Κείμενο αποσπάσματος: |
28.
Όπου ο Γερουλάνος ξυρίζεται και οι άρχοντες συσκέπτονται
Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΚΟΡΦΩΝ. ΜΕ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΣΤΡΟ ΣΚΑΛΩΜΕΝΟ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ, με το φυσικό λιμάνι στα πόδια της, περήφανη δείχνει στα σκαριά που 'ρχονται να δέσουν, τα τείχη, τους τρούλους, τα πιο ψηλά από τα κτίριά της. Τα νερά γλείφουν την ακτή και πίσω από το φράχτη των κυπαρισσιών, λιόδεντρα ασημίζουν στο φως του πρωινού. Τα γυμνά ξάρτια των αραγμένων καραβιών θυμίζουν χειμωνιάτικο δάσος. Στο κέντρο δένουν τα εμπορικά κι από 'κεί ξεκινά μια σειρά φορτωμένα κάρα που ανηφορίζουν προς τη δημοσιά. Ανάμεσα στις γυαλιστερές κάνες των πυροβόλων, με τα όπλα στον ώμο βηματίζουν οι σκοπιές ψηλά στο φρούριο. Τα γλαροπούλια κάθε τόσο ξεχωρίζουν ψάρι και βουτάνε. στην άκρη του μώλου τα παιδιά ψαρεύουνε με το καλάμι κι ακούγονται ζητωκραυγές καθώς η λεία αστράφτει στον αέρα. Στις άκριες, αριστερά και δεξιά, δένουν τα ρώσικα και τα τούρκικα καράβια, δυο τρίκροτα, οκτώ γολέτες. Έξω από το λιμάνι, σε ακτίνα ενός με δύο μίλια, άλλα τρία τούρκικα με τα μισά πανιά ανοιγμένα περιπολούν. Κάθε πλεούμενο που μπαίνει ή βγαίνει, ελέγχεται κάτω από τα ξέσκεπα κανόνια τους.
Το ψαράδικο που ερχόταν από την απέναντι ακτή πέρασε τον έλεγχο στην απόσταση που έφταναν τα πυροβόλα του φρούριου κι αμέσως δόθηκε σινιάλο πως το πλεούμενο είναι εντάξει. Πάνω απ' το κατάστρωμα της γολέτας τους οι Τούρκοι αρκέστηκαν να κοιτάξουν την ψαριά μέσα στα κοφίνια.
Γερμένος στα σκοινιά κοιτούσε ο Γερουλάνος, καθώς γλιστρούσανε στ' ακίνητα νερά, κοπάδια αφρόψαρα που έπαιζαν περνώντας κάτω απ' την καρίνα. Από τη στεριά, κάνοντας τα χέρια χωνί, κάποιος ψηλόσωμος άντρας με τις βράκες τραβηγμένες στα γόνατα, τους φώναξε να δέσουνε μπροστά από ένα μακρόστενο δικάταρτο που ξεφόρτωνε στα κάρα δέματα με λαγοτόμαρα, βαρέλια με βαφές και θεόρατες μπάλες μπαμπάκι κι αρτινό λινάρι.
Οι ψαράδες έπλεναν τα σανίδια ρίχνοντας κουβάδες με θαλασσινό νερό. ό,τι απέμενε από τις επιμελητείες των συμμάχων, που πρώτες διάλεγαν, θα ξεπουλιόταν σε μια ώρα μέσα: η πόλη δοκιμαζόταν από πείνα και πάλι. Έβγαλε τα παπούτσια ο Γερουλάνος να 'ναι έτοιμος κι έστρεψε μια τελευταία φορά στον καραβοκύρη. "Κατευόδιο σιορ Νίκωνα," τον χαιρέτησε αυτός.
Καθώς άγγιζε η πλώρη την αμμουδιά, πήδησε στα ρηχά ζεστά νερά και βγήκε γοργά. Κάποιος πέταξε από μέσα τον μικρό του γιούκο, δεμένον γερά στην κορφή. Τον έπιασε στον αέρα και γύρισε για την ανηφοριά. Είχε μείνει μια βδομάδα αξούριστος κι έζεχνε ψαρίλα. Κατάσαρκα μέσα από το αντερί του αισθανόταν πάντα το σφραγισμένο γράμμα. Όμως, μ' όλη τη βιασύνη, ούτε που περνούσε από το νου του να παρουσιαστεί σ' αυτά τα χάλια.
Φτάνοντας στο δρόμο πάνω, αντίκρυσε τη φορτέτσα και στις πολεμίστρες τις δυο συμμαχικές σημαίες να πλαταγίζουν στον αέρα. Έφτυσε καταγής. Ο αφέντης υποστήριζε τους Γάλλους - το ίδιο κι ο υπηρέτης. Δεν ξεχνούσε τα συνθήματα που άκουσε, τον πρώτο καιρό της γενικής χαράς, κι ας είχαν ακολουθήσει άλλες αναμνήσεις δυσάρεστες. Οι ιδέες μένουνε, έλεγε ο κόντε Αντρέας. Ακόμα κι αν οι περιστάσεις αναγκάζουν τους Γάλλους να φερθούν σαν τύραννοι, αυτές δεν αλλάζουν. Κι ο Γερουλάνος έβλεπε τους αυτοκρατορικούς αετούς των Ρώσων και τα τούρκικα μισοφέγγαρα κι έσφιγγε τα δόντια.
Ξεχώρισε στο βάθος το καμπαναριό του Ντουόμο και τον μεγαλόπρεπο τρούλο του ’γιου Σπυρίδωνα. Έξω από το βενετσιάνικο βαϊλάτο, μια κουστωδία Τούρκων χαχάνιζε, με τα μουσκέτα ακουμπισμένα καταγής, τα κεφάλια τυλιγμένα στους λευκούς και πράσινους τσαλμάδες σα φρέσκα λάχανα, τα κοντά καφτάνια ανοιχτά στο στήθος. Ξανάφτυσε και τάχυνε το βήμα. Τα λεφτά του ήτανε λιγοστά, έπρεπε να τα διαχειριστεί με προσοχή. Ποιος ξέρει πόσο θα 'πρεπε να μείνει στο νησί, ώσπου να μαζευτούν τα λύτρα. Αποφεύγοντας να διασταυρωθεί με τους ξένους στρατιώτες που ήταν γεμάτο το λιμάνι, τρύπωσε σε μια μπαρμπερία και ζήτησε ξούρισμα.
"Καλό το ξούρισμα, κουμπάρε," είπε ο γερο-μπαρμπέρης, "μα θες κι ένα μπάνιο να ξεμυρίσεις!"
Κούνησε το κεφάλι αυτός και στρώθηκε στον πάγκο. Η σιόρα Μαργώνη, που τον φρόντιζε όσες φορές κατέβαινε στη Χώρα για δουλειές του αφέντη, θα του 'βραζε νερό να μπανιαριστεί προτού παρουσιαστεί στου Καποδίστρια. Μα θα την έβρισκε άραγε; Η χήρα είχε στο Σαρόκκο ένα καζινέτο που το 'χε επισκευάσει όπως όπως. οι Φραντσέζοι ξεπατώσαν το προάστιο έξω απ' την είσοδο της πόλης, γιατί φοβόνταν πως τα ψηλότερ' απ' τα σπίτια του μπορούσανε να χρησιμέψουν σαν οχυρά στους πολιορκητές.
Κάτω από τον βενετσιάνικο καθρέφτη που είχε πάρει να λεκιάζει στις γωνιές κοντά στην κορνίζα, ήταν απλωμένη μια σειρά από βάζα και μπουκαλάκια με κάθε λογής καλλυντικό και μυρωδικό: πούδρα Κύπρου για τους πιο ηλικιωμένους πελάτες, που φορούσαν ακόμα περούκες, ιταλική πομάδα, μόσχος, αλόη, μύρο, μέντα, λιβάνι, νάρκισσος, κανέλα, νάρδος - ανακατεμένα με αιθέρια έλαια, κυρίως ροδέλαιο. Μια σειρά καλά ξουράφια βενετσιάνικα με κοκκάλινες λαβές είχαν μικρά χαρτάκια κολλημένα πάνω τους με τ' όνομα του πελάτη που τα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά.
Για τον Γερουλάνο ο μπαρμπέρης έβγαλε από το συρτάρι ένα μαυρομάνικο με μακριά λάμα, σκαμμένη μόνο από τη μπρος μεριά. Έσυρε γρήγορα το δάχτυλο στα γένια του πελάτη για να εκτιμήσει τη σκληράδα τους κι έπειτα έστιψε μέσα στο λαβομάνο που ακουμπούσε πλάι τους σε στρίποδο την πετσέτα και του την τύλιξε στη μούρη. Σε ρηχή λεκανίτσα έριξε χοντρό σαπούνι τριμμένο, από ένα ραμίνι έχυσε μέσα ζεστό νερό και με το πινέλο ανακάτεψε με χέρι γοργό. Οι φουσκαλίτσες γέμισαν άρωμα τον αέρα.
"Πόσες μέρες έχεις στη θάλασσα;" τον ρώτησε καθώς του άπλωνε πάνω στα γένια τον αφρό.
"Λίγες στη θάλασσα. Πούλιο πιότερες έχω στη Στεριά απέναντι, που να μην έσωνα," απάντησε ο Γερουλάνος. "Τι έγιν' εδώ; Τι λέει ο κόσμος;"
"Α!" έκανε ο μπαρμπέρης. "’γρια πράματα. Κόντεψε να γίνει καινούργιος πόλεμος με τσου Τουρκαλάδες κι ο κομαντάντε ο Ρώσος έβγανε όρντινο να μη βγαίνουνε στην Χώρα παρά να μένουν στη φορτέτσα ή να γυρνούν στα πλοία. Τις πρώτες μέρες σφάχτηκε κόσμος. Μα από πότε λείπεις, Χριστιανέ μου;"
"Ήμουν απέναντι σαν πάτησαν οι Ρώσοι στο νησί," είπε αόριστα ο Γερουλάνος.
"Δε φτάνει ένα ξούρισμα για να τα μάθεις όλα!" κούνησε ο άλλος τη λάμα στον αέρα. "Δεν ήσουν τόμου έπεσε το Βίδο;"
"Όχι."
"Ε, αυτό ήτανε το τέλος των Φραντσέζων... σαν άρχισαν να τσου βαράνε και τα δικά τους τα κανόνια από το νησί. Αλτσάρισαν μπαντιέρα μπιάνκα, ζήτησαν αρμιστίτσιο. Υπογράψανε την καπιτουλατσιόνε στη ρώσικη ναυαρχίδα. Την άλλη μέρα η πόλη γέμισε ρώσικες σημαίες. Ο κόσμος κατέβηκε να υποδεχτεί το στρατό, Γάλλοι και Ρώσοι αδελφώθηκαν με φιλιά κι αγκαλιές -καλό πράγμα να γλιτώνεις τη ζωή σου!- κι οι Ρώσοι υποσχέθηκαν να τους μεταφέρουνε στην Αγκώνα και στην Τουλώνα. Και πριν μια βδομάδα ο Σκίποτς, ο κολονέλος κομαντάντε, κάλεσε έναν από κάθε μεγάλη φαμίλια να εκλέξουν την ντεπουτατσιόνε που θ' αναλάβει γκοβέρνο. Όλα τα παλιά ονόματα μαζεύτηκαν πάλι, ο Θεός να τους βλογάει. Θα δούμε πάλι προκοπή στον τόπο."
"Χμ!" μούγκρισε ο Γερουλάνος. Ο μπαρμπέρης ήταν σίγουρα με τους αριστοκράτες. καθένας με την πελατεία του. "Και τι απόγινε το γκοβέρνο; Ποιους ορίσανε;" ρώτησε.
"Ακόμα συζητάνε. Λεν πως ο Ουσακώφ θα βάλει τον Βενετσάνο, τον Ορίο, πρόεδρο στο Σενάτο που θα διοικεί ούλα τα νησιά. Αλλά οι Τούρκοι τα θέλουν δικά τους, πιέζουνε τους Ρώσους, δεν κάνουν πίσω. Ο κόσμος φοβάται, τα κονσίλια των αρχόντω ξενυχτάνε να πάρουν απόφαση. Τίποτ' ακόμη."
"Τι απόγινε ο κόντε Βούλγαρης;" ρώτησε ο Γερουλάνος.
"Τι ν' απογίνει; Στα μέσα και στα έξω κι αυτός, κι οι Καποντίστρια όλοι, κι ο Θεοτόκης. Τ' αμάξια έξω από το σπίτι του κόντε Αντώνιου σήμερα έχουνε κλείσει το δρόμο. Πριν από σένα ήταν εδώ για ξούρισμα και πουδράρισμα ο φίλος μου ο Σαλότσο Μπερνίνος, ο ζαχαροπλάστης. Έφευγε για 'κεί με δυο αμάξια και τέσσερις παραγιούς - να κουράρει την κουζίνα του αρχοντικού. Πού να προκάνουν οι δούλοι του Καποντίστρια κι οι γυναίκες!"
Το ξούρισμα τέλειωσε. "Κούρεμα;" ρώτησε ο μπαρμπέρης.
"Δε φτάνουν τα λεφτά," έκανε λίγο απότομα ο Γερουλάνος και καλημέρισε. Ο άλλος γύρισε στη λάτρα του κι ο υπηρέτης στάθηκε λίγο στην έξοδο της μποτέγκας και κοίταξε το δρόμο, μια αριστερά μια δεξιά, προτού ν' αποφασίσει ποια θα 'ταν η κατεύθυνσή του.
Στην είσοδο του αρχοντικού πρόσμενε κάπου μια ώρα τώρα, βαδίζοντας πάνω κάτω για να ξεμουδιάζει και να καλμάρει την ανυπομονησία του. Τέταρτη μέρα που προσπαθούσε να δει τον "νεαρό γιατρό" (όπως τον έλεγε ο αφέντης του), τέταρτη φορά που ο ματζορντόμος τον έδιωχνε. Όντες άνοιγε η πόρτα, ήτανε για να μπει ή να βγει κάποιος επίσημος, με στολή χρυσοποίκιλτη ή μ' άμπιτο σκούρο, καπέλο, μπαστούνι. Οι αμαξάδες φλυαρούσαν σε μια γωνιά, τ' άλογα ζεμένα μασουλούσαν τεμπέλικα απ' τις σακούλες που είχαν κρεμασμένες στο λαιμό. Δυο Ρώσοι φρουροί έστεκαν αριστερά και δεξιά απ' την πόρτα κι ένας νεαρός κοκκινοτρίχης αξιωματικός καθόταν πλάι και κάθε τόσο ρούφαγε ταμπάκο και φταρνιζόταν, ενώ μερικά μέτρα πιο πέρα, στη σκιά της στοάς κάτω από τα βόλτα του γωνιακού κτιρίου, κατάντικρυ στο αρχοντικό Βεντούρα, στάθμευε μια διμοιρία.
Τα μάτια όλων ήταν στυλωμένα στα παράθυρα του υπερυψωμένου ισόγειου. Μόλις έκανε κάποιο κεφάλι την εμφάνισή του, το πόπολο έστρεφε πάνω του το βλέμμα. "Αυτή είναι η κοντέσα Καποδίστρια... Τούτος είναι υπηρέτης... Βλέπω μια ρώσικη στολή - να 'ναι ο αμιράλε;... Α μπα! ποιος αμιράλε, ο Ουσακώφ είναι ψηλός... Όχι, ο Ορίο, ο Βενετσάνος είναι, ο ασπρομάλλης... Να και μια καμαριέρα... Ο κόντε Βιάρρο... όχι, ο κόντε Ιωάννης." Κανείς απ' αυτούς δεν ήταν. Το συμβούλιο γινόταν σ' ένα σαλόνι του πρώτου ορόφου του αρχοντικού κι οι μόνοι που φαίνονταν κάπου-κάπου στα παράθυρα του ισόγειου ήταν υπηρέτες, υπασπιστές και παρατρεχάμενοι.
Κάθε τόσο άνοιγε κι η πλαγινή πόρτα και κάποιος πρόβαλλε, τρέχοντας για θελήματα. Μετά ένας υπηρέτης μπήκε κουβαλώντας δέματα. και τέλος δυο κορίτσια με καλάθια περασμένα στο μπράτσο που έρχονταν απ' την αγορά. Ο Γερουλάνος χωρίς να δείξει βιάση ή επιθυμία να πάει κοντά κάρφωσε τα μάτια στην πόρτα εκείνη απ' όπου μπαινόβγαινε το προσωπικό. Την επόμενη φορά που άνοιξε, σήκωσε το χέρι, να τραβήξει την προσοχή του υπηρέτη από μέσα.
Ο Βάιος, ένας απ' τους παλιούς ανθρώπους του γερο-κόμη, τον γνώρισε. Βγήκε και πλησίασε τα κάγκελα που έφραζαν το στενό πλακόστρωτο ίσαμε την πρόσοψη του σπιτιού. "Νίκωνα εσύ;"
"Περ γκράτσια," είπε ο Γερουλάνος. "Είν' ανάγκη ένα γράμμα που 'χω απ' τον αφέντη μου να φτάσει στα χέρια του κόντε Ιωάννη. Θα σώσεις τη ζωή του αν μ' αφήσεις."
Ο άλλος κοίταξε γύρω κι έγνεψε. "Πέρνα απ' τον Ρώσο κι έλα," του έκανε. Στο νεύμα του κοκκινοτρίχη αξιωματικού ο Γερουλάνος σταμάτησε. "Έλα, έλα," του φώναξε ο Βάιος από το παραπόρτι. "’νθρωπος του σπιτιού!" εξήγησε στον αξιωματικό, που κατάλαβε απ' τα νοήματα και τον άφησε.
Χώθηκε μέσα ο Γερουλάνος κι ακούμπησε στον τοίχο. Η ορθοστασία τον είχε τσακίσει. "Μ' έσωσες... Πού να στα λέω. Τον άρχοντά μου τόνε κρατούν κλέφτες στο Σούλι, πάνω στα βουνά! Ζητάνε λύτρα... Μ' είχαν πιασμένο κι εμένανε. Έχω γράμμα για τον κόντε Ιωάννη. Δυο βδομάδες μου πήρε να 'ρθω από απέναντι. Τέσσερις μέρες πολεμάω να μπω εδώ μέσα κι όλο με διώχνουνε."
"Έλα να σε τρατάρω," ψιθύρισε ο άλλος και του 'κανε ένα νεύμα που σήμαινε: δεν είναι καλό να στεκόμαστε εδώ, μπορεί να μας πάρει κανένα μάτι.
Πέρασαν απ' το διάδρομο με τ' ασπρόμαυρα πλακάκια και κατεβαίνοντας τρία σκαλιά, βρέθηκαν στην κουζίνα. Ένας ολόκληρος στρατός πηγαινοερχόταν εκεί μέσα. άλλοι στις εστίες, άλλοι στο μακρύ ξύλινο τραπέζι, γυναίκες άντρες ανάκατοι, που όλοι βιάζονταν, όλοι μιλούσαν κι όλοι ζητούσαν χώρο και πάσχιζαν να τελειώσουν πρώτοι τα θελήματά τους. Ούτε που τους προσέξανε.
"Τι μου λες εκεί!" Ο Βάιος καιγότανε να μάθει κι άλλα κι ο Γερουλάνος δε φοβότανε να του εμπιστευτεί τις λεπτομέρειες. Ήταν κι οι δυο τους μια ηλικία. κι η τιμή, ν' ανήκουνε σε τέτοια αρχοντόσπιτα, τους υποχρέωνε: αυτά ήταν πράγματα που δε λέγονται πιο έξω.
"Τι γίνετ' εδώ μέσα;" ρώτησε.
"Κονσίλια," αποκρίθηκε ο Βάιος. "Νύχτα μέρα, μέρα νύχτα. Ο γέρος κι ο μεσαίος γιος, ζήτημα αν κοιμούνται αυτές τις μέρες. Όλοι λεν πως προσπαθούνε να λύσουν προβλήματα σπουδαία. Θέλαν τους Ρώσους, όλοι τους εθέλαμε, αλλά οι Τούρκοι ζητούνε τα νησιά κι αυτό δεν αρέσει ούτε στους Ρώσους ούτε στους δικούς μας. Ο καπουδάν πασάς δεν αφήνει τα πλοία του να ξεκολλήσουν από το λιμάνι ούτε για περιπολία. Έχουνε κάτσει σαν τη μύγα στο σιρόπι... Πιες αυτό." Καθώς μιλούσε του έτεινε ένα κύπελλο γλυκό κρασί απ' τη μπουκάλα που φυλαγόταν για το κολατσιό του προσωπικού. "Δώ' μου το γράμμα εμένα. Στις δώδεκα θα μπω να ειδοποιήσω για το γεύμα, θα το πασάρω εγώ του κόντε."
"Πρέπει να τον δω," είπε ο Γερουλάνος. "Πρέπει ο ίδιος να του πω. Ζήτημα αν θα ζουν ακόμα - δεν ξέρεις τι αγριάνθρωποι είν' αυτοί. Τρεις βδομάδες λέει ο αρχιμπαντίτος για τους ξένους `μιλόρδους' -έτσι τους λέει- δυο για μένα και τον κόντε μου. Κι είν' τώρα δυο βδομάδες περασμένες! Πάει να μου στρίψει... Η μόνη παρηγοριά είναι που μόνο από τον αφέντη μου προσμένει, ο άτιμος, λύτρα... Οι ξένοι που 'χει πιασμένους μαζί, είναι..."
"Σάνγκουε μπλου;" ρώτησ' ο Βάιος.
"Τι μπλου! Κολόρ ντι κακαρέλα... Ούτε φαμίλια ούτε περιουσία."
Αποτέλειωσε με μια κίνηση το κρασί και σκουπίστηκε. Ο Βάιος κατάλαβε.
"Έλα," έκανε διστακτικά, "αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε. Στο σαλότο μπαίνει μόνο ο κόντε Αντώνιος κι οι δυο μεγάλοι αδερφοί. Κι είναι σήμερα μέσα ο κομαντάντε Σκίποτς, ο Ουσακώφ με τους υπασπιστές του και δυο γραφιάδες, ο ’ντζελο Ορίο, ο κόντε Θεοτόκης, ο κόντε Μοτσενίγκος, ο καβαλιέρε Μπενάκης - ούτε που θυμάμαι, έχασα το λογαριασμό απ' το πρωί ποιος μπήκε και ποιος βγήκε. Θα κάτσεις στην αντικάμαρα και θα προσμένεις. Εγώ πρέπει να κατεβαίνω κάθε τόσο στην πίσω πόρτα. Έχω εντολή ν' ανοίγω και να κλείνω ο ίδιος. Στρατώνα έχει γίνει το αρχοντικό."
Ανέβηκαν πάλι τα σκαλοπάτια και με την πόρτα της κουζίνας σφάλισαν πίσω τους τον αχό από την κυψέλη που βούιζε εκεί μέσα. Ο διάδρομος ήταν μισοσκότεινος, το χωλ άδειο. Στην αντικάμαρα, μπροστά στο σαλότο όπου γινόταν η σύσκεψη, έστεκαν όρθιοι οι υπασπιστές κι οι υπηρέτες των αρχόντων που συνεδρίαζαν πίσω από την κλειστή πόρτα. Κανένας δε σάλευε. Ούτ' από μέσα ερχόταν ήχος κανείς.
Ο Γερουλάνος έμεινε κι αυτός ακίνητος, κολλημένος στον τοίχο. Μισόκλεισε τα μάτια... Η σιόρα Μαργώνη, ώριμη γυναίκα με γκρίζες τρίχες στα πλούσια μαλλιά της αλλά με δέρμα σαν της κοπελούδας ακόμη, τον είχε κοιτάξει σα να 'βλεπε φάντασμα. Τα νέα που έφτασαν ώς το Σαρόκκο ήταν πως ο κόντε Αντρέας κι ο "άνθρωπός" του εξαφανίστηκαν. κανείς δεν ήξερε τι έχουν απογίνει. Ακούστηκε ότι τους σκότωσαν οι Ρώσοι περνώντας από τον Ποταμό, άλλοι είπαν πως τους κρατούσανε στη φυλακή. Τον κόντε ίσως, σκέφτηκε η γυναίκα. τον Γερουλάνο, για ποιο λόγο; Από πού κι ως πού ένας υπηρέτης στη φυλακή; Αν πάλι δεν ήταν, πώς και δεν είχε φανεί;
Τον είδε εμπρός της, βαρύ, βρωμισμένο, γερασμένο ξαφνικά σα να 'χανε περάσει χρόνια από πάνω του. Τον έπλυνε, τον τάισε και τον κοίμισε, ξαγρυπνώντας με τ' αυτί στυλωμένο μην πάρει είδηση κάποια ύποπτη κίνηση. Όταν της διηγήθηκε την περιπέτεια που είχε περάσει στα βουνά, η σιόρα Μαργώνη τον έντυσε και τον πήρε μαζί ώς την εκκλησιά της Αντιβουνιώτισσας. ’ναψε ένα μεγάλο κερί εκείνη για τον Γερουλάνο κι ένα μικρότερο αυτός. "Για τον άρχοντά μου," έκανε μέσ' από τα δόντια του. Ο ίδιος δεν πίστευε, όμως το χρέος απέναντι στον ευεργέτη του έπρεπε να πληρωθεί. Κι αμέσως, απ' την επόμενη μέρα, βάλθηκε να πολιορκεί τ' αρχοντικό του κόντε Ιωάννη στη Χώρα.
Μέσα στη νεκρική σιωπή της αντικάμαρας ένας κρότος τους έκανε να τιναχτούν. Ήταν η πόρτα. Στ' άνοιγμά της είδαν πρώτα ένα χέρι που την κρατούσε γερτή. έπειτα φάνηκε η γόβα κι η άσπρη μεταξένια κάλτσα και τέλος ολόκληρος ο κόντε Ιωάννης που βγήκε κι έκανε χώρο σ' έναν ψηλόλιγνο άντρα μ' επίσημη στολή, με χρυσά κεντίδια σ' όλη την μπορντούρα της ζακέτας του, με καταστόλιστο γιλέκο που το έκοβε στη μέση το κόκκινο και μαύρο κορδόνι του Τάγματος της Αικατερίνης. Ήταν ο Ρώσος ναύαρχος. Μ' ένα του νεύμα ο νεαρός Καποδίστριας κάλεσε κοντά τον αρχιυπηρέτη κι έδωσε εντολή να πάνε μέσα μια καράφα κρασί του Ξερές. Μιλούσε γαλλικά με τον ναύαρχο, που δεν τα κατάφερνε και πολύ στις ξένες γλώσσες. Οι Ρώσοι ακόλουθοι τινάχτηκαν και τεντωμένοι προσοχή γούρλωναν τα μάτια. Αν ο Ουσακώφ έκανε προς την έξοδο της αντικάμαρας, σήμαινε ότι τραβούσε για τη λεντίκα που τον πρόσμενε στην είσοδο. Αλλά όπως και νωρίτερα, αυτός είχε βγει μόνο για να κουβεντιάσει με τον κόντε Ιωάννη, μακριά από τους υπόλοιπους συνέδρους που είχαν μείνει στο σαλότο. Απ' τη μισάνοιχτη πόρτα πρόβαλε κι ο κόντε Αντώνιος. πήγε κι αυτός κοντά και έπιασε κουβέντα με τον ναύαρχο, δίνοντας την ευκαιρία στον γιο του να στείλει το βλέμμα ένα γύρο στο δωμάτιο:
"Ακούστηκε; Δεν ακούστηκε μόνο, είναι αλήθεια! Ο πρίγκηπας Σουβόρωφ μπήκε στο Μιλάνο με τον ρώσικο και τον αυστριακό στρατό. Το κράτος του Αντίχριστου στην Ιταλία ξηλώνεται!"
"Τα ξέρουμε, τα ξέρουμε, κόμη," αποκρίθηκε ρώσικα ο ναύαρχος στον γέρο άρχοντα. "Αλλά το Τέρας της Αποκάλυψης έχει μείνει στην Αίγυπτο και μας αναγκάζει ν' αλληθωρίζουμε μια προς τα εκεί και μια προς τα βόρεια, όπου κινδυνεύουμε πιο άμεσα από τη δράση των άθεων Επαναστατών. Οι ’γγλοι δεν τολμούν ν' αποτελειώσουν αυτό που άρχισαν στο Αμπουκίρ... Οι Γραικοί πειρατές ανεφοδιάζουν τον Βοναπάρτη. Και οι πληροφορίες μας λένε ότι κάποιοι άλλοι συμπατριώτες σας, τυχοδιώκτες, βοηθούν στο σχηματισμό δύο συνταγμάτων από Γραικούς από την Κρήτη και τ' άλλα νησιά του Αρχιπελάγους..."
Ο Γερουλάνος κράτησε την ανάσα. Το φως που έπεφτε πίσω απ' το κεφάλι του νεαρού άρχοντα, τον μπόδιζε να διακρίνει προς τα πού κοιτούσε. Τα ψηλά, κυματιστά μαλλιά του φέγγιζαν και το λεπτό του πρόσωπο έμενε στη σκιά. Έπειτα μ' ένα πλάγιο βήμα ο Καποδίστριας μετακινήθηκε κι ο υπηρέτης μπόρεσε να ξεχωρίσει τα ζωηρά του μάτια που τον κοιτούσαν με κατάπληξη.
Έκανε μπρος δείχνοντας πως ζητά άδεια να πλησιάσει. Το χέρι του νεαρού κόντε έμεινε κατεβασμένο, αλλά τα δάχτυλά του τεντώθηκαν κρυφά μπροστά σε μια απαγορευτική χειρονομία. Έκανε ο ίδιος την απόσταση και πήγε πλάι στον Γερουλάνο, που βύθισε αμέσως την παλάμη στο πουκάμισο και τράβηξε το σφραγισμένο γράμμα του αφέντη του.
"Από τον κόντε Αντρέα;" ρώτησε το αρχοντόπουλο.
"Μάλιστ' αφέντη, διάβασέ το γρήγορα, είναι για τη ζωή του!" έκαν' εκείνος και του τ' άφησε.
Χωρίς να φανεί, ο Καποδίστριας έριξε μια πλάγια ματιά προς τον πατέρα του και τον ναύαρχο κι έπειτα έσπασε τη σφραγίδα και τινάζοντάς το με το ένα χέρι στον αέρα ξεδίπλωσε το χαρτί. Για μια στιγμή η φυσική χλωμάδα του δυνάμωσε. Το διάβασε γοργά, το ξαναδίπλωσε και το έχωσε μέσα στην ψηλή μανσέτα του.
|