ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Κείμενο αποσπάσματος:
KΥΚΛΟΣ
Θέλω να σου χαρίσω έναν κύκλο
Στην περιφέρειά του να πατάς
για να κοιτάς ταυτόχρονα
τον μέσα κι έξω κόσμο
Αν λαχταρήσεις τη φωτιά κάνε τον κύκλο ήλιο
Αν επιλέξεις μοναξιά σελήνη ονόμασέ τον
Αν θες να στείλεις μήνυμα χειρίσου τον σαν σφαίρα
Αν πόθο νιώσεις κράτα τον στα δόντια σου σαν ρόγα
Αν προτιμάς αφανισμό δέσε τον στο λαιμό σου
ΚΡΕΜΑΛΑ
… κι αρχίσαμε να ζωγραφίζουμε
τον εαυτό μας στην αγχόνη
Για κάθε λάθος γράμμα ένα μέλος
Η κάθε λέξη ένας κρεμασμένος
Έτσι μάθαμε πώς γράφεται
η ποίηση
ΝΥΧΤΑ
Ξημερώνει
όμως το χέρι γράφει νύχτα
Μια ρίζα τυφλή
ο βυθός που μ’ ορίζει
Κάτι πλεγμένα κυανά μέσα στο μαύρο
μπερδεύονται στη γλώσσα
Τα μάτια αυλαίες κλειδώνουνε στον ήλιο
Έξω από το παράθυρο
το φως
μου δείχνει τι δεν είμαι
ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ
Γέρνοντας στην ακτή ν’ αγαπηθούν
γνωρίζουν οι εραστές
την ιστορία της άμμου;
Δέχεται η θάλασσα στον κόλπο της το βράχο
ως το σπασμό της ηδονής και τον δροσίζει
Όταν ο πόθος κορεστεί
όταν του έρωτα το πάθος προσπεράσει
τη νιώθει την τραχύτητα του βράχου
και λυσσαλέα τον χτυπά να τον συντρίψει
ώσπου κομμάτια τον ξερνάει στ’ ακρογιάλι
ΞΥΛΟΥΡΓΕΙΟ
Δεν βολευόταν
η ψυχή στο ημερήσιο σώμα μου
Περίσσευαν τα μέλη της
απ’ την προκρούστεια κλίνη
που ήταν στημένη στο υπόγειο του σπιτιού
εκεί που η οικογένεια
τα σύνεργα συνενοχής του αίματος
κρατούσε
Πρόκες
για να εισχωρεί ο πόνος μας βαθιά
όταν οι σχέσεις κόβονταν στα δυο
και τις σφυρηλατούσαμε
με τα καρφιά του χρέους
Κόλλες
για να βαστούν το βάρος του αιφνίδιου
που όφειλες ν’ αντέξεις
Πρέσες
για να εφάπτονται τ’ αταίριαστα
να μην μπορεί το χάσμα τους να το διακρίνει μάτι
Με τη βοήθεια των οικείων
πριόνισα τα φτερά
για να χωρούν στο εφήμερο
να μην ακούω πια πως ενοχλεί
ο ήχος της ανύψωσης
κάθε που αναζητούσα ουρανό
σε μιαν αιώρα από φως
φτιαγμένη με σκοτάδι
ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ
Ο θάνατος παίζει έξω από την πόρτα μας
Τινάζει το χέρι
αναποδογυρίζει την παλάμη
κι όποιον πέφτει τον ταΐζει στη γη
Κάποτε γλίστρησα μέσα απ’ τα δάχτυλά του
κι άνοιξε αερόστατο η αγάπη πριν γειωθώ
ΚΗΠΟΣ
Στηρίζομαι σε πόδια λεπτά
η ουρά μου πολύχρωμη
το ράμφος γρανίτης
Με παρακολουθώ μες απ’ το τζάμι
μια να κοιτώ την άλλη μου μορφή
μια να σκύβω ξανά στο γραφείο
Ώστε είμαι πουλί και δεν το ήξερα
Έχω ελπίδα λοιπόν να πετάξω
Αλλά όπως το ράμφος γέρνω στη γη
μες στα νύχια της βρίσκομαι
Μες στα νύχια της γάτας που είμαι
ΤΑΞΙΔΙ
Το καράβι βγήκε από τον πίνακα
διέσχισε το δωμάτιο
αγκυροβόλησε στο κρεβάτι
καταποντίστηκε στ’ όνειρό μου
απ’ όπου αναδύεται δειλά
μια φυσαλίδα ποίημα
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Το φωτοστέφανο της έπεσε μεγάλο
γλιστρώντας δαχτυλίδι στο λαιμό της
Το χέρι της ζωγράφιζε πυρετωδώς
ενόσω βύθιζε το βλέμμα στον καθρέφτη
όταν με μια αιφνίδια κίνηση
τίναξε το σκαμνί από τα πόδια της
κι απόμεινε όπως η τελευταία πινελιά
να αιωρείται
ΣΥΝΤΑΓΗ
Ο ασθενής θα επιζήσει μη φοβάστε
Δεν θα χαθεί προς το παρόν αντέχει ακόμα
Μόνο για να οξύνεται η όραση
να ρίχνετε κάθε που ξημερώνει
λίγες σταγόνες λεμονιού στις κόρες των ματιών
να εξοικειώνεται το βλέμμα με τον πόνο
ΣΙΒΗΡΙΑ
Κολυμπάω στη μήτρα της
ακούω το αίμα
αφουγκράζομαι τους χτύπους της καρδιάς
Φύλλο που πρασινίζει από τη ρίζα
Έτσι τη γνώρισα, όμως
όταν αποσχίστηκα απ’ το σώμα της
εκείνη πια δεν ήτανε φωλιά
Μάνα πού είσαι, τη ρωτάω, δεν απαντά
Τακτοποιεί το χιόνι μες στο σπίτι
και μου χαμογελά
ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ
Άστραφτε το ποδήλατο στον ήλιο
Μια βόλτα μόνο! είπα
Δεν ξέρω να ισορροπώ
όμως τολμώ να πέσω για να μάθω
Άλλο αν δεν έμαθα
Ανέτοιμη κάθε φορά
με βρίσκει η επιθυμία
καθώς σκορπίζουνε γι’ αλλού
η σέλα τα πετάλια το τιμόνι
μονάχα το φωτάκι του οδηγού
μένει στο δρόμο
ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ
Μας είπαν εδώ έχει φώτα μουσική
Παρακαλώ περάστε
Όμως προτού χορτάσουμε παιχνίδι
σταμάτησε η ρόδα στα ψηλά
κι αναγκαζόμαστε πηδώντας στο κενό
να προσγειωθούμε
Νοιώθεις τους κρίκους στο λαιμό;
Ο στόχος στη σκοποβολή
είναι ένα δάσος χέρια
Σκοτείνιασε το καρουζέλ
πεινούν τα αλογάκια του
Κόβει στα δυο τη λογική
το τρενάκι του τρόμου
Μόλις βγούμε στο φως
θα ξεχάσουμε πάλι
Αν αντέξεις την παράνοια
βλέπεις τι σημαίνει παραμόρφωση
κοιτώντας τον εαυτό σου στους καθρέφτες
αλλιώς προσφέρεται δωρεάν
ο γύρος του θανάτου
(Μια βόλτα μόνο, Άγρα 2016)
ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Το αλιευτικό βγήκε στην ακτή κατάφορτο λέξεις. Λέξεις που σπαρταρούσαν αμφισημία. Όλες σε ιριδίζουσες αποχρώσεις για να θυμίζουν τον βυθό των ποιημάτων. Ο ψαράς χαμογέλασε πηδώντας στη στεριά με πόδια γυμνά, μάτια λαβύρινθους, ενώ τα χέρια του ανίχνευαν σημασίες ψηλαφώντας επιδέξια τα δίχτυα των νοημάτων. Έπιανε μια-μια τις λέξεις και, αφού ξερίζωνε τα ασθμαίνοντα βράγχια πετώντας στη θάλασσα τα κόκκινα εντόσθια, τις απολέπιζε από το ασήμι των εντυπώσεων, τις ξέπλενε με νερό, τις βουτούσε στο αλάτι και τις τοποθετούσε, έτσι γδαρμένες κι αγνώριστες, σ’ ένα πανέρι εννοιών.
Κατόπιν, στράφηκε σ’ εμένα και μου έδειξε το σώμα τους με το κεφάλι γυρτό. Χωρίς φαντασία, οι λέξεις δεν είναι πλέον αμφίβιες, είπε και, προκαλώντας με σχεδόν ειρωνικά, σχολίασε: Για να δούμε τι ψάρια πιάνεις εσύ. Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό– φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό.
ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ
Γέρνει, διαρκώς γέρνει το κυπαρίσσι. Ραγίζει τον μαντρότοιχο σχεδιάζοντας ρωγμές πάνω στην πέτρα. Πήραν οι ρίζες τον ανήφορο. Δεν τις χωράει η γη. Διασχίζουν το σκοτάδι, αρδεύουν τη φλέβα του νερού, τινάζουν το χώμα, ξεριζώνουν τις πλάκες κι αναδύονται στην επιφάνεια ρουφώντας αχόρταγα ήλιο και αέρα.
Όσοι αναπαύονται στον ίσκιο του κυπαρισσιού δεν ησυχάζουν. Τεντώνουν τ’ ακροδάχτυλα, σηκώνονται στις μύτες των ποδιών, σκαρφαλώνουν αδιάκοπα, ώσπου κάποτε ξεμυτίζουν στο φως. Σήμερα σκόνταψα στους κόμπους των μαλλιών τους που είναι άναρχα πλεγμένα με τις ρίζες.
ΧΡΟΝΙΚΟ
Τα χέρια της φτεροκοπούν ετοιμάζοντας το πρωινό στην κουζίνα, λίγο προτού ξυπνήσει τα παιδιά αγγίζοντας –με τα ματοτσίνορα– τα βλέφαρά τους. Ύστερα, χωρίς δισταγμό, μονώνει τις χαραμάδες στις πόρτες φορώντας τις λέξεις κατάσαρκα, νιώθοντας τα λεπίδια των γιώτα σφηνωμένα στο στήθος και τις καμπύλες των όμικρον να σφίγγουν τον λαιμό, με μια γλώσσα που χαράσσει τα λάθη μας στις αναπάντεχες ρωγμές της.
Το δωμάτιο γεμίζει ασφόδελους που μαρτυρούν εγκατάλειψη˙ ένας για κάθε απειλή την ώρα που η λέαινα ανοίγει το γκάζι και βάζει το κεφάλι της στον φούρνο, ανασηκώνοντας το πέλμα για να διανύσει μέσα σε μια στιγμή την απόσταση μυριάδων χιλιομέτρων.
(Κόκκινη γραμμή, Άγρα 2023)
|