ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ


ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Επίθετο:  ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ
Εργογραφία: 

"ΔΩΔΕΚΑ ΣΤΟ ΔΙΦΡΑΓΚΟ" , α΄ εκδ. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, 1986, β΄εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, 1999, Διηγήματα ISBN: 960-211-469-X
"Το παιχνίδι", ΝΕΦΕΛΗ, 1991, Διηγήματα, ISBN: 960-211-100-3
"Επίλογος στα χιόνια" , ΝΕΦΕΛΗ, 1993, Διήγηματα, ISBN: 960-211-165-8
"Ο ΣΑΜΠΑΤΕΣ ΖΕΙ και άλλες ιστορίες του γλυκού νερού", ΝΕΦΕΛΗ, 1998, Διηγήματα, ISBN: 960- 211-358-8
"ΤΡΟΠΙΚΟΣ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ", ΝΕΦΕΛΗ, 2001, Νουβέλα, ISBN: 960-211-580-7
"ΣΕ ΞΕΝΟ ΓΗΠΕΔΟ", ΠΑΤΑΚΗΣ, 2003, Διηγήματα, ISBN: 960-16-0943-1
"ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΕΣ ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ", ΚΕΔΡΟΣ, 2007, Διηγήματα
"ΕΝ ΟΙΚΩ", ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2012, Διηγήματα 
"ΕΠΙ ΤΕΣΣΕΡΑ", διηγήματα, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 2014


Έτος γέννησης:  1940-2017
Τόπος γέννησης:  Σπάρτη Λακωνίας
Τίτλος αποσπάσματος:  Ο ΣΑΜΠΑΤΕΣ ΖΕΙ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Απόσπασμα από το διήγημα "ΩΣ ΠΡΟΒΑΤΟΝ"

 

 

 


............................................................................................................
Τους ακολούθησε στο διαμέρισμα του Αντώνη, δωμάτιο ένα με κουζίνα και λουτροκαμπινέ στο υπόγειο της πολυκατοικίας Σπετσών 76. Βρέθηκαν κι άλλοι δύο παρατυχόντες φίλοι, ένας φοιτητής, συμφοιτητής του Αντώνη στο πανεπιστήμιο και ένας συμπατριώτης από την επαρχιακή τους πόλη, γείτονας του Αντώνη αυτός. Οι γονείς του Κώστα και του Αντώνη είχαν στην πόλη τους ένα συνεταιρικό εμπορικό κατάστημα με μια αντρική κούκλα στη βιτρίνα του, μόνιμα ντυμένη με το ίδιο κοστούμι γεμάτο σκόνη και μυγοχέσματα. Περίμεναν οι γέροι να πάρουν τη σύνταξή τους από το ταμείο εμπόρων, δεν τους ενδιέφερε καθόλου να βάλουν καινούριο πράγμα στο μαγαζί, σύμφωνο με τη μόδα. Εξάλλου είχαν την πελατεία τους, υπήρχαν κάμποσοι χωρικοί που κατέβαιναν κάθε Σάββατο στο παζάρι και τους προτιμούσαν καθώς στο εμπορικό κατάστημα των Ε. ΚΑΡΑΜΠΕΛΛΑ και Ι. ΜΟΡΦΙΔΗ με την επωνυμία <<ΤΟ ΛΟΥΒΡΟΝ>> μπορούσαν άνετα να παζαρέψουν την πραμάτεια, μεχρι που μερικοί κανόνιζαν και πλήρωναν σε είδος.
΄Ετσι, η Σούλα βρέθηκε ανάμεσα σε τέσσερις πεινασμένους άντρες.΄Εβαλαν ένα ράντζο με ένα μαξιλάρι στο μικρό χολάκι και ένα ολόκληρο βράδυ, ένας ένας με τη σειρά πέρασαν από πάνω της. Κάπου περί το χάραμα αυτή αποκαμωμένη παρακάλεσε το Δημήτρη, το συμφοιτητή του Αντώνη, να την αφήσει να κοιμηθεί και ενώ αυτός ενεργούσε τα σχετικά, η Σούλα άρχισε να ροχαλίζει.
Τους είχε πει ότι βρέθηκε στην Αθήνα φεύγοντας από την Καλαμάτα. ΄Ενας μακρινός θείος της την είχε πάρει να δουλεύει δήθεν στην επιχείρησή του, βιοτεχνία ζαχαρωδών προϊόντων. Αφού την αποπλάνησε και την άφησε έγκυο, βρήκε μια πρόφαση και την έδιωξε από το μαγαζί, είχε στο μεταξύ βρει αντικαταστάτρια στο πόστο της. Αυτά έλεγε η Σούλα, οι νέοι δεν πίστευαν και τόσο την ιστορία της, έπεφτε συνεχώς σε αντιφάσεις, αλλά αυτούς άλλα τους ενδιέφεραν, ήταν καλοστημένη γυναίκα με τα σέα της και τα μέα της η Σούλα, αν αυτό ήταν βέβαια το όνομά της.
Την άλλη ημέρα, κοντευε μεσημέρι όταν ξύπνησαν ο Αντώνης με τον Κώστα, ο φοιτητής είχε φύγει από το βράδυ, ο άλλος από την επαρχία έφυγε πρωί πρωί χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας.
Τη Σούλα την βρήκαν καθισμένη στο ράντζο, ντυμένη, με τα χείλη της βαμμένα και αχτένιστη. ΄Εδειξε μια απροφάσιστη συμπάθεια για τον Κώστα, αργότερα του εξομολογήθηκε ότι την τρέλαινε ο τρόπος με τον οποίον αυτός μιλούσε τα μάγκικα, και έφυγε μαζί του για το σπίτι του στον Κολωνό, χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια του Αντώνη, ο οποίος της έλεγε ότι έχει έναν φίλο μαιευτήρα - γυναικολόγο και ότι θα μπορούσε να την βοηθήσει να ξεφορτωθεί το παιδί.
....................................................................................................................................................

- ΄Ακου να σου πω, ρε Σούλα, όπως καταλαβαίνεις κάτι πρέπει να κάνουμε, ο Κώστας συνεχίζει να μιλάει μέσα στην καφετέρια, στο τραπέζι τους βάθους, από το οποίο στάζουν ακόμη σταγόνες νερού, ενώ οι φωνές της παρέας των νέων έχουν ενταθεί στη διαπασών, πίνουν και σφηνάκια οι περισσότεροι.
Το κορίτσι έχει σφίξει τα δόντια και δεν μιλάει. Παίζει νευρικά με το λουρί της τσάντας της και το βλέμμα της είναι χαμένο μακριά.
- Γιατί δεν μιλάς, γαμώ το Χριστό μου, άκουσε αυτά που θέλω να σου πω. Σήμερα έρχεται η μητέρα μου και θα μείνει για κάτι ημέρες.
- Καλά, λέει η Σούλα, κάνε ό,τι θέλεις.
Ο Κώστας φωνάζει το γκαρσόνι, πληρώνει το λογαριασμό και σηκώνεται από τη θέση του. Το κορίτσι σηκώνεται κι αυτό και τον ακολουθεί, καθώς αυτός με μέγαλα βήματα κατευθύνεται προς την έξοδο της καφετέριας.
- Πάμε να βρούμε τον ΄Αγγελο, της λέει, όταν βρίσκονται και οι δυο τους στο πεζοδρόμιο, είναι πολύ ξηγημένο παιδί και καλός φίλος, είναι εργολάβος και έχει την άνεσή του.
Περπατούν αρκετή ώρα με τα πόδια, περνούν από ένα πάρκο πίσω από μια εκκλησία και φτάνουν σε μια πλατεία, η οποία βρωμάει από κάτι υπόγεια ουρητήρια, που βρίσκονται στο κέντρο της και, ασφαλώς, δεν τα φροντίζουν τόσο πολύ οι αρμόδιοι. Ακριβώς στην αριστερή γωνία της πλατειάς βρίσκεται μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη ηλεκτρονικά και μπιλιάρδα.
Ο Κώστας μπαίνει μέσα πρώτος, η Σούλα ακολουθεί. Στο βάθος της αίθουσας ένας ξερακιανός τύπος με κρεπ παπούτσια παίζει μπιλιάρδο γαλλικό και, καθώς βλέπει τον Κώστα, του γνέφει με τη στέκα. Φτάνουν κοντά του και ο Κώστας λέει στη Σούλα:
- Να σου γνωρίσω τον ΄Αγγελο. Από 'δω ο ΄Αγγελος, από 'δω η Σούλα.
Ο ’γγελος κάνει μια γελοία υπόκλιση καθώς της σφίγγει το χέρι, "χαίρω πάρα πολύ, δεσποινίς μου," λέει, " έχετε πολύ ωραίο όνομα".
Ο Κώστας είναι βιαστικός.
- Κοίταξε, ΄Αγγελε, έχω μια πάρα πολύ σοβαρή δουλειά, περιμένω και τη μητέρα μου με το λεωφορείο. Θα μπορούσες να φιλοξενήσεις τη Σούλα για μερικές ημέρες;
- Μετά χαράς, κάνει αμέσως αυτός, στρέφοντας το βλέμμα του προς το μέρος του κοριτσιού, το οποίο στέκεται με σκυμμένο το κεφάλι και σταυρωμένα τα χέρια σαν να μην καταλαβαίνει τίποτε, σαν να μην έχει διάθεση να αρθρώσει κουβέντα.
- Ωραία, λοιπόν, γειά σας! τους λέει ο Κώστας και κάνει μεταβολή προς την πόρτα. Ξεκινάει με φόρα, αλλά καθώς απομακρύνεται όλο και κοντοστέκεται, σε μια στιγμή, ενώ βρίσκεται στο μέσον της αίθουσας σταματάει, ανάβει τσιγάρο, κάνει να γυρίσει το κεφάλι του, όμως το μετανιώνει και, περπατώντας με αργό βήμα τώρα, ανοίγει την πόρτα και χάνεται πίσω από τα θολά τζάμια.-