ΜΑΪΝΑΣ ΑΛΕΞΙΟΣ / MAINAS ALEXIOS


ΜΑΪΝΑΣ ΑΛΕΞΙΟΣ / MAINAS ALEXIOS

Ο ποιητής Αλέξιος Μάινας (Alexios Mainas) είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων (αναπληρωματικό μέλος του Δ.Σ.), και του Κύκλου Ποιητών. Έχει ελληνογερμανική καταγωγή (Σαντορίνη-Έξω Γωνιά/Αθήνα από τη μεριά του πατέρα, και Κολωνία/Berzdorf από τη μεριά της μητέρας). Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει πάλι στην Αθήνα/Παπάγου μετά από 15 χρόνια στη Γερμανία. Σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Γερμανία και ασχολείται επαγγελματικά με τη διδασκαλία Δημιουργικής Γραφής, τη λογοτεχνική επιμέλεια, τη μετάφραση και τη διοργάνωση λογοτ. εκδηλώσεων. Διευθύνει το Εργαστήρι-Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής «Νότιος» και διδάσκει Δημ. Γραφή και σε ιδιωτικό πλαίσιο.

Υπήρξε αρχισυντάκτης δύο λογοτεχνικών περιοδικών και είναι στενός συνεργάτης αρκετών άλλων (Διάστιχο, Χάρτης, κ.ά.). Επιμελείται τη σαββατιάτικη ποιητική στήλη στο περιοδικό Διάστιχο. Έχει μεταφράσει και επιμεληθεί Έλληνες ποιητές στα γερμανικά, π.χ. Καβάφη (Romiosini, 2009, Verlag an der Friedensgasse, 2015), Ρίτσο, αλλά και εν ζωή ποιητές. Είναι συνεργάτης-μεταφραστής του Ελληνογερμανικού Θεάτρου στην Κολωνία και της ομάδας Ξανθίας. Σε μετάφρασή του έχουν ανέβει θεατρικά, π.χ. το 2019 το έργο «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ (Θέατρο Σημείο, κεντρική σκηνή). Έχει επιμεληθεί πολλά βιβλία, κυρίως ποίησης (π.χ. των: Λ.Φυτιλή, Π.Στεφανέας, Ζ.Σώκος, Ελ.Κυρίτση, Α.Κεντζός, Γ.Σακελλαρίου, Ν.Φιλντίσης, Ν.Κουτσοδόντης, Λ.Σαμαρά, Β.Γκέντσου, Μ.Μεζίτη, Στ.Χουρμουζιάδης, Ν.Κωσταγιόλας, κ.ά.).

Γράφει ποίηση, διήγημα και δοκίμιο (στον τομέα της φιλοσοφίας και θεωρίας λογοτεχνίας). Πρώτες δημοσιεύσεις σε περιοδικά έκανε το 1994 – την ίδια χρονιά δραματοποιήθηκε ένα διήγημά του. Σε ποιήματά του στηρίχτηκαν ταινίες μικρού μήκους (π.χ. «Πρωταπριλιά» του Απ.Ηλιόπουλου). Συνεργάζεται με χώρους πολιτισμού, π.χ. εμπνεύστηκε (με την Ε.Μαργαρίτη) και οργάνωσε-συντόνισε τις δράσεις «Ένα ποίημα είναι μια πόλη» (ποιητικός περίπατος) και «Τι μας κινεί; Ποίηση και μετακίνηση» (ποίηση στα λεωφορεία) για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (άνοιξη 2018). Τα τελευταία χρόνια συν-επιμελήθηκε (με τον Γ.Αλισάνογλου) το «Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών» στη ΔΕΒΘ. Έχει κάνει απαγγελίες, παρουσιάσεις και εισηγήσεις σε πάνω από διακόσιες πενήντα εκδηλώσεις και φεστιβάλ σε Ελλάδα, Κύπρο, Γερμανία, Αυστρία κ.α. Διευθύνει το σεμινάριο «ΣμεΣ» («Συναντήσεις με Συγγραφείς») καλώντας σημαντικούς ποιητές και πεζογράφους από όλες τις γενιές. Επιμελήθηκε για τη ΔΔΕ Ανατ. Αττικής την έκδοση ενός βιβλίου («Το φεγγάρι, εγώ και η σκέψη μου», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2019) με λογοτεχνικά κείμενα μαθητών, που συνοδεύονται από ένα θεωρητικό δοκίμιό του για την προβληματική της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο σχολείο.

Μεμονωμένα ποιήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε έντεκα γλώσσες και έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες, π.χ. ενδεικτικά: στη δίγλωσση ανθολογία του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ «Ξύπνησα σε μια χώρα» (pdf rosa lux.), στην αγγλ. ανθολογία «Futures: Poetry of the Greek Crisis», στη γερμ. ανθολογία «Dichtung mit Biss», στη φινλανδ. ανθολογία «Aurinkokello», στη γαλλόφωνη έκδοση «Desmos» (44, 2015), στη γερμ. ανθολογία διηγημάτων «Bewegt/Εν κινήσει», στον τόμο «Ιστορίες Μπονζάι ’14», στον τόμο «Ποιητές στη σκιά» (Β΄ κύκλος), στην «Ανθολογία Ποιητικών Διαλόγων» (του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου), στις ανθολογίες «Ποίηση με πείσμα», «Πινακοθήκη “Λυρικών” Ποιημάτων» (τόμος Γ΄), «Ο ταχυδρόμος φέρνει γράμματα ποιήματα», «Το θέατρο στην ποίηση», «Ξένων αιμάτων τρύγος», «Εφ’ ενός γίγνεσθαι;», «Ποιητική εαρινή ισημερία», «Πολύτροπος ανήρ», «Ο πατέρας έφυγε», «Το τοπίο, μακριά – Αφιέρωμα στον Γιάννη Κοντό», «Η Γη που βλέπουμε και μας βλέπει», «Όχι στη βία», «8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης», «11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης», «Ημερολόγιο Εταιρείας Συγγραφέων 2024», «Ημερολόγιο Ε.Σ. 2025», «Τα ποιήματα του 2014», «Τα ποιήματα του 2021», κ.ά. 

Ποίηση, διηγήματα, δοκίμια, άρθρα και μεταφράσεις του έχουν φιλοξενηθεί τις τελευταίες δεκαετίες (από το 1994) σε σχεδόν όλα τα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά/εφημερίδες (π.χ. ενδεικτικά: Andro, Αποικία, Απόπλους, Η ΑΥΓΗ–Αναγνώσεις, Αναγνώστης, Αντίφωνο, Βακχικόν, Bibliotheque, Bookpress, The Books’ Journal, BookSitting, Consider, Culturebook, Γράφω, Δέκατα, Το Δέντρο, Διάστιχο, Δίοδος, Διορθώσεις, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Εμβόλιμον, Εντευκτήριο, Νέο Επίπεδο, Νέα Εστία, Νέα Ευθύνη, Θέματα Λογοτεχνίας, Θευθ, Θράκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Καρυοθραύστις, Το Κοράλλι, Literature-gr, Κουκούτσι, Κύμα, Μανδραγόρας, ΤΑ ΝΕΑ–Βιβλιοδρόμιο, Οδός Πανός, Το Παράθυρο, Παρεμβολή, Περί Ου, Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι, Νέο Πλανόδιον, e-Poema, Poeticanet, Poetix, Poets-gr, Ποιείν, Τα Ποιητικά, Ποιητική, Ποιητικός Πυρήνας, Πόρφυρας, Σίσυφος, Σοδειά, Στάχτες, Στέπα, Στίγμα Λόγου, Σύναξη, Τετράγωνο, Φάρμακο [φρμκ], Φράκταλ, (έντυπο και ηλεκτρονικό) Φρέαρ, Φωνή της Ελλάδας, Χάρτης, Χρόνος, Ψυχο-γραφήματα, Πρώτο Πρόγραμμα, Δεύτερο Πρόγραμμα, Τρίτο Πρόγραμμα, κ.ά.).

Το σώμα των δημοσιευμένων ποιημάτων του περιλαμβάνει αρκετές εκατοντάδες ποιήματα. Τον Νοέμβριο του 2022 έγινε από το έντυπο περιοδικό Καρυοθραύστις (τχ. 12-13) αφιέρωμα στην ποίησή του.   

Η ποιητική συλλογή του «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2011) ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για το αντίστοιχο βραβείο του περιοδικού Διαβάζω, και βραβεύτηκε στο Συμπόσιο Ποίησης το 2012 στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Έχει εκδώσει επίσης «Το ξυράφι του Όκαμ» (εκδ. Μικρή Άρκτος, 2014), τη συλλογή «Ο διαμελισμός του Αδάμ» (Ελβετία/Βασιλεία 2018, ιδιωτ. έκδοση), τη συλλογή «Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας» (εκδ. Μικρή Άρκτος, 2021), το ανθολόγιο «Σαν τη μουσική που αναζητάει στο άπειρο…, Ποίηση και Φλάουτο» (εκδ. Εκάτη, 2022). Υπό έκδοση είναι ένα βιβλίο του φιλοσοφικής θεωρίας ποίησης, μια σειρά δοκιμίων, κάποια από τα οποία φιλοξενήθηκαν (από τον Κ.Βούλγαρη) στις «Αναγνώσεις». 

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  Αλέξιος (Alexios)
Επίθετο:  Μάινας (Mainas)
Εργογραφία: 

Ποίηση 

  • «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011
  • «Το ξυράφι του Όκαμ», Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2014 
  • «Ο διαμελισμός του Αδάμ», Ελβετία/Βασιλεία (ιδ.έκδοση) 2018  
  • «Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας», Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2021   

 

Ως ανθολόγος/ανθολογίες   

  • «Σαν τη μουσική που αναζητάει στο άπειρο…, Ποίηση & Φλάουτο» (ανθολόγιο), Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2022   

Διεύθυνση: 

Αλεβιζάτου 69, Παπάγου 15669  

Τηλ. (0030) 694 2914 294 


Έτος γέννησης:  29.2.1976
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Κείμενο αποσπάσματος: 

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ 
                                                              (Οίκτος ή μετατάρσιο;)   
 
Ανάμεσα στο οικόπεδο με το ερείπιο της σκόνης 
του παλιού σεισμού   
και τους ευκαλύπτους της μετέωρης αλάνας 
με την προτομή του πολέμου 
 
πάνω απ’ το μικρό φράγμα του χείμαρρου
και τα έπη του ηλιοβασιλέματος 
στα φουγάρα της βιοτεχνίας
 
φαίνονται στο βάθος  
τα νέα τετράγωνα των προαστίων –    
η αθόρυβη 
συνεχής δημιουργία
του ανυπεράσπιστου.     
 
 
ΑΝ ΗΣΟΥΝ  
                                            (Πλωτό, εδώδιμο, παραδομένο σώμα.)    
 
Αν ήσουν πουλί θα ’σουν βέβαια αετός –
όχι τόσο για το βασιλικό σου γένος
και τα ξανθά σου μαλλιά
όσο για το ράμφος σου στο συκώτι μου.  
 
 
ΙΔΑΝΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΟΙΗΤΗ  
                                                                     (Προτιμούσε την πένα και το πινέλο.
                                                                     Τα κοντόκαννα όπλα.)
 
Ακόμα θυμάμαι τον Τζιάκομο Μπλέτερσταμ
έναν μανιακό φωβιστή που γνώρισα κάποτε στο Τορίνο,
είχε μια βέσπα με διπλή μηχανή
και μια απείθαρχη μαϊμού απ’ το Μαρόκο,
κάναμε εκδρομές σε ορεινές άγριες λίμνες,
ξέφραγα δάση, ασύδοτες πινελιές,
μια μέρα στο πουθενά
στάθηκα μπροστά σε μια μάντρα για να καπνίσω
και ζωγράφισε τον καπνό να βγαίνει πράσινος
απ’ το στόμα της μουγκής μαϊμούς του
όπως ο χειμώνας απ’ τη λαμαρίνα της βέσπας.
Τη ζωγράφισε κίτρινη με μια τουλίπα στο πέτο
για να μου τη χαρίσει,
είναι η σφαίρα που μια μέρα θα φας, είπε,
γιατί εσείς οι ποιητές είστε ωραίοι και αφιλονίκητοι –
γράφετε πιο καλά μες στο φέρετρο.
 
Μια άλλη φορά τον πέτυχα στα συνθήματα
κάτω απ’ τα τείχη της ένοχης φάμπρικας,
δεν είχε μαζί του τον πίνακα
αλλά πανό με άναρθρες πιτσιλιές από χρώμα,
είσαι φασίστας μου πέταξε εν μέσω διαδήλωσης
γιατί πιστεύεις στον κόσμο που βλέπεις
(έλεος υπάρχει μόνο στο ανέφικτο).
 
Κάποια τρίτη φορά ένα Πάσχα
με φώναξε σπίτι όπου η κατάκοιτη μάνα του
είχε αναστηθεί για να φτιάξει καμένο κατσίκι,
μιλήσαμε για τους εξπρεσιονιστές
ως απόηχο των φαινομενολόγων,
ήξερε κάμποσα και τ’ ανακάτευε στο κίτρινο χρώμα
όπως το ’βλεπε μπροστά του στο λάδι,
η ευδαιμονία… έλεγε, ο ηδονισμός…
και ζωγράφιζε στον αέρα σταυρούς και μαϊμούδες.
Δεν είχα φέρει ούτε κρασί ούτε άφιλτρα
και ντράπηκα να ρωτήσω.
 
Τέλη Μάρτη είδα την άτρωτη βέσπα του
σ’ ένα ακαλαίσθητο σοκάκι με χιόνι
(καβάλα ένα γερμανάκι απ’ το Μάιλαντ),
 
στο κιόσκι που ρώτησα κάποιος μου ’πε πως «έφυγε»
ήταν σίγουρος πως συνάντησε τον πατέρα του στο παρτέρι,
ρώτησα κι αλλού και το δέχεσαι τελικά
ως άχρωμο γεγονός, όχι ως κάτι με νόημα,
–τι άλλο να πω–
πέθανε και χαθήκαμε.    
 
 
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ
                                                           (Άρδευση και σπονδές της δυναστείας των Τανγκ.)
 
Έχει μαζευτεί μια στρατιά μυρμήγκια
στο μαρμάρινο στηθαίο του μπαλκονιού,
ξεχειλίζουν απ’ τις σχισμές στη βάση του τοίχου.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στη θάλασσα πριν από δεκαετίες.
Ήταν ένα απ’ τα πρώτα ταξίδια στους αμμόλοφους του Βορρά,
στο Βέστερλαντ με τον σκελετό του φαρόπλοιου
και το νησί Άμρουμ.
Έπεφτε νωρίς το φθινόπωρο, σύννεφα στραγγίζαν το φως
και μοιραία φυσούσε γιατί θα ξεκίναγε το σχολείο.
 
Υπήρχε μια μυρμηγκοφωλιά στα δοκάρια που στήριζαν
τη στέγη του παράσπιτου της αγροικίας που νοίκιαζε ο θείος.
Απ’ τα παράθυρα φαινόταν η μουλιασμένη έρημος
της ρυτιδωμένης απ’ την άμπωτη άμμου,
η γάτα που ’κανε τη δική της ανασκαφή,
το σμήνος των γερανών που καθόταν στο πασσαλόπηγμα
εποπτεύοντας τον περίπατο του νερού.
Ο θείος υποδεχόταν όρθιος το σούρουπο
μπροστά στο κενό τζάκι και το σπαθί
πίνοντας και παραπατώντας.
Η γυναίκα του παραμόνευε για να ισιώσει το χαλί.
Οι αγοραίες προπόσεις του θείου ξεπερνιούνταν με Μπραμς.
 
Θυμάμαι να κυνηγώ τα μυρμήγκια που κατέβαιναν τον τοίχο
και ξεκάμπιζαν στο χαλί,
σκαρφάλωνα με τα παπούτσια στον σοφά και τα συλλάμβανα
ανάμεσα σ’ ανεμόμυλους κι απομιμήσεις των Φλαμανδών, 
τα σήκωνα με δυο δάχτυλα πάνω απ’ το στόμα και τα ’τρωγα. 
Η δανέζα νταντά, που μονίμως καθάριζε φρούτα,
εμφανιζόταν στην καμαρόπορτα σαν αρχάγγελος
και σφύριζε με τα δόντια
για να μου αποσπάσει την προσοχή χωρίς να με μαλώσει.
 
Ίσως γνωρίζω πολύ περισσότερα πράγματα τώρα,
αλλά κοιτώντας μέσα μου τα παλιά μυρμήγκια
να ξανοίγονται στο τρικυμισμένο χαλί 
μοιάζουν όλα τα σημεία του χρόνου να εκτείνονται στην ίδια ευθεία
σαν συλλαβές μιας τελεσίδικης ρήσης,
και καθώς συλλέγεται διαρκώς υλικό και υπάρχουν ευθύνες
είναι δύσκολο να σταθείς λίγο απόμερα
και να καταλάβεις τι μένει.       
 
 
Ο ΜΠΑΫΡΟΝ ΕΞΗΓΕΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΕΣΤΟΥΣ, 
ΣΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ
ΠΟΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΘΗΣΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ  
                                                       (Ο δρόμος του ήταν μόνος του, το χώμα του ήταν μόνο.)  
 
Εδώ τα πάντα είναι λαγκάδια. Λίμνες. Και βουνά
με αδέξιες γίδες. Τα βόλια λιγοστά. Οι λάμες σκάρτες.
Κούμαρα και κυκλάμινα και λίγες ανεμώνες 
που αντιδικούν με φρύγανα. Ο ήλιος σκάβει ακάματος –       
όποιος αντέχει εδώ για πάντα, τον συγχαίρω.
Η παιδική ελπίδα των χωριών και βαλτοτόπων 
γύρω απ’ την άμμο των νεκρών στα πόδια σάπιων στύλων 
που ακινητούν πλησιάζοντας τα τείχη αυτών των άπυλων
αιώνιων βράχων, ηχεί σαν επιφώνημα σχεδόν,    
σαν πρόποση πολεμοκάπηλων,
σαν πείνα δημοκόπων.  
Τ’ όφελος, ξέρε το, παντού και το παιδί του ο στόμφος
κινούν τα νήματα –  
πάνω στα ερείπια των λαών ορθώνουν νέους θώκους.  
 
Ως τίτλος ύμνου αρέσει και στους στιχοπλόκους
κι αθεράπευτα αφελείς. 
Όποιος δεν έχει έμπνευση, ως γνωστόν, κατέχει τρόπους. 
Ή μεταφράζει έξαλλους και τυχοδιώκτες: Γάλλους.
Μα μόνο ως τέτοιο σύνθημα στα χείλη υποτελών             
ξυπνά τους θανατόφιλους. Για στίχους χθαμαλείς 
ρίχνουν και τη ζωή στην τάφρο, ανέτοιμοι, οι αντάρτες.             
Και ιδού, συνάζει ήρωες το χώμα με πασσάλους 
για σταυρούς, με προσκεφάλι τ’ ανεπίγραφα σπερδούκλια.  
Το ρήμα θέλει αειθαλή κι ανώνυμα τα θύματα. 
 
Για τον φιλόσοφο ηχεί σαν κοροϊδία – 
μι’ άστοργη μάνα των δεινών. Δάφνες και τάφος ντόπιος. 
Ο πόθος έμφυτος πολλοίς, δεν λέω. Μα μόνο ο θάνατος 
έμφυτος πάσι. Στην τόλμη και στην αρετή γυρεύει αντιπροσώπους.
Από τις τρώγλες των φτωχών και τα κουβούκλια 
των ναών στον ίσκιο της σελήνης ηχεί σαν βέβαιος ρόγχος  
η λέξη: αόριστη, ασαφής, ελληνική. Και πιο παλιά απ’ τον δυστυχή –
τρέφει μελάνι το χαρτί και μ’ αίμα τους αιώνες. 
Τη λένε οι ποιητές. Τη διαλαλούν οι νέοι. Τη διατρανώνει η υλακή 
στα φίμωτρα των σκύλων. 
Σ’ αυτούς και στα πτηνά ταιριάζει. Σε πέδικλα, σε χαλινά
από σύρμα. Στα χείλη Άγγλου είναι μωρία. Ναι, το ξέρω,
ό,τι δεν κυβερνιέται, τον τρομάζει. Μα γίνεται Έλληνας όποιος
τη λέει πεθαίνοντας: Ελευθερία.        
 
[ Σ.τ.Π.: Η ρήση «Ἔμφυτος πᾶσιν ἀνθρώποις ὁ τῆς ἐλευθερίας πόθος» ανήκει στον ρήτορα και ιστορικό Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα.]     
  
 
WERE YOU 
                                              (A floating, edible, surrendered body.)   
 
Were you a bird you would surely be an eagle –
not so much for your royal gender
and your blonde hair
but for your beak on my liver.       
 
 
SIX SYNONYMS OF GEORG HEYM  
 
Large pomegranates
like hearts
with cracks
 
like afternoons
at the end
of high school.     
 
 
IDEAL EXECUTION OF A POET
                                                                       (He preferred the pen and the brush.
                                                                       The sawed-off shotguns.)   
 
I still remember Giacomo Bletterstam
a frantic fauvist I once met in Turin, 
he had a twin-cylinder Vespa scooter
and a naughty monkey from Morocco,
we took trips to wild lakes up in the mountains, 
unfenced woods, frenzy brush strokes,
one day in the midst of nowhere I stood by a junkyard to smoke
and he painted the smoke coming out green 
from the mouth of his mute monkey
like winter comes off the scooter’s body.
He painted it yellow with a tulip on its lapel
as a gift to me,
it’s the bullet that will get you one day, he said,
because you poets are amasing and indisputable –
you write better from inside a coffin.
 
In another instance I came upon him at the demonstration slogans 
below the guilty factory’s walls,
he did not have the painting with him
but a banner with incoherent blobs of colour,
you are a fascist he shouted at me in the middle of the protest 
because you believe in the world you see
(mercy exists but in the impossible). 
 
At a third instance at Easter
he called me to his house where his bedbound mother 
had risen to serve us overcooked goat,
we talked about the expressionists 
as echoing the phenomenologists,
he knew quite a lot and would mix it with the yellow paint
as it stood there before him in the oil,  
eudaemonia... he exclaimed, hedonism...   
drawing crosses and monkeys in the air.
I had brought neither wine nor unfiltered cigarettes 
and was embarrassed to ask.
 
In late March I saw his invulnerable scooter
in a dingy, snowed alleyway 
(a German lad from Mailand was riding it),
 
at the kiosk where I asked, someone said he was “gone”, 
she was certain he met his father at the flower bed, 
I’ve also asked elsewhere and one comes to accept it
as a colourless fact, not something meaningful,
–what more can I say– 
he died and we’ve lost touch.     
 
 
CATS
                                                                                                                 (The alley protocol.) 
 
Sometimes in the afternoon, when the weather changes from the North
and I happen to find myself at the window because my feet took me passively there,
I look at some cat fighting loudly for something mysterious,
like twenty centimetres of extra earth to cross
or some other matter over which battles have always been fought.
This neighbourhood is suddenly full of stray animals and fights;
they say lots of people came here from the Niger and don’t speak our language,
hidden behind the jobless thug on camels and lorries; 
for some of them I feel personally responsible  
as if it were me who invited them over to eat out of torn plastic bags.
They say they came crossing the Ursa Major in rowboats
like sailors who climbed aboard the cargo ships with rust, 
lifted up like children, from the armpits,
riding the sirocco for six months.
Some get married in Korea,
some play cards on the train
some ask for a cigarette wherever;
I think about all this by the window
with the fraying insulation at its corners, where I put putty
because after ten years of idling in front of the balcony
I missed the old fairy tales they came up with. 
The cats have now stopped and look sceptically
upon the truce they’ve decided on,
ready to rush to the strait towards the fence;
the doormen, who are all the same, have betrayed them
by handing out the goods only to their own.
The truth is that we have always spoken this language
during the bulling characterizing our peoples:
the alley is old, even if we all look at each other as strangers.
No matter now, whoever’s in is in;
it’s getting dark with dignity
and soon enough they’ll come 
to pick it up.
 
The person with the gloves is already approaching. 


E-mail:  alexios.mainas@gmail.com
Website:  https://biblionet.gr/αλεξιος-μαινας-c183023