ΡΩΜΑΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ


ΡΩΜΑΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ

Σπουδές: πτυχίο Ιατρικής (1972), Αριστοτέλειο Παν. Θεσσαλονίκης. Μεταπτυχιακά-ειδικότητα, Εθνικό Καποδιστριακό Παν. Αθηνών. Και στο ίδιο, σπουδές στη Φιλοσοφική σχολή. Εργάστηκε ως γιατρός μέχρι το 1992.

Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1977, με το βιβλίο του: Ο Αλέξανδρος κ.ά. διηγήματα (εκδ. Πρόσπερος).

Δημοσιεύει διηγήματα (από το 1973) σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, και δοκίμια (από το 1978).

Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρώσικα.

Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει έξη συλλογές διηγημάτων, δύο μυθιστορήματα, μία νουβέλα, δύο μελέτες, και μία μετάφραση διηγημάτων του Dylan Thomas.

Επιμελητής βιβλίων, από το 1972.

Από το 1997 εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Πανδώρα και των ομώνυμων εκδόσεων.

Το 2011 δημιούργησε το διαδικτυακό περιοδικό: pandoraperiodiko.blogspot.com και το ιστολόγιο romanosg.blogspot.com.

Ως ζωγράφος, είναι μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Από το 1984, έχει εκθέσει τη δουλειά του σε 10 ατομικές εκθέσεις. Και, από το 1966, έλαβε μέρος σε 45 ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΓΙΩΡΓΟΣ
Επίθετο:  ROMANOS
Εργογραφία: 

Διήγημα

Ο Αλέξανδρος και άλλα διηγήματα, Πρόσπερος, 1977
Ένα μικρούτσικο δόντι, Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, αρ. 23, 1997
Το μαλλί της γριάς, έκδοση περιοδικού Εκπαιδευτική Κοινότητα, 2000
Κατακόκκινο... σχεδόν θηλυκό, Ίνδικτος 2000
Δέκα ροκ κι ένα μπλουζ για τρεις, Μεταίχμιο, 2004

Το μαντίλι του μάγου, Πανδώρα 2009

 

Μυθιστόρημα-Νουβέλα

Καζαμπλάνκα καφέ, Άγκυρα 2008

Η γυναίκα δέντρο, Νουβέλα, Πανδώρα 2011

Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, Άγκυρα 2012


ΕΠΙΜΕΛΕΙΕΣ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Από το 1965 και συστηματικά από το 1972 επιμελήθηκε εκατοντάδες βιβλία, έντυπα, περιοδικά, αφίσες και εξώφυλλα δίσκων. Ως λογοτεχνικός επιμελητής έχει επιμεληθεί κείμενα σε περισσότερες από τετρακόσιες εκδόσεις ποίησης, πεζογραφίας και δοκιμίου.

 

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

 

Εκθέτει από μαθητής, το 1966. Από το 1984 έκανε 10 ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε 40 ομαδικές. Έργα ζωγραφικής του βρίσκονται σε μουσεία, πινακοθήκες, συλλογές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

 

ΔΟΚΙΜΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Από το 1978 δημοσιεύει διηγήματα, δοκίμια και κριτικές λογοτεχνίας σε περιοδικά και εφημερίδες.

Διδάσκει σε σεμινάρια και δίνει διαλέξεις Αφηγηματολογίας και Συγγραφής λογοτεχνίας, (ΕΚΕΒΙ, ΕΚΕΜΕΛ και ιδιωτικά). Τελευταία σειρά σεμιναρίων, το 2013, στη βιβλιοθήκη Δήμου Παπάγου–Χολαργού με θέμα «Η Τέχνη του Συγγραφέα, εισαγωγή στην Αφηγηματολογία», υπό την αιγίδα του Δήμου.


Ενδεικτική — επιλεκτική βιβλιογραφία:
α. Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι), Πατάκης, 2007, (Ρωμανός Γιώργος, σελ 1953, και Πανδώρα σελ.1682).
β. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος -Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 52, σελ. 345.
γ. Μεγάλο λεξικό Ελλήνων Ζωγράφων, Γλυπτών και Χαρακτών, εκδ. Μέλισσα, τ. Δ΄, σελ.114.


Έτος γέννησης:  1948
Τόπος γέννησης:  Θεσσαλονίκη
Τίτλος αποσπάσματος:  Το μαντίλι του μάγου (Διήγημα)
Κείμενο αποσπάσματος: 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσα να παίξω βιολί. Όμως και σήμερα, όπως γινόταν πάντοτε, μόλις άγγιξα με θέρμη τις χορδές, τα δάχτυλά μου έλιωσαν κι έσταζαν πηχτό χυμό από ρόδι. Χαλκοπράσινοι ήχοι με τύλιξαν. Απογοητευμένος το άφησα στη θήκη του κι αμέσως διαπίστωσα την υπερβολή: αντίχειρας, δείκτης, μέσος, παράμεσος και το μικρό μου δάχτυλο ήταν στη θέση τους, μπορούσα να τα κινώ σαν τους στήμονες ενός αλλόκοτου φυτού.
Το ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να γίνω μουσικός μού είχε γίνει καημός. Ήθελα να γίνω κάποιος, να μάθω κάτι, μια τέχνη έστω και την πιο παράδοξη. Με πήρε ξανά το παράπονο. Προσπαθώντας να παρηγορηθώ άρχισα να ρεμβάζω έξω από το παράθυρο. Στον κήπο. Και είδα όλα τα λουλούδια να έχουν απομείνει μόνο με τα κοτσάνια τους. Τα πέταλά τους είχαν μεταμορφωθεί σε πολύχρωμα έντομα: λεπιδόπτερα, κολεόπτερα, φτερωτές χρυσαλλίδες, πανέμορφες πεταλούδες -Μαχάωνες οι βασιλικοί- με τις κίτρινες και μαύρες ρίγες τους και τις κορύνες των απολήξεων των φτερών τους.
Αυτό είναι, σκέφτηκα: θα γίνω συλλέκτης εντόμων. Πήρα την απόχη, όμως κάθε φο-ρά που πήγαινα να καπακώσω ένα έντομο, το δίχτυ διαλυόταν. Οι αχτίδες-λεπίδες του ήλιου το έκοβαν, τρυπούσε και δεν έπιανα τίποτε.
’Aφησα κάτω την απόχη. Μια βόλτα στην εξοχή θα με συνέφερε. Στον απέναντι χωματόδρομο είδα μια γυναίκα που περπατούσε. Τα μαλλιά της έλαμπαν σαν φύκια σκαλωμένα σε βράχο, λίγο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Να κάτι καλύτερο εί-πα: εραστής μοναχικών γυναικών. Αλλά μόλις την πλησίασα το φόρεμά της πλατάγι-σε απειλητικά με τον αέρα, πλάτυνε όπως το τεράστιο σαλάχι Μάντα. Η ουρά της η-λεκτρική, ο χώρος γύρω μου υδάτινος, βρισκόμουν κιόλας σε βυθό. Εύκολα ανέβηκα στην επιφάνεια. Εξάλλου ήμουν μόνο τρία μέτρα από την ακτή.
Στην αμμουδιά είδα γλάρους, ψαρόνια, κουρούνες, καρακάξες με υπέροχα άσπρα φτερά, ανάμεσα στα κατάμαυρα, στη μακριά ουρά τους που την κουνούσαν σαν σκούπα πάνω κάτω, και κοτσύφια με κεχριμπαρένιες μύτες. Μιλιούνια πουλιά, μαύρα στίγματα σκέπαζαν το περίγραμμα ενός μισοναυαγισμένου πλοίου. Να δουλειά για μένα, σκέφτηκα: κυνηγός πουλιών. Ήξερα τόσα από ξόβεργες, καπάτσες, δίχτυα, κλουβιά, είχα αναθρέψει γενιές και γενιές ωδικών και παραδείσιων σπανίων πτηνών, μιλούσα τη γλώσσα των περιστεράδων και όλων των πουλιών.
Γρήγορα βρήκα τα υλικά μου και πλησίασα με ένα δόλιο χαμόγελο, ξυράφι στα χείλη. Πίσω από την πλάτη μου κρατούσα με αθωότητα δυο μακριές καλαμόριζες που είχε ξεβράσει η θάλασσα, πασαλειμμένες με ιξό που είχα βρει σε παρακείμενα έλατα. Ένα βήμα ακόμη ήθελα, όταν το άστοχο χαμόγελό μου έσφαξε τον λαιμό ενός γλά-ρου. Πίδακας το αίμα του, σειρήνα ο αέρας, συναγερμός από τις σκουριασμένες μπουρούδες του πλοίου. Στο λεπτό γυμνώθηκε το σκαρί από τα πουλιά. Ένα απέρα-ντο σύννεφο μαύρα σημάδια απλώθηκε στον ουρανό που πήγαινε κι ερχόταν με την κίνηση των σύννεφων.
Απογοητευμένος έκανα να πετάξω τις ξόβεργες μα είχαν κολλήσει στα δάχτυλά μου. Δυο μπαστούνια στα χέρια μου. Όρθιο τετράποδο με δύο πόδια που καθώς περ-πατούσαν έκαναν κλοπ και τ' άλλα δύο κλαπ. Τρέχοντας για να γυρίσω σπίτι μου οι ήχοι με κυνηγούσαν, κάλπαζαν μέσα στο κεφάλι μου: κλοπ-κλαπ, κλοπ-κλαπ.
Στο πρώτο λιβάδι που συνάντησα στάθηκα να πάρω ανάσα. Είδα άλογα. Από τους ήχους που έβγαζα με πήραν για δικό τους. Χρεμέτισαν, χαιρέτησαν. Μ' άρεσε που τα ξεγέλασα. Και γητευτής αλόγων δεν είναι άσχημη δουλειά, αναλογίστηκα. Ασυλλόγι-στα πήρα να τους μιλήσω. Η πουλίσια λαλιά μου, όλο συριγμούς και κρωξίματα τα τρόμαξε και κάλπασαν μακριά.
Μέσα στη γούρνα που ξεδίψαγαν ξέπλυνα τα χέρια μου. Ένιωσα σαν να φόραγα απ' την αρχή ένα ένα τα δάχτυλά μου. Γάντια. Έπνιξα τις ξόβεργες στην ποτίστρα όπου, όσο κι αν κοίταξα δεν είδα πάτο. Το πήρα για καλό σημάδι: κάπου θα με περι-μένει κάτι χωρίς όρια, σκέφτηκα.
Ανάλαφρος πήρα ξανά το δρόμο της επιστροφής. Μπροστά μου ανοιγόταν ένας α-πέραντος κάμπος που απλωνόταν και πίσω από τον ορίζοντα, ως την κάτω πλευρά της γης. Εδώ κι εκεί υψώνονταν μαύρες στήλες καπνού, ήρεμοι αγαλματένιοι τυφώνες. Οι καπνοί από τα χορτάρια που έκαιγαν οι αγρότες στα χωράφια τους.
Αυτό θα γίνω αποφάσισα: θα βάζω φωτιές στα ξερά και στα άχρηστα. "Μετά χα-ράς", μου απάντησε ο πρώτος αγρότης που συνάντησα. Μου 'δωσε τσουγκράνα και δρεπάνι και μ' άφησε σ' ένα χωράφι γεμάτο κατάξερα καλάμια από σιτάρι. Μα με κάθε δρεπανιά μου ανθίζανε μολόχες με κόκκινα και άσπρα λουλούδια, κι όταν πή-γαινα να μαζέψω κάτι με την τσουγκράνα έπιανε βροχή σαν να γρατζουνούσα ένα σύννεφο στην κοιλιά.
Τα παράτησα μουσκεμένος ως την ψυχή κι έτρεξα να κρυφτώ σ' ένα ξύλινο καλυ-βάκι στη μέση του πουθενά. Με το που άνοιξα την πόρτα είδα έναν τυφλό γέρο στην ηλικία του χρόνου. Η γενειάδα του έκανε κύκλους στο χωμάτινο δάπεδο, κύκλους και σπείρες ατέρμονες.
Μου μίλησε όπως ένας παλιός κι έμπειρος στο νεοσύλλεκτο. Η φωνή του με τύλιξε από παντού, με κουκούλωσε σαν να είχα πέσει μέσα σε φορτίο από μπαμπάκι.
"Δέσε τα μάτια σου" μου είπε, "αυτά φταίν' για όλα. Από γεννησιμιού σου είσαι έτσι, ακόμα να το πάρεις χαμπάρι;".
Έτσι; πώς έτσι; αναλογίστηκα, μα πριν προλάβω να κάνω δεύτερη σκέψη μού έ-δωσε ένα μακρύ, μαύρο μαντίλι.
Τρόμαξα τόσο που το πήρα αμέσως και το 'δεσα γύρο από τα μάτια μου. Ας γίνω τυφλός, σκέφτηκα. Τόσοι και τόσοι ζούνε έτσι. Στο χέρι μου υπήρχε ήδη ένα άσπρο, λεπτό, μεταλλικό μπαστουνάκι. Χτυπώντας ταπ-ταπ, βγήκα ψάχνοντας το δρόμο.
Στα χωράφια που βρέθηκα ξανά τα βρεγμένα στάχυα είχαν σαπίσει απ' τη βροχή. Η μυρωδιά τους, γάλα, ξινός ιδρώτας, τρύπησε κάθε εικόνα του μυαλού μου. ’λλα-ζαν όλα. Με τύλιγαν οσμές και ήχοι που αμέσως γίνονταν εικόνες, μνήμη. Δεν χόρταινα να κοιτάζω όσα ξεπετάγονταν μέσα από εκείνο το μαύρο μαντίλι. Κι έτσι "βλέπω" παρηγορήθηκα.
Ξαφνικά, όπως έψαχνα στα τυφλά έπεσα σε κάτι μαλακό. Ήταν το σώμα της γυναίκας-σελάχι που είχα συναντήσει στην αρχή της πορείας μου. Την άγγιξα κι αναστέναξε με ήχους εγχόρδου. Τη χάιδεψα και με τύλιξε ένα βουητό από χιλιάδες πεταλούδες. Απλώνοντας το χέρι μου στην κοιλιά της ένιωσα ζεστά πούπουλα και πιο χαμηλά υγρά φύκια. Πήγα να τη ρωτήσω τ' όνομά της και η φωνή μου ακούστηκε σαν χρεμέτισμα αλόγου. Την ένιωσα που κόλλησε επάνω μου? καπνός που στροβιλίζεται.
Κρατούσα το κεφάλι μου στητό, άκαμπτο, φοβόμουν τις κινήσεις μου. Μ' αγκάλιασε σφιχτά, κυλιόμαστε.
"Μόνο το μαντίλι", της ψιθύρισα στ' αφτί, "μόνο το μαντίλι μη μου λύσεις".


Διακρίσεις: 

Το βιβλίο του Δέκα ροκ κι ένα μπλουζ για τρεις, διηγήματα, Μεταίχμιο, 2004, επελέγη για διδασκαλία από την έδρα Βυζαντινών και Νεοελληνικών σπουδών των Πανεπιστημίων Βερολίνου και Τυφλίδας.

Διηγήματά του έχουν βραβευθεί σε διαγωνισμούς λογοτεχνικών περιοδικών.


Website:  romanosg.blogspot.com