ΤΟ ΔΕΡΑΣ
Καπετάνιο,
το πλένουμε καλά, όπως πρόσταξες
στην πιο όμορφη θάλασσα του κόσμου
κι ύστερα
τ' απλώνουμε σ' αυτόν τον υπέροχο ήλιο
όμως
μη λυπηθείς καπετάνιο
φαίνεται θα 'ναι μαγεμένο
κάθε φορά
την ώρα που κοντεύει να στεγνώσει
(μόλις που πάει να λάμψει το χρυσάφι του)
το αίμα
ενός καινούργιου παιδιού
το ξαναβάφει.
(Το δέρας, 1994)
ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Εδώ ήταν χτες ένα μεγάλο δάσος
κοίτα τους κορμούς
κομμένους ένα μέτρο πάνω από τη γη
ατέλειωτες εκτάσεις
ανάμεσά τους το πιο σίγουρο κενό
λες δεν υπήρξανε ποτέ
πεσμένα φύλλα, θάμνοι, χλόη
νερό
σταγόνα πουθενά
ήχος κανένας
προλάβαν φύγανε τα ζώα, τα πουλιά
εσύ
γιατί μένεις ακόμα;
(Τα αιφνίδια άστρα, 1997)
ΚΡΑΥΣΙΔΩΝΑΣ Ι
Πες μου αν ακούς τη δυνατή βουή
αν φτάνει ως εκεί ο ήχος των νερών
τρέχουν χαρούμενα στη θάλασσα
κάτω απ’ τα φρέσκα φύλλα πλατανιών της άνοιξης
πες μου αν ακούς τον ήχο των νερών
είχαμε φέτος τις πολλές βροχές Μάρτη κι Απρίλη
τώρα ένα πρόσχαρο φεγγάρι σημαδεύει
διαδρομές στον ουρανό, περάσματα της νύχτας
και τρέχουν τα βαθιά νερά στην κοίτη τους
να βρουν τη θάλασσα, τον κόσμο που τους έλειψε καιρό
γοργά περνούν τις δίνες και τους καταρράχτες
βουίζουν την αρχαία τους περιπέτεια
σκεπάζουν τις απεγνωσμένες φωνές των αηδονιών
σκεπάζουν όποιον ήχο συναντήσουν
σκεπάζουν τη φωνή μου, όμως
την παίρνουνε, την κουβαλούν μαζί τους
κι είναι η φωνή μου γάργαρα νερά
τρέχει χαρούμενη στη θάλασσα.
(Αγγειογραφία, 2000)
ΣΚΥΘΙΚΗ ΑΦΕΛΕΙΑ
Για ξαναρώτα τους θεούς, Αρίστανδρε.
Για ξαναρώτα μη δεν άκουσαν καλά, μη δεν κατάλαβαν
για ξαναρώτα μην αλλάξαν γνώμη
άλλο δεν τους μπορώ αυτούς απέναντι
με τέτοιο θράσος να κομπάζουν, να μας λοιδορούν.
Ρώτησαν, βέβαια, κι αυτοί.
Ρώτησαν, βγήκαν τα σημάδια τους καλά
κατάλαβαν το χάλι των δικών μας
σιγούρεψαν το φόβο μας και προκαλούν εκ του ασφαλούς
–έτσι νομίζουν!–
βάρβαροι κακορίζικοι, αφελείς
πού να το φανταστούν που εμείς αν χρειαστεί
αν χρειαστεί ξαναρωτάμε τους θεούς
ξαναρωτάμε τους θεούς, κι αν επιμείνουν
έχουμε πάντα εκείνο το παλιό να θυμηθούμε
έχουμε πάντα εκείνο το παλιό εις οιωνός…
να θυμηθούμε και να ορμήσουμε.
(Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες, 2003)
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ
τοῖσιν δ’ οὔτ’ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες
Οδύσσεια, ι 112
Βλέπεις αυτόν εκεί με το σκουφί
είν’ ο Οδυσσέας, έφτασε ως εδώ
ψάχνοντας αγορές και θέμιστες
είν’ ο Οδυσσέας, γύριζε στον τόπο του
τον πήραν άλλοι δρόμοι, αλλού
τον έβγαλαν εδώ
ποιες αγορές, ποιες θέμιστες
σ’ ανήλιαγα σκοτάδια κατεβαίνοντας
ποιες αγορές ποιες θέμιστες, του λέω, κατάλαβέ το
μικρό νησάκι ο κόσμος σου
ποιες αγορές, ποιες θέμιστες, όσο μακραίνεις
στο χώρο και στο χρόνο θα τις χάνεις·
έρχεσαι απ’ την εξαίρεση
σιγά σιγά θα μάθεις τον κανόνα
κάτι ψιθύριζε για δίκη
κάτι ακούστηκε για ύβρι κι άλλα ακατανόητα
εδώ τα πράγματα είν’ απλά
εδώ που ορίζουν οι μονόφθαλμοι
εδώ που βγήκες στις μεγάλες μητροπόλεις
εδώ που βγήκες στη μεγάλη αγορά – μια παρεξήγηση
σ’ ατέλειωτο παζάρι ανθρωποφάγων
ούτε αγορές, ούτε θεσμοί
έχουμε μάθει πια
να φυλαγόμαστε απ’ αυτά, τα ’χουμε δει
φάτε τους τώρα αμέσως τους τρελούς, κλειδαμπαρώστε τους
είν’ επικίνδυνοι, δεν ξέρεις πού μπορεί να φτάσουν
ποια Ιθάκη, αυτός είν’ ικανός
να φτάσει μέχρι την Αθήνα
καλά σφραγίστε τη βαθιά σπηλιά μη μας ξεφύγει
καλά σφραγίστε την απέραντη σπηλιά μας, ρίξτε
βαριά λιθάρια, αμέτρητα, κάθε λογής
λιθάρια ρίξτε στο άνοιγμα
λάθος μεγάλο να ’χουν άνοιγμα οι σπηλιές, ποιος φταίει εδώ
λάθος μεγάλο, κίνδυνος, να κλείσει
να κλείσει τώρα αμέσως και για πάντα.
(Η τελετή. 2006)
ΧΡΟΝΙΚΟ
Τα ποιήματα συμβαίνουν.
Βύρων Λεοντάρης
Είμ’ ο γιατρός του Εμφυλίου, μου συστήνεται
με διορίσανε νωρίς, δεν ξέρω ποιος ηλίθιος
έκαμα αμέσως τη διάγνωσή μου, ανίατος,
έμεινα όμως ως το τέλος
τον ακούω
μια ολόκληρη ζωή μες στους αιώνες τον ακούω
γαβγίζει, ουρλιάζει μες στο ποίημα
λέει πως έρχεται απ’ τον Πύργο κι έρχεται απ’ το Βίτσι
πλέκει το στίχο σύρμα αγκαθωτό, γράφει γραφές
και γράμματα μετά
το Γράμμο και του Γράμμου τη γραμμή ως την άκρη
γράμματα ελληνικά μαθαίνοντας του Γράμμου
τον ακούω
κι ας αποφαίνονται οι σοφοί πως όλ’ αυτά
έπρεπε να ’χουνε καεί στο Άουσβιτς και τελειώσαμε, άλλωστε
εμείς το ξέρουμε καλά, το ποίημα
δε γράφεται, συμβαίνει, άλλοι
μας το ’παν πιο σοφοί, παθόντες
έμεινα, βλέπεις, ως το τέλος, μου συστήνεται
είναι της μοίρας μας αυτό, να ξέρεις
κι έφευγε όπως είχε έρθει μοναχός
γύρισα πίσω
στη μέρα και στο φως μ’ έναν λειψό
νεκρόδειπνο στη μνήμη, ανάξιος,
όμως χαράζοντας σημάδια κι επιμένοντας
όμως ξορκίζοντας τον άγραφο
ναρκωτικό καιρό μου κι επιμένοντας.
(Πάθη των φθόγγων, 2009)
ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ
Φύγε, του λέω, φύγε, σ’ έχω
βαρεθεί, τι να σε κάμω.
Τι να σε κάμω τώρα που όλα
της οικουμένης τα λιμάνια
ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν εδώ
τριγύρω στην Ομόνοια, που όλες
του κόσμου οι φυλές εδώ
στενάζουν και παιδεύονται μαζί μου
κι όπως κινάει να φύγει, ένας
τεράστιος μαύρος τον κρατάει
πού πας, του λέει, πώς βρέθηκες
εδώ, είμ’ ο Γουίλλη ο θερμαστής
δε με γνωρίζεις;
αυτά συμβαίνουν κάθε μέρα στην Ομόνοια
συνήθως μεσημέρι που τελειώνει η βάρδια
συνήθως μεσημέρι που εύκολα ζαλίζει
τόσων ωρών ο κάματος κι η οχλοβοή
του δρόμου (ίσως και μια κλεφτή
γουλιά ουίσκι), τότε
που η ποίηση επιστρέφει, τότε
που η ποίηση εξεγείρεται, ζητάει
το μερτικό της
αυτά κι άλλα πολλά συμβαίνουν στην Ομόνοια.
(Νυχτερινά δρομολόγια, 2010)
ΑΘΥΡΜΑΤΑ
Πήλινο αηδόνι, ψεύτικο
πουλί, φυσάει το παιδί, σφυρίζει
αυτό, θέλει νερό
να κελαηδήσει.
Κόκκινο αηδόνι, πλαστικό
πουλί, τυχαίο απόκτημα
των παιδικών μου χρόνων
κελάηδησε και σφύριξε
ώρες αμέτρητες, ποιος ξέρει πού –
ποιος ξέρει πού να περιμένει
τη σκαπάνη του.
Άγνωστε φίλε, παιδικέ μου φίλε μακρινέ,
ποτέ δε θα ξεχάσω πώς
σφυρίζαμε μαζί, πώς κελαηδούσαμε
το πλαστικό, το πήλινο
αηδονάκι του ο καθένας μας
τι αγώνες κάναμε αντοχής ζαλίζοντας
οι δυο μας τους μεγάλους
όλους αυτούς τους τόσο ανόητα μεγάλους
που αδύνατο να καταλάβουν πώς
βρεθήκαμε μαζί δυο ατίθασα
παιδιά με ανάμεσά μας δυόμισι
χιλιάδες χρόνια, πώς
τρελά να παίζουμε και να φυσάμε
το πλαστικό, το πήλινο
αηδονάκι μας.
(Στις προθήκες, 2016)
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
Είχε
κάτι από ήχο διαδήλωσης
η σταθερή κραυγή σου «κι άλλο! κι άλλο!»
μικρέ στην παραλία.
Σ’ έβλεπα ώρες, σε μαθαίναν πώς
να κολυμπάς, πώς να γεμίζεις
άμμο το κουβαδάκι σου, να ρίχνεις
βότσαλα στο νερό, ν’ ανοίγεις
μικρές λακκούβες και κανάλια, κι έτρεχες
ξαναμμένος και μπαινόβγαινες
στα ήσυχα νερά, κι ήσουν δεν ήσουν
δυο χρονών, χαιρόσουν τη θαλασσινή σου
εκπαίδευση, κάθε καινούργιο
παιχνίδι κι ένα ακόμα θαύμα
στη φρέσκια σου ζωή, και τώρα
σε τραβούσαν στοργικά οι γονείς
παλεύοντας να σε παρηγορήσουν, κι «είναι»
σου λέγαν «μεσημέρι πια και πρέπει
στο σπίτι να γυρίσουμε» και «φτάνει,
έπαιξες τόσες ώρες» σου θυμίζαν, και
«σώπα, θα ξανάρθουμε» σου τάζαν, μα εσύ
βρεγμένος μ’ αλμυρό νερό και δάκρυ
επέμενες στο δίκαιο αίτημά σου
πεισματικά διεκδικούσες το από καταβολής
του γένους των ανθρώπων μέγα
ζητούμενο: ποτέ
να μην τελειώνει αυτό
που μ’ όλη την ψυχή μας αγαπήσαμε, γιατί
να πρέπει να τελειώνει αυτό
που μ’ όλη την ψυχή μας αγαπήσαμε;
Και σε τραβούσαν στοργικά οι γονείς
και σου εξηγούσαν, κι άρχιζες
μικρέ μου, να μαθαίνεις, άρχιζε
σιγά σιγά η πιο μεγάλη
εκπαίδευση, αυτή που μας μαθαίνει
πως όλα –μα όλα– κάποτε τελειώνουν.
(Στο σιδεράδικο της Λήμνου, 2017)
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
Πολύ μου αρέσει εδώ να χάνομαι
σ’ αυτά τα γνώριμα στενά
πολύ μου αρέσει να καμώνομαι
πως χάθηκα σ’ ετούτα τα στενά, σχεδόν
να το πιστεύω
πως δε θα ξαναβγώ
σε δρόμο σίγουρο, σε γνώριμη
πλατεία· έτσι ακριβώς
όπως χανόμουν
μισόν αιώνα πριν, παιδί
απ’ την επαρχία, καινούργιος
στην πρωτεύουσα, εδώ
στους μυστηριώδεις
περί το κέντρο λαβυρίνθους της
έτσι μου αρέσει εδώ να χάνομαι
καθώς μισόν αιώνα επιμένω
σταθερά να φθείρω
στην πόλη αυτή τις σόλες μου
και την ψυχή μου
να χάνομαι, να ελπίζω απεγνωσμένα
πως έτσι εδώ θα μείνω, αιωνίως
να περιφέρομαι
φάντασμα νεαρού επαρχιώτη
της δεκαετίας του εξήντα
που έχασε οριστικά το δρόμο του.
(Σημαντικές λεπτομέρειες, 2018)
ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Παιδί που χάθηκε στο δάσος
τρέχει χαρούμενο κάτω απ᾿ τα πεύκα
δεν ξέρει παίζοντας που έχει χαθεί
ή μήπως ξέρει και γι᾿ αυτό
τρέχει χαρούμενο κάτω απ᾿ τα πεύκα
γλιστράει, σκοντάφτει, δεν σταματάει
βγαίνει στα ξέφωτα, το χέρι απλώνει
φτάνει, αγγίζει τον ουρανό
ξέρει να κρύβεται, δεν θα το βρούνε
ξέρει να κρύβεται, δεν θα το μάθουν
που έχει χαθεί, καθώς απλώνει
το χέρι αγγίζει τον ουρανό
τον βλέπουν χρόνια σ᾿ ένα γραφείο
σ᾿ ένα κατάστημα, στις δεξιώσεις
κανείς δεν ξέρει που είναι παιδί
σ᾿ εκείνο το δάσος σχολικής εκδρομής
σ᾿ εκείνα τα ξέφωτα, το χέρι του απλώνει
αγγίζει, ανοίγει τον ουρανό.
(Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη, 2021)
|