ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ


ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Σε ηλικία πέντε ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου. Στο δημοτικό σχολείο του χωριού του διδάχτηκε την καθαρεύουσα, η αιτία, κατά τον ίδιο, να μην αποχτήσει τότε καλές σχέσεις με τα γράμματα. Στο Ρέθυμνο έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και αργότερα έγινε επαγγελματίας στο χωριό του. Στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και στις δημοτικές εκλογές του 1934 εκλέχτηκε πρόεδρος στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ποσοστό 92%. Από τη θέση αυτή τον έπαψε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και στη συνέχεια τον καταδίωξε. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε παράνομος μέχρι το 1939, οπότε συνελήφθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομουνιστών Ακροναυπλίας, όπου παρακολούθησε οργανωμένα μαθήματα που πρόσφεραν στους αριστερούς αγωνιστές γνωστοί διανοούμενοι συγκρατούμενοί τους, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Γληνός. Εκεί, στην πραγματικότητα, έμαθε τα εγκύκλια γράμματα και μυήθηκε στο διάβασμα, όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνεντεύξεις και σε κείμενά του. Κατά την διάρκεια της κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως διοικητής μιας ίλης ιππικού στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία, δίνοντας πολλές μάχες. Την περίοδο 1946-47, την εποχή του Εμφυλίου, ο Γ. Μανούσακας είναι πάλι πολεμιστής, στα βουνά της Κρήτης αυτή τη φορά. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, και στη διάρκεια της τρίχρονης φυγοδικίας του, γράφει ημερολόγιο καιδιάφορα κείμενα που δεν σώθηκαν. Στα 1952 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 17 ετών. Στις διάφορες φυλακές που έζησε ως το 1963 (οπότε αποφυλακίζεται με αναστολή), διαβάζει συστηματικά πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία και γράφει.
Το 1964, ελεύθερος πια, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα (Χρονικό της Κατοχής). Με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρχίζει η νέα οδύσσειά του. Μένε χωρίς δουλειά (εργαζόταν στην εφημερίδα της ΕΔΑ Δημοκρατική Αλλαγή), χωρίς σπίτι και χωρίς ενίσχυση από πουθενά. Σ’ ένα δωμάτιο-αποθήκη, όπου κρυβόταν, γράφει το δεύτερο βιβλίο του, το Χρονικό από την Αντίσταση ( Μετά την Ακροναυπλία ), 1600 χειρόγραφες σελίδες. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας γράφει το τρίτο, το Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα ) και το μισό από το τέταρτο: Ο Εμφύλιος (Στη σκιά της Ακροναυπλίας). Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τυπώνει και τα τρία αυτά βιβλία.
Η περίοδος της μεγάλης παραγωγής του έρχεται μετά το 1977. Γράφει και τυπώνει τα βιβλία: Ο Χαλασμός (Από το Χωριο στην Ακροναυπλία)" (1978), Ο Φυγόδικός (1980). Τα τελευταία βιβλία μαζί με το Στα χρόνια της Χούντας (1987) αποτελούν μια εξάτομη σειρά χρονικού-μαρτυρίας. Επίσης εκδίδει τα έργα : Η αίθουσα (1980), Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος (παραμύθι) (1981), Ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ (μυθιστόρημα) (1983), Η βράβεψη (μυθιστόρημα) (1983) και Το τέλος του δογματισμού: μια καταγγελία (1992).
Ο Γ. Μανούσακας πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995, σε ηλικία 88 ετών.

[ Πηγή: ΕΚΕΒΙ ]

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΓΙΑΝΝΗΣ
Επίθετο:  ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ
Εργογραφία: 

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

(1987) Στα χρόνια της χούντας, Παρασκήνιο

(1981) Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος, Κέδρος

(1978) Ακροναυπλία, Δωρικός


Έτος γέννησης:  (1907-1995)
Τόπος γέννησης:  Αργυρούπολη Ρεθύμνου
Τίτλος αποσπάσματος:  Χρονικό από την Αντίσταση
Κείμενο αποσπάσματος: 

[…] Μουχριάσματα, είχε δυναμώσει το ξεροβόρι και λίγαν’ η βροχή . Κείνη την ώρα φώναξε ένας παρατηρητής ότι είχε δει δυο Εγγλέζους στρατιώτες, νότια του χωριού, να φεύγουν. Έτρεξα με δύο αντάρτες και τους αρχίσαμε στο τουφεκίδι. Δε θα γλύτωναν – το’ χω ξαναπεί, πως ήμουν άριστος σκοπευτής – αν ένας από τους αντάρτες δεν έσπρωχνε το ντουφέκι που τους βαρούσα κατά κάτω: «‘Αφησέ τους μου λέει, να πάνε στο καλό …. Είναι σύμμαχοι μας». Είχε στα χείλη ένα πικρό ειρωνικό μα πολύ ανθρώπινο χαμόγελo… Ήταν η δεύτερη φορά που πάθαινα μια τέτοια ωραία προσβολή από ένα «απλό» άνθρωπο, ή να το πω αλλιώς απ’ έναν πραγματικό άνθρωπο, που φέρνοντας το χέρι του κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να ήθελε να μου δείξει τη βέρα που φορούσε σε ένα από τα δυνατά νευρώδικα δάχτυλα του: «Ποιος ξέρει, λέει, μπορεί, εξόν τη μάνα, να τους περιμένουν και δυό κοπέλες …. Ύστερα έχουν γυρίσει πλάτη….»
Σε μένα, πρέπει να το πω δε συνέβαινε ‘κείνη τη στιγμή, ότι στην ψυχή του συναγωνιστή μου αντάρτη. Λέω, πως τα στρατόπεδα, η πείνα, τα ψυχικά και τα σωματικά βασανιστήρια, οι χλευασμοί είχανε σκληρύνει την ψυχή, την είχανε γεμίσει από φαρμάκια. Αν σκότωνα τους εχθρούς, το πολύ που θα ‘κανα , θα μηνούσα στο χωριό να πάνε να τους παραχώσουν και τίποτις παραπάνω. Τη νύχτα θα κοιμόμουνα το ίδιο καλά δίχως κανένα εφιάλτη.
Λέω όμως πως αν κάποιο καιρό, επικρατήσουν τα ιδανικά που αιώνια ο άνθρωπος περιμένει που εμείς οι κομμουνιστές με σύστημα, με οργάνωση και αυταπάρνηση δουλεύουμε να ευκολύνουμε τον ερχομό τους: της ισότητας δηλαδή, της ειρήνης και της αδελφοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους, εκτότες, πρέπει να πάρουν τα πιο εξελιγμένα όντα του πλανήτη μας άλλο όνομα και να πάψουν να λέγονται Άνθρωποι. Μα ας αφήσουμε για τώρα, το τι θα κάμουν οι άνθρωποι με τα’ όνομα τους κι ας ξαναγυρίσουμε, κατά πως το απαιτεί η εξιστόρηση, στα ντουφέκια και στην επιδεξιοσύνη για το σκότωμα. […]

 

Απόσπασμα από το Χρονικό από την Αντίσταση, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος 1976, σελ. 351


Διακρίσεις: 

Στα 1976 του απονέμεται από το Υπουργείο Πολιτισμού τιμητική σύνταξη για το μέχρι τότε λογοτεχνικό έργο του.