Απόσπασμα από το μυθιστόρημα, Απόψε δεν έχουμε φίλους, Μεταίχμιο, 2010
1981
Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν
Στις 19 Οκτωβρίου 1981, μέρα Δευτέρα, ο Σουκιούρογλου έδιωξε τον Στράτο από την τάξη. Μπήκε σεκλετισμένος ο καθηγητής, πήρε απουσίες, κάποια εξυπνάδα πέταξε ο Στράτος, ο Σουκιούρογλου άστραψε, αρκετές προσβολές είχε καταπιεί από τον νεαρό με τις μπούκλες. Του έκανε νόημα να τσακιστεί. Δέκα φοιτητές παρακολουθούσαν το μάθημα των Τουρκικών, οι πιο πολλοί με παππούδες πρόσφυγες που τα μιλούσαν ακόμα στο σπίτι. Γράφτηκαν στο ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου πρωτοετείς. Δεύτερη χρονιά και η γραμματική δυσκόλευε.
Ο Στράτος σηκώθηκε με το πάσο του, μάζεψε επιδεικτικά τα πράγματά του και βρόντηξε την πόρτα. Στην τσέπη του είχε ένα πεντακοσάρικο.
– Εδώ,ρε,φώναξε σε κάτι αδέσποτα γυφτάκια που γύρναγαν με τουμπερλέκι.
Έσερναν τις σκισμένες παντόφλες τους στο πεζοδρόμιο. Τα δασκάλεψε να παίξουν κάτω από τα παράθυρα της τάξης. Αυτός στάθηκε απέναντι, στην είσοδο της πολυκατοικίας, και χάζευε το θέαμα. Τα γυφτάκια έπαιζαν αρκουδιάρικα, τσίριζαν στο ρεφρέν, μαζεύτηκε κόσμος. κάποιοι τα πέρασαν για πασοκάκια που πανηγύριζαν για χθες. Δεν ήταν λίγο πράμα, 48% ο Αντρέας, μύριζε αλλιώτικα ο αέρας σήμερα.
Ο Στράτος ήταν παιδί του Αντρέα, με την αφίσα του μεγάλωσε, να χαιρετάει ο αρχηγός με το ζιβάγκο, να υπόσχεται νίκη με το βλέμμα. Η Κορίνα, η αδελφή του – μισοριξιά τη φώναζε στα κρυφά– είχε κατουρήσει το παπούτσι του αρχηγού στην προεκλογική συγκέντρωση.
Εκείνη τη μέρα της κεντρικής ομιλίας, η μικρή φορούσε το βρακάκι με τις τουλίπες. Την έσφιγγε το λάστιχο, αλλά δεν τόλμησε να παραπονεθεί. Έφταιγε η μαμά, που επέμενε να πιει το γάλα της πριν ξεκινήσουν. Όλοι είχαν στενοχωρηθεί που τελικά δεν ανέβηκε με τον θείο Αντρέα στην εξέδρα, αλλά της ήρθε κατούρημα και δεν ήταν κανείς εκεί να το πει, κανείς που να τον ξέρει δηλαδή, η μαμά κι ο μπαμπάς στέκονταν μακριά και την κοιτούσαν με κρυφό καμάρι.
Κρατήθηκε, κρατήθηκε όσο μπορούσε, αλλά, όταν δε θέλεις, πάντα σου έρχονται. Στο τέλος δεν άντεξε, άνοιξε τα πόδια και κατούρησε όρθια, πάνω στο καινούριο βρακί, μπορεί και να μην το καταλάβαιναν, σιγά μην το καταλάβαιναν έτσι που ήταν απασχολημένοι κι έτρεχαν πάνω κάτω, όμως πιτσιλίστηκε το παπούτσι του θείου Αντρέα, γούρι, φώναξε μία δεσποινίς και την τράβηξε μακριά, να αποφύγουν τα χειρότερα. Η μαμά έγινε κατακόκκινη που έπρεπε να φύγουν πριν αρχίσει η γιορτή. Δεν είχε προνοήσει να κουβαλήσει δεύτερο βρακί στην τσάντα της και ο μπαμπάς ούτε που συζητούσε ν’ αφήσει την κεντρική ομιλία για ένα κατούρημα.
Η Κορίνα, που είχε κάνει χίλιες πρόβες για να χαμογελάσει και να σηκώσει ψηλά το χέρι, μαζί με τον θείο Αντρέα, σερνόταν τώρα πίσω απ’ τη μαμά ντροπιασμένη. Άσε που είχε βραχεί και η κάλτσα της, την έσφιγγαν οι πασχαλίτσες στα μαλλιά και την πονούσε η μαμά, που την τραβολογούσε έξω φρενών.
Για την οικογένεια του Στράτου, ο Αντρέας ήταν κάτι σαν μακρινός θείος, έτσι τον φώναζαν, στα γιορτινά τραπέζια τσούγκριζαν τα ποτήρια στην υγειά του και εύχονταν κυβέρνηση.
Ο Σουκιούρογλου έδειχνε δεξιός. ο Στράτος το μύριζε, το έπιανε στον αέρα που ανέπνεε. Είχε εκπαιδευτεί από νήπιο να ξεχωρίζει τους απέξω, κυρίως τους δεξιούς, κάτι στο ντύσιμο, γκρι παντελόνι με πιέτα ή μπεζ μπουφάν παππουδίστικο. Την είχε στημένη στο δάσκαλο των Τουρκικών από μέρες, ένα παραπάνω σήμερα που ήταν παρούσα η Φανή. Ήθελε να δείξει στη συμμαθήτρια πως δε μασάει ο Στράτος, πως, άμα λάχει, κάνει σαματά.
Δεν τσιγκουνεύτηκε το πεντακοσάρικο, κι ας ήτανε λεφτά που θα τον έβγαζαν καθαρό μία βδομάδα, το έδωσε κολλαριστό από την τράπεζα στα γυφτάκια, προκειμένου να διαλύσει το μάθημα. Άναψε τσιγάρο και κάθισε στο πεζούλι της εισόδου. Ο Σουκιούρογλου σφάλισε τα παράθυρα, όμως οι τσιρίδες έμπαιναν από τις χαραμάδες, το τουμπερλέκι έσπαγε νεύρα, δάγκωναν τα χείλια τους οι συμμαθητές, κοπίαζαν να μη γελάσουν, ιδίως η Φανή που έσκυβε, όλο της έπεφτε το μολύβι κι έριχνε το μαλλί μπροστά, να μη φαίνεται το χασκόγελο. Ο δάσκαλος άντεξε είκοσι λεπτά με το ρολόι. Τους ανακοίνωσε κοφτά πως τελείωσαν για σήμερα. Δεν ήταν συνθήκες αυτές, σχολίασε σβήνοντας τον πίνακα. Έβαλε ασκήσεις και τους έδιωξε.
Μόλις κατέβηκε κι ο τελευταίος, το τουμπερλέκι σταμάτησε.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα, Χορεύουν οι ελέφαντες, Μεταίχμιο, 2012
1948 και πριν
ΜΑΝΑ, ΕΧΕΙ ΠΟΛΕΜΟ ΕΞΩ. Θ’ ΑΡΓΗΣΩ.
Η κυρία Μαρία Γκρη, μητέρα του Μανόλη, λέει
Τ’ εμά τα σείλια κί γελούν, απέσ' ιμ έχω τέρτια.
Πρόσφυγες είμαστε. Εμείς Ελλάδα δεν ξέραμε. Ακούγαμε το όνομα στην εκκλησιά, υπέρ Ελλάδος, έψελνε ο πατήρ Ευγένιος. Κάναμε τον σταυρό μας τρεις φορές. Εγώ γεννήθηκα στην Τραπεζούντα. Σπίτι μπροστά στη θάλασσα. Σγουραίναν τα μαλλιά μου από την αλμύρα. Τα έλουζα και τα σιδέρωνα ώρα πολλή στο τραπέζι να ισιώσουν. Ήμουν κορίτσι τότες, δεν φοβόμουν Θεό, μόνο τον πατέρα μου. Αγαπούσα τον ψάλτη της ενορίας μας. Ευγενικό παι δί. Η φωνή του έτρεμε στα εγκώμια του Επιτάφιου, δάκρυζε στο γλυκύ μου έαρ, κλαίγαν οι μάνες, κλαίγαμε κι εμείς, τα κορίτσια που στολίζαμε τον Επιτάφιο.
Μια μέρα ο πατέρας μού έφερε προξενιά. Καλή οικογένεια, στεκούμενη. Έδωσαν τα χέρια. Δεκατέσσαρα χρονώ, πήγα να πεθάνω. Η πεθερά μου άρπαξε τα μεταξωτά της προίκας μου με το έτσι θέλω. Την πρώτη μέρα που μπήκα νύφη στ’ αρχοντικό της γύρεψε και της έπλυνα τα πόδια. Να μάθω εγώ ποια είναι η αφέντρα του σπιτιού. Μ’ έβαλε και γονάτισα στα χώματα. Ο άντρας μου έβλεπε και δεν μιλούσε. Το ίδιο κι οι γειτόνισσες που μαζεύτηκαν από τα γύρω σπίτια. Έτριβα με τα χέρια μου τα πόδια της, πετούσα τ’ αποπλύματα, έριχνα καθαρό νερό στην τσίγκινη λεκάνη και συνέχιζα. Όταν κουράστηκα, άπλωσε τα πόδια της στο φουστάνι μου, να στραγγίξουν από τα νερά. Φορούσα το καλό μου φουστάνι, το νυφιάτικο. Το μαγάρισε με τα βρομοπόδαρά της. Με σήκωσε, με φίλησε σταυρωτά και μ’ έμπασε στο σπίτι. Έμπα απές, νέπουτση, είπε και με τράβηξε από την κοτσίδα.
Κάναμε τέσσερα παιδιά. Τον Μανόλη, τον Σάββα, την Ευγνωσία, τη Βιολέτα. Και δύο που με πεθάνανε, δίδυμα. Ανάβω το κεράκι τους των Φώτων, συνήθεια που την πήρα από τη μάνα μου. Μαζεύω άμμο σ’ ένα λεκανάκι, βάλλω εκεί τα κερία των πεθαμένων, να ιδούνε φως να πλησιάσουν, τα πουλάκια μου. Που τα έχασα, πριν δοκιμάσουν γάλα. Εσείς εδώ δεν ξέρετε το έθιμο. Δεν μπάζετε τους νε κρούς στο σπίτι σας.
Ο άντρας μου, Στάθη τον έλεγαν, δούλευε γεωργός στα χωράφια. Δεκαεννέα χρονώ, τι ήξερε θα πεις από κουμάντο, αμούστακο παιδί. Άρπαζε φωτιά εύκολα, έβαζε τιμωρία τα παιδιά. Χέρι δεν σήκωσε ποτέ απάνω τους, όπως άλλοι, που χτυπούσαν τα αγόρια τους με το ζωνάρι. Τα άκουες να τσιρίζουν πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες. Ο Στάθης έσμιγε τα φρύδια και μας κοίταζε μ’ εκείνο το βλέμμα του, άμον ταύρος. Λυνότανε ολωνών τα γόνατα. Έκλεινε τη μικρή,τη Βιολέτα, φυλακή στον στάβλον με τα ζώα. Διέταζε τον Μανόλη να τη φυλάει. Το κοριτσάκι μου ήταν ανάφαγο από μωρό. Μόνον αυγόν έτρωεν, την φασουλάδαν ούτε να την ιδεί. Την άφηνε νηστικιά κι αυτό το σκασμένον δεν άνοιε το στόμα του να καταπιεί μια βούκα.
Τ’ αγόρια μου ήταν πιο υπάκουα, πιο πολύ ο Μανόλης. Είχανε σέβας. Ο Στάθης ήθελε να τα σπουδάσει. Να τα κάνει ανθρώπους, έτσι έλεε. Θα πεινούμε, νέπουτση, αμά τα παιδία θα σπουδάζνε, φώναζε, πιο πολύ για να τ’ ακούει η μάνα του που είχε άλλη γνώμη. Και σήκωνε το χέρι του ψηλά, έδειχνε στη μεριά του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας. Έχομε καλά σχο λειά εδώ, τ’ εμά τα παιδία θα μαθάνε γράμματα, θα προκόψουν.
Κάναμε σχέδια. Δεν ξέραμε.
Οι Τούρκοι μάς ετοίμαζαν μαχαίρι.
Ο Πόντον ’μουν εχάθεν, εχάθεν, εχάθεν. Τον Πόντο ’μου επαίρανε.
Φέβ’νε μανάδες με μωρά, σασιρεμένα φέβ'νε. Αχπαρεμένα τρέχ'νε. Εκάεν το χωρίον μ', φωτία καπνός. Πού έν' ο κύρη μ’, ο αδερφό μ’, ατείν’ χωρίς ταφία. Μοιρολογούν μοιρολογούν με την ψην ατούν κλαίγ'νε.
Μη με ρωτάς πώς ήρθαμε στην Ελλάδα. Τα παιδιά ακούν τις ιστορίες των μεγάλων και λένε πως θυμούνται. Μόνο ο Μανόλης θυμάται. Γιατί δεν είχα άντρα δίπλα μου κι έγινε αυτός ο άντρας του σπιτιού, οκτώ χρονών αγόρι. Έδινε διαταγές στα μικρά, ήταν ο αφέντης τους. Χήρα με τέσσερα παιδιά. Βάλε με τον νου σου.
Έρχονται, λένε μετά, ήσασταν πλούσιοι, είχατε λεφτά. Ήρθατε με φλουριά ραμμένα στον ποδόγυρο, εκάνατε περιουσία. Όποιος δεν έζησε προσφυγιά έχει τα λόγια εύκολα.
Κι όταν μας φέρανε στη Σαλονίκη, δεν πείραζε η πείνα, δεν με ένοιαζε η απλυσιά, ποια εμένα που πέρναγα τη μέρα μου στη σκάφη. Κοίταξα την πόλη κι είπα στον Μα νόλη, εδώ θα ζήσουμε. Με παρηγόρησε η θάλασσα.
Άρπαξα τα κορίτσια μου στην αγκαλιά, τα αγόρια κρεμασμένα από τη φούστα μου. Κρατάτε σφιχτά, φώναζα κι άνοιγα το βήμα μου. Δεν έπρεπε να χάσω το κουράγιο μου. Να αρρώσταινα πια δεν έπρεπε. Είχα παιδιά.
Αγόρασα τα πρώτα μας αυγά από μια ντόπια στο λιμάνι. Με κοίταζε στα δάχτυλα, έψαχνε δαχτυλίδια και βραχιόλια, μα εγώ την έδωσα λεφτά. Έφτυσε το χώμα, η βρομιάρα. Ήρθατε να μας φάτε το ψωμί, μουρμούρισε κι έκρυψε τα λεφτά στον κόρφο της. Ζήτησε κι άλλα, για ένα τρύπιο κατσαρόλι. Την έσπρωξα.
Στην ΑγιαΣοφιά έχωσα το χέρι στην ποδιά μου, έβγαλα το κλειδί του σπιτιού που είχαμε στην Τραπεζούντα. Μεγάλο κλειδί, σιδερένιο, σκαλιστό. Έβαλα το αυγό στον κρίκο του, ίσα ίσα χώρεσε. Έκανα το σταυρό μου και το έψησα στο μανουάλι, πάνω στ’ αναμμένα κεριά. Τάισα τα παιδιά μου στο προαύλιο. Η Βιολέτα γελούσε, ωραία είναι εδώ, μαμά, έλεγε και χτυπούσε παλαμάκια.
Δυο χρόνια πέρασε ο Μανόλης στο Παπάφειο, έμαθε ξυλουργός. Ήρθε στο σπίτι μου ο δάσκαλος, είπε για το Κολέγιο America, εκεί να σπουδάσει το παιδί, να προκόψει. Θυμήθηκα τον Στάθη. Έτρεμα την κατάρα του. Ντράπηκα και τον Μανόλη. Πετάριζε η καρδούλα του στα λόγια του δασκάλου, όμως καθόταν στη γωνιά και δεν μιλούσε. Κι ούτε ζητούσε ποτέ τίποτα.
– Οι σπουδές, κυρα Μαρία,είπε ο δάσκαλος, είναι χρυσό βραχιόλι στο χέρι του παιδιού. Είσαι Ποντία εσύ, καταλαβαίνεις, έκανε μετά να με καλοπιάσει.
Το βράδυ που κοιμόντουσαν τα παιδιά, ο Μανόλης ήρ θε, στάθηκε στο μαξιλάρι μου.
– Μάνα, με σκούντησε.
– Ξυπόλυτος είσαι,γιαβρί μου, θα παγώσεις,τον μάλωσα. Είχε ένα κρύο φαρμάκι.
– Μάνα, επέμεινε ο Μανόλης. Άμα σπουδάσω, θα φροντίσω τα μικρά.
Άι, λελεύω το πουλόπομ’.
Έτσι τα έλεγε, μικρά, κι ας είχαν δύο χρόνια διαφορά από τον Σάββα. Αυτός ήταν από γεννησιμιού του μεγάλος. Σοβαρό παιδί,θαύμαζαν οι ξένοι. Αφού κι εγώ πολλές φορές μπερδευόμουνα, του μίλαγα σαν να ’τανε ο άντρας του σπιτιού. Γιατί ο Μανόλης έκανε κουμάντο. Μεσολαβούσε στον μπακάλη, νοιαζόταν για το φαγητό των παιδιών, τα βοηθούσε στα μαθήματα. Τα μάλωνε, όταν έπρεπε σήκωνε φωνή. Κι αυτά τον κοίταζαν στα μάτια, πιο πολύ η Βιολέτα. Πρώτα σ’ αυτόν έδειχνε τι ζωγράφισε, στην αγκαλιά του έτρεχε να κλάψει. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να την ταΐσει, για τον Μανόλη άδειαζε το πιάτο της.
Φωτιά να με κάψει, παράπονο δεν έχω από το αγόρι μου. Τελείωσε το Κολέγιο, έπιασε δουλειά. Δημοσιογράφος. Ήξερε τα εγγλέζικα κι αυτό βοηθούσε. Πήραμε ανάσα μεγάλη. Είπα, σωθήκαμε. Νόμιζα πως οι στενοχώριες μας τελείωσαν. Οι λύπες φέρανε χαρές.
Δεν πήγαινε ο νους μου.
Δύο παιδιά έστειλα στον πόλεμο, ένα γύρισε. Πέρασαν χρόνια, στεγνώσανε τα μάτια μου απ’ τα κλάματα. Κάθε μέρα τον σκέφτομαι τον Σάββα μου. Ανάβω το καντήλι, προσεύχομαι να είναι πούπουλο η ψυχούλα του. Κι ούτε φοβάμαι θάνατο, όπως παλιά. Το αγόρι μου θα έρθει να με πάρει, όταν φτάσει η ώρα. Θα τον κρατάω αγκαλιά. Θα τον χορτάσω, που είχα τον δεύτερο και παραπονεμένο.
– Εσύ, βρε μάνα, έχεις μόνο ένα παιδί, έλεγε. Τον Μανόλη.
Θύμωνα, τον απόπαιρνα.
Δεν πέρασε ένας χρόνος απ’ τον θάνατό του, ήρθε, με βρήκε στον ύπνο μου.
Άνοιξα εγώ την αγκαλιά μου και περίμενα. Φορούσε το άσπρο του πουκάμισο, εκείνο που του είχα ράψει για καλό.
Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε στα όνειρα, έτσι έλεε η μάνα μου. Όμως ο Σάββας μου το είχε κρατημένο και με μίλησε:
– Μάνα, ρώτησε. Αν ήτανε να διαλέξεις, ποιον θα διά λεγες;
Ούι... Ξύπνησα ιδρωμένη, μέσα στα κλάματα. Σίδερο το ταβάνι βάραινε απάνω στο στήθος μου. Πονούσε η ψυχή μου. Έτσουξε η καρδία μου. Σκότισε.
Βάι εγώ, αϊλλί εγώ. Αΐκον τρανόν κακόν πουθέν’ κ’ είδα.
– Ποιον γιο θα έδινες στον Χάρο, μάνα;
Ήξερα την απάντηση.
Κι ο Σάββας μου την ήξερε.
Τους είχα πει όλους το ίδιο τους αγαπώ. Ξαπλώναμε μαζί στο κρεβάτι, ρωτούσαν τα μικρά με μια φωνή.
– Ποιον αγαπάς καλύτερα, μαμά; Πες μας, μαμά. Ήταν το παιχνίδι τους. Μόνο ο Μανόλης δεν ρωτούσε.
Σήκωνα το χέρι, τους έδειχνα τα δάχτυλα.
– Κοιτάτε, βρε. Κανένα δεν μοιάζει με το διπλανό του.
Όποιο κι αν κόψω, θα πονέσω το ίδιο.
Ψέματα. Τους έλεγα ψέματα.
Κοιμόντουσαν με γέλια, χάδια και φιλιά. Με νανουρίσματα, τραγούδια για τη θάλασσα της Τραπεζούντας.
Εξέβ’ απάν σο Ποζ Τεπέ
Κι είδα την Τραπεζούνταν. Τα δάκρυα σ’ ομματόπα μου άλλο κί θα στεγνούνταν.
Ο Σάββας μου σκοτώθηκε υπέρ πατρίδος.
– Να χέσω την πατρίδα σας, ούρλιαξα κι η Ευγνωσία έτρεξε να σφραγίσει τα παράθυρα.
Της φώναξα να κατεβάσει το εικόνισμα.
Δεν ήθελα Θεό στο σπίτι μου.
Κι ούτε που φίλησα το αίμα του παιδιού μου. Στα ξένα το έθαψαν και με στείλανε ένα χαρτί. Νόμισα θα πεθάνω.
Τα σωθικά μου πέτρωσαν.
Αν με ανοίξεις, χώμα και βράχο θα βρεις. Όποια είναι μάνα, καταλαβαίνει.
Οι άλλοι κιχ να μην πουν.
Τσιμέντο στο στόμα τους.
Έρθεν ο άγγελον, με τα φτερά.
Με τον σταυρόν σο σέρ'.
Έρθεν κι εμέντζεν μας με τ’ άγριον χαπέρ’. Τ' επόρεσα εποίκα.
Δίγω και την ψή μ’.
Δώρον σον Θεόν εποίκα το παιδί μ’.
Άψονατον έναν κερόπον, άλλο μην πονείς. Ν’ αναπάεται το ψόπον ατ’, μαύρα μη φορείς.
Ο Μανόλης πονούσε, αλλά δεν το ’δειχνε. Έπρεπε να φανεί δυνατός, να με στηρίξει. Έτσι είναι τα πρωτότοκα, παίρνουν το βάρος πάνω τους και δεν μιλάνε. Δεν τα σκεφτόμουν τότε αυτά, νόμιζα πως ο πόνος ήτανε δικός μου, ιδιοκτησία μου.
Δεν ξέχασα τον Σάββα μου, όμως σταμάτησα να κλαίω μπροστά στα παιδιά. Δεν ήθελα να φαρμακώνω τη μέρα τους. Σαν άδειαζε το σπίτι, να άκουες, χαλούσα τον τόπο από τα κλάματα.
Ένα βράδυ ο Μανόλης ήρθε, κάθισε δίπλα μου. Με χάιδεψε στην πλάτη. Δεν έβγαιναν οι λέξεις απ’ το στόμα του. Ήτανε συνετό παιδί, δεν είχε τα λόγια εύκολα, όπως άλλοι.
– Καλύτερα να πέθαινα εγώ, μάνα.
Εγύρισα και τον κοίταξα, πρώτη φορά μετά από καιρό. Καμπούριαζε, λες και κουβάλαγε πέτρες.
Θυμήθηκα το όνειρο.
Αν ήταν να διαλέξεις, ποιον θα διάλεγες;
Μικρόν λαλασεμένον μου. Α σην αγάπεν το πολλά. Οξώκα ’γώ κί βγαίνω.
Την άλλη μέρα έτρεξα στην εκκλησιά, ξομολογήθηκα. Είπα στον παπά.
– Ο Θεός να με συχωρέσει, πάτερ μου. Σφάζομαι για το παιδί που έχασα. Αλλά θα πέθαινα, αν έχανα τον Μανόλη.
Από το βιβλίο Ξανθιά Πατημένη, Κέδρος 1997
Η σημαδεμένη
Στα '77 αλώνιζε τη Ρόδο. Ο πιο λιμπιστερός γκόμενος. Καμάκι απ' τα δεκαπέντε του, δέκα χρόνια μετά ήτανε μάστορας. Ο Γιαννούτσος με τ' όνομα. Πρόσωπο σπαθί, σώμα για κρεβάτι. Βόλταρε μακρύκανος. Σκέλια ανοιχτά, πουκάμισο ξεκούμπωτο στο στέρνο. Να καλεί η σκοτεινή αγκαλιά. Λέγαν πως τα φιλιά του σαϊτεύαν στο σταυρό, βαράγαν στο μυαλό, λωλαίνανε. Όποια ήθελε την είχε.
Θέρος του '79 ζεματιστό, χοχλάζανε τα σώματα μες στα ζουμιά τους. Παντρεύτηκε μια ζάπλουτη σουηδέζα καλλονή. Ένα μήνα έσερνε γύρω της μουγκρίζοντας. Ώσπου του παραδόθηκε. Σάστισε ο πατέρας της σαν είδε το γαμπρό του. Τώρα τι κάνουνε μ' αυτόν αναλογίζονταν αμήχανα. Το εργοστάσιο αποκλείονταν. Έμοιαζε μπουρλοτιέρης. Δεν ήταν για γραβάτα κι αφεντιλίκι. Του άνοιξε στη Ρόδο φαρμακείο. Σπουδαίο, δεν είχε δεύτερό του στα Δωδεκάνησα. Ντρεπόσουν να πατήσεις. Ο Γιαννούτσος σουλατσάριζε στη χώρα με Ρολς-Ρόις. Θυμούνται οι παλιοί ακόμα.
Η νύφη έμεινε στο ζόφο του Βορρά. Να 'ρθει στα συγκαλά της, να χωρίσει. Του 'κανε κόρη. Μια ξωθιά. Του 'φερε το παιδάκι στην Ελλάδα, να το δει. Και να του πει τα άλλα. Να κανονίσουν το διαζύγιο σαν φίλοι, έλεγε. Σφίγγοντας τη μικρή στην αγκαλιά της. Να μην τους ξαναδεί, να κάνει τη ζωή του. ’κουγε αυτός αμίλητος. Απότομα. Αρπάζει το παιδί απ' τον κόρφο της. Το κανακεύει μια σταλίτσα μόνο. Τραβάει το σουγιά που κουβανούσε πάντα για αντριλίκι και χαράζει το ζυμωτό μπρατσάκι. Τρέξανε αίματα, έσκουξε η μικρή. Η άλλη κοιτούσε. Αυτός μιλούσε μόνος του. Φτου σου, κοπέλα μου. Γυναικάρα σαν και τη μάνα σου θα γένεις. Φτου σου, κούκλα μου. Σαν και σένα καμιά. Φτάνει να μη σε κοιμηθώ. Να σε γνωρίσω απ' το σημάδι.
Την αντζούγια την τρώνε στο βουνό
Στον Σάκη με τα πολλά χιλιόμετρα
Πάσχα στο χωριό. Στο καφέ μπαρ ξεβρασμένοι Αθηναίοι. Ήρθαν να δούνε εξοχή. Γλυκοσαλιάζουν με τα λούλουδα και τις γιαγιάδες. Α, τι καλά που είστε εδώ πάνω, λένε και παστελιάζει η γλώσσα τους. Μια παρέα, πανεπιστημιακοί με μούρη, σαβουρώνουνε κοψίδια. Φορούν τζινάκια με την τσίγκινη τη φίρμα, αθλητικά πατούμενα για βόλτα υγιεινή μέσα στο δάσος. Μιλούν για όλα με στακάτη γνώση. Ανάμεσά τους μια αβδοδίαιτη κυρία δηλώνει χορτοφάγος και δωσ' του να βοσκάει στη σαλάτα. Δεν ξέρω, κάτι από μικρή. Σαν βλέπω κρέας, όλο τα μάτια σκέφτομαι του ζώου. Όχι, μη φανταστείτε υστερίες, κεφτέδες έτρωγα, λέει χαϊδολογώντας το ψωραλέο σκυλί του μαγαζιού. Οι άλλοι σιχαίνονται συγκρατημένα. Θα βαρεθεί ο κοπρίλος και θα φύγει.
Φέρνει ο μικρός σωρό τα πιάτα και πίσω τα γυρνάει πάλι. Βάλε ξύδι στη σαλάτα, δεν κοστίζει ξέρεις. Ψήσε το ψωμί να νοστιμέψει. Αργείς. Φέρε και πάρε. Αυτός πηγαινοέρχεται σκασμένος δίχως άχνα. Με τα λεφτά θα καπαρώσει την εντούρο. ’ρπαξε τη δουλειά εργολαβία. Οι άλλοι ήρθαν και θα φύγουν. Τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους με κέφι. Πίνουνε σπράιτ, πυργώσανε τα ξέδοντα κουτάκια. Πάνω στο μπούκωμα, η πιο ξινή στο παιδί γνέφει. Μέσα στο στόμα της αρνάκι, χόρτα και τυριά ένα με τα σάλια της. Κλώθει την μπουκιά γύρω απ' τη γλώσσα της. Μιλάει στο παιδί ριπίζοντας σαλιάρα άχνη. Αντζούγια θέλει. Την κοιτάει ο πιτσιρικάς σχεδόν γελώντας. Δεν έχουμε, εδώ είναι βουνό. Φίλε, την αντζούγια την τρώνε στο βουνό, του απαντά υφάτα. Μούγκα ο μικρός. Μες στο κεφάλι του τηγανισμένες λέξεις τσιτσιρίζουνε. Σωπαίνει. Και βουρ για την κουζίνα. Στίβες εκεί τα λιγδιασμένα πιάτα, θα πλένει ώρες. Τον νιώθει ο μούργος, ζυγώνει να τριφτεί στα πόδια του. Σκύβει ο μικρός, ζουπάει το μουσούδι του με νεύρο. Πιάνει το σκυλόπιατο από χάμω. Το είχε γλείψει το σκυλί και το 'κανε λουστρίνι. Το παστώνει στο χαλβά. Γυρνάει στην παρέα με χαμόγελο. Ορίστε, λέει, κέρασμα από το μαγαζί.
|