Τοπιογραφίες I
Είναι μια παγωμένη μέρα.
Μια άψυχη φτερούγα πρωινού φωτός
αιωρείται κοινότοπα
αντιστέκεται.
Μυρωδιά πάχνης και τα κόκκινα φύλλα της πλατανιάς αχνίζοντας.
Νεαρά αυλάκια υδαρούς πρώτης ύλης
τα χέρια μου
κατευθείαν δοσμένα σε μένα
διαβρωμένα από επιθυμίες
δοκιμασμένα από λασπώδεις τρυφηλές νοσταλγίες
εντεταλμένα προσανατολίζονται.
Μένοντας πιστός σ’ αυτό το φως
μαθαίνω πιο σωστά τον εαυτό μου
θυμάμαι πιο σωστά τον εαυτό μου
έξω από κάθε πρόβλεψη και το πραγματικό.
Ήσυχα που καπνίζει το φθινόπωρο.
Το δάσος της ερεθισμένης μου σκέψης ταράζεται πάλι.
Υπερίπταται.
Ο ήχος ένα κόκκινο που σβήνει μέσα στο στόμα μου.
Κλείσε τα μάτια
Κλείσε καλά τα μάτια στην-
Εγώ εσύ κι αυτό.
Μια χούφτα θλίψη σκορπίζεται πάνω απ’ τη θάλασσα.
Η θάλασσα έχει έναν θρίαμβο.
Εμείς δεν έχουμε κανέναν.
Ένα ζευγάρι μόνο τα χέρια μας
άσπρα μέσα στα πράσινα
διαβρωμένα από επιθυμίες
δοκιμασμένα από λασπώδεις τρυφηλές νοσταλγίες
δανεισμένα χέρια
ζουν
για μια στιγμή λίγο λαμπρότερα
ακυρωμένα
ο μικρός βίαιος στρατός μιας επιτακτικής ασημαντότητας
ένα ζευγάρι μόνο τα χέρια μας
-χωρίς φτερά-
χέρια που ξετυλίγουν και τυλίγουν υποσχέσεις
αναγκάζοντας τη φθορά σε παραίτηση
ενώ πλαγιάζουμε
σιωπηλοί
στα σκοτεινά
και κοιταζόμαστε
ενώ κρατιόμαστε
σιωπηλοί
στα σκοτεινά
και δε ζητάει η καρδιά
-γιατί είμαστε φτωχοί-
μόνο ανασαίνει ρυθμικά
σ’ αέναο σφυροκόπημα.
(Από τη συλλογή Τρεις νότες για μια μουσική)
*
Επεισόδιο V (Τα Ηθικά)
Οι ταλαντώσεις στα κύματα που μας μάγευαν
μάγευαν και τη γλώσσα μας και την ‘καναν λεπτή
πιο λεπτή
σχεδόν μια ανάμνηση.
Δεν βλέπαμε στο «Υ» τη σκοτεινή διχάλα που θα διαπερνούσαμε
στο «Σ» την έλευση μιας σήραγγας
ο ήχος του Θεού στη διαπασών του «Ω» και του «Ν» δεν μας ξυπνούσε.
Μπαίναμε στην Ιστορία με την άγνοια μιας φαντασμαγορίας.
Κάποτε έμοιαζε να ζυγώνουμε στο παρελθόν
άλλοτε όχι.
Έγκλειστοι
με τα μυαλά ανοιγμένα σαν παγίδες
δοκιμαστήκαμε απ’ ό,τι δοκιμάσαμε
φτιάξαμε στίχους που μπορούν να επιζήσουν στη μετάφραση
και ηττηθήκαμε.
Άμα δεν στρέψεις πίσω την εστία στο φως
πάντα θα πέφτεις σε σκιές μπροστά σου.
*
Η άκρη απ’ το σύμφωνο μπήγεται σαν ακίδα στο χαρτί βουίζοντας.
Η ψαλμωδία επιμένει σαν το αλέτρι γυρίζοντας πάλι και πάλι
το ίδιο ανασκαμμένο χώμα.
Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο εδώ.
Τυφλωμένοι άλλοτε απ’ τους ασπάλαθους
κι άλλοτε από τις φουρκέτες της Ιστορίας
δεν είδαμε τα εκκωφαντικά σινιάλα που επέμεναν
μ’ ένα νόστο σακάτη
-για πού;-
κουτοπόνηρο
και λιμασμένο βλέμμα
επινοήσαμε τον από μηχανής θεό που δεν θα μας έσωζε.
Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο εδώ.
Δεν κράτησες κουρδισμένη τη λύρα που διδάχτηκες.
(Από τη συλλογή Η επίμονη αφήγηση)
*
Διαθέσεις XV
Οι ομιλίες μάς κράτησαν ως αργά μέσα στη νύχτα.
Είμαστε στο σκοτάδι.
Γύρω μας πράγματα
όλα εκείνα τα μικρά γνώριμα πράγματα που μας έδεναν
εμψυχωμένα απ’ τη γαλήνη
προφέρουν τα ονόματά τους: καρέκλα, τραπέζι, σταμνί.
Τίποτα δε ζητάει πια η ψυχή.
Συλλογίζομαι τις μεγάλες αγάπες
την άνοιξη
σαν ένα στήθος που πάλλεται υπνωτισμένο
τη φυσιογνωμία σου πίσω απ’ το τζάμι
και το τζάμι
(ένα παράξενο φυτό χορεύει στη βροχή).
Τα έλατα αχνίζουν μέσα στον ύπνο τους.
Άνεμοι γυροφέρνουν τα άστρα.
Βρυώδεις αποικίες νυχτωμένων νάρκισσων
πυρακτώνουν μεριές-μεριές τη σιωπή.
Πώς είναι η νύχτα τόσο σκοτεινή
αφού το ονειρικό παραφυλάει
αφού εκεί έξω το φεγγάρι
και η μυστική ζωή της γης–
Τα μάτια των άγριων ζώων παίρνουν τη γεύση σου.
Τα χείλη σου είναι κρύα
και η αυγή θα έρθει κρύα και αυτή
χιόνι που πλημμυρίζει από πορφυρό σύννεφο.
(Από τη συλλογή Τρεις νότες για μια μουσική)
|