Ξέφωτο.
Έφευγα. Ολόγιομο, κιτρινωπό φεγγάρι προπορεύονταν. Μου ‘στρωνε φωτεινό μονοπάτι. Μπροστά μας δάσος πυκνόφυτο. Σύρθηκε πάνω απ’ τις κορφές των δένδρων. Τις άγγιξε. Κοκάλωσε. Σταμάτησα και γω στις παρυφές του. Σύνορο με το άγνωστο, πώς να το διαβώ;
Με κύκλωσε πυκνό σκοτάδι. Φεγγάρι πουθενά. Μόνο το αντιφέγγισμα του ανάμεσα σε φύλλα και κορμούς, ξεφτίδια που χάνονταν γρήγορα λες και τα μάζευε αόρατο χέρι.
Δεν το’ δα. Το ‘νιωσα το φως. Άπλωσα το χέρι μου δεξί. Ζεστάθηκε, υγράθηκε η παλάμη του. Την έφερα στη μύτη, στα χείλη. Γλύκα απλώθηκε σ’ όλο μου το κορμί λες κι είχε βυθιστεί σε χλιαρό ιαματικό νερό. Το γέλιο της δυνατό, καθαρό, πλούσιο, μ’ αφύπνισε. Ξεδιάκρινα πρώτα το αποτύπωμα της παλάμης μου πάνω στο γυμνό της στέρνο. Το πρόσωπο της εικόνα σμιλεμένη σ’ έβενο, λεπτοδουλειά από ταλαντούχο χέρι. Μαύρα μαλλιά χυμένα στους ώμους, με στριφογυριστές άκρες. Κορμί σαν ύφασμα από μετάξι που ο αέρας του ‘δινε σχήματα. Κι ολόγυρα της φως. Αντανακλούσε το φεγγάρι ή το ‘χε ρίξει στους ώμους της; Γελούσε. Δεν με περιγελούσε. Με καλούσε. Δίσταζα. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά σαν να ‘χε αποφασίσει να την πάρει μόνη της στο κατόπι. Μια ευωδιά άγνωστη, πρωτόγνωρη, με πλημμύρισε. Πράσινο φύλλο, αγριολούλουδα, μουσκεμένο χώμα. Κύμα που με σήκωσε. Περπάτησα. Φώτιζε εκείνη να πατώ. Λαχταρούσα να τη φτάσω, να την αγγίξω. Φορές σκέφτηκα να φωνάξω, να ρωτήσω. “Πώς είναι το όνομα σου;” Σεβάστηκα τη σιωπή.
Στάθηκε, στράφηκε προς το μέρος μου για μια στιγμή. Μέχρι να προλάβω να δέσω την ανάσα που μου ‘χε κοπεί για να κυλήσουν πάνω της οι λέξεις, χάθηκε. Με το βλέμμα την αναζήτησα μες τις σκιές που όλο και με ζύγωναν. Ξάφνου, γέλια, φωνές. Να μου σάλεψε, άραγε, σαν εκείνους τους ερημίτες που όταν αλλάζει η ένταση και η φορά του ανέμου πιστεύουν πως τους μιλά ο Θεός;
Φως ξεπρόβαλε. Αλλιώτικο αυτό. Αδύναμο που σιγά, σιγά δυνάμωνε. Ξέφωτο πλατύ μπροστά μου. Φωτιά στο κέντρο του. Κορμοί δένδρων σταυρωμένοι την τάιζαν με την κιτρινοκόκκινη φλόγα της να μικραίνει το μπόι τους, ενώ το δικό της θέριευε και τραβούσε όλο και ψηλότερα λες και πάσχιζε να καψαλίσει τον ουρανό. Μέσα απ’ τα δένδρα που ορίζαν το ξέφωτο ξεμύτισαν χέρια που κρατούσαν κι άλλους κορμούς δένδρων και τους στοιβάζαν στη φωτιά θρέφοντας την, πριν γίνουν σώματα και πάρουν θέση σταυροπόδι ολόγυρα της. Εκείνη, η μόνη όρθια, έφερνε συνέχεια βόλτες ανάμεσα τους, πότε μετρώντας τους με το μάτι και πότε ανασηκώνοντας το κεφάλι και στρέφοντας το προς τα δένδρα που τους περιέβαλαν.
Ξεθάρρεψα χάρη στον πόθο μου να τη ζυγώσω, μα το βήμα έμεινε μετέωρο. Γέμισε ο χώρος. Το πλήθος την απορροφούσε λες κι ο καθένας έπαιρνε κάτι δικό της. Κι ήταν τόσο πολλοί! Το βήμα κατάφερε να στεριώσει κι ήμουν έτοιμος να πατήσω το ξέφωτο. Να ζυγώσω. Μέχρι εκεί όμως. Έκλεισα τα μάτια σάμπως και καταφέρω να τους δω μέσα απ’ τους ήχους των φωνών τους, το θρόισμα των κινήσεων τους. Περνούσαν μπροστά μου. Ψηλόλιγνοι και κοντοί, λιπόσαρκοι και κοιλαράδες. Νύχια μαυρισμένα, δόντια χρυσά ανάμεσα σε κούφια και σπασμένα. Χοντρά, βαριά, λαμπερά δαχτυλίδια που σφίγγανε φουσκωμένα δάχτυλα. Δαχτυλίδια φτηνιάρικα, λεπτά, φτιαγμένα από σύρμα, σε σκελετωμένα δάχτυλα. Μαύρα κοστούμια, πολύχρωμα και γυαλιστερά πουκάμισα, γραβάτες φανταχτερές και λιγδιασμένες, πολυκαιρισμένα χιλιομπαλωμένα σακάκια και πανταλόνια που μόλις και μετά βίας κρατιούνταν στη μέση απ’ ένα δερμάτινο λουρί ή ένα κομμάτι σχοινί κι οι φαγωμένες άκρες τους σέρνονταν στο χώμα. Φουστάνια που θύμιζαν ανθισμένα ή ξεραμένα λιβάδια και συγκρατούσαν πλούσια στήθια, τροφαντά ή μαραμένα, κεφαλομάντηλα δεμένα πίσω στο σβέρκο απ’ όπου ξεπροβάλαν μακριές κοτσίδες, παπούτσια λουστρίνια με τις μύτες τσακισμένες και φαγωμένα τακούνια, χοντροπάπουτσα με τη σόλα φθαρμένη και τρυπημένη, γυναικείες παντόφλες που ‘χαν πάνω τους μια στρώση ανθρώπινο δέρμα και τη σόλα τους αργασμένη από χώμα, χαλίκια κι άσφαλτο, γόβες στραβοπατημένες, παιδικά και εφηβικά πόδια γυμνά, ασπρισμένα μέχρι το γόνατο απ’ τη σκόνη. Ένας κοιλαράς με λυμένο το ζωνάρι με σκούντησε καλώντας με να πιω απ’ ένα μπουκάλι κρασί, που μύριζε βενζίνη και καμένο λάδι μηχανής. Ένα άλλο χέρι μου το άρπαξε πριν καλά, καλά αποσώσω τη γουλιά και το κόλλησε στα χείλη του, βάφοντας κόκκινο το αξύριστο ψαρό πηγούνι του. Παρέκει ένα συρρικνωμένο γεροντάκι με ρουφηγμένα μάγουλα άναψε στριφτό τσιγάρο. Στον αριστερό του καρπό αριθμός, ίσα που φαινόταν, έμοιαζε σαν να τον χαράξαν με πυρωμένο σίδερο πάνω στο κόκκαλο.
Ένα πιτσιρίκι με τραβούσε απ’ το παντελόνι και ένα άλλο που στεκόταν μπροστά, με κοιτούσε στα μάτια και άρχισε να στροβιλίζεται γελώντας κι απλώνοντας μου το μαυρισμένο χεράκι του. Ίσα που πρόλαβα να παραμερίσω για να περάσει ένα άλογο ψωριάρικο και ιδρωμένο που βρωμούσε και έζεχνε. Παντού ιδρώτας ανθρώπων και ζώων πότιζε τη γης. Τη λάσπωνε. Ποδάρια τη ζύμωναν κι η ζύμη κολλούσε πάνω τους.
«Πέρασες το σύνορο…»
Στεκόταν δίπλα μου. Έκοψε με το χέρι της ό,τι προσπάθησα να πω, μαζί και την ανάσα μου. Τράβηξε πάλι προς το ξέφωτο, με το δεξί της χέρι απλωμένο πίσω και το δείκτη ανασηκωμένο να με σημαδεύει.
Στο ξέφωτο ακονισμένες λάμες γυάλιζαν, σφιχτά κρατημένες μες σε ροζιασμένες παλάμες, απειλώντας η μία την άλλη. Εκείνη κινούνταν προς τα εκεί. Βρήκα ανάσα και φώναξα.
«Μην πας. Έλα μαζί μου…»
Πυρωμένα κάρβουνα τα μάτια της. Μαζεύτηκα σαν μικρό παιδί που φοβόταν το θυμό που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει πάνω του.
«Τα αδέρφια μου είναι!»
Βρήκα το κουράγιο να ψελλίσω.
«Μα δεν μιλάνε όλοι την ίδια γλώσσα κι ούτε έρχονται απ’ τα ίδια μέρη…»
Η ανάσα της έκαιγε πια το πρόσωπο μου.
«Ανόητε!» – μου φώναξε. «Θαρρείς μας δένει η γης; Οι δρόμοι μας ενώνουνε και τη γλώσσα τη συνταιριάζουμε κατά πώς θέλουμε...»
Γονάτισα στα πόδια της, σιωπηλός, ικέτης για ένα φιλί της μονάχα. Το γυμνό της πόδι πάτησε γερά στον αριστερό ώμο μου. Το πήρα μες τις χούφτες μου. Το μελετούσα με τα ακροδάχτυλα μου. Τρυφερό και σκληρό συνάμα το δέρμα της, φλέβες που χτυπούσαν σαν δαιμονισμένες, ποτισμένο μ’ ιδρώτα και νερό της βροχής. Το ξανάφερα στον ώμο μου και πάνω του έγειρα το κεφάλι μου. Στ’ αυτί μου ηχούσαν δρόμοι, αυτοκίνητα που μαρσάραν, άλογα που χλιμίντριζαν, σκυλιά που αλυχτούσανε, άνθρωποι που βρίζαν. Έστρεψα το βλέμμα πάνω της. Στις άκρες των μαλλιών της μπλεγμένα άχυρα απ’ το θέρο, φύλλα ξεραμένα του φθινοπώρου, κλαράκια ξυλιασμένα που αχνίζουν πρωινή πάχνη, μπουμπούκια που χαμογελούν άνοιξη.
Στο ξέφωτο χαλασμός. Οι λάμες τσακμακίζαν η μια πάνω στην άλλη. Έτοιμη να φύγει. Την ικέτευσα.
«Να ‘ρθω και γω; Μαζί σου…»
Μ’ ένα γνέψιμο του χεριού μ’ αποθάρρυνε. Ξεμάκρυνε. Κάτω δεν πατούσε κι ας σήκωνε σκόνη. Κανέναν δεν παραμέρισε και βρέθηκε ανάμεσα τους. Στάθηκε πάνω απ’ τη φωτιά λες και τη σήκωσαν στους ώμους τους οι φλόγες. Ύψωσε τα χέρια της. Σιωπή. Φωνή, γλυκολάλητη, βγήκε απ’ τα στήθη της.
«Σηκωθείτε τσιγγάνοι! Τώρα είναι η ώρα…» *
Νταούλι χτύπησε δυνατά. Κλαρίνο μπήκε μπροστά. Κορνέτες, τρομπόνια, τούμπες από κοντά. Μπερδεύαν το σκοπό, σκοντάφταν οι νότες η μια πάνω στην άλλη. Τα βλέμματα αγριεύαν, τα στόματα στραβώναν. Μα να που πάλι παρενέβη. Τα χέρια της χτύπησε δίνοντας το ρυθμό που όλοι πια ακολουθούσαν. Τα όργανα στήσαν χορό, χαράζαν τα χνάρια για να ξέρουν τα ποδάρια πού θα πατήσουν. Καταλάβαιναν τι ήθελε ο διπλανός χωρίς να μιλούν.
Μια αλυσίδα. Δύο, τρεις, τέσσερεις…Έχασα το μέτρημα. Δεν έχασα λέξη απ’ το στόμα της.
“Ελάτε μαζί μου Ρομά
Του κόσμου σκούρα και μαύρα μάτια
Που μου αρέσετε σαν τα μαύρα τα σταφύλια
Ρομά, αδέλφια μου”*
Ήθελα να πιαστώ στο χορό. Μπερδεύτηκα, σωριάστηκα καταγής. Μου φταίγαν τα καινούργια μου παπούτσια. Τα πέταξα και σηκώθηκα. Αγκάθια πληγώνανε τα πόδια μου. Σε κάθε βήμα μπήγονταν βαθύτερα. Συνέχιζα, μα για πόσο θα μου έφτανε το αίμα μου καθώς πληθαίναν πίσω μου τα ματωμένα χνάρια;
Χάραζε. Στάθηκε ανάμεσα σε μένα και στο φως που σιγά, σιγά δυνάμωνε. Μου ‘δειξε προς τα πίσω. Μονοπάτι φαρδύ ανάμεσα στα δένδρα. Έπεσα κι αγκάλιασα τα πόδια της.
«Θέλω να ‘ρθω μαζί σου…»
Γονάτισε, πήρε στην αγκαλιά της το γυμνό μου πόδι και με τα δάχτυλα της καθάρισε απαλά το ξεραμένο αίμα απ’ το πέλμα μου.
«Ματώνουν τα πόδια σου!»
Μάζεψε τα παπούτσια μου και τ’ άφησε μπροστά μου. Χάθηκε, σκιά που έσβησε το φως της αυγής. Ένιωσα το μέτωπο μου να καίει. Μ’ άγγιξαν, άραγε, τα χείλη της ή γέννημα της λαχτάρας μου ήταν το φιλί της;
Όρθιος αναζήτησα το ξέφωτο. Γίνηκε δρόμος. Στο χώμα χαραγμένα σημάδια από λάστιχα αυτοκινήτων, ρόδες κάρων, πέταλα αλόγων, παπουτσιών, γυμνών ποδιών. Με τα παπούτσια μου φορεμένα θα τους πρόκανα. Ξεκίνησα, μα ο δρόμος στένευε. Ξεκίνησε να φυσά ένα απαλό αεράκι που όλο και δυνάμωνε σβήνοντας τα σημάδια. Επιτάχυνα. Θα τα καταφέρω, θα τα καταφέρω ψέλλιζα, μα όσο ένιωθα πως ζύγωνα τόσο περισσότερο στένευε ο δρόμος και δυνάμωνε ο αέρας…
*Στίχοι απ’ το τραγούδι των Ρομά “Gelem, gelem”.
|