης των τυχόν εθνικών συγκρούσεων. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και το αμυντικό σύμφωνο τού ΝΑΤΟ ήταν οι κύριοι τέτοιοι υπερκρατικοί θεσμοί που δέσποσαν σε μεγάλο μέρος τού 20ού αιώνα.
Μετά τη διάλυση τού Ανατολικού μπλοκ ορισμένα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η διάλυση μεγάλων γραφειοκρατικών σχηματισμών κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη --και πιο χαρακτηριστικά ίσως στα Βαλκάνια, στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία-- έφεραν στην επιφάνεια ένα πλήθος μικρών λαών και γλωσσικών ή θρησκευτικών κοινοτήτων που μάχονται απεγνωσμένα για αναγνώριση υπό τη δεσπόζουσα μορφή τού έθνους-κράτους. Παρόμοια φαινόμενα εμφανίζονται σποραδικά και στην Κεντρική Ευρώπη (Τσεχοσλοβακία, Βόρειος Ιταλία) ή αναζωπυρώνονται σε περιοχές τής Δυτικής Ευρώπης όπου δεν είχαν ποτέ επιλυθεί (Χώρα των Βάσκων στην ισπανική μεθόριο, Βόρειος Ιρλανδία). Μια ανάλογη σύγκρουση αναζωπυρώνεται ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν με άξονα το χρονίζον πρόβλημα τού Κασμίρ, ενώ ένα άλλο πρόβλημα χρόνιας εθνικής αντεκδίκησης --ανάμεσα στους αυτόχθονες Παλαιστινίους και το εβραϊκό κράτος τού Ισραήλ-- θα γίνει αληθινή πυριτιδαποθήκη για την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων δημιουργώντας έναν οιονεί νέο άξονα διεθνούς αντιπαράθεσης: σε πρώτο επίπεδο μεταξύ τού αραβομουσουλμανικού κόσμου και τής προηγμένης Δύσης, σε δεύτερο επίπεδο μεταξύ ενός ευρύτερα εννοούμενου ανεπτυγμένου και νεοαποικιακού Βορρά κι ενός υποανάπτυκτου και πολιτικοοικονομικά εξαρτημένου Νότου. Θα μας πήγαινε πολύ μακριά εάν σε αυτά όλα προσθέταμε τα πολυάριθμα αυτονομιστικά κινήματα που αναπτύσσονται σε διάφορα σημεία τής Αφρικής και τού Ειρηνικού, απέναντι σε τεχνητά έθνη-κράτη που η διαμόρφωσή τους ήταν το αυθαίρετο και ωμό προϊόν τής ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Ο εθνικισμός γίνεται και πάλι τρέχουσα έννοια τής πολιτικής ανάλυσης, επειδή πρωτίστως γίνεται δεσπόζον εργαλείο για την άρθρωση πολιτικών αιτημάτων και κοινωνικών διεκδικήσεων μέσα στο σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα και στον διεθνή καταμερισμό πόρων και ισχύος. Την ίδια περίπου περίοδο θα εμφανιστεί μια πλημμυρίδα νέων μελετών με άξονα τις έννοιες τού έθνους και τού εθνικισμού - έργα όπως αυτά τού Wallerstein, τού Ernst Gellner ή τού Benedict Anderson ήταν μόνον ο προπομπός.
Σήμερα σκεφτόμαστε τον εθνικισμό ως την ιδεολογία που συνόδευσε σε όλα της τα στάδια την ιστορική γένεση τής μορφής έθνος-κράτος. Πρόκειται βεβαίως για την αστική μορφή κράτους, ουσιωδώς διαφορετική από άλλες κρατικές μορφές --όπως η αυτοκρατορία, αρχαία ή νεότερη, και όπως ο εμπορικός σύνδεσμος των συνασπισμένων πόλων τύπου Hanse ή Brugge-- η οποία επέτρεψε τη δημιουργία τού μορφώματος που ονομάζουμε καπιταλισμό. Βεβαίως, η μορφή έθνος-κράτος δεν συνάγεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, διότι πρωτο-καπιταλιστικές δομές βασισμένες στη χρηματιστική οικονομία ανιχνεύονται αρκετούς αιώνες πριν από τη γέννηση αυτού τού σχηματισμού• μάλλον θα πρέπει να πούμε ότι η ίδια η εθνοκρατική συγκρότηση, κάπου ανάμεσα στα μέσα τού 16ου και αρχές τού 17ου αιώνα στην Ευρώπη, επέβαλε στην κοινωνία μια σειρά από αναγκαστικές ρυθμίσεις οι οποίες ήταν απολύτως αναγκαίες για τη διαμόρφωση ενός κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: νομισματική ενοποίηση και δημοσιονομικός σχεδιασμός, έλεγχος των εισαγωγών και των εξαγωγών, σχετική ειρήνη στο εσωτερικό των συνόρων, περιφράξεις τής γης και καθυπόταξη των αγροτικών στρωμάτων στους όρους μιας οικονομίας τής αγοράς προκειμένου να παραχθεί ένα στρώμα ξερριζωμένου πληθυσμού που θ' αναγκαστεί να πουλήσει την εργατική του δύναμη στη μανιφακτούρα, και αργότερα στο εργοστάσιο. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η πρώτη συγκρότηση τής μορφής έθνος-κράτος συμπίπτει με το στάδιο τού μερκαντιλισμού, και η ολοκλήρωσή του με το στάδιο τής πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, έως τα μέσα τού 19ου αιώνα στην ηπειρωτική Ευρώπη, οπότε και σχηματίζονται οριστικά τα σημερινά ευρωπαϊκά --όπως άλλωστε και τα αμερικανικά-- έθνη. Η ίδια η βιομηχανική επανάσταση απαιτεί έναν τεράστιο αριθμό ρυθμίσεων για τον έλεγχο των κοινωνικών συγκρούσεων και την επιβολή τής εργασιακής πειθαρχίας, που θα ήταν αδύνατες χωρίς τον κατασταλτικό μηχανισμό τού εδραιωμένου εθνικού κράτους. Απαιτεί επίσης μια τεράστιας κλίμακας πρωταρχική συσσώρευση η οποία θα ήταν αδύνατη χωρίς την αποικιοκρατική λεηλασία πρώτων υλών και πολύτιμων μετάλλων, προϊόν εξωτερικών κατακτητικών επιχειρήσεων που όχι μόνο προϋποθέτουν ένα στρατιωτικά οργανωμένο κράτος αλλά και, όπως εκ των υστέρων μπορούμε να δούμε, ήταν οι ίδιες ένας παράγοντας που ώθησε αποφασιστικά στη δημιουργία του. Οι αποικιακές επιχειρήσεις στην Αμερικανική ήπειρο, στην Αφρική, στην Ασία και στον Ειρηνικό θα δημιουργήσουν ένα δίκτυο εκτατικής εκμετάλλευσης κατά μήκος τού άξονα κέντρο-περιφέρεια εξασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις για μια εντατική εκμετάλλευση τής εργασίας στο εσωτερικό μιας έτσι διαμορφωμένης κεντρικής ζώνης - και ο σταθερός κόμβος όλων αυτών των μετασχηματισμών γίνεται ακριβώς η μορφή τού έθνους-κράτους.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει να κατανοούμε τον εθνικισμό ως τον τύπο τής ιδεολογίας που αντιστοιχεί στη γένεση αυτής τής ιστορικής μορφής. Τα παράδοξα τού εθνικισμού έχουν διερευνηθεί επαρκώς στις ημέρες μας: η πλασματική κατασκευή μιας υποτιθέμενα αναλλοίωτης ουσίας που είναι παρεπόμενο τής χρήσης ενός ονόματος• η αναδρομική προέκταση στο παρελθόν στοιχείων και ιδιοτήτων τα οποία είναι παράγωγα ειδικών και σχετικά πρόσφατων ιστορικών θεσπίσεων• η αυθαίρετη επιλογή κομματιών από ετερογενή ιστορικά παρελθόντα προκειμένου να ενταχθούν στην κατασκευή μιας συνεκτικής γραμμικής αφήγησης• ο εκ των υστέρων καθαγιασμός μιας σειράς συμπτωματικών συμβάντων έτσι ώστε να δίνεται η αίσθηση ενός προδιαγεγραμμένου και αυτοεκπληρούμενου πεπρωμένου• κοκ. Το ιδεολογικό πλέγμα που ενεργεί πίσω απ' όλες αυτές τις στρατηγικές μπορεί να συνοψιστεί στην εμβληματική διακήρυξη τού εθνικισμού: "Μία γλώσσα, μία θρησκεία, ένας λαός". Μια γρήγορη εξέταση αυτών των στοιχείων μπορεί να μας δώσει ακόμη καθαρότερη εικόνα τής ιδεολογικής στρατηγικής τού εθνικισμού.
Η γλώσσα δεν είναι διόλου αυτονόητα προϋπόθεση ομοιογένειας, ούτε καν αναγκαίο προαπαιτούμενο για οιαδήποτε μορφή πολιτικής ενοποίησης. Τόσο οι αρχαίες όσο και οι νεότερες αυτοκρατορίες περιείχαν στα όρια τής επικράτειάς τους πληθυσμούς γλωσσικά ανομοιογενείς - όπως άλλωστε και θρησκευτικά ανόμοιες κοινότητες, διαφορετικά συστήματα παραγωγής και, ιδίως οι αρχαίες, διαφορετικές μορφές οργάνωσης τής συγγένειας. Η εθνική γλώσσα ως έμβλημα μιας αδιαμφισβήτητης κοινότητας είναι στην πραγματικότητα μια κατασκευή τού ίδιου τού εθνικού κράτους μέσω τής διάδοσης και τής εξαναγκαστικής επιβολής τής εκπαίδευσης. Η υποχρεωτική εκπαίδευση, το σχολείο, συνιστά πρωταρχικό μέλημα κάθε εθνικού κράτους επειδή είναι το πρώτιστο εργαλείο επιβολής των όρων τής πολιτισμικής αναπαραγωγής του - και η γλωσσική ομογενοποίηση είναι το κύριο προϊόν αυτής τής εξουσιαστικής του στρατηγικής.
Ο όρος "λαός" περιγράφει μια φαντασιακή κοινότητα όπως αυτή ορίζεται ήδη στα όρια τής εθνοκρατικής της συγκρότησης, και δύο συνώνυμες έννοιές του στις γλωσσικές χρήσεις τού εθνικισμού είναι αυτές τής "φυλής" και τού "γένους". Πρόκειται για μια οιονεί-βιολογική σύλληψη τού συλλογικού δεσμού, η οποία σε ορισμένες ακραίες εθνικιστικές ρητορικές έχει επίσης εκφραστεί με την έννοια τού "αίματος". Αυτή η φανταστική ενδογαμία που υποτίθεται ότι περιχαρακώνει ένα στοιχείο καθαρότητας και ομοιογένειας είναι εύκολο να δείξει κανείς ότι στηρίζεται σε μια μυστικοποίηση τής συγγένειας. Μια τέτοια μυστικοποίηση ωστόσο προϋποθέτει πραγματικές δράσεις πάνω στο κοινωνικό σώμα, και πρωτίστως την εξάρθρωση προηγούμενων, εκτεταμένων μορφών συγγένειας περισσότερο ή λιγότερο στον τύπο τού εξωγαμικού --πατρογραμμικού είτε μητρογραμμικού-- γένους. Από θετική άποψη, συνεπάγεται την επιβολή τού ζευγικού-μονογαμικού τύπου οικογένειας ο οποίος, χάρη στην αποσύνθεση των ευρύτερων δικτύων σεξουαλικής ανταλλαγής, αναδιευθετείται δυνάμει μιας εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης που ρυθμίζει από τα κληρονομικά ζητήματα μέχρι τον έλεγχο των γεννήσεων. Η ίδια η σφαίρα τού ιδιωτικού, που η αστική ιδεολογία αντιπαραθέτει συστηματικά στο δημόσιο, μπορούμε να δούμε ότι είναι εξ ολοκλήρου μια κατασκευή εκ μέρους των "δημοσίων" μηχανισμών τού κράτους: το ληξιαρχικό αρχείο αντικαθιστά την αναγνωρίσιμη γενεαλογία και δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας κοινής, ενδογαμικής καταγωγής τής οποίας ο μυθικός προπάτορας είναι, ακριβώς, το ίδιο το κράτος.
Για τη θρησκεία ισχύει κατ' αρχάς ό,τι και για τη γλώσσα. Μια θρησκευτική κοινότητα είναι πρωτίστως μια κοινότητα λατρείας, δηλαδή τελετουργικής συμμετοχής, πράγμα που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ούτε γλωσσική ούτε φυλετική ούτε άλλου είδους ομοιογένεια - παρότι βεβαίως πολλές, περιθωριακές κυρίως, λατρευτικές κοινότητες τείνουν να δημιουργούν δικά τους γλωσσικά ιδιώματα ως μέσο αντίστασης στην πολιτισμική ηγεμονία. Σε όλο σχεδόν τον αρχαίο κόσμο η γλώσσα τού ιερού δεν είναι σχεδόν ποτέ η καθομιλούμενη γλώσσα τής λατρευτικής κοινότητας, και η ακατανοησία της συχνά συνιστά προϋπόθεση για να είναι ιερή γλώσσα. Η λατρευτική πρακτική δεν συνδέεται επίσης με επικρατούντες κανόνες συγγένειας, τουναντίον τείνει να τους παραβιάζει τελετουργικά στην οργιαστική ιεροπραξία. Θα χρειαστεί να γίνει η κρίσιμη ιστορική μετάβαση προς τον μονοθεϊστικό τύπο θρησκείας, που ανασυγκροτεί τη λατρευτική κοινότητα με ριζικά νέο τρόπο ως κοινότητα πίστης στο ιερό βιβλίο, για να δούμε να συναρθρώνονται μέσα στη θρησκεία --με την καινούργια έννοια που αποκτάει εδώ ο όρος γλώσσα, συγγένεια και ηθικότητα επί τη βάσει τής αδιαπραγμάτευτης προτεραιότητας τού Νόμου, που είναι ακριβώς "το θέλημα τού Θεού". Αυτή η κοσμογονική μετάβαση στις θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές έγινε ακριβώς στο αρχαίο Βασίλειο τού Ισραήλ, πράγμα που μας δίνει μια ουσιώδη πληροφορία για την προϊστορία τού εθνικισμού. Πράγματι, αν αναζητήσουμε το απώτατο παράδειγμα έθνους-κράτους στην ιστορία, τη δοκιμαστική σαν να λέμε ανάδυση αυτής τής μορφής, θα το βρούμε αποκλειστικά στο αρχαίο Ισραήλ, την πρώτη ιστορικά κοινωνία που επιδίωξε να αυτοκαθοριστεί βάσει μιας ισχυρής φαντασιακής ομοιογένειας, αποκλείοντας αυστηρά την επιγαμία, εσωτερικεύοντας απεριόριστα τις θεσμικές επιταγές και δημιουργώντας μιαν ισχυρή γλωσσική ταυτότητα μέσω τής πίστης στο αποκεκαλυμμένο τής γλώσσας τού ιερού βιβλίου - στοιχεία τα οποία θα μιμηθούν μόνο εν μέρει στην πρώτη τους περίοδο οι δύο ακόλουθοι μονοθεϊσμοί, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. Αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι η ιστορική αφήγηση τού αρχαίου Ισραήλ ως "περιούσιου λαού" γίνεται αναδρομικά ο κύριος νομιμοποιητικός μύθος όλων των νεότερων ευρωπαϊκών εθνικισμών, οι οποίοι προβαίνουν στο γιγάντιο επικό τους εγχείρημα με τη Βίβλο στο χέρι. Υπό αυτή την οπτική θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι, πράγματι, ο μονοθεϊσμός υπήρξε ιστορικά το προσχέδιο κάθε εθνικιστικής ιδεολογίας - και μόνο με αυτή την έννοια η θρησκευτική ομοιογένεια μπορεί αναδρομικά να τεθεί ως αξίωση τού εθνικισμού: με την έννοια ότι μιλάμε αναγκαία για μια μονοθεϊστική πίστη, η οποία αποτυπώνει προκαταβολικά και σχεδόν ιδεοτυπικά το ιδεολογικό πρόγραμμα τού εν τη γενέσει εθνικισμού.
Αν ο εθνικισμός είναι η τυπική νομιμοποιητική ιδεολογία τού νεοτερικού, αστικού κράτους, όπως υποστήριξαμε ώς εδώ, οι τροπές και οι μεταμορφώσεις του στην εποχή μας θα πρέπει να ακολουθούν στενά τις ιστορικές περιπέτειες τής γένεσης των νεοτερικών εθνών. Αυτή η ιστορία δεν είναι διόλου απλή ή ομοιογενής. Τα μείζονα ευρωπαϊκά κράτη που θα ρυθμίσουν εν πολλοίς τα πεπρωμένα τού κόσμου γεννιούνται, όπως είπαμε, την εποχή των μεγάλων ποντοποριών, ανάμεσα στον 16ο και τον 17ο αιώνα. Για άλλες περιοχές τής Ευρώπης όμως η εθνική ολοκλήρωση και η κρατική συγκρότηση θα αργήσει πολύ: για την Γερμανία όπως και για την Ιταλία θα έρθει μόνο στις τελευταίες δεκαετίες τού 19ου αιώνα. Η εκβιομηχάνιση που, όπως επίσης είπαμε, προϋπέθετε την αποφασιστική κρατική παρέμβαση στο κοινωνικό σώμα, σε αυτές τις περιοχές έγινε λοιπόν με μεγάλη καθυστέρηση και άκρως βεβιασμένα, χωρίς τα περιθώρια για εκτατική εκμετάλλευση αφού την εποχή αυτή όλος ο υπερπόντιος κόσμος είναι οριοθετημένος για λογαριασμό --κυρίως-- τής Αγγλίας και τής Γαλλίας, με μιαν αναμενόμενη βιαιότητα τής εντατικής εκμετάλλευσης που θα άφηνε ανεξίτηλα σημάδια στο κοινωνικό σώμα - και το ίδιο εν πολλοίς συνέβη και στη Ρωσία ή στην Ιαπωνία. Είναι τυχαίο άραγε ότι σε αυτές ακριβώς τις χώρες ο εθνικισμός θα λάβει έναν ιδιαζόντως παραληρηματικό χαρακτήρα και θα επενδύσει την ανάδυση ενός νέου αυταρχικού κοινωνικού σχηματισμού, στον οποίον η φιλελεύθερη γλώσσα θα δώσει το όνομα τού ολοκληρωτισμού; Η ιδιομορφία τής ρωσικής περίπτωσης έγκειται στο ότι εδώ οι εξελίξεις αυτές ακολούθησαν μια εργατική επανάσταση που οραματίστηκε την οριστική άρση των εκμεταλλευτικών σχέσεων τού κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, όμως η ρητορική δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει: ο σοσιαλισμός σε εθνικά-κρατικά όρια είναι εξ ορισμού ανέφικτος, και η πολιτική μορφή προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά περιεχόμενα. Ο μπολσεβικισμός προσανατολίστηκε από την πρώτη στιγμή στη βεβιασμένη εκβιομηχάνιση που κανονικά θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί υπό αστικές συνθήκες, και η φύση τού νέου καθεστώτος προσδιορίστηκε από τη θέση που ήταν αναγκασμένο να λάβει μέσα στο διακρατικό ανταγωνιστικό σύστημα τού αστικού και καπιταλιστικού κόσμου: υπό αυτές τις περιστάσεις ακολούθησε τη μοίρα των καθυστερημένων εθνικισμών τής υπόλοιπης Ευρώπης, και ο σοβιετικός σοσιαλ-πατριωτισμός ανέπτυξε δομικώς παράλληλα χαρακτηριστικά με τον γερμανικό ναζισμό, τον ιταλικό φασισμό και την ιαπωνική εθνολατρεία. Ποια ακριβώς ήταν αυτά θα το δούμε σε λίγο, εξετάζονταν την έννοια τού "ολοκληρωτισμού". Εκείνο που για την ώρα μάς ενδιαφέρει είναι να επισημάνουμε εδώ την εμφάνιση ενός δεύτερου τύπου εθνικισμού, που τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του οφείλονται στην καθυστερημένη εθνοκρατική ολοκλήρωση.
Υπάρχει τέλος μια τρίτη παραλλαγή εθνικιστικών ιδεολογιών, αυτές που ανέπτυξαν τα περισσότερα αντιαποικιακά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο κυρίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, που οδήγησαν σε πραγματική ρήξη των κρίκων τής ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, δίνουν σε τούτη την τελευταία μορφή εθνικισμού έναν κάπως ριζοσπαστικό χαρακτήρα, κάτι που μας κάνει απρόθυμους να ταυτίσουμε τον απελευθερωτικό εθνικισμό των κυριαρχουμένων με τον κατακτητικό εθνικισμό των κυριάρχων. Και όμως• αν προσέξουμε καλύτερα θα δούμε ότι η δημιουργία των "νέων εθνών" στη δεκαετία τού '50 και τού '60 ακολούθησε συνοπτικά όλα τα στάδια που είχε γνωρίσει η Ευρώπη κατά την εθνική-κρατική της ολοκλήρωση τρεις και πλέον αιώνες νωρίτερα, και άλλωστε στην πλειοψηφία αυτών των χωρών η νέα κρατική οντότητα που αναδύθηκε στηρίχτηκε στον σκελετό τής αποικιακής διοίκησης που άφησαν πίσω τους οι Ευρωπαίοι κατακτητές. Αυτές οι δομικές ομοιότητες είναι άραγε άσχετες με την οδυνηρή εμπειρία που είχαμε κατ' επανάληψη μέσα στις τελευταίες δεκαετίες - τού μετασχηματισμού των εθνικισμών τής εθνικής απελευθέρωσης σε εθνικισμούς δικτατορικής κυριαρχίας (όπως ακριβώς λίγο νωρίτερα τού μετασχηματισμού των σοσιαλιστικών επαναστάσεων σε γραφειοκρατικές τυραννίες);
Απ' όσα προηγήθηκαν δύο πράγματα πρέπει να έχουν γίνει σαφή: πρώτον, ότι το σύμπλεγμα τού εθνικισμού είναι η συνοδευτική ιδεολογία τής διαμόρφωσης τού αστικού, νεωτερικού τύπου κράτους που ήταν αναγκαίο προαπαιτούμενο για την εμπορευματική αναδιάρθρωση τού συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και την επιβολή των κεφαλαιοκρατικών όρων παραγωγής• δεύτερον, ότι η τυπολογία των εθνικισμών ακολουθεί κατά πόδας τα στάδια και τους όρους υπό τα οποία οι διάφορες κοινωνίες τού καπιταλιστικού κέντρου και τής περιφέρειας οδηγούνται στην εθνοκρατική ολοκλήρωση - που σημαίνει, εντάσσονται σε ένα παγκόσμιο διακρατικό πλέγμα σχέσεων εντός τού οποίου και μόνο μπορούν να διεκδικήσουν πρόσβαση σε υλικούς πόρους, τεχνολογική γνώση και πολιτική ή στρατηγική επιρροή.
Οι εθνικές ή εθνοτικές διεκδικήσεις τής πολύ πρόσφατης εποχής, σε όποιον βαθμό αρθρώνονται υπό τέτοια μορφή, μπορούν να γίνουν κατανοητές ως το τελευταίο ωστικό κύμα αυτής τής πορείας προς την αστική και καπιταλιστική νεωτερικότητα. Ένα άλλο παράδοξο παρουσιάζεται όμως ταυτόχρονα: σε ένα μεγάλο μέρος τους αυτά τα κινήματα επενδύονται με επιθετικές θρησκευτικές ιδεολογίες που προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά στον κύκλο των τριών μονοθεϊσμών (μολονότι αντίστοιχα φαινόμενα εμφανίζονται τελευταία και στα πλαίσια τού Ινδουισμού). Αν στην παραδοσιακή ρητορική τού εθνικισμού η θρησκευτική ταυτότητα αποτελούσε μία από τις συνιστώσες τής πολιτικής διεκδίκησης, με αναπόφευκτη συνέπεια να χάνει το βάρος της όταν η εθνοκρατική ολοκλήρωση είχε επιτευχθεί, εδώ τα πολιτικά αιτήματα εμφανίζονται αδιαχώριστα συνυφασμένα, σε ρητορικό τουλάχιστον επίπεδο, με θρησκευτικούς σκοπούς. Μια θρησκευτικότητα παράδοξη, καταστατικά πολιτικοποιημένη και άκρως επιθετική απέναντι σε όσους δεν συμμερίζονται το δικό της όραμα για τον κόσμο και την ιστορία, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να επιβάλει δια τής ισχύος τη θέλησή της στο όνομα τού Θεού, ενώ ταυτόχρονα είναι στραμμένη στο παρελθόν αντιμετωπίζοντας με καχυποψία και εχθρότητα κάθε νεωτερισμό και ιδίως το είδος τής φιλελεύθερης, πλουραλιστικής νεωτερικότητας που γεννήθηκε από τον Διαφωτισμό: σήμερα έχει επικρατήσει να την ονομάζουμε "φονταμενταλισμό", υποδεικνύοντας με τον όρο κυρίως τα ριζοσπαστικά ισλαμικά κινήματα που εξαπλώνονται σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ από το 1990 και μετά πολλοί φιλελεύθεροι αναλυτές θα την παρουσιάσουν ως τον κατεξοχήν "εχθρό" των δυτικών δημοκρατικών παραδόσεων, που έρχεται να αντικαταστήσει τον (κομμουνιστικό) ολοκληρωτισμό.
Ο όρος φονταμενταλισμός έχει όμως χριστιανική προέλευση. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα ριζοσπαστικά, άκρως πουριτανικά και στρατευμένα ρεύματα τού Προτεσταντισμού που με τη Βίβλο στο στήθος και με το μαστίγιο στο χέρι ολοκλήρωσαν τον εποικισμό τού Νέου Κόσμου, εξολόθρευσαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς και ίδρυσαν, μετά την Ανεξαρτησία τού 1776, την Ομοσπονδία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε όλη την πορεία τής μεταμόρφωσης των ΗΠΑ σε σύγχρονο αστικό και καπιταλιστικό κράτος παρέμειναν ιδιαζόντως ισχυρά, εν συγκρίσει προς τις αντίστοιχες θρησκευτικές ομάδες τής Ευρώπης που ο ζήλος τους κόπασε μετά την εθνοκρατική ολοκλήρωση, και συχνά αναζωπυρώνονται, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, ασκώντας σημαντική επιρροή στη δημόσια και πολιτική ζωή. Σήμερα η Ευαγγελική Εκκλησία, συνδεόμενη στενά με την αμερικανική Ακροδεξιά που έκανε μια εντυπωσιακή επανεμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο κατά την περίοδο Ρήγκαν, φαίνεται να ασκεί άμεση επιρροή στην κυβέρνηση Μπους (τού νεοτέρου) και να είναι εδραιωμένη όσο ποτέ στο παρελθόν μέσα στον Λευκό Οίκο. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το φαινόμενο χρειάζεται ίσως μια πολύ πιο λεπτομερής ανάλυση τής αμερικανικής κοινωνίας και ζωής. μπορούμε ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι το φαινόμενο ενός χριστιανικού φονταμενταλισμού που αρθρώνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια κοινωνικών στρωμάτων τα οποία πλήττει ο υστεροκαπιταλιστικός εκσυγχρονισμός και οι νέες μορφές καταμερισμού τής εργασίας, και αρθρώνεται στη γλώσσα μιας νεοπαραδοσιακής υπεράσπισης εθνικοθρησκευτικών αξιών που έχουν ήδη καταστεί παρωχημένες από τη διεθνοποίηση τού κεφαλαίου και των μηχανισμών τής αγοράς, δεν είναι άγνωστο φαινόμενο σε πολλές κοινωνίες τής Ευρώπης - περιλαμβανομένης τής νεοελληνικής, όπου το πρόσφατο σχεδόν κίνημα τής Νεορθοδοξίας και οι απηχήσεις τής ρητορικής του στη σημερινή ηγεσία τής Ελληνικής Εκκλησίας πιστοποιούν ένα ανάλογο, αυθεντικά φονταμενταλιστικό ρεύμα.
Υπάρχει προπαντός όμως μία άλλη εκδοχή φονταμενταλισμού που επρόκειτο να πυροδοτήσει πολλές και βαρύνουσες εξελίξεις στο δεύτερο ήμισυ τού 20ού αιώνα: το εβραϊκό κίνημα τού Σιωνισμού, που ξεκίνησε σαν μια ουτοπική-μεσσιανική επαγγελία για τους διωκόμενους εβραϊκούς πληθυσμούς τής Ευρώπης στα τέλη τού 19ου αιώνα για να συνοψίσει εντέλει τις επιδιώξεις και τη στρατηγική του στο αίτημα δημιουργίας ενός εβραϊκου κράτους στην ιστορική κοιτίδα τού εβραϊκού λαού, τη γη τής Παλαιστίνης. Το κράτος αυτό δημιουργήθηκε τελικά το 1948 υπό την προστασία των αποχωρουσών αποικιοκρατικών δυνάμεων τής Γαλλίας και τής Βρετανίας, με την έμμεση στήριξη αρχικά και τής Σοβιετικής Ένωσης, ενώ λίγο αργότερα, στη δεκαετία τού '60, ισχυροποιήθηκε απεριόριστα χάρη στην αποφασιστική υιοθέτησή του από την κύρια νεοαποικιακή δύναμη που είχε εν τω μεταξύ εκδιπλώσει τις γεωστρατηγικές της φιλοδοξίες στην περιοχή: των ΗΠΑ. Προπύργιο τού ευρωπαϊκού και αμερικανικού νεοαποικισμού στην ευαίσθητη περιοχή τής Μέσης Ανατολής, το κράτος αυτό υπήρξε από την πρώτη στιγμή ένα ηθικό και πολιτικό σκάνδαλο: εγκαθιδρυμένο μέσ' από μιαν αρχική ωμή γενοκτονία των αυτόχθονων αραβικών πληθυσμών τής περιοχής, θα αρνηθεί ν' αποκτήσει Σύνταγμα προκειμένου να έχει απεριόριστη ευχέρεια διαπραγματεύσεων με τις ακραίες θρησκευτικές ομάδες στις οποίες βασίζεται για τη στήριξή του, και προκειμένου να επιβάλει ένα ανατριχιαστικά οπισθοδρομικό καθεστώς διακρίσεων βάσει τού ποιος είναι "Εβραίος" και ποιος όχι, χρησιμοποιώντας καιροσκοπικά πότε το φυλετικό και πότε το θρησκευτικό κριτήριο. θα διατηρήσει σε κατάσταση οιονείαιχμαλωσίας τις αραβοπαλαιστινικές κοινότητες που επέζησαν μέσα στην επικράτειά του υπό συνθήκες στέρησης των στοιχειωδέστερων φυσικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, θα εισβάλει επανειλημμένα στις γειτονικές χώρες προσαρτώντας εδάφη και ασκώντας μαζικές εκκαθαρίσεις πληθυσμών, περιφρονώντας αλλεπάλληλα ψηφίσματα τού ΟΗΕ και αναπτύσσοντας απαγορευμένα όπλα μαζικής καταστροφής, χημικά και πυρηνικά, χάρη στην τεχνογνωσία και στην απεριόριστη υλική βοήθεια από το στρατωτικοβιομηχανικό καθεστώς των ΗΠΑ, τού οποίου γίνεται όλο και περισσότερο ένα οργανικό προσάρτημα. Το Ισραήλ είναι το κατεξοχήν φονταμενταλιστικό κράτος σήμερα, οι δομές και η ιδελογία τού οποίου μπορούν να χρησιμεύσουν ως ορισμός τής έννοιας τού φονταμενταλισμού.
Αναμενόμενα, το Ισραήλ αποτελεί ένα διαρκές τραύμα στον αραβικό κόσμο. αλλά δεν είναι το μόνο. Στις δεκαετίες τού '50 και τού '60 οι αραβικές χώρες, ακολουθώντας την πορεία των περισσότερων απο-αποικοποιημένων περιοχών τής ίδιας περιόδου, σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω προσπάθησαν να δημιουργήσουν εθνικά κράτη ικανά να τους δώσουν μια βιώσιμη θέση στο παγκόσμιο σύστημα κατανομής των πόρων και τής ισχύος. Η ιδεολογία που ανέπτυξαν ήταν, όπως συνέβαινε πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις, η ιδεολογία ενός αραβικού εθνικισμού με διαφορετικές ίσως κατά τόπους εμφάσεις, αλλά σε μια ορισμένη προπτική οικουμενικότητας που αποκρυσταλλώθηκε στην ιδέα τού παναραβισμού. Τα παραδοσιοκρατικά ρεύματα, που οπωσδήποτε υπήρχαν και ακολουθούσαν τη δική τους τροχιά συγκρότησης, απομονώθηκαν και η κυρίαρχη ρητορική ήταν αυτή ενός εκσυγχρονισμού με αραβικό πρόσωπο, στα μέτρα των αραβικών αναγκών και ιδιομορφιών. Το ρεύμα αυτό προσέκρουσε σε ένα δραματικό όριο μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών τού 1967 όταν το Ισραήλ, με τη στήριξη των δυτικών του συμμάχων, ταπείνωσε τον ηγέτη που ενσάρκωσε για μία στιγμή τις ελπίδες όλου τού αραβικού κόσμου, τον Αμπντάλ Νάσερ τής Αιγύπτου, δείχνοντας ότι καμία έξοδος από τη νεοαποικιακή ηγεμονία τής Δύσης σε οικονομικό, πολιτισμικό και στρατιωτικό επίπεδο δεν ήταν ρεαλιστική ελπίδα για τις αραβικές χώρες. Η πολύπλευρη οικονομική και τεχνοστρατιωτική τους εξάρτηση από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, η εδραίωση μιας σειράς καθεστώτων ανατριχιαστικά αυταρχικών στο εσωτερικό και απεριόριστα ενδοτικών στις θελήσεις των δυτικών προστατών τους στο εξωτερικό, η κοινωνική και πολιτισμική υποβάθμιση που ήταν προϊόν τού βίαιου εκμοντερνισμού τους προκειμένου να ενταχθούν --υπό δυσμενείς όρους-- στο παγκόσμιο σύστημα τής αγοράς, η συντριβή των αριστερών κινημάτων χάρη στη δυνατότητα ελέγχου των κυβερνήσεων από τις αμερικανικές υπηρεσίες στο ευρύτερο πλαίσιο τού Ψυχρού Πολέμου, όλ' αυτά στάθηκαν αποφασιστικοί παράγοντες για μια ριζική μεταστροφή που οδήγησε εντέλει στη θεαματική ενίσχυση των παραδοσιοκρατικών ρευμάτων. Δεν χρειάζεται να μπούμε εδώ στις ιστορικές λεπτομέρειες αυτής τής μεταστροφής που δεν ήταν ούτε απλή ούτε σύντομη, αλλά εκτυλίχτηκε αργά και σε διάφορα στάδια, με διάφορες οπισθοδρομήσεις ή πλαγιοδρομίες και με κυμαινόμενη στήριξη εκ μέρους των αμερικανικών γεωστρατηγικών σχεδιασμών, από την Ιρανική επανάσταση τού 1978 μέχρι τα δραματικά γεγονότα τής τελευταίας τριετίας - τού πλήγματος τής 11ης Σεπτεμβρίου στην καρδιά των ΗΠΑ και τής ωμής εισβολής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ από τους Αμερικανοβρετανούς και τους συμμάχους τους. Εκείνο που έχει σημασία για τους σκοπούς αυτής τής συζήτησης είναι ότι αναπτύχθηκε πράγματι ένας ισλαμικός φονταμενταλισμός ο οποίος, κάτω από το παραδοσιοκρατικό πέπλο μιας "επιστροφής" στο Ισλάμ και στο αναχρονιστικό γράμμα τού θρησκευτικού νόμου, τής σαρί'α, επανερμήνευσε με ριζικά νεωτερικό τρόπο την ιστορική θρησκεία δίνοντας άσυλο στην απελπισία και στη δυσαρέσκεια μιας τεράστιας μερίδας τού πληθυσμού τής γης και αρθρώνοντας τα ματαιωμένα αντι-ιμπεριαλιστικά, εξισωτικά και απελευθερωσιακά αιτήματα υπό τη μορφή μιας πανίσχυρης θρησκευτικής αλληγορίας.
Αυτός ο αλληγορικός χαρακτήρας πρέπει να θεωρηθεί ως συστατικός για την έννοια τού φονταμενταλισμού, σε όλες τις εκδοχές του. Πίσω από τη θρησκευτική ρητορική διαφαίνονται επιτακτικά πολιτικά αιτήματα τα οποία, για λόγους που μπορεί να ποικίλουν τεραστίως από περίπτωση σε περίπτωση, είναι δύσκολο ή αδύνατο να αρθρωθούν ως τέτοια. Ειδικά στις δεσπόζουσες εκδοχές τού Σιωνισμού και του μαχητικού Ισλαμισμού φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για μορφές υπερκαθυστερημένου εθνικισμού, εθνικισμού τού οποίου η αρμόζουσα ιστορική στιγμή έχει παρέλθει καθώς το παγκόσμιο σύστημα βρίσκεται στο στάδιο τής ραγδαίας διεθνοποίησής του - έχοντας υπερβεί διαλεκτικά, όπως λέμε, το στάδιο στο οποίο δέσποζε πολιτικά η μορφή τού έθνους-κράτους. Μπορούμε λοιπόν να πούμε δοκιμαστικά ότι ο φονταμενταλισμός δεν είναι παρά ένας αγωνιώδης εθνικισμός κατόπιν εορτής, η αντίδραση τού ιδεολογικού συμπλέγματος τού εθνικισμού εκεί που "εθνικά" αιτήματα παραμένουν εκκρεμή σε συνθήκες παγκοσμιοποιούμενης κυριαρχίας ή, όπως λένε σήμερα, "αυτοκρατορίας" - και τι υπονοεί αυτός ο πολύχρηστος στις ημέρες μας όρος θα το διευκρινίσουμε σε λίγο.
|
E-mail: |
fterzak@otenet.gr
|
Website: |
www.fotisterzakis.gr
|
|