Κείμενο αποσπάσματος: |
(Απόσπασμα)
H ΘΑΛΑΣΣΑ αγαπητέ μου Κύριε! η θάλασσα. Δεν την είδα ποτέ μου, ποτέ τα κύματα της δεν έβρεξαν το πρόσωπο μου- τη γνωρίζω ωστόσο καλά.- Θα μου πείτε τώρα ότι η θάλασσα είναι μακριά, πέρα πολύ από αυτά τα βουνά που περικλείουν το μικρό μας τόπο και που εγώ ποτέ δε θέλησα, ή δε μπόρεσα, να διαβώ. Και όμως η θάλασσα έχει δυνάμεις παράξενες, τις νύχτες ιδίως, σηκώνονται κύματα πελώρια και σπάνε ορμητικά πάνω στους τοίχους του σπιτιού μας στο Άμερστ.
Υπάρχουν έρημοι φάροι σε βραχώδεις ακτές, υπάρχουν μυριάδες πνιγμένοι, πλοία που χαμένα περιφέρονται εδώ και αιώνες, σε σκοτεινές, άγνωστες θάλασσες. Όλα αυτά τα γνωρίζω καλά, αγαπητέ μου Κύριε. Και όμως, αν τώρα εσείς μου ζητούσατε να έρθω μαζί σας, ακόμα και αν με εκλιπαρούσατε γονατίζοντας μπροστά μου να σας ακολουθήσω σε τόπους μακρινούς, εγώ θα έπρεπε ακόμα και με την καρδιά σχισμένη, να αρνηθώ την προσφορά σας. Ποτέ δε θα μπορούσα να σας ακολουθήσω ακόμα και αν το ήθελα, θα παρέμενα εδώ λοιπόν μέσα σ` αυτούς τους γκρίζους τοίχους ολομόναχη για πάντα, μονάρχης τραγικός στο σκοτεινό του βασίλειο.
Κάποτε συνέβη, το ξέρω. Κάποτε μου ζητήσατε να σας ακολουθήσω, το θυμάστε; να φθάσω μαζί σας ως το τέλος του κόσμου. Αν ξέρατε μόνο, πόσο πολύ υπέφερα! πόσες νύχτες άγρυπνες μου στοίχισαν τα λόγια σας!
Αμφιταλαντευόμουν, το παραδέχομαι. Σχίστηκα σε δυο κομμάτια που αιμορραγούσαν ασταμάτητα. Ο ένας μου εαυτός με πίεζε να σας ακολουθήσω, με τραβούσε βίαια προς την έξοδο, άλλες πάλι φορές άλλαζε ύφος και με παρακάλια και γλυκόλογα πάσχιζε να με μεταπείσει. Με ικέτευε με δάκρυα στα μάτια να βγω από το δωμάτιο και να κλείσω για πάντα την πόρτα πίσω μου. Ό άλλος στεκόταν αυστηρός και αλύγιστος μπροστά στην πόρτα και κάθε φορά που εγώ αποφάσιζα να τη διαβώ, μου το απαγόρευε.
Μάταιο θα ήταν να παλέψω μαζί του, μάταιο να προσπαθήσω να ξεπεράσω το εμπόδιο του και να τρέξω μακριά. Ο κύβος είχε εκ των προτέρων ριφθεί.
Με ρωτάτε λοιπόν; θέλετε ακόμα να μάθετε γιατί δεν περνώ ποτέ το κατώφλι αυτής της πόρτας, γιατί δε δέχομαι ποτέ επισκέπτες και ζω σαν ερημίτισσα, γιατί το φόρεμα μου είναι λευκό –πάντα- τόσες πολλές ερωτήσεις! με βρίσκετε λιγάκι απροετοίμαστη πάλι. Μη γελάσετε σας παρακαλώ, μαζί μου, θα σας εξηγήσω αν έχετε την υπομονή να με ακούσετε, θα σας τα εξηγήσω όλα.
Ω, μη ρωτάτε άλλο πια, μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση, τι είναι η αιωνιότητα. Δεν έχω απάντηση- δεν είναι εύκολο να σας δώσω μια και μοναδική απάντηση- κοιτάξτε ολόγυρα σας, κοιτάξτε έξω από το παράθυρο, το Άμερστ είναι σκεπασμένο με χιόνι.
Στέκομαι πολλές φορές μπροστά στον καθρέπτη αλλά αλίμονο! είναι άδειος – Τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον- Ασφαλώς γνωρίζετε αυτά τα παλιά λόγια¨ το δικό μου πρόσωπο όμως, δεν το βλέπω πουθενά, ούτε το δικό σας, ούτε το πρόσωπο του Θεού μέσα από το θολό τζάμι. Τότε με κυριεύει ένα είδος παραφροσύνης, χτυπάω όλες τις πόρτες, σπάω τον καθρέπτη με γυμνά χέρια και με παίρνουν τα αίματα, έχει συμβεί πολλές φορές. Κοιτάξτε με λοιπόν: τα χέρια μου είναι πληγωμένα, πάλι αιμορραγώ αλλά μην ανησυχείτε, η σφαίρα βρίσκει το πουλί ξανά και ξανά και όμως εκείνο δεν έχει χτυπηθεί, νομίζω ότι σας το έχω ξαναπεί αυτό κάποτε, πριν από πολλά χρόνια. Το θυμάστε;
Μη θυμώνετε μαζί μου, σας παρακαλώ. Θα έπρεπε να γνωρίζετε πια τον απαίσιο χαρακτήρα μου, θα έπρεπε να ξέρετε ότι στην πραγματικότητα είμαι ένα τέρας εγωισμού, ότι παρασύρομαι συχνά απ` αυτές τις απότομες αλλαγές της διάθεσης. Θα σας δώσω ένα απλό παράδειγμα: μόλις πριν από λίγες ημέρες, υπήρξε ένας μικρός τσακωμός ανάμεσα στην αδελφή μου και σε μένα. Η αδελφή μου με φροντίζει πάντα με όλη της την ψυχή και όμως εγώ μερικές φορές κουράζομαι από τις φροντίδες της και αντιδρώ κάπως απότομα. Το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά δικό μου και όμως μου πήρε μέρες για να το παραδεχθώ.
Αχ, τυραννάω όλο τον κόσμο με τα καμώματα μου, συμπεριφέρομαι σαν κακομαθημένο παιδί και ωστόσο όλοι είναι πάντα τόσο καλοί απέναντι μου! με συγχωρούν πάντα, ό,τι και αν κάνω και δείχνουν απέραντη κατανόηση.
Θα έρθω πάντως να σας υποδεχθώ (άλλωστε σας το έχω από καιρό υποσχεθεί) μόνο με έναν όρο, όμως: να δείξετε και εσείς λίγη κατανόηση και να συγχωρέσετε την άξεστη συμπεριφορά μου. Το ξέρω ότι σας φέρθηκα λιγάκι απότομα το τελευταίο διάστημα, φταίει ότι εδώ και μερικές ημέρες δεν αισθάνομαι καθόλου καλά, νιώθω να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, με δυσκολία σηκώνομαι από το κρεβάτι, να είμαι άραγε άρρωστη; ή μήπως δεν μου έχει απομείνει πια πολύς καιρός; Δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, θέλω να ξέρετε ότι ακόμα και αν ξαφνικά χωρίς κανένα λόγο βάλω τα γέλια ακόμα και την ώρα που μου μιλάτε για τα πιο σοβαρά ζητήματα, αυτό δε θα έχει σε τίποτα να κάνει μαζί σας. Μη νιώσετε προσβεβλημένος λοιπόν, αν η συμπεριφορά μου σας φανεί απρεπής, αποδώστε το στην κόπωση και στα τεντωμένα μου νεύρα.
Είναι και κάτι ακόμα που πολύ με έχει επηρεάσει, ίσως να παρατηρήσατε ότι στο σπίτι επικρατεί μια βαριά ατμόσφαιρα τάφου, εγώ η ίδια, τώρα που σας μιλώ, με δυσκολία συγκρατώ τα δάκρυα μου. Τις προάλλες, συνέβη κάτι το φοβερό, υπάρχουν γεγονότα, ξέρετε, υπάρχουν χτυπήματα της μοίρας τόσο ξαφνικά, τόσο ακατανόητα σκληρά που όποιος τα δέχεται δε συνέρχεται ποτέ και κλονίζεται ως τα βάθη της ύπαρξης του. Δε μπορεί να προέρχονται από το Θεό όλα αυτά, δε μπορεί να είναι απλώς ένα μέρος των δοκιμασιών στις οποίες μας υποβάλλει ο Κύριος. Πριν από λίγες ημέρες, ένα παιδί χάθηκε για πάντα. Ο αγαπημένος μου ανιψιός, το αγοράκι του αδελφού μου, ο μικρός Τζίλμπερτ. Την περασμένη Κυριακή, ένα βροχερό και παγωμένο πρωινό, παρακολούθησα από το παράθυρο μου τη νεκρική πομπή που ξεκινούσε από το σπίτι μας για να φθάσει στο μικρό παρεκκλήσι. Λιγοστοί άνθρωποι ακολουθούσαν βουβοί το μικρό φέρετρο που προπορευόταν θαρρείς αιωρούμενο, δε μπόρεσα ν` αντέξω άλλο τα θέαμα. Θέλησα να γράψω ένα ποίημα στη μνήμη του παιδιού αλλά στάθηκε αδύνατο, το χέρι μου έτρεμε και η πένα μου έπεφτε απ` τα χέρια, επέμεινα με πείσμα πιέζοντας την πάνω στο χαρτί με όλη μου τη δύναμη¨ τότε συνέβη κάτι που δε μου είχε ξανασυμβεί ποτέ, η πένα έσπασε πληγώνοντας μου το χέρι, αυτός είναι ένας ιδιαίτερα κακός οιωνός, δε νομίζετε;
Μήπως μπορώ να σας ζητήσω μια χάρη; αν θέλατε να μου διαβάσετε κάτι αυτή τη στιγμή, θα σας ευγνωμονούσα, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, η κατάσταση των ματιών μου δεν είναι καθόλου καλή. Είναι κάτι που με θλίβει αφάνταστα, τα μάτια μου δεν αντέχουν πια την παραμικρή κούραση. Κάποτε, πριν αρκετά χρόνια, κινδύνευσα να χάσω την όραση μου εντελώς, αυτό το θεώρησα τότε σαν τη μεγαλύτερη συμφορά που θα μπορούσε να με βρει. Πως θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω χωρίς αυτήν έστω την ελάχιστη παρηγοριά του να διαβάζω και να γράφω; κάποια στιγμή ο μεγάλος κίνδυνος πέρασε και όμως με τα χρόνια το φως σιγά- σιγά λιγοστεύει, μερικές φορές δε μπορώ να διακρίνω τίποτε άλλο από σκιές. ‘Ίσως όμως δε θα έπρεπε να έχω αυτό το παράπονο, έτσι είναι καθορισμένη η ροή των πραγμάτων και τίποτα δεν υπάρχει που να μπορεί να κάνει κανείς. Τα μάτια δε μας φταίνε σε τίποτα, καθώς φεύγουν τα χρόνια όλοι σιγά- σιγά συνηθίζουμε να ζούμε μέσα σ` ένα διαρκές ημίφως.
Διαβάστε μου λοιπόν εσείς κάτι. Διαβάστε μου αν θέλετε, ένα κομμάτι από τον Σαίξπηρ, θα ήθελα αυτή τη στιγμή να ακούσω ένα συγκεκριμένο σημείο από τον Οθέλλο. Γνωρίζετε το σημείο ακριβώς πριν τη δολοφονία της Δυσδαιμόνας; τότε η δύστυχη προφέρει μια μόνο φράση, απευθύνεται στο σύζυγο της για τελευταία φορά:
Kill me tomorrow, let me live tonight.
Άλλη δε γνωρίζω προσευχή της ζωής μπροστά στο κατώφλι του θανάτου, τόσο αθώα, τόσο σπαρακτική όσο αυτά τα λόγια. Βλέπετε, η φτωχή Δυσδαιμόνα, σ` αυτό το σημείο δεν προσπαθεί πια να υπερασπιστεί καν την αθωότητα της, για μια μικρή παράταση ζωής παρακαλά μόνο. Φαντάζομαι τον Σαίξπηρ να γράφει με δάκρυα στα μάτια αυτή τη φράση.
Την προηγούμενη νύχτα είδα ένα όνειρο που με αναστάτωσε, για να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω πια αν επρόκειτο για όνειρο ή για πραγματικότητα γιατί τα θυμάμαι όλα με την παραμικρή λεπτομέρεια σα να τα έζησα πραγματικά, σας συμβαίνει καμιά φορά αυτό;
Ακούστε λοιπόν: βρισκόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου αλλά δεν ήμουν ολομόναχη, υπήρχε κάποιος που κρυβόταν στο δωμάτιο, δε μπορούσα καθόλου να σκεφθώ ποιος θα μπορούσε να είναι αλλά διέκρινα καθαρά τη σκιά του πίσω από τις κουρτίνες. Πάνω απ` το κεφάλι μου πετούσε διαρκώς μια μύγα, μ` έκανε να ανατριχιάζω το συνεχές της βούισμα μέσα σ` εκείνη την αλλόκοτη ησυχία.
Βρισκόμουν σε μια παράξενη αναταραχή, σε μια υπερδιέγερση σα να περίμενα κάτι να συμβεί αλλά αυτό το κ ά τ ι δε μπορούσα καθόλου να το προσδιορίσω. Ό άγνωστος εν τω μεταξύ, δεν είχε κινηθεί ούτε στο ελάχιστο και εγώ όλη εκείνη την ώρα κρατούσα ως και την αναπνοή μου ακόμα, ελπίζοντας ότι εκείνος θα αγνοούσε την παρουσία μου. Η ανάσα του ακουγόταν δίπλα μου βαριά και για μια στιγμή, δεν ξέρω πως, πίστεψα ότι είχε αποκοιμηθεί εκεί, πίσω από τις κουρτίνες. Σκέφθηκα, αφού τώρα κοιμάται, να η μεγάλη μου ευκαιρία να του ξεφύγω, να βγω απ` αυτό το δωμάτιο και να φύγω μακριά, τρέχοντας. Πριν ωστόσο το επιχειρήσω συνέβη κάτι άλλο: ένιωσα ένα χέρι να μου ακουμπά το μέτωπο και να μου κλείνει τα μάτια Αμέσως μετά, η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει από κόσμο. Δεν ξέρω από πού έρχονταν όλοι αυτοί ούτε ποιοι ήταν ή τι ζητούσαν. Αν το ήθελα, θα μπορούσα ν` ανοίξω τα μάτια και να τους κοιτάξω αλλά ένας τρελός, ένας ακατανίκητος φόβος με εμπόδιζε. Οι άνθρωποι αυτοί μιλούσαν χαμηλόφωνα, ψιθυριστά σχεδόν¨ ήταν αδύνατο να καταλάβω μια λέξη έστω, απ` όσα έλεγαν.
Σε μια στιγμή, νόμισα ότι άκουσα τον ψίθυρο μια φωνής οικείας και σκέφθηκα ότι χωρίς αμφιβολία αυτή είναι η αδελφή μου Λαβίνια. Αυτό ωστόσο, αντί να με καθησυχάσει, για κάποιο λόγο μου δημιούργησε μια τρομακτική αγωνία, πολύ μεγαλύτερη από πριν. Σκέφθηκα ότι ποτέ δε μπαίνει η Λαβίνια στο δωμάτιο μου αν δεν την καλέσω, αν τώρα λοιπόν βρέθηκε εδώ μέσα χωρίς την άδεια μου αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχει συμβεί κάτι κακό. Τότε σχεδόν αμέσως μια άλλη σκέψη με διαπέρασε σαν κοφτερό λεπίδι και φώναξα: - αφού το ξέρετε ότι δεν είμαι νεκρή γιατί μου κλείσατε τα μάτια; δεν πήρα καμία απάντηση, νομίζω ότι αν και φώναζα με όλη τη δύναμη της φωνής μου κανένας τους δε με είχε ακούσει, πως είναι αυτό δυνατόν; έπειτα ξαφνικά συνειδητοποίησα με τρόμο ότι ήξερα από πριν, γνώριζα από την αρχή το λόγο της παρουσίας όλων εκείνων των ανθρώπων.
Επρόκειτο για μια α γ ρ ύ π ν ι α. Είχαν έρθει όλοι τους για ένα τελευταίο αποχαιρετισμό στο νεκρό.
Προσπάθησα τότε με όλες μου τις δυνάμεις να σηκωθώ, είπα μέσα μου: πρέπει να σηκωθώ και να διαλύσω οριστικά αυτή την κωμωδία. Στάθηκε αδύνατο. Εκείνο που με εμπόδιζε να κινηθώ ήταν ένα πράγμα που είχαν τοποθετήσει πάνω μου. Για την ακρίβεια επρόκειτο για κάτι σαν μια μεγάλη πέτρα, έτσι το ένοιωθα τουλάχιστον, ή μάλλον για έναν πραγματικό ογκόλιθο, ό,τι και αν ήταν τέλος πάντων αυτό το πράγμα, με καθήλωνε στο κρεβάτι κάτω από το φοβερό του βάρος και μου πίεζε το στήθος τόσο ώστε δε μπορούσα ν` αναπνεύσω. Τότε άρχισα να ουρλιάζω, στο όνειρο, στην πραγματικότητα; δεν ξέρω, το επόμενο που θυμάμαι είναι ότι βρέθηκα ξανά ολομόναχη μέσα στην κατασκότεινη νύχτα.
|