Το τρένο ήρθε. Στεκόταν ψηλά στην αποβάθρα. Μπήκε στο δεύτερο βαγόνι. Άδειο. Τέλεια. Σωριάστηκε στη θέση, ξεκούμπωσε παλτό, έβγαλε γάντια και κασκόλ, προσπάθησε να ξεμουδιάσει. Να χαλαρώσει. Να τα σβήσει όλα. Είχε ακόμη δώδεκα στάσεις. Την πήρε ο ύπνος. Άνοιξε τα μάτια της. Δεν κατάλαβε πού βρισκόταν. Και τους είδε. Μπροστά της. Κάθονταν στην απέναντι θέση. Την περιεργάζονταν. Θα ’ταν καμιά δεκαοχταριά. Μπορεί και πιο μεγάλοι. Ο χοντρός και ο σπυριάρης. Χαμογελούσαν ξεδιάντροπα. Μάζεψε τα πόδια της, κατέβασε τη φούστα και τράβηξε τον σάκο πάνω της. Μιλούσαν σαν να ήταν μόνοι τους. Έλεγαν διάφορα. Βρομιές, προστυχιές, τέτοια.
— Ωραίο γκομενάκι.
— Ναι, μωρό.
— Για ψώνισμα. Στα σίγουρα.
— Ναι, ισχύει.
Ανατρίχιασε. Ήθελε να σηκωθεί. Να κατεβώ στην επόμενη στάση. Τα πόδια της έτρεμαν. Το σώμα της δε συνεργαζόταν. Πολύωρη ακινησία.
Ο σπυριάρης σηκώθηκε. Κάθισε δίπλα της. Η Αλίκη μαζεύτηκε. Να τρέξει; Να πάει πού; Θα ’ταν χειρότερα. Σήκωσε το αριστερό του χέρι. Το άπλωσε στο κάθισμα. Η Αλίκη έγειρε μπροστά με την ψυχή στο στόμα. Τα ’χε παίξει. I died a hundred times.
— Έλα στην παρέα, μωρό, είπε σκύβοντας προς το μέρος της. Θα περάσουμε καλά.
Η ανάσα του βρόμαγε. Ποτά και τσιγάρα.
— Άσε με. Δε σου ’κανα τίποτα.
— Ισχύει.
— Καλό μουνάκι, είπε γελώντας ο χοντρός. Κι έπιασε τον καβάλο του.
Κατάφερε να σηκωθεί, αλλά ο σπυριάρης την έσπρωξε στο κάθισμα.
— Κάτσε κάτω, μωρό.
— Αφήστε με. Θέλω να φύγω. Έχω δουλειά. Με περιμένουν.
— Ναι, καλά, σίγουρα.
Ο σπυριάρης χαχάνισε. Το τρένο έφτασε στον σταθμό. Ήθελε να φωνάξει. Δεν πρόλαβε όμως. Αλίκη, ξεκόλλα. Ο σπυριάρης κάτι έβγαλε απ’ την τσέπη του. Κάτι μαύρο. Κάτι μικρό. Με την άκρη του ματιού της το είδε. Εκείνος πάτησε ένα κουμπί. Μια λάμα πετάχτηκε έξω. Γυαλιστερή. Καλωσήρθατε στον πλανήτη του τρόμου.
Η φωνή της είχε πνιγεί, δεν έλεγε να βγει απ’ το λαρύγγι. Γαμώτο. Η αποβάθρα αδειανή. Κανείς δεν μπήκε στο βαγόνι. Το σώμα της είχε ξεμουδιάσει. Επιτέλους. Και το μυαλό της έτρεχε. Έκανε κατοστάρια. Ο επόμενος σταθμός ήταν κοντά.
— Ψωνίζεσαι, γκομενάκι, ε; ο σπυριάρης.
Της έσφιγγε τους ώμους. Ακούμπησε το μαχαίρι στον λαιμό της. Δάκρυα καυτά πλημμύρισαν τα μάτια της. Γαμώτο. Ξεκόλλα, κοπελιά. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της.
Α, ρε πατέρα…
— Άκου πώς θα παίξει η όλη φάση. Θα ’ρθεις μαζί μας. Nα τη βρούμε. Όλοι, κομπλέ.
— Ναι, ναι. Κομπλέ.
Ο χοντρός έκανε πάλι την ίδια χειρονομία. Και χαχάνισε. Ο σπυριάρης χαλάρωσε τη λαβή. Έσκυψε κι άρχισε να γλείφει τα δάκρυά της. Σαν σκυλί.
Άραγε πού να ’ναι τώρα ο Ρεξ και η Σταυρούλα; Ο Ρεξ και η Σταυρούλα. Από μέσα της σαν προσευχή, σαν μαγικό ξόρκι, έλεγε: Ο Ρεξ και η Σταυρούλα, η Σταυρούλα κι ο Ρεξ… Συνέχεια. Έχωσε το αριστερό της χέρι στην τσέπη του παλτού της. Έπιασε τις μαγικές της μπαλίτσες. Και το ξυσμένο μολύβι. Με το δεξί έσφιξε τον σάκο στην κοιλιά της. Μια ευκαιρία θέλω. Μόνο μια ευκαιρία.
Ο χοντρός χαχάνισε και ξανάπιασε τον καβάλο του.
Το σούρουπο έπεφτε. Το τρένο πέρασε δίπλα απ’ το νεκροταφείο. Έκοψε ταχύτητα. Σε λίγο θα έφτανε στον σταθμό. Η Αλίκη πήρε βαθιά ανάσα. Φρέσκα δάκρυα την έπνιξαν. Μην κωλώσεις. Ό,τι γουστάρεις κάνεις. Οι πόρτες άνοιξαν. Το κορίτσι έβηξε. Βήματα ακούστηκαν. Κάποιος έτρεχε. Ένα ζευγάρι πλησίασε το βαγόνι. Ο σπυριάρης κι ο χοντρός γύρισαν το κεφάλι τους. Τώρα. Πετάχτηκε σαν ελατήριο. Ουρλιάζοντας. Με το μολύβι σημάδεψε τον σπυριάρη. Και τον κάρφωσε στο μάγουλο. Ο σπυριάρης έβρισε. Τράβηξε το χέρι κι έπιασε τη μούρη του. Η Αλίκη όρμησε προς την πόρτα. Να προλάβω να βγω. Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Γύρισε. Το μούτρο του χοντρού στο τζάμι. Μάτια γουρλωμένα, στόμα ανοιχτό – μάσκα αποκριάτικη.
Σωριάστηκε στο παγκάκι. Προσπάθησε να ησυχάσει την καρδιά της. Χτυπούσε τρελά. Έτρεμε ολόκληρη. Κρύωνε. Κρύο, παντού κρύο. Μέσα κι έξω.
«Α, ρε πατέρα...» είπε σιγανά. Και άρχισε να κλαίει. Με αναφιλητά.
Έκλαιγε για όλα. Για τους ανθρώπους. Που σπάνε και κομματιάζονται. Γι’ αυτά που χάνουν, γι’ αυτά που κερδίζουν. Για τους τύπους στο τρένο, για τη μάνα της, για τον πατέρα της, για τη σχέση τους, για τη Σταυρούλα, για τον Ρεξ, για τον Δήμο και τον άλλο Ρεξ, για το χτυπημένο γατί που δεν είχε όνομα. Για τον Μάκη. Για τις πλατείες και τους δρόμους, για τα λεωφορεία και τις διαβάσεις, για τα σκαλάκια και τις γέφυρες. Για τα πάρκα και τα πλακόστρωτα. Για τις αρχαίες πέτρες και τα μνημεία. Για τα μουντζουρωμένα αγάλματα και τα ζώα-φαντάσματα. Για την πόλη. Για όσους μιλούν, αλλά δεν ακούγονται, για όσους ζουν, αλλά δεν τους βλέπει κανείς. Για τη φρίκη και τα θαύματα. Έκλαψε μέχρι που ξαλάφρωσε και το πένθος έφυγε. Τα δάκρυα ξέπλυναν τη θλίψη. Και τότε σηκώθηκε. Κούμπωσε το παλτό. Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τον ουρανό. Μια υπόσχεση άνοιξης. Τα σύννεφα χάνονταν. Η αυριανή μέρα θα ήταν ξάστερη. Ήξερε πού ήθελε να πάει. Κάποιος την περίμενε εκεί. Έβγαλε απ’ την τσέπη τις μαγικές της μπαλίτσες και παίρνοντας τον δρόμο άρχισε να παίζει μ’ αυτές.
|