Νίκος Χουλιαράς
Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε το θάνατο του μέλους μας Νίκου Χουλιαρά.
Ο Νίκος Χουλιαράς (1940-2015) γεννήθηκε στα Γιάννενα. Σημαντικότατος ζωγράφος, συγγραφέας, ασχολήθηκε επίσης με τη μουσική.
Βιβλία του (τα περισσότερα στις εκδ. Νεφέλη): Σαράντα Σχέδια, 1974 (1985)· Ζωγραφική-Κείμενα, 1978 (Α΄ βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για το καλύτερα σχεδιασμένο βιβλίο στον κόσμο)· Ο Λούσιας, 1979· Το Μπακακόκ, 1981· Το χιόνι που ήξερα, 1983 (Γ΄ βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για το καλύτερα σχεδιασμένο βιβλίο στόν κόσμο)· Ζωή την άλλη φορά, 1985· Το άλλο μισό, 1987· Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του, 1989· Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα, 1990· Η μέσα βροχή, 1991· Νίκος Χουλιαράς - Ζωγραφική 1966-1991, 1992· Οι λεπτομέρειες του μαύρου, 1993· Οι ζωγραφιές του νυχτερινού χάρτη, 1994· Στο σπίτι του εχθρού μου, 1995· Οι κατοικήσιμοι τόποι της ζωγραφικής, 1997· Μία μέρα πριν δύο μέρες μετά, 1998· Εικόνες στο ύψος της ζωής, 2000· Το εργαστήριο του ύπνου, 2001· Οι εξοχές του νου, 2003· Νερό στο πρόσωπο, 2005· Οι μαύρες ζωγραφιές, 2006.
Διηγήματα και μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.
Το 1996 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο Στο σπίτι του εχθρού μου.
Το μυθιστόρημά του Ο Λούσιας έγινε τηλεοπτική σειρά και μεταδόθηκε από την ΕΤ-1 το 1989.
Τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Βyron, στα ελληνικά και χωρίς την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Χουλιαράς.
Καμιά πενηνταριά οργιές μακριά απ’ το σπίτι, εκεί, στο δρομάκι που βγάζει ίσια στη μεγάλη ντάπια, στο μέρος που ο δρόμος στενεύει κι αριστερά στο πλάι του κάνει μια καμπουρίτσα, εκεί είναι μια πέτρα. Πέτρα σκούρα σαν καπνός.
Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.
Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.
Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα.
(Aπό το Το Μπακακόκ, 1981)