ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ ΑΡΗΣ


ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ ΑΡΗΣ

Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάζεται ως ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΑΡΗΣ
Επίθετο:  ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
Εργογραφία: 

Πεζογραφία

Όταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλλετζ (Διηγήματα), Κέδρος 1981
Οι παράξενες συνήθειες της οικογένειας Μόρφη (Διηγήματα), Κέδρος 1984
Ο τρόμος του κενού (Μυθιστόρημα), Κέδρος 1990, ISBN 960-04-0362-7
Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων (Διηγήματα), Κέδρος 1993, ISBN 960-04-0786-Χ.
Δεν ήξερες... δεν ρώταγες! (Μυθιστόρημα), Κέδρος 1998, ISBN 960-04-1562-5.
Μπέιμπι Σίτινγκ, μυθιστόρημα, Κέδρος 2002


Μεταφράσεις

Ζαν Κοκτώ, Όπιο, Αιγόκερως 1981
Σαλβαντόρ Νταλί, Παρανοϊκο-κριτική, Αιγόκερως 1981
Γκυγιώμ Απολλιναίρ, Οι μαστοί του Τειρεσία, Αιγόκερως 1981
Τζ. Ντ. Σάλλιντζερ, Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα, Γράμματα 1982
Χ. Τζ. Γουέλς, Η μηχανή που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο, Γράμματα 1982
Χ. Τζ. Ουέλς, Ο αόρατος άνθρωπος, Γράμματα 1982
Εντγκαρ Αλλαν Πόε, Μη στοιχηματίζεις το κεφάλι σου με το Διάβολο, Αιγόκερως 1983
Σακί, Ο ’Αγιος και το τελώνιο, Γράμματα 1983
Έμμα Τέναντ, Αγριες νύχτες, Γράμματα 1984
Π. Τσένεϋ, Κάνε φύλλα, μωρό μου, Γράμματα 1985
Τζ. Κ. Τσέστερτον, Το σκάνδαλο του πατρός Μπράουν, Γράμματα 1986
Τζακ Λόντον, Ο ταξιδιώτης τ' ουρανού, Ζαχαρόπουλος 1986
Τζ. Στάιμπεκ, Αμφίβολη μάχη, Ζαχαρόπουλος 1987
Χ. Μέλβιλλ, Ταϊπί, Ζαχαρόπουλος 1990
Πολ Όστερ, Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων, Ζαχαρόπουλος 1991
Γ. Γκογιέν, Ο Ερμαφρόδιτος, Ζαχαρόπουλος 1992
Γ. Γκογιέν, Το σπίτι των αναπνοών, Ζαχαρόπουλος 1993
Πολ Όστερ, Λεβιάθαν, Ζαχαρόπουλος 1995
Πολ Όστερ, Η μουσική του πεπρωμένου, Ζαχαρόπουλος 1995
Κλαρκ Αστον Σμιθ, Η πόλη της τραγουδιστής φλόγας, Αίολος 1995
Όλεν Μπάτλερ, Ερωτικοί ψίθυροι, Πατάκης 1995
Ντόρις Λέσσινγκ, Αγάπη ξανά, Νέα Σύνορα/ Α.Α. Λιβάνη 1996


Διεύθυνση: 

Κασομούλη 73, 117 44 Αθήνα


Έτος γέννησης:  1958
Τόπος γέννησης:  Ηράκλειο Κρήτης
Τίτλος αποσπάσματος:  Μπέιμπι Σίτινγκ
Κείμενο αποσπάσματος: 


’λλη μια νύχτα μπέιμπι σίτινγκ πέρασε, με τα καθιερωμένα τελετουργικά, όπως ανάγνωση παραμυθιών, κυνηγητό μέσα στο σπίτι, ζωγραφική με μαρκαδόρους, κασέτες στο βίντεο.
Την επόμενη μέρα, αφού με ξύπνησε από τα άγρια χαράματα η Xιονίτα, η οποία ζώντας στο βουκολικό Mαρούσι έχει συνηθίσει να αφυπνίζεται με τα κοκόρια, μπήκαμε στο αυτοκίνητο της Eλβίρας και πήραμε το δρόμο για τα βόρεια προάστια.
Εννέα η ώρα το πρωί και βρισκόμαστε μαζί με χιλιάδες άλλους μποτιλιαρισμένοι στην Κηφισίας. Δίπλα μας αυτοκίνητα ακινητοποιημένα με τις μηχανές αναμμένες. Οι περισσότεροι οδηγοί μιλούσαν στα κινητά τους. Ζήτησα από τη Xιονίτα να μου δώσει ένα τεύχος του Αστερίξ που βρισκόταν παρατημένο στο πίσω κάθισμα.
"Μα θα διαβάζεις ενώ οδηγείς;" ρώτησε καχύποπτα εκείνη.
"Μήπως με βλέπεις να οδηγώ;" γκρίνιαξα. "Είμαστε κολλημένοι σ' αυτό τον μεταλλικό ποταμό. Είμαστε ακόμη μια φολίδα σε τούτο το γιγάντιο φίδι από λαμαρίνες". Είχα δει την αναδρομική έκθεση του Τσόκλη εκείνη την εποχή και μ' είχε, φαίνεται, επηρεάσει ένα τεράστιο γλυπτό φίδι που διέτρεχε τις αίθουσες του μουσείου Μοντέρνας Τέχνης.
H μικρή ανασηκώθηκε και κοίταξε τον εσμό των τροχοφόρων. Eίπε καρτερικά: "Δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος".
Ακριβώς.
Τα φανάρια γίνονταν πράσινα κι ύστερα πορτοκαλιά κι έπειτα κόκκινα χωρίς αυτό να επιδρά ελάχιστα στην κίνηση. Ο ήλιος τηγάνιζε τον εγκέφαλό μας. Τα αυτοκίνητα έβραζαν. Βλέπετε, οι ιθύνοντες είχαν τη φαεινή ιδέα να κόψουν σύρριζα όλα τα δέντρα της λεωφόρου, που πρόσφεραν μια σταγόνα ίσκιου και δροσιάς στους δύστυχους οδηγούς.
Ένας μισθοσυντήρητος τροχονόμος έκανε ό,τι μπορούσε για να μπερδουκλώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Οι οδηγοί βαριόντουσαν και να κορνάρουν. Κάποιος κοιμόταν πάνω στο τιμόνι του.
"Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να μου τύχει είναι το μποτιλιάρισμα. Το μισώ", γκρίνιαξα.
"Για μένα, το χειρότερο πράγμα είναι να πεθάνει η μαμά μου", είπε η Xιονίτα.
Για καλή μου τύχη, την ίδια στιγμή άνοιξε για λίγο ο δρόμος. Έβαλα πρώτη και προχωρήσαμε πέντε μέτρα. Ύστερα αμπραγιάζ, νεκρή.
"Πέθανε η γιαγιά μου, δεν θέλω να χάσω και τη μαμά μου", συνέχισε στον ίδιο τόνο.
Για τον μπαμπά, κουβέντα. Ο μπαμπάς μπορεί άνετα να αποδημήσει εις Κύριον. Aδυνατώ να το κατανοήσω αυτό. Πού είναι εκείνος ο περίφημος δεσμός της κόρης με τον πατέρα, που μου λέγανε όλοι;
Στο μεταξύ, νιώθω ότι πρέπει να δώσω κουράγιο και ελπίδα στο παιδί. "Η μητέρα σου δεν πρόκειται να πεθάνει", προφητεύω.
"Πώς το ξέρεις;" το πνεύμα αντιλογίας.
"Ε, μου το είπε στο αυτί ο Θεός". Σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Δεν μπορεί κάθε φορά που μιλάω για το Eπέκεινα να είμαι αναγκασμένος να καταφεύγω σ' Εκείνον.
"Δεν σε πιστεύω", λέει η Xιονίτα, που όποτε περνάμε έξω από εκκλησία κάνει το σταυρό της.
"Και γιατί δεν με πιστεύεις, παρακαλώ;" θίγομαι.
Αποκρίνεται με μια ερώτηση: "Γιατί δεν το είπε σ' εμένα ο Θεός;"
Σωστά. Το θείον όφειλε να επικοινωνήσει με τον άμεσα ενδιαφερόμενο.
"Χμ, ο Θεός δεν μιλάει με παιδιά. Έρχεται σε επαφή αποκλειστικά με μεγάλους". Έχει ξεφύγει η συζήτηση, το ξέρω, όμως τα καυσαέρια από τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα μπορούν να θολώσουν κάθε σκεπτόμενο νου.
Η μικρή μένει για λίγο σιωπηλή. Προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτή την πληροφορία περί ενός εκλεκτικιστή Θεού, περί ενός Δημιουργού με προτιμήσεις.
"Και δεν μιλάει ποτέ με παιδιά;" ρωτάει παραπονεμένα.
Κοιτάζω στο ταμπλό του αυτοκινήτου τον πίνακα των οργάνων. Ο δείκτης της θερμοκρασίας έχει ανέβει επικίνδυνα. Ώρα είναι να κάψω το αμάξι της Eλβίρας. Σβήνω τον κινητήρα.
"Τι είπες;" λέω.
"Μιλάει ποτέ ο Θεός με παιδιά;"
"Μιλούσε κάποτε. Όταν ήταν κι αυτός παιδί. Τώρα που μεγάλωσε του αρέσει να μιλάει μόνο με μεγάλους".
"Α", μουρμουρίζει η Xιονίτα.
Θέλω τώρα να δω αν θα ξανακάνει το σταυρό της στην επόμενη εκκλησία που θα περάσουμε. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν το βλέπω να γίνεται σύντομα. Έχουμε κολλήσει στη γέφυρα πριν από το Υγεία, και για τα προσεχή δύο χιλιόμετρα δεν θα συναντήσουμε ούτε εικονοστάσι.
Ωστόσο η Xιονίτα, αφού κυλίστηκε για λίγο σαν σεληνιασμένη στο πίσω κάθισμα, κάνοντάς με να αναρωτηθώ αν η συμπεριφορά της οφειλόταν στα αέρια από τους χαλασμένους καταλύτες ή σε κάποιον αόρατο εξορκιστή, αρθρώνει καινούργιο προβληματισμό.
"Αν μπορούσες να διαλέξεις", μου λέει, "θα προτιμούσες να πεθάνεις εσύ ή η μαμά σου;"
Την κοιτάζω από το καθρεφτάκι. Καταλαβαίνω ότι λοξοδρομεί σαν Ιησουίτης μοναχός που χρησιμοποιεί μέθοδο καζουιστική, ώστε να εκμαιεύει τις απαντήσεις που επιζητά. Αποφασίζω να μην της κάνω τη χάρη.
"Θα προτιμούσα να πεθάνω εγώ", λέω κάπως μελοδραματικά.
"Γιατί;"
"Επειδή αγαπάω τη μαμά μου τόσο πολύ, που δεν νομίζω ότι θα άντεχα να τη δω νεκρή".
Οπότε εκείνη τοποθετείται, επιτέλους: "Εγώ είμαι μικρή. Η μαμά μου είναι πιο μεγάλη και θα πεθάνει πρώτη. Και μετά εγώ θα πάω στον ουρανό και θα τη βρω εκεί μαζί με τη γιαγιά μου".
Ή, όπως λέει μια περσική παροιμία, "Ο θάνατος είναι μια καμήλα που ξαπλώνει μπροστά σε κάθε πόρτα". Βέβαια, όσο περισσότερο αργήσει να ξαπλώσει μπροστά στη δική μας πόρτα, τόσο το καλύτερο.
Ξαφνικά, όλη αυτή η συζήτηση περί θανάτου μου δίνει μια ιδέα. Προστάζω τη μικρή να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα, να κλείσει τα μάτια και να πιάσει την κοιλιά της. "Ένα παιχνίδι", της εξηγώ. "Ένα τέχνασμα που θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση". Ύστερα ανάβω τα αλάρμ, πατάω την κόρνα σαν μανιακός κι αρχίζω να εκτελώ επιδέξιους ελιγμούς ανάμεσα από οδηγούς που κάνουν στην άκρη απορημένοι. Σε όσους δυσπιστούν δείχνω με κινήσεις αγωνίας το μικρό "πτώμα".
Σε λίγο έχω περάσει τη γέφυρα και βγαίνω στη μεγάλη ευθεία που οδηγεί στα βόρεια προάστια. Μπροστά μου, μια ατέλειωτη σειρά από αυτοκίνητα. Ο δρόμος για τον Παράδεισο (Aμαρουσίου) είναι στρωμένος με λαμαρίνα.
"Ωραίο κόλπο, μπαμπά!" φωνάζει η "κατάκοιτη" Xιονίτα.
Και λίγο βρώμικο ίσως. Όμως γι' αυτό δεν υπάρχουν οι μπαμπάδες; Για να παραδίνουν μαθήματα επιβίωσης στα παιδιά τους.
Συνεχίζω να κορνάρω και να ελίσσομαι, ενώ κανένας από τους ομοτέχνους οδηγούς δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι η πορεία μου είναι εντελώς αντίθετη από αυτήν προς το Γουδί, όπου βρίσκεται το νοσοκομείο Παίδων.
Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι στην επιστροφή θα είμαι μόνος.


E-mail:  arisfak@yahoo.gr