Εργογραφία: |
ΠΟΙΗΣΗ
Ποιητικές προσεγγίσεις, Ανέμη, Θεσσαλονίκη 1979
Συντελεσμένη εποχή, Ίκαρος 1983
Αργή στιγμή πάνω στη σκάλα, Πρόσπερος 1990
Κοίλο φεγγάρι, Πρόσπερος1994
Αφηγήσεις
Το θέατρο των Κουρελιών και ’Αλλες Ιστορίες, σύντομες ιστορίες, Ύψιλον 2000
Crescendo, σύντομες ιστορίες, Ύψιλον 2004
Μεταφράσεις
Georg Trakl, Ο Sebastian στο Όνειρο / Δημοσιεύσεις στο "Brenner" 1914 / 15, Ρόπτρον 1990, σ. 304
και 2η έδοση, αναθεωρημένη, Ύψιλον 1999, σ. 314
Friedrich Holderlin, Ο θάνατος του Εμπεδοκλή, ποιητικό δράμα, Μαραθιάς 1997, σ. 190
Hans Georg Gadamer, "Ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ", Ένας σχολιασμός της ποιητικής σειράς του Paul Celan "Κρύσταλλο Αναπνοής", δίγλωσση έκδοση της ποιητικής σειράς "Κρύσταλλο Αναπνοής", Ύψιλον 2001
Από τον Holderlin στον Scardanelli, Επιλογές, ποιήματα-πεζά, "Ύψιλον", Αθήνα, 2005 (συνεργασία με τους φοιτητές του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Τμήματος Μετάφρασης και Μεταφρασεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονική επιμέλεια, επιλογή κειμένων, εισαγωγή, Έλενα Νούσια)
Εχει επιχειρήσει δοκιμιακές προσεγγίσεις ελλήνων και ξένων λογοτεχνών και ασχολήθηκε με τη θεωρία και την κριτική της μετάφρασης.
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΩΝ ΛΑΒΥΡΙΝΘΩΝ
Βάδιζε, κι όπως βάδιζε βρέθηκε ξαφνικά, έτσι, από το ένα βήμα στο άλλο, στης νύχτας τους λαβυρίνθους, εκεί όπου χρόνια και χρόνια επιθυμούσε να φτάσει, δίχως να ξέρει πώς. Του¨ χανε πει, για να βρεθείς εκεί πρέπει πρώτα να τ¨ αφήσεις πίσω σου όλα, το σκάφανδρο, το πρόσωπό σου, και τ¨ όνομά σου ακόμα, και την ιστορία σου την ίδια. Γι¨ αυτό και απορούσε τώρα, καθώς ανακάλυπτε πως τίποτε δεν είχε μείνει πίσω, μα όλα ήταν εκεί. Όλα. Με μια μοναδική διαφορά: Ότι η φωνή του είχε σταματήσει να τον υπακούει και, κάθε φορά που αυτός δοκίμαζε ν¨ αρθρώσει κάποια λέξη, εκείνη έλεγε άλλα λόγια, δικά της, ακατανόητα και πέρα για πέρα άσχετα με ό,τι ο ίδιος σκόπευε να πει. Αυτό το τελευταίο τον τρόμαζε πάρα πολύ, γιατί του είχαν δώσει και ακόμη μια πληροφορία: Ότι για να μπορέσεις να βγεις από τους λαβυρίνθους της νύχτας πρέπει πρώτα να βρεις εκείνον που θα ξέρει να σε οδηγήσει μέχρι την έξοδο. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε ποτέ να πει σ¨ αυτόν τον κάποιον τι ήθελε, όταν δεν ήταν πια σε θέση ν¨ αρθρώσει απολύτως τίποτα;
Καθώς πήγαινε, λοιπόν, και τα σκεφτόταν όλα αυτά, είδε απρόσμενα να προβάλλει εμπρός του μέσ¨ από το σκοτάδι, λευκό και μεγάλο, το άγαλμα των λαβυρίνθων. Προχωρούσε προς το μέρος του στητό, κρατώντας αλύγιστο το πάνω μέρος του σώματός του και μετακινώντας απλώς τα δύο μακριά κι αλύγιστα πόδια του από σημείο σε σημείο. Τέλος, έφτασε μπροστά του και σταμάτησε μ¨ έν¨ απότομο, μοναδικό τράνταγμα. Έμοιαζε σαν κάποιος που είχε δει ενώπιόν του ό,τι χρόνια και χρόνια ευχόταν ν¨ αντικρίσει. Και ακριβώς τη στιγμή που οι ματιές τους συναντιόνταν συνέβη το εξής απρόσμενο: Τα δυο πέτρινα μάτια, εισχωρώντας μέσα του με τεράστια δύναμη, κυριάρχησαν επάνω του σε τέτοιο βαθμό, που δίχως να μπορέσει να φέρει την παραμικρή αντίσταση μετατράπηκε αμέσως κι ο ίδιος σε άγαλμα, πελώριο λευκό κι αλύγιστο.
Όσο για το άγαλμα δεν ήταν πλέον άγαλμα. Εξίσου ξαφνικά είχε επίσης μεταμορφωθεί. Και είχε αποκτήσει σκάφανδρο και πρόσωπο και όνομα και ιστορία. Καθώς και φωνή, που υπάκουε στη θέλησή του και ήδη έθετε προστακτικά το ερώτημα για το δρόμο που οδηγούσε προς την έξοδο των λαβυρίνθων της νύχτας. Και τότε εκείνος ανακάλυψε πως τώρα το δρόμο αυτόν τον ήξερε. Και καθώς δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα από το να υπακούσει στην προσταγή του πρώην αγάλματος, έπραξε όπως του ζητήθηκε. Επειδή όμως ο ίδιος ήταν τώρα πλέον ένα άγαλμα, και στ¨ αγάλματα δεν επιτρέπεται να περνούν την πύλη της εξόδου, βρέθηκε αναγκασμένος να επιστρέψει αμέσως μετά πίσω στο λαβύρινθο. Όπου και χάθηκε. Με τα δύο πέτρινα μάτια του ν¨ αναζητούν ήδη τον άλλον, του οποίου θα ήταν η σειρά να οδηγήσει τον ίδιο στην έξοδο. Γιατί υπήρχε αυτός ο άλλος, το ήξερε. Και διέθετε τώρα πλέον ξανά και φωνή που τον υπάκουε για να ρωτήσει.
Από το Θέατρο των Κουρελιών, Ύψιλον 2000
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΡΟΥΧΑ
"Δυο φορέματα βγήκαν στους δρόμους και πήγαιναν πιασμένα χέρι-χέρι, ανεβοκατεβαίνοντας πεζοδρόμια, διασχίζοντας διαβάσεις. Είχαν εγκαταλείψει τη γυναίκα που τα φορούσε, διότι η γυναίκα εκείνη ουδέποτε γελούσε, ούτε χαμογελούσε - κι αυτό τα είχε στενοχωρήσει πολύ στο διάστημα που έμειναν μαζί της. Κι έψαχναν να βρουν τα ντουλάπια κάποιας άλλης γυναίκας, χαρούμενης, για να τρυπώσουν μέσα εκεί. Και χαίρονταν και τα ίδια, καθώς τραβούσαν το δρόμο τους, και γελούσαν κι έκαναν αστεία και φάρσες στους περαστικούς, που τα έχαναν όταν τα έβλεπαν να περπατούν ανάμεσά τους, και σκορπούσαν τρομαγμένοι. Κι η γυναίκα που δυο τα φορέματα της είχαν φύγει, έτρεχε από πίσω τους και προσπαθούσε να τα πιάσει. Αλλά μάταια, διότι δεν είναι δυνατόν να πιάσει κανείς ρούχα που ανεξαρτητοποιήθηκαν.
"Όπως είναι μάταιο και το να προσπαθεί να ξεφύγει κανείς από ρούχα που ανεξαρτητοποιήθηκαν, άπαξ και τον βρουν και θελήσουν να τον ενδύσουν. Κάτι που όμως για τη γυναίκα την οποία επέλεξαν τελικά τα δυο φορέματα, δεν υπήρξε πρόβλημα. Διότι τα ρούχα αυτά, που βρέθηκαν έτσι ξαφνικά μες στην ντουλάπα της ένα πρωί, της άρεσαν πάρα πολύ. Της άρεσαν τόσο πολύ, όσο άρεσε και η ίδια σ¨ εκείνα. Που - έξαλλα από χαρά - μόλις την είδαν, την άρπαξαν αμέσως απ¨ τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν μ¨ αυτήν ανάμεσά τους ένα χοροπηδηχτό κυκλικό χορό θροΐζοντας κι ανεμίζοντας..."
Η παραπάνω αφήγηση αποτελεί τμήμα ιστορίας της οποίας το τέλος δεν έμαθε κανείς ποτέ. Αυτό, διότι όλοι όσοι φτάνουν στο περιστατικό του προαναφερθέντος κυκλικού χορού, ενθουσιάζονται και οι ίδιοι σε τέτοιο βαθμό, που δεν έχουν πλέον μυαλό για να διαβάσουν παρακάτω, με αποτέλεσμα να μην ξέρει εντέλει κανείς να πει τι έγινε μετά.
"ΣΚΕΦΘΗΚΕΣ ΠΟΤΕ ΠΩΣ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ;"
Το νυχτικό, που ξαφνικά είχε γλιστρήσει απ¨ τη μισάνοιχτη πόρτα μέσα στο δωμάτιο, θρόισε προς εμένα πολύ σιγανά, σαν να φοβόταν μην ξυπνήσει κάποιον: "Σκέφθηκες ποτέ πώς θα γυρίσεις πίσω;". "Να γυρίσω πού;" έκανα ν¨ απαντήσω εγώ, που ποτέ δεν είχα βάλει με το νου μου ότι χρειαζόταν να γυρίσω κάπου. Όμως "Σκέφθηκες ποτέ πώς θα γυρίσεις πίσω;" επανέλαβε το νυχτικό την ερώτησή του διακόπτοντας τις σκέψεις μου.
Αμέσως μετά όρμησε έξω απ΄ το παράθυρο και βάλθηκε να πετάει μέσα στη νύχτα. Κι εγώ το ακολούθησα, ώσπου βρέθηκα εδώ, σ¨ αυτόν τον τόπο απ¨ όπου σας μιλάω. Ξέρω πολύ λίγα γι¨ αυτόν. Πρέπει να βρίσκεται μέσα σ¨ ένα ξένο όνειρο, τίνος όμως είναι το όνειρο δεν ξέρω. Το μέρος είναι ερημικό, κι η πορεία μου δια μέσω του βομβαρδίζεται από φλόγες. Αυτό με φοβίζει τρομερά, διότι ξέρω πως κινδυνεύω να γίνω στάχτη. Κι απ¨ την άλλη, ούτε καν που σκέφτομαι να την εγκαταλείψω και να γυρέψω καταφύγιο κάπου.
Ο λόγος: Ξέρω (ανάμεσα στα λιγοστά που ξέρω) ότι στον ίδιο αυτό δρόμο και με την ίδια ταχύτητα μ¨ εμένα κινείται προς τη μεριά μου άλλη μια μορφή, που επίσης βομβαρδίζεται από φλόγες. Και ξέρω επίσης ότι, αν συνεχίσω την πορεία μου, κάποια στιγμή οι τροχιές μας θα συμπέσουν. Και το θέλω πάρα πολύ αυτό. Διότι εκείνο που με ωθεί να προχωρώ είναι ένας έρωτας για τη συγκεκριμένη μορφή, τόσο μεγάλος ώστε σίγουρα θα με είχε σκοτώσει, αν δεν ήμουν φιγούρα ονείρου. Ακόμη περισσότερο, καθώς μέσα στη διαύγεια του πάθους μου γνωρίζω επιπλέον ότι η μορφή αυτή επίσης διέπεται από έναν εξίσου πελώριο έρωτα για μένα.
Αραγε θα προλάβουμε να συναντηθούμε πριν αυτός που μας ονειρεύεται ξυπνήσει;
Από το Crescendo, Ύψιλον 2004
Ο δρομέας
Ήθελα πάντοτε να γράψω ένα ποίημα
για τον Ελβετό τραπεζικό υπάλληλο
που κάποια μέρα μεσημέρι
πέταξε τα ρούχα του καταμεσής στη Bahnhof-
strasse της Ζυρίχης
και βάλθηκε να τρέχει ολόγυμνος.
Πιστεύω, λοιπόν, ο ΧΥ αυτός δεν πιάστηκε,
ούτε και δικάστηκε, ούτε κι έκλαψε, όπως είπαν
οι εφημερίδες,
μετανιωμένος στα πόδια του εισαγγελέα.
Μα τρέχει ακόμα, πάντα ολόγυμνος,
ανάμεσά μας. Στη Ζυρίχη κι αλλού.
Πέρασε στη φοβερή κατηγορία των δρομέων
και σαν τέτοιος θ¨ απομείνει
στην ιστορία των οδών.
Από το Η συντελεσμένη εποχή, Ίκαρος 1984
*
ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΗΤΑΝ ΧΑΡΑΓΜΕΝΗ στο μενταγιόν
το κρεμασμένο με μια χρυσή αλυσιδίτσα
απ¨ το λαιμό νεαρού μοτοσικλετιστή
που ξάφνου σταμάτησε να τρέχει
και κοίταξε ολόγυρά του με μεγαλωμένα μάτια
Τώρα γύρω απ¨ αυτά τα ίδια μάτια
μαζεύεται το πρόσωπο ενός βοδιού που το θυσιάζουν
Μαζεύεται μια αρχαία αυλή
όπου ο λαός πετάει λουλούδια και κραυγάζει
Ενώ πιο πέρα ο ήλιος
κατεβαίνει πίσω από τα μεγάλα βουνά
*
ΗΡΘΕΣ ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΑΝΟΙΧΤΕΣ
κι έγινα η ζωγραφιά σου
στο φως κάποιου προβολέα
εκεί στον αυτοκινητόδρομο
σε μια μακρινή ερημιά
Σεξ κυλώντας από την κορυφή ως τις ρίζες μιας πλαγιάς
σκηνή που ανεξαρτητοποιήθηκε κι εφόρμησε προς τις πόλεις
όπου τώρα επαναλαμβάνεται εδώ κι εκεί
κάτω από τα κατάπληκτα μάτια πλήθος λαού
Από το Αργή στιγμή πάνω στη σκάλα, Πρόσπερος 1990
* * *
’ραγε ποιος θα θεραπεύσει
Ένα λιπόθυμο άστρο που πέταξε ο άνεμος
Πάνω στις στέγες της πόλης
Μόνον εσύ το κρατάς αγκαλιασμένο
Κοιτιέσαι μέσα του αναγνωρίζεις στο βάθος του
Την άλλη ακτή, τρέχοντας, όλο φώτα
Να χιμάει προς το μέτωπό σου
Από το Κοίλο φεγγάρι, Πρόσπερος 1994
|