BLACK IS BLACK
Όχι.
Δεν θα λυγίσω σε ληγμένα λογοπαίγνια
στους κρεμασμένους ουρανούς των πυροτεχνημάτων
Δεν θα φορέσω τις στολές των ποιητών
να ρίξω φως στο μαύρο νυφικό σου.
Είσαι το σκυθρωπό, σκληρό, σκοτάδι.
Αχόρταγο. Ατόφιο. Ανεξίτηλο.
Πνίγεις τα χρώματα, σκοτώνεις τα πουλιά
χιλιάδες κρέπια τυλιγμένα στο κορμί σου.
Δεν έχουν οι ιππότες πιθανότητες.
Ποιο ξίφος θα ξεσκίσει τις σκιές;
Ποιο ποίημα μπορεί να διαλύσει;
Κι όμως ξερνάει λάβα το σκοτάδι σου.
Δεν είναι λάβα
είναι τέφρα αλλοτινή
διάσπαρτη στις όχθες της πληγής
κοκαλωμένη.
Όχι.
Δεν θα σκαλίσω τις ανταύγειες του χθες
δεν θα συλήσω συλλαβές να σε φωταγωγήσω.
Μ' ένα μαχαίρι τροχισμένο στην ψυχή
θα κόψω το σκοτάδι σου κομμάτια.
Να σε γευτώ
να χύσω μαύρο δάκρυ.
(από τη συλλογή ''Εξαιρέσεις'', Μανδραγόρας 2018, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2020)
ΡΑΦΕΙΟ ΤΕΛΕΤΩΝ
Καταραμένη μέρα.
Ανημέρωτη.
Απ' του Ρεμπό ραμμένη τα ρετάλια.
Στο στήθος λείπει ένα κουμπί
το σκήνωμα φοράει κοκκινάδι.
Ανοίγματα κι αινίγματα
ατάκτως ερριμμένα
εξαγοράζουν μασκοφόρους ποιητές
να ομολογήσουν.
Η αντοχή των υλικών
σε ηλικία γάμου.
Η πέτρα
φίλησε τον χρόνο ανεπαίσθητα.
Το δάκρυ
εξατμίσθηκε στη λήθη.
Μόνο το χώμα
ερωτεύτηκε τον θάνατο
και πέρασε στο ξύλο δαχτυλίδι.
(από τη συλλογή ''Ακολουθία'', Γκοβόστης 2020)
ΤΟ ΚΕΛΙ
Θα σας μιλήσω ανοιχτά. Μέχρι προχθές
παράπονο δεν είχα στο κελί μου.
Εντάξει, είναι λίγο σκοτεινό
θαμπώνει ο φεγγίτης εκεί πάνω
οι βέργες κομματιάζουν την πανσέληνο
κι ένα πουλί δεν φάνηκε στα χρόνια.
Μα ποιος μετράει τέτοιες λεπτομέρειες
μπροστά στ' αξεσουάρ που μου παρέχει;
Μικρόφωνα, τηλέφωνα, κουμπιά
σοφές αριθμομηχανές
οθόνες τεχνητής νοημοσύνης.
Μπορώ να δω τα πάντα από δω.
Τις εκτελέσεις,, τα μαρτύρια, τις φωτιές
τα μαχαιρώματα, τα κόκκινα σημάδια.
Το αίμα κατακλύζει το κελί
στιγμές φαντασιώνομαι πως είναι το δικό μου.
Θα σας μιλήσω ανοιχτά. Μέχρι προχθές
παράπονο δεν είχα στο κελί μου.
Έλεγα πως μπορώ να πολιτεύομαι
να ερωτεύομαι, να ζω, να εκπαιδεύομαι
να περιμένω βολεμένος τη σειρά μου.
Μέχρι που χθες το βράδυ ανακάλυψα
ότι η πόρτα του δεν ήταν κλειδωμένη.
(από τη συλλογή ''Κυνηγώντας τον δολοφόνο μου'', Μανδραγόρας 2015)
AΥΤΟΨΙΑ
Δεν βρήκαν αίμα.
Μονάχα δυο κηλίδες
φρέσκο ποίημα.
ΞΕΝΑΓΗΣΗ
Αυτή η πέτρα
στις μήτρες των ερώτων
υπήρξε λάβα.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Εργοστάσιο
κατασκευής συνόρων
από κόκαλα.
ΣΚΑΣΙΑΡΧΕΙΟ
Αναρωτιέμαι
πώς με τόσους εαυτούς
πεθαίνω μόνος.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Έχω πεθάνει
και όμως ξυρίζομαι
συστηματικά.
Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ
Ανοίχτε δρόμο
να περάσουν οι νεκροί.
Θα μας πατήσουν.
ΕΓΓΥΗΣΗ
Έψαχνα κάποιον
να πεθάνουμε μαζί.
Πήρα καθρέφτη.
SAVOIR VIVRE
Φεύγεις ψυχή μου
την ώρα που πεθαίνω.
Ωραίος τρόπος.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ
Με την παρούσα
αφήνω στην πατρίδα
όσα μου πήρε.
(από συλλογές ''χαϊκού με τίτλο'' των εκδόσεων Μανδραγόρα και Γκοβόστη, 2008-2020)
TO ΣΚΙΑΧΤΡΟ
''Είμαι το πράσινο μπουφάν
που αλυχτά στα Τέμπη.
Φορούσα έναν φοιτητή
σπαρμένο στη κοιλάδα του θανάτου.
Στην τσέπη μου ένας Χριστός
δυο μάτια
και το νοίκι του Μαρτίου...''
(από τη συλλογή ''μαύρο γυαλιστερό ή μωβ'', Μανδραγόρας 2023)
ΑΜΑΧΗΤΙ
Η μάνα μου
πολέμησε στη μάχη των αμάχων.
Στην Κύπρο, στο Σουδάν, στο Βιετνάμ
στο Βελιγράδι, στη Μαριούπολη, στη Γάζα.
Κουβάλησε στην πλάτη της
ολόκληρο τον κόσμο
τον αδελφό μου με το κόκκινο πουκάμισο
παράσημα θανάτου κεντημένο.
Η μάνα μου
απέβαλε στη μάχη των αμάχων.
Μιλούσε με την κόρη της μεσάνυχτα
σχεδίαζαν ξενύχτηδες αντιπερισπασμούς
κρεμάλες μεθυσμένων οραμάτων.
''Εγώ η θύμηση κι εσύ η απουσία''
έλεγε νανουρίζοντας
σκιές στα γόνατά της.
Η μάνα μου
δεν πέθανε στη μάχη των αμάχων.
Θυμάμαι τις βεγγέρες στην αυλή
με τα χλομά φαντάσματα της πόλης
κι εκείνη την παλλόμενη φωνή της εκδρομής.
Το σπίτι δεν την χόρτασε ποτέ την Κυριακή.
Ξέπλενε ίχνη λησμονιάς
σε μνήματα αμάχων.
(από τη συλλογή ''μαύρο γυαλιστερό ή μωβ'', Μανδραγόρας 2023)
|