Βιργιλίου «Αινειάδα», εισαγωγικό δοκίμιο
Μπορεί να είναι επαρκής, καθώς λέγεται, αναγνώστης της «Αινειάδας» κάποιος ή κάποια που δεν έχει αποφοιτήσει με επάρκεια από τα δύο ομηρικά έπη; Δεν υπάρχει εύκολη, συνολική, χωρίς αποχρώσεις απάντηση. Θα μπορούσαμε εδώ να θυμηθούμε ότι ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας ευφραινόταν και θαύμαζε την «Αινειάδα» όταν οι ελληνομαθείς ήταν τόσο ευάριθμοι όσο τα δάχτυλα μερικών χεριών. Και άλλωστε η «Αινειάδα» ασυνόδευτη από τον Όμηρο συνέχισε να γητεύει για πολύν καιρό πριν ο γερμανικός 18ος αιώνας στο ρομαντικό βασίλεμά του οσφρανθεί «την πρώτη ανοιξιάτικη φρεσκάδα» του Ομήρου. Και, ασφαλώς, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που σαγηνεύθηκαν από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη χωρίς να ξέρουν καλά την «Αινειάδα» και γνωρίζοντας ακόμη λιγότερο, ή καθόλου, τον Όμηρο. Πόσο άραγε να έβλαψε τις τύχες της «Αινειάδας» εκείνο το σαιξπηρικό «small Latine and lesse Greeke»; Και χρειάζεσαι αλήθεια όλη τη βιβλιογραφία που είναι χωνεμένη στα σωθικά τους για να απολαύσεις την «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ ή «Το όνομα του ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο;
Ωστόσο, το ερώτημα επιμένει, και επιμένει περισσότερο για όσους είναι πεπεισμένοι για την αξία της αριστοτελικής αναγνώρισης. Δεν υπάρχει άραγε προστιθέμενη αξία αναγνωστικής ηδονής γι’ αυτόν που αναγνωρίζει μέσα στη μοντερνιστική υψικάμινο της «Έρημης Χώρας» υλικό από τον Όμηρο, τον Σοφοκλή, τον Βιργίλιο, μέχρι τον ιερό Αυγουστίνο, τον Δάντη, πιο πέρα μέχρι τον Άλντους Χάξλεϊ και τον Πωλ Βερλαίν, κι ακόμη παραπέρα μέχρι τη Βίβλο και τις γραφές του Ινδουϊσμού, και τόσα άλλα ακόμη;
Από το κεφάλαιο ‘Ο θείος Μαρκήσιος και ο master chef’΄ της εισαγωγικής μονογραφίας του «Λουκρητίου ‘Περί Φύσεως’. Η κληρονομιά ενός επίμονου κηπουρού».
Ολετήρας για τον ντε Πολινιάκ και σύμμαχος για τους Εγκυκλοπαιδιστές, ο Λουκρήτιος έγινε δεκτός και στο σαλόνι του αρχιλιμπερτίνου, Μαρκήσιου ντε Σάντ, ο οποίος, όπως άλλωστε θα το ανέμενε κανείς, υποδέχθηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα περί έρωτος και ειδικότερα το «σοφτ πορν» του τέταρτου βιβλίου. Στο πλαίσιο των κριτικών εκτιμήσεών του γι’ αυτό που ένιωθε ως συρμό γλυκερού συναισθηματισμού στο σύγχρονό του μυθιστόρημα, ο ντε Σαντ συνυπογράφει την καταδίκη του έρωτα ως ρομαντικού πάθους από τον Λουκρήτιο: ούτε μυσταγωγία αγγελικής συνουσίας ούτε υψικάμινος μονογαμικής σύντηξης αλλά καλλιέργεια της ηδονοθηρικής φαντασίας με κλινικούς και ανατομικούς όρους σε συνθήκες μηδενικής συναισθηματικής θερμοκρασίας. Φυσικά, ο Μαρκήσιος προχώρησε παρασάγγες πιο πέρα από αυτό που αρκούσε στον Λουκρήτιο, αλλά παρά τους ιδιαζόντως ειδεχθείς κνησμούς του που τον έστειλαν στα κελιά της Βαστίλης και στο φρενοκομείο για αρκετά χρόνια, η ηδονιστική φιλοσοφία του κάθε άλλο παρά άσχετη είναι με τα ατομιστικά, ελευθεριάζοντα και αντισυμβατικά ένστικτα που ευδοκίμησαν στην περιφέρεια του Διαφωτισμού, και κυρίως με την ανάπτυξη μιας ηδονιστικής κουλτούρας η οποία με τη σειρά της κάθε άλλο παρά άσχετη ήταν με τον υλισμό του Επίκουρου και του Λουκρήτιου.
Από το κεφάλαιο ‘Ο μύθος’ του εισαγωγικού δοκιμίου του «Οβιδίου Μεταμορφώσεις».
Σε πολλές ιστορίες των «Μεταμορφώσεων» το σενάριο εμφανίζει νεαρές παρθένες που υποκύπτουν στην ανώτερη βία μπερμπάντηδων θεών, εγκυμονούν αισχυντηλές και φοβισμένες αλλά τελικά γεννούν αγόρια που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάνουν διακεκριμένη καριέρα. Αυτόν τον τύπο σεναρίου κάποιοι τον ερμήνευσαν ως απότοκο και απόηχο ενός αρχετυπικού «βιολογικού και πολιτισμικού σχήματος» σύμφωνα με το οποίο η γυναίκα είναι προγραμματισμένη για την αλληλουχία εφηβείας, διακόρευσης, εγκυμοσύνης και τοκετού. Ακόμη περισσότερες είναι οι ιστορίες των «Μεταμορφώσεων» όπου οι πρωταγωνιστικές φιγούρες, πληρώνοντας δικές τους ή αλλότριες αμαρτίες, χάνουν την ανθρώπινη μορφή τους και γίνονται ζώα. Εδώ το ερμηνευτικό βυθοσκόπιο βλέπει τον μύθο ως επιγέννημα τελετουργιών και λατρευτικών εθίμων όπου οι συμμετέχοντες τελετουργούσαν ντυμένοι με δορές και τομάρια ζώων.
Ενδιαφέροντα όλα αυτά, μπορεί και συναρπαστικά, αλλά θα είχαν σημασία αν ο Οβίδιος είχε αφήσει στην αφηγηματική επιφάνεια σημαδούρες γι΄αυτά που κρύβονται στο βάθος. Δεν φαίνεται να νοιάστηκε για κάτι τέτοιο, και ο λόγος είναι μάλλον απλός: ο Οβίδιος γράφει σε μια εποχή όπου οι μύθοι έχουν αποκοπεί από την πρωταρχική οργανικότητά τους και έχουν γίνει λογοτεχνική (αλλά και εικαστική) ύληׄ γράφει αφού η μετάλλαξη είχε συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό και στην ελληνική γραμματείαׄ και καταλαβαίνοντας τους μύθους ως μυθολογία, όχι πολύ διαφορετικά από ό,τι τους καταλαβαίνει σήμερα ο Φράι κι εμείς μαζί του.
Και γράφει για τον ωραίο νεαρό που αιχμαλωτισμένος από την αντανάκλασή του στα νερά της λίμνης αργοσβήνει από ανεπίδοτη ερωτική λαχτάρα για τον «άλλον» που τελικά είναι ο ίδιος – γράφει χωρίς να κοιτάει πίσω σε παλαιικές δοξασίες που θέλουν το καθρέφτισμα στο νερό προμήνυμα θανάτου, και χωρίς να προοικονομεί «κλινικά» τη φροϊδική παθολογία του ναρκισσισμού. Οι ιστορίες που αφηγείται είναι, οι περισσότερες τουλάχιστον, ήδη αφηγημένες και γνωστές αλλά, σαν τον Ναμπόκοφ στο «Γέλιο στο σκοτάδι», μας λέει: Αυτή είναι η ιστορία, και θα μπορούσαμε να αφήσουμε το πράγμα εδώ αν δεν υπήρχε κάτι να κερδίσουμε και να απολαύσουμε με την αφήγησή της.
|