ΣΑΙΞΠΗΡ-ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ
Στον άνθρωπο που συνέδεσε το όνομά του με εκείνο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και που πέθανε 4 μόλις μέρες πριν συμπληρωθούν τα 400 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου άγγλου θεατρικού συγγραφέα, στον μεταφραστή και ποιητή Ερρίκο Μπελιέ, ήταν αφιερωμένη η εκδήλωση «Σαίξπηρ-Θερβάντες» της Εταιρείας Συγγραφέων. Η εκδήλωση εντασσόταν στους εορτασμούς για την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, την οποία τίμησαν ολόκληρο τον μήνα Απρίλιο με πληθώρα εκδηλώσεων η Εταιρεία Συγγραφέων, η ΕΝΕΛΒΙ και ο Κύκλος Παιδικού Βιβλίου.
Γύρω από το βιβλίο, εξάλλου, κινείται ένα ολόκληρο σύμπαν, ή, όπως παρατήρησε χαρακτηριστικά στην εναρκτήρια ομιλία του ο Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων Δημήτρης Καλοκύρης, «το βιβλίο, αυτόφωτο ή ετερόφωτο, αποτελεί γεωμετρικό τόπο, ένα σχήμα του οποίου τα σημεία, ικανοποιούν μία κοινή ανάγκη: την ανάγκη καταφυγής στη σκέψη ενός Άλλου, προκειμένου να οδηγηθούμε, με απόλυτα εσωτερική καταβύθιση, σε ποικίλες διαστάσεις που ορίζονται τόσο από τον συγγραφέα που καθοδηγεί όσο και από τον αναγνώστη που δίνει υπόσταση στις συντεταγμένες. Γιατί είναι προφανές ότι για το κράμα αυτό, όπως και εν γένει για τη ζωή, ο ένας χωρίς τον άλλον δεν υπάρχει».
Έτσι, στον όμορφο, καινούργιο χώρο του Arthens, μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων, εκδότες και αναγνώστες πένθησαν και γιόρτασαν, υλοποιώντας γι άλλη μια φορά αυτόν τον γεωμετρικό τόπο που περικλείει τη ζωή και τον θάνατο, πάντα εφήμερος και εφήμερα παντοτινός. Η Γενική Γραμματέας της Εταιρείας, Αγγελική Στρατηγοπούλου, άνοιξε την εκδήλωση αναφερόμενη στη ζωή και το έργο του εκλιπόντος μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου και πρώην Αντιπροέδρου της Εταιρείας, ενώ ο Δημήτρης Καλοκύρης κάλεσε όλους τους παρευρισκόμενους να τηρήσουν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του. Ο Ερρίκος Μπελιές, όπως τονίστηκε και από άλλους ομιλητές, είναι ο μόνος μετά τον Βασίλη Ρώτα που μετέφρασε ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ, αλλά και δεκάδες άλλα θεατρικά κείμενα (στο μεταφραστικό του έργο συγκαταλέγονται 306 μεταφράσεις θεατρικών κειμένων) , καθώς, όπως επεσήμανε στην συγκλονιστική του ομιλία για τον Σαίξπηρ ο συγγραφέας και κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος, δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς καλά μια ξένη γλώσσα για να μεταφράζει θέατρο.
Όπως δεν αρκεί κανείς να γνωρίζει θέατρο για να διαβάζει όσο εντυπωσιακά διάβασαν Άμλετ και Μάκβεθ οι δυο ηθοποιοί, Κώστας Καστανάς και Μαρία Σκούντζου, που επίσης χειροκροτήθηκαν θερμά από το κοινό.
Όσο για τον σπουδαίο ισπανό συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο πρωτοποριακός τρόπος με τον οποίο ο ίδιος προσέγγισε τη λογοτεχνία, ανοίγοντας ουσιαστικά νέους δρόμους στη συγγραφική τέχνη, αντικατοπτρίστηκε και στην ιδιαιτερότητα με την οποία ο ισπανιστής συγγραφέας και μεταφραστής του, Φίλιππος Δρακονταειδής, καθώς και η συγγραφέας και εικαστικός Ηρώ Νικοπούλου, παρουσίασαν, «δια της τεθλασμένης», το σπουδαίο αυτό έργο.
«Καθώς, όπως φαίνεται, ζούμε την ύστερη περίοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού» και «όπως φαίνεται, πληθαίνουν οι αποτιμήσεις του έργου του», ο Φ. Δρακονταειδής «έσπασε» την παρουσίαση σε προβολές από εικόνες της εποχής, φωτίζοντας πρόσωπα και περιστατικά, κυκλώνοντας με τον προτζέκτορα, τη μουσική και τις λέξεις τον συγγραφέα και την εποχή του.
Κλείνοντας αυτόν τον δονκιχωτικό χορό των παράλληλων κόσμων, η Νικοπούλου διάβασε δυο ιστορίες Μπονζάι (του Νίκου Δήμου και της Ιωάννας Αμπατζή) από το αφιέρωμα στον Δον Κιχώτη που έγινε από το Ιστολόγιο Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάϊ, και την Books’ Journal.
H oμιλία που προέδρου Δημήτρη Καλοκύρη
Το βιβλίο μπορεί να οριστεί με πολλούς τρόπους. Όπως, λ.χ, ότι αποτελεί την υλική υπόσταση μιας άυλης σχέσης: αυτής ανάμεσα στον συγγραφέα και στον αναγνώστη.
Αποτελεί το συμβόλαιο μιας ιδιότυπης δοσοληψίας, μιας παράξενης ανταλλαγής: ο ένας δίνει χρόνο και ο άλλος χρήμα.
Ο αναγνώστης, κατά κάποιον τρόπο, καταβάλει ένα ημερομίσθιο, αγοράζει δηλ. από το βιβλιοπωλείο ένα μέρος του χρόνου που διέθεσε ο συγγραφέας κατά τη δημιουργία του έργου (σκοπίμως αφαιρώ εδώ την πνευματική, θέλω να πω την μη υλική διάσταση του εγχειρήματος) με τη μορφή τυπωμένου χαρτιού.
Το χρήμα που δίνει ο αναγνώστης εξαργυρώνει προκαταβολικά την αναμενόμενη απόλαυση. Θα μας ξένιζε η ιδέα να μπαίνει κάποιος στο εστιατόριο και να προπληρώνει το δείπνο, δεν μας παραξενεύει όμως το γεγονός ότι προπληρώνεις πριν μπεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο, σε μια συναυλία κλπ.
Γι᾽αυτό το λόγο υπάρχουν εγγυήσεις: Στην περίπτωση του βιβλίου, εγγύηση αποτελεί η φήμη του συγγραφέα, η εμπιστοσύνη προς το ποιοτικό παρελθόν του εκδότη, η γνώμη του έμπειρου βιβλιοπώλη ακόμα.
Εν μέσω δικτατορίας, ακόμα και η κίνηση αυτή, το να πάμε δηλαδή παράμερα και να ξεφυλλίσουμε ένα καινούργιο λογοτεχνικό, επιστημονικό ή φιλοσοφικό ακόμα βιβλίο, έπαιρνε τον χαρακτήρα πολιτικής χειρονομίας κατά του εμετικού καθεστώτος.
Γιατί όντως, το βιβλίο, με το να είναι μια φορητή, αυτόνομη νησίδα ανταλλαγής και διαιώνισης γραπτών αλληλένδετων ή αλληλοσυγκρουόμενων νοημάτων, ακόμα και αν κουρελιαστεί, ή καεί αγγίζοντας τους 451ο Φαρενάιτ, στις πυρές των κάθε λογής (ιερο)εξεταστών, παραμένει αυτόνομη και παντός καιρού πηγή ελεύθερης διακίνησης ιδεών.
(Θυμίζω ότι τις πυρές που το 1933 έκαψαν στο Βερολίνο 20.000 βιβλία, ξεριζωμένα από τις δημόσιες βιβλιοθήκες, δεν τις άναψαν τίποτα άξεστοι εκδορείς ή αναλφάβητοι ορεσίβιοι, αλλά φερέλπιδες νεαροί φοιτητές, όπως ήταν και οι δικοί μας λογοκριτές, οι βασανιστές της χούντας, ή οι κεκαρμένοι ανθρωπόμορφοι ναζιστές, σήμερα. Όλοι αυτοί δεν ήταν κάποιοι αλλοεθνείς επιδρομείς ή εξωγήινοι, αλλά παιδιά της, ξεκλείδωτης, διπλανής μας πόρτας...)
Βεβαίως, όπως είναι βιβλίο ο Οδυσσέας του Τζόυς, η Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου ή τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαρσία Μάρκες, στα βιβλία συγκαταλέγεται τεχνικά και Ο Αγών μου, με βιβλίο μοιάζουν τα ηλίθια Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών και εκατομμύρια άλλα, ανάλογα, έντυπα.
Προσοχή λοιπόν: Συνοπτικά, το βιβλίο, αυτόφωτο ή ετερόφωτο, αποτελεί γεωμετρικό τόπο, ένα σχήμα του οποίου τα σημεία, ικανοποιούν μία κοινή ανάγκη: την ανάγκη καταφυγής στη σκέψη ενός Αλλου, προκειμένου να οδηγηθούμε, με απόλυτα εσωτερική καταβύθιση, σε ποικίλες διαστάσεις που ορίζονται τόσο από τον συγγραφέα που καθοδηγεί όσο και από τον αναγνώστη που δίνει υπόσταση στις συντεταγμένες. Γιατί είναι προφανές ότι για το κράμα αυτό, όπως και εν γένει για τη ζωή, ο ένας χωρίς τον άλλον δεν υπάρχει.
Και είναι ζήτημα ελεύθερης επιλογής αν η διάσταση που παράγεται από τη συνάντηση συγγραφέα-αναγνώστη θα μας οδηγήσει πέραν του Καλού και του Κακού, στη μία ή στην άλλη δηλαδή πλευρά. Αν θα αλλάξουμε άστρο ή θα βουλιάξουμε σε μαύρη τρύπα.
Ασφαλώς το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει, εξ ορισμού, ένα ισχυρό όπλο ενάντια στις μαύρες τρύπες του σκοταδισμού και του φασισμού και πάσης φύσεως φανατισμού αλλά, επίσης, να παρατηρήσω με αισιοδοξία ότι η Ιστορία μας έδειξε πως ακόμα και οι ζοφερές καταστάσεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσουν στην εκρηκτική λυτρωτική έκφραση, η οποία, αργά ή γρήγορα θα καταλήξει σ᾽ένα φωτεινό βιβλίο.
Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, ας πούμε, γράφτηκαν ποιήματα σαν τον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, την «Αμοργό» του Γκάτσου, τη «Δοκιμασία» του Ρίτσου ή τον «Ήλιο τον Πρώτο» του Ελύτη. Ανάλογα, και περισσότερα, γράφτηκαν στην πρόσφατη επταετία της συμμορίας των απριλιανών: Ολόκληρη η «Γενιά του ᾽70», δεκάδες περιοδικά κλπ. Να θυμηθούμε και ότι εν μέσω στυγνών δικτατοριών δημιουργήθηκε η περίφημη έκρηξη της λατινοαμερικάνικης πεζογραφίας.
Και αυτό είναι κάτι που, προφανώς, οφείλεται τόσο στους ελεύθερους πολιορκημένους συγγραφείς όσο και στους φιλομαθείς αναγνώστες.
Αναφέρθηκα δις στα απριλιανά. Αλλά μην σας τρομάζουν οι ημερομηνίες. Η 21η Απριλίου δεν είναι μόνο αποφράς και απαρχή του ζωδίου του Ταύρου, αλλά αντιστοιχεί και σε μια όντως σημαντική στιγμή της παγκόσμιας Ιστορίας: Κατά την παράδοση, πριν από 2.800 χρόνια, στις 21 Απριλίου του 753 π.Χ. ο Ρωμύλος ιδρύει τη Ρώμη. Ενώ το 1960 εγκαινιάζεται επίσημα η νέα πρωτεύουσα της Βραζιλίας, η Μπραζίλια. Η όντως δυσάρεστη διάσταση είναι ότι σαν σήμερα πέθαναν ο Ρακίνας, ο Μαρκ Τουέην και η Νίνα Σιμόν.
Σήμερα θα γιορτάσουμε την παγκόσμια ημέρα του βιβλίου με αναφορά σε δύο κορυφαίους συγγραφείς της Ευρώπης. Τον Σαίξπηρ και τον Θερβάντες. Ο Σαίξπηρ πέθανε στις 23 Απριλίου του 1616, σε ηλικία 52 ετών, ο Θερβάντες πέθανε 69 ετών, στις 22 ή 23 Απριλίου του ίδιου χρόνου. Και οι δύο συνδέονται με την Ελλάδα ποικιλοτρόπως. Ο μεν Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα εμπράκτως, με τη συμμετοχή του ως μισθοφόρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου και στην πολιορκία της Κέρκυρας, ο δε Σαίξπηρ αντλώντας (μέσω των λατίνων) άφθονο υλικό από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Έχουν πει, με κάποια κακεντρέχεια, ότι ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ δεν είναι παρά ανάπτυξη δύο στίχων του Αισχύλου.
Και οι δύο είχαν δεξιοτεχνία, χιούμορ και φαντασία που εξακολουθεί να συναρπάζει.
Αλλά έχουμε εδώ σπουδαίους μελετητές, τον Κώστα Γεωργουσόπουλο και τον Φίλιππο Δρακονταειδή, που θα μας μιλήσουν εκτενέστερα και για τους δύο.
* * *
H Hρώ Νικοπούλου διάβασε δύο κείμενα από το αφιέρωμα που έκανε το ιστολόγιο Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι σε συνεργασία με την Books’ Journal για τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
Σάντσο;
ΣΗΜΕΡΑ μοῦ ἔφεραν ἕναν νέο τρόφιμο. «Δὸν Κιχώτης». Ἡ καρτέλα του λέει: «Ἤρεμος καὶ ἀβλαβής». (Ὅσο κι ἂν μοιάζει νούμερο παλαιᾶς ἐπιθεώρησης, ὑπάρχουν στὰ νοσοκομεῖα μας καὶ Ναπολέοντες καὶ Μεγαλέξανδροι…) Ἔμοιαζε μὲ τὸν παραδοσιακὸ Δὸν Κιχώτη, ὅπως τὸν ζωγράφισε ὁ Ντορέ. Ψηλός, ξερακιανός, μὲ μούσι τράγου.
«Ὁ ἀγώνας συνεχίζεται», μοῦ εἶπε ἐμπιστευτικά. Τὰ μάτια του ἦταν γαλανά, ξεπλυμένα. «Εἴμαστε πολλοί – κι ἂς μὴ φαινόμαστε», συνέχισε. «Θὰ τὸν ἀλλάξουμε τὸν κόσμο.»
Σώπαινα. Τί νὰ πῶ;
Μετὰ μὲ ἔπιασε ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ κοιτώντας με στὰ μάτια, μοῦ ἐξήγησε τὸ πρόβλημά του. «Γιὰ νὰ πετύχουμε, ὅμως, χρειαζόμαστε πιστοὺς ὑπηρέτες. Πάντα ἐμεῖς οἱ ἱππότες βασιζόμασταν στοὺς ὑπηρέτες μας. Ὁ Σάντσο Πάντσα τάιζε καὶ ξύστριζε τὸν Ροσινάντε, ἑτοίμαζε καὶ τὸ δικό μου φαγητό. Χωρὶς αὐτὸν εἶμαι ἄχρηστος. Ἔχετε μήπως κανέναν ἐδῶ;»
Τί νὰ τοῦ πῶ; Ὅτι τριάντα χρόνια ψυχίατρος εἶχα δεῖ ἀρκετοὺς Δὸν Κιχῶτες, ἀλλὰ οὔτε ἕναν Σάντσο;
Νίκος Δήμου
Γιὰ τὴ Δόνια Δουλτσινέα
ΤΟΥΣ ΤΟ ΕΙΧΕ ΨΙΘΥΡΙΣΕΙ ὁ ἄνεμος ποὺ τὰ μαρτυράει ὅλα κι ἀπὸ ἐκείνη τὴ μέρα δὲν ἔβρισκαν ἡσυχία. Πρώτη φορὰ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἕναν τόσο φοβερὸ κίνδυνο, ἀλίμονο, ἡ μοίρα τους ἦταν προδιαγεγραμμένη. Γιατὶ μπορεῖ νὰ γνώριζαν χίλια δύο πράγματα, μπορεῖ νὰ σήκωναν βουνὰ μὲ τὰ χέρια τους, νὰ ἔλιωναν πόλεις στὸ πάτημά τους, ἀλλὰ δὲν εἶχαν μάθει ποτὲ νὰ ἀγαποῦν. Ἦταν γίγαντες. Δὲν ἤξεραν τὰ τερτίπια τοῦ ἔρωτα, δὲν εἶχαν αἰσθανθεῖ ποτὲ τὶς βουτιές του, τὰ ρίγη του, τὰ χτυποκάρδια του. Πῶς νὰ ἀντιμετωπίσεις κάτι ποὺ δὲν γνωρίζεις; Στὴν ἀρχὴ ἔνιωσαν τὸ ζεστὸ ἀέρα στὸ πρόσωπό τους, ὕστερα μιὰ λόγχη, ἕνα βέλος, μιὰ αἰχμὴ ἄρχισε νὰ τοὺς τρυπάει ἕναν ἕναν. Κουνοῦσαν μὲ ἀπελπισία τὰ χέρια τους καθὼς ἔβλεπαν τὰ πόδια τους νὰ ριζώνουν στὴ γῆ. Δυνατὰ τὰ ξόρκια. Ἄνιση μάχη. «Γιὰ τὴ Δόνια Δουλτσινέα!» ἦταν οἱ τελευταῖες λέξεις ποὺ ἄκουσαν πρὶν μεταμορφωθοῦν σὲ ἀνεμόμυλους.
Ἰωάννα Ἀμπατζῆ