Το τμήμα μας το λέμε σαλόνι. Γιατί το γουρούνι δεν μπορεί να πεθάνει έτσι, με τον μπαλτά. Το ζυγώνεις και καταλαβαίνει. Τότε αγχώνεται. Τσιρίζει, υποφέρει. Σαν να σφάζεις άνθρωπο είναι. Αλλά δεν απαγόρευσαν γι’ αυτό τα μαχαίρια οι κτηνίατροι. Απ’ τον φόβο βγάζει υγρά το σώμα του, λένε. Τοξίνες. Το κρέας δεν τρώγεται μετά. Δηλητήριο.
Τα φορτηγά έρχονται δυο φορές την εβδομάδα. Κατεβάζουμε τα ζώα στο γρασίδι, τους φέρνουμε καλαμπόκι και σόγια. Τ’ αφήνουμε όλη μέρα να συνηθίσουν τον χώρο. Την επομένη τα βάζουμε στη σειρά και τα βολτάρουμε στη φάρμα. Χαλαρώνουν. Κυλιούνται στο χορτάρι. Το άλλο πρωί, μόλις σκύψουν στη σκάφη να φάνε, περνάει ηλεκτρικό ρεύμα και πεθαίνουν ακαριαία. Μετά μαζεύουμε τα πτώματα και τα πάμε στο διπλανό κτίριο. Εκεί αναλαμβάνουν οι συνάδελφοι. Τα γδέρνουν, τα κομματιάζουν. Δεν ξέρω. Εγώ δουλεύω στο σαλόνι. Δουλειά μου είναι να ξεχνιούνται τα γουρούνια μέχρι να τα τινάξει το ρεύμα.
Μια Δευτέρα, ο οδηγός ήρθε με την καρότσα σχεδόν άδεια. «Αφήστε», λέει, «έπιασε φωτιά το χοιροτροφείο». Άναψε τσιγάρο: «Μύρισε μπέικον χιλιόμετρα». Τα παιδιά γέλασαν. «Αυτά πρόλαβα να φορτώσω. Είναι ένα χοιροτροφείο τρεις ώρες δρόμος. Από κει θα φέρνουμε τώρα». Πιάσαμε να κατεβάζουμε τα ζώα. Ήταν καμιά εικοσαριά. «Αλλά πρώτα πρέπει να συμφωνήσουν τ’ αφεντικά. Άλλη παρτίδα θα φέρω σε δέκα μέρες».
Το αυτοκίνητο έφυγε, εμείς σηκώσαμε τα μανίκια. Μαζέψαμε τα γουρούνια σε μια γωνιά. Ανάμεσά τους ήταν και μικρά. Στέκονταν και ρουφούσαν τις μύτες τους. Τα ’βγαλα στο γρασίδι, τ’ αμόλησα ως την περίφραξη. Ύστερα μας φώναξε ο προϊστάμενος. Είπε ότι θα κρατούσαμε τα ζώα ως την επόμενη παραλαβή. Μια που η άλλη φουρνιά θ’ αργούσε, τα παιδιά από δίπλα ζήτησαν άδεια. Κοίταξα τα γουρούνια. Τυχερά: δέκα μέρες.
Το ίδιο μεσημέρι μας μάζεψε ο προσωπάρχης. Όσοι απ’ το σαλόνι ήθελαν, λέει, μπορούσαν κι αυτοί να λείψουν. Οι περισσότεροι εξαφανίστηκαν. Εγώ δεν είχα λόγο να φύγω. Καταλήξαμε δυο άτομα. Θα μέναμε μέσα όλο το δεκαήμερο και θα παίρναμε την άδειά μας μετά. Τα γουρούνια χουζούρευαν. Απ’ το δεύτερο πρωί ήταν σαν στο σπίτι τους. Εμείς δεν κάναμε τίποτα. Γεμίζαμε τις λεκάνες καλαμπόκι, αλλάζαμε νερά. Ο συνάδελφος τη μισή μέρα έβλεπε ματς. Είχε φέρει κι ένα ψυγειάκι με μπίρες. Έπινε κι άλλαζε κανάλια. Εγώ είχα βγάλει ένα σκαμπό και καθόμουν έξω. Οι μέρες ήταν όμορφες, ήλιος και αεράκι και το βουνό απέναντι πράσινο σαν πελώρια μέντα. Ξεφύλλιζα ένα βιβλίο. Του ανιψιού μου, το ’χα βρει στο τζάκετ μου. Ήταν ένα χακί αμπέχονο. Ο μικρός το δανειζόταν πού και πού. Κάθε φορά που μου το γύριζε, στρίμωχνε κι ένα βιβλίο στην τσέπη. Tο εξώφυλλο έγραφε «Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ». Λιακάδα. Πιο κει τα γουρουνάκια έπαιζαν, πάλευαν. Πήγαινα με τη σκάφη γεμάτη φαΐ και πλάκωναν όπως τα περιστέρια στις πλατείες. Την τέταρτη μέρα πια τα ξεχώριζα. Ο συνάδελφος ούτε ξεμύτιζε. Τα ζώα τα φρόντιζα εγώ. Κάναμε βόλτες, εγώ μπροστά, αυτά πίσω μπούγιο να τσιρίζουν. Σχολική εκδρομή.
Ένα βράδυ τα ’κλεισα στο σπίτι τους για ύπνο. Ήταν ένα γουρουνάκι που δεν άκουγε. Με κοιτούσε. Τα ρουθούνια του υγρά. Το ’πιασα και το έβαλα μέσα. Το άλλο πρωί δεν έλεγε να βγει. Τάισα τα υπόλοιπα και τ’ άφησα να τρέχουν. Μπήκα και στάθηκα μπροστά του. Ήταν θηλυκό. Το ένα μάτι μαύρο, το άλλο γαλάζιο.
«Τι είναι;» το ρώτησα. «Δεν θέλεις βόλτα;». Άπλωσα το χέρι μου. «Έλα».
Πλησίασε. Έβαλε το στόμα του στη χούφτα μου και την έγλειψε. Ήταν μικρό, μερικών μηνών. Το χάιδεψα. Και τότε μου ’ρθε να του δώσω ένα όνομα. Μου φάνηκε φυσικό. «Θα σε λέω Μαρία», είπα. Με κοίταξε κι έκανε «όινκ».
|