ΕΝΟΡΑΜΑ
Χτυπά μεσάνυχτα η πόρτα του στάβλου της
και μπαίνει αποφασισμένος
σε θέλω της είπε και της πρόσφερε
ανθοδέσμη από τριφύλλι
η αγελάδα ξαφνιάστηκε
μισό λεπτό καθίστε ψέλλισε
κι έσπευσε στο λουτρό κολακευμένη
για να βάλει λίγο κραγιόν
αμέσως έπειτα τον άκουσε να λέει
λόγια τρυφερά και παθιασμένα
για την ξεχωριστή περπατησιά της
το συνεσταλμένο βλέμμα της
για το χνότο της που ονειρευόταν μήνες
να τον ζεσταίνει τις νύχτες του χειμώνα
της εξομολογήθηκε πως ορεγόταν
ν’ αρμέγει με το στόμα τα μαστάρια της
πως λύσσαγε να γλείφει σαν λουκούμι
τα πλούσια πισινά και τα λαγόνια της
ή να ρουφάει από τα πόδια της το κότσι
προς τα χαράματα την είχε καταφέρει
έπεσαν και παλέψανε άγρια στον αχυρώνα
λιγωμένη εκείνη από τη γλύκα της γλώσσας
μέχρι που ένιωσε μέσα της το μόριο του
μαχαίρι ακονισμένο να τρυγάει τα σωθικά της
να την κόβει αλύπητα ως το κόκαλο
όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματιασμένη
στη βιτρίνα του κρεοπωλείου
και στο βάθος του αίματός της
άκουγε τον Χασάπη να την κολακεύει ακόμη
στους λιμασμένους του πελάτες
ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ
Είσαι ο καρπός που ανοίγει
και θαμπίζει άγριο
στο βάθος το κουκούτσι
ρετσίνι δακρύζει από μέσα
σταγόνα σταγόνα
στην αχόρταστη γλώσσα μου
τρίβομαι σκουλήκι
ανάμεσα σε φλούδα και πυρήνα
χώνομαι στη λάσπη τεντώνομαι
ώσπου να γίνω άσπιλο λευκό
στα σπλάχνα σου ν’ ανέβω
ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Αστραφτερό και ανοξείδωτο υψώνεσαι
ευθυτενές στο τοπίο της κουζίνας
ανεντοίχιστο και ανεξάρτητο
ψύχραιμο απέναντι στη θερμότητα
των ηλεκτρικών αδελφών σου
ό,τι περισσότερο σ’ εσένα θαυμάζω
είναι ο τρόπος που εκφράζεσαι
διακριτικότατος σε σχέση
με τη θορυβώδη και οχληρή
φλυαρία του απορροφητήρα
κλάμα βουβό μοιρολόι
μακρόσυρτο για τα φονικά
που συντηρείς στην κοιλιά σου
ίνοξ απέριττο του φονιά οπτασία
του σφαγμένου ζώου η τελευταία
ανώφελη ελπίδα
ίνοξ πανέξυπνο πολυδύναμο
(όχι όμως και παντοδύναμο)
συγκοινωνούντα δοχεία τα κρανία μας
κρύβεις κι εσύ στα βάθη του εγκεφάλου σου
κυψέλες γεμάτες ενοχές
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΩΡΟ
Την ίδια στιγμή γεννηθήκαμε
απ’ την ίδια μαμή που σ’ ακούμπησε
πάνω στο σώμα μου δώρο
ποτέ δεν σ’ αποχωριζόμουν
σε έλουζα σε τάιζα
σ’ έπαιζα και σε χάιδευα
κι ας γρατζουνούσες τη σάρκα μου
τα βινύλια τα βιβλία τα χαρτιά μου
σαν να σε κληρονόμησα
με υποχρέωση ισόβιου δεσμού
κι αν σ' αισθανόμουνα ενίοτε
ανεπιθύμητο κατοικίδιο
τόσο σε είχα συνηθίσει
τόσο ακαταμάχητο
ένιωθα το γουργουρητό σου
που ούτε καν ο αδαής διέκρινα
το νύχι σου που ωρίμαζε
ΣΤΟ ΣΧΟΙΝΙ
Νερά του ποταμού θολά
κι από πουλί ούτ’ ένας ήχος
όρνια μονάχα κρώζουνε
τροχίζοντας τα ράμφη τους
κι ο αέρας τού χτενίζει τα μαλλιά
και τον μαλώνει μουρμουρίζοντας
απ’ τη δική του όμως τη μεριά
τίποτα δεν σκιρτά
στου κανενός τη χώρα
ήδη τρεις μέρες ανεμίζει στο σχοινί
ΤΟ ΠΑΡΤΙ
Πάσχιζα να βρω τι θα ντυθώ
σ’ αυτό το μασκέ πάρτι των συμμαθητών
μετά από τόσα χρόνια
ώσπου ξεπηδήσαν από μέσα μου
οι πρωτινοί εαυτοί μου
ο Τρελαντώνης κι ο Μικρός Σερίφης
ο Δον Κιχώτης και ο Μπολιβάρ
ο Καζανόβα και ο Σέρλοκ
κι άλλοι ατίθασοι κι επαναστάτες
ασυμβίβαστοι κι ονειροπόλοι
και προπαντός της ομορφιάς εραστές
με πολιορκούσαν ασφυκτικά
εκλιπαρώντας να τούς ζωντανέψω
έστω την ύστατη στιγμή
να τούς υποδυθώ ξανά
μα ήδη είχα πάρει τη στροφή
κι ήταν αργά για υποκριτική
έτσι δειλός και άσημος
με ψίχουλα στα χέρια και σπασμένα δόντια
πήγα στο πάρτι χωρίς μεταμφίεση
μόνος εγώ μια θλιβερή παραφωνία
ΑΡΕΘΟΥΣΑ
Ο ήλιος έλαμνε στα κρύσταλλα
κάτασπρες οι πέτρες από τη γλώσσα της ροής
κι εμείς στις όχθες παίζοντας
τριγύρω γλαροπούλια κι ερωδιοί
και στις λάσπες βάτραχοι σαματατζήδες
σε κυνηγούσα κι έτρεχες
σαστισμένη ανάμεσα στα χόρτα
γλιστρούσες στη δροσιά και σ’ έσφιγγα
ώρες στην αγκαλιά μου κελαρύζοντας
μέχρι που κάποια στιγμή
θα γίνω πηγή μού φωνάζεις
μ’ έπιασαν τα γέλια ξεκαρδίστηκα
κι εσύ αμέσως άφαντη
από μακριά ακούγονταν νερά και αέρας
αλλά ολόγυρα σωπαίνοντας
μονάχα λυγαριές και πικροδάφνες
ώσπου κατάλαβα πως το ποτάμι είμ’ εγώ
βολίδα τότε σχίζοντας τη θάλασσα
έρχομαι αφρισμένος να σε βρω
|