ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ ΡΟΥΛΑ


ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ ΡΟΥΛΑ

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως δικαστικός υπάλληλος κατά τη διάρκεια των σπουδών της (1959 - 1965), ως Δικαστής, και ως δικηγόρος. Από το 1981 έως το 1989 εξελέγη δύο φορές βουλευτής της πρώτης περιφέρειας της Αθήνας και χρημάτισε Υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1981-1986) και Παιδείας (1988).
Αρχισυντάκτρια στην έκδοση του αγγλόφωνου περιοδικού HELLENIC QUARTERLY.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΡΟΥΛΑ
Επίθετο:  ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ
Εργογραφία: 

Ποίηση

Σήμερα, Διογένης 1973
Βήματα στην άλλη πολιτεία, Διογένης 1975
Μνημείο Αγνώστου, Διογένης 1977
Ποιήματα (1967-1977), Εστία 1983
Το δίλημμα του αγάλματος, Καστανιώτης 1987
Η πτήση που δεν έγινε, Δελφίνι 1994
Λίγο πριν, λίγο μετά, Καστανιώτη 1999
Τζακ, ο αντεροβγάλτης - Σώμα με σώμα η μνήμη, Μεταίχμιο 2003, ISBN: 960-3755-65-6

Πεζογραφία

Η άμβλωση στο Β΄Τριμελές, Καστανιώτης 1987
Αναδρομικός θάνατος, Πατάκης, Αθήνα 1993
Γραφές αθωότητας (οσάκης ο Σάκης), διήγημα, Ελληνικά Γράμματα 2000
Οι γάμοι της Ροζαλίας, νουβέλα, Ελληνικά Γράμματα 2000
Δαγκωμένο Μήλο, μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα 2001


Μελέτες

Για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, Διογένης 1975
Η θέση της ελληνίδας στην οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, Γκιουμέλ, Αθήνα 1979, Β΄έκδ. Καστανιώτης 1984
Ο Γιώργος Γεννηματάς που γνώρισα, Πατάκης 1995
Η Δικαιοσύνη (Ο μύθος της Αλήθειας- Η Αλήθεια του μύθου) 1996
Τόλμησε να νικήσεις, μαρτυρία, Λιβάνης 1997
Γιάννης Ρίτσος, βιογραφία, Πατάκης 1999
Ανδρέας Παπανδρέου, βιογραφία, Πατάκης 2000

Μεταφράσεις

Ανθολογία Ούγγρων Ποιητών, Φόρμα 1991


Έτος γέννησης:  1936-2013
Τόπος γέννησης:  Πειραιάς
Τίτλος αποσπάσματος:  Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΣ
Κείμενο αποσπάσματος: 

'Οσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να πλησιάσει. Το τείχος ήταν απροσπέλαστο. Η δυστυχία μεγάλη. 'Ηταν τα δάκρυα μιας γενναίας ύπαρξης που έτρεχαν ποτάμι, αλλά τα μάτια δεν καθάριζαν. 'Ολα θολά. 'Ετσι. Χωρίς να μπορεί να μάθει την αιτία, παράδερνε ανάμεσα στη φθορά και στην αφθαρσία προσπαθώντας ν? ανοίξει ένα δρόμο προς την ίδια του την ψυχή.
Γιατί εκεί ήταν όλα? κι ο Γιάννης κι ο 'Αλλος κι αυτό που ήλθε με βία και εξόρισε την αγάπη.
Γιατί αυτή η απώλεια δεν ήταν απλώς μεγάλη και άδικη? ήταν κυρίως ακατανόητη. Να βρεις το νήμα, θα πει να βρεις το λόγο. Ν' ακούσεις με τα ίδια σου τ' αφτιά, να δεις με τα ίδια σου τα μάτια.
Αμ δε! Ο εχθρός ήταν ύπουλος. Το πέπλο αόρατο, η δύναμή του μεγάλη. Ο καιρός με το μέρος του.

Ο Γιάννης δεν ήταν ούτε θεριό, ούτε άγιος. 'Ενας κανονικός Γιάννης, από κείνους που βλέπει κανείς στο δρόμο? που αν και σκυφτοί, αμίλητοί, με το βλέμμα αλλού, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, σου 'ρχεται να τους μιλήσεις. Να τους χαιρετήσεις, να βρεις μιαν αφορμή να τους πιάσεις κουβέντα.
Ο Γιάννης όμως δεν μιλούσε εύκολα. Δεν υπήρχε τρόπος να του πιάσεις κουβέντα. 'Οταν δεν έτρωγε ή δεν έπινε ή δεν κάπνιζε ή και δεν μιλούσε, όσο κι αν αυτό το τελευταίο σπανίως το έκανε, έπαιζε μ' έναν ελαφρότατο σπασμό στα χείλη, ένα παιχνίδι μεταξύ οργής και αδιαφορίας.
"Να το λοιπόν το πρόβλημα. 'Ολα τα? άλλα φροντίζουν από μόνα τους να εξηγηθούν ή και να διεκδικήσουν το δικαίωμα στο μυστήριο" λέει ο 'Αλλος.
"Το δικαίωμα στο μυστήριο" επανέλαβε μέσα απ' τα δόντια του ο Γιάννης.
"Μεταξύ οργής και αδιαφορίας. Αυτό θέλω να μάθω" επιμένει ο λαλίστατος 'Αλλος.
Κι ο Γιάννης σκύβει αργά αργά, ακόμα πιο πολύ από τη συνηθισμένη του σκυφτή στάση που κάνει τα μάτια του να πασχίζουν να δουν το συνομιλητή του έως το κάτω μισό του προσώπου του. Ψάχνει γύρω με ατέλειωτη επιμονή, βρίσκει μια πέτρα, ή κάτι που μοιάζει με πέτρα. Το παίζει στη δεξιά του χούφτα, σηκώνει σιγά σιγά το χέρι διαγωνίως, και με την ανάλογη κίνηση ολόκληρου του σώματός του, το πετάει με δύναμη. Πετυχαίνει. Η πέτρα φτάνει σε απόσταση έξω από το πεδίο της ορατότητάς του.
"Κι όποιον πάρει η μπάλα;" ρώτησε έντρομος ο 'Αλλος.
Ο Γιάννης σκάει το ανεπαίσθητο γελάκι του.
Ο 'Αλλος αρχίζει να σκέφτεται πονηρά. Κάθεται σε μια χαμηλή καρέκλα. Φέρνει τα χέρια μπροστά. Τα λυγίζει. Ακουμπάει τις παλάμες στα μάγουλα. Πέφτουν οι αγκώνες στα πόδια μπροστά. Προσπαθεί να σκεφτεί.
Ακόμη ένα ανεπαίσθητο γελάκι ο Γιάννης.
Μπορεί και να είχαν συνεννοηθεί.
Γιατί, τότε ακριβώς συνέβη αυτό που θα μας συνδέσει με τη μυστηριώδη οργή και την ακόμη πιο μυστηριώδη αδιαφορία του Γιάννη, αλλά και με την πετριά την οποία όχι χωρίς καμία πρόθεση και καμία αιτία ή και σημασία πέταξε αντί γι' απάντηση στις ερωτήσεις του 'Αλλου.
Παρ' όλ' αυτά, ούτε κι ο ίδιος κατάλαβε ακριβώς τι συνέβη? όχι μόνο απροσδόκητα, αλλά και ανεξήγητα, βρέθηκε να ξυπνάει από λήθαργο: να συνέρχεται από νάρκωση, σαν ν' ανεβαίνει από ένα μεγάλο βάθος - θάλασσα, πηγάδι, υπόγεια ζωή- και να ρωτάει πού είναι ο 'Αλλος. Η φωνή του έγινε χιλιάδες αντίλαλοι. Το στόμα του κλειστό.
"Ο 'Αλλος! Ζητάει τον 'Αλλον!" ακούστηκε μια μακρινή ομιλία, που την πήραν κι αυτήν οι αντίλαλοι.
"'Ενα συνειθισμένο ατύχημα" του είπαν. Και καθώς οι αντίλαλοι έσβηναν λίγο λίγο, κι άρχισε να βλέπει και να καταλαβαίνει πως βρισκόταν κάπου σαν νοσοκομείο και πως γύρω του πηγαινοέρχονταν φορεία με τραυματίες, νοσηλευτές, γιατρούς και άλλους, που ξεχώριζαν απ' τις στολές, άλλες άσπρες κι άλλες γαλάζιες, ζήτησε να μάθει τι είχε συμβεί και πού βρισκόταν ο 'Αλλος.
"Ο 'Αλλος; Ποιός 'Αλλος; 'Ολοι είναι 'Αλλοι. Καθένας κι ένας 'Αλλος. Δεν υπάρχει ένας δικός σου 'Αλλος. 'Ολοι οι 'Αλλοι είναι 'Αλλοι. 'Ενας φεύγει, ένας έρχεται. Μερικές φορές δεν έρχεται κανένας ή έρχονται περισσότεροι."
"Ο δικός μου 'Αλλος ήταν εκεί."
"'Ηταν! Αόριστος χρόνος. Κάποτε. Και ποιός δεν ήταν!"
"'Ετσι ξαφνικά;"
"'Οχι ξαφνικά. Αιώνες τώρα!"
" Εμένα ποιος με χτύπησε;"
"'Ολοι."
"Μα Δεν υπάρχει ένοχος;"
"Οι ένοχοι είναι πολλοί."
"Ο 'Αλλος;"
"Οι 'Αλλοι είναι πολλοί."
"'Ετσι ξαφνικά;"
"'Οχι ξαφνικά. Αιώνες τώρα!"
'Ωσπου ο Γιάννης έπαψε να προσπαθεί να καταλάβει με το μυαλό κι άρχισε να παρατηρεί με τις αισθήσεις? να επινοεί συστήματα προστασίας του εαυτού του.
"Και του 'Αλλου!" αναρωτήθηκε προς στιγμή, ξεχνώντας τη νέα κατάσταση.
"Ποιου 'Αλλου; Οι 'Αλλοι είναι πολλοί!"
Και κάποιος, που περιποιόταν τα τραύματά του, ξέσπασε:
"'Ετος 2000. Στρογγυλός αριθμός." Κι αμέσως μετά, απότομα, κατάπιε τη γλώσσα του. Αλλά και ο Γιάννης το ξεπέρασε αμέσως και συνέχισε με τους υπολογισμούς. Παίρνοντας τα πράγματα όπως είναι? έτσι αδύναμος, καθηλωμένος σ' ένα κρεβάτι, (κάτι έστω σαν κρεβάτι), τυλιγμένος στους επιδέσμους -ολόκληρο το σώμα και το κεφάλι - έξω μόνο το στόμα, τ' αφτιά, η μύτη, τα μάτια προσπαθούσε να συναρμολογήσει τις λέξεις που χρειαζόταν για να υπάρξει? αυτός ο ίδιος, μα και ο 'Αλλος, που ήταν η απόλυτη συνάρτηση της ύπαρξης, και που ωστόσο δεν τον έβλεπε, ούτε τον άκουγε? ούτε καν τον αισθανόταν, κι αυτό ακριβώς τον ανησυχούσε, καθώς το μπέρδευε μ' εκείνο το "ποιός άλλος, οι άλλοι είναι πολλοί." Αναζητούσε τον 'Αλλον, αν και υποψιαζόταν πως του είχε συμβεί το μοιραίο, πράγμα που του έφερνε μεγάλη λύπη, εντελώς δικαιολογημένη, αλλά και μια ανησυχία για τον ίδιο τον εαυτό του και τη δική του θέση στον κόσμο που δεν την έβρισκε επαρκώς δικαιολογημένη, σε σχέση τουλάχιστον με το μεγάλο ζήτημα του 'Αλλου!
"Πρέπει να κοιτάξω καλά γύρω μου. Να μην αρκεστώ σ' αυτά που λένε εκείνοι. Να εμπιστευθώ μόνο τις αισθήσεις μου. 'Ακουσα λοιπόν. Τώρα να ιδώ. να μυρίσω, ν? αγγίξω? να αισθανθώ έστω" είπε στον εαυτό του όταν έμεινε μόνος. Δεν υπήρχε καθρέφτης. 'Ο,τι έβλεπε γύρω του ήταν επανάληψη όσων άκουγε να λένε προηγουμένως εκείνοι. Αόριστοι μακρινοί θόρυβοι, λιγοστό φως σαν από χαραμάδες που σχημάτιζαν τη σκιά ενός συρματοπλέγματος στον απέναντι τοίχο, και στο ταβάνι τίποτα το ενδιαφέρον. Η εμπιστοσύνη στα ίδια του τα ένστικτα άρχισε να κλονίζεται.

'Ωσπου θυμήθηκε τα τρία πράγματα που είχαν γίνει πριν από το συμβάν που τον οδήγησε σ' αυτή τη νέα απρόβλεπτη κατάσταση του Εαυτού του και του 'Αλλου: είχε πετάξει μια πέτρα τόσο μακριά ώστε να μην ξέρει το αποτέλεσμα αυτής της πράξης του. "Κι όποιον πάρει η μπάλα" είπε. Ο 'Αλλος που ήταν εκεί κοντά όπως πάντα, κάθισε απέναντί του και κοιταχτήκανε. Συμφώνησαν σ' ένα σωρό πράγματα χωρίς ν' ανταλλάξουν μεταξύ τους την παραμικρή λέξη.

Μια νοσοκόμα τον πλησίασε μιλώντας γρήγορα και δίχως ειρμό. Τα λόγια της ήταν ακατανόητα. 'Αρχισε να τον φροντίζει με κινήσεις επιδέξιες - δείγμα μεγάλης εμπειρίας σ' αυτή τη δουλειά - χωρίς να τον κοιτάει και χωρίς να δείχνει πως ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για την κατάστασή του.
Μάταια προσπάθησε ο Γιάννης να προκαλέσει την προσοχή της και να καταλάβει τι λέει και σε ποιόν απευθύνεται. Το βλέμμα της επίμονα καρφωμένο στο μικρό κενό που τη χώριζε από τον απέναντι τοίχο του δωματίου, μαρτυρούσε πως όλη αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν διόλου τυχαία και άσχετη με τη δουλειά της. Αυτό φάνηκε καθαρά στη συνέχεια, όταν μόλις πριν βγει από το δωμάτιο, σταμάτησε απότομα να μιλάει. Η σιωπή της - στο ελάχιστο εκείνο χρονικό διάστημα - υπήρξε το ίδιο απόλυτη και παράλογη, όπως ακριβώς και η ομιλία της προηγουμένως.
Μια παρόμοια συμπεριφορά, με ελαφρότατες διαφορές, παρατήρησε ο Γιάννης και σε όλα τα άλλα πρόσωπα που περνούσαν για κάποιο λόγο από εκείνο το δωμάτιο. Το βασικό ήταν πως κανένας δεν τον κοιτούσε και κανένας δεν του μιλούσε. Το ίδιο συνέβαινε και μεταξύ τους όταν τύχαινε να συνυπάρξουν στο πεδίο της ορατότητάς του, δύο ή περισσότερα άτομα μαζί για κάποια στιγμή, αν και αυτό δεν γινόταν συχνά. Το πιο παράξενο ήταν πως ό,τι έκαναν, όχι μόνο γινόταν με ακρίβεια και γρηγοράδα, αλλά και με τρόπο αυτάρκη, θα μπορούσε να πει κανείς, με την έννοια πως δεν γινόταν, ούτε φαινόταν πως υπάρχει λόγος ή και μπορεί να γίνει κάτι ακόμα. Δεν ήταν ανάγκη να μιλήσει, ούτε να κοιτάξει κανείς για να συνεννοηθεί. Στην ουσία, δεν χρειαζόταν να συνεννοηθεί οποιοσδήποτε με κάποιον που γινόταν ήταν απόλυτο και με μεγάλη ακρίβεια.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος ώσπου να πάει το μυαλό του Γιάννη στην πιο κοινή αλλά και την πιο λογική σκέψη: " είχε κοιμηθεί, και είχε ξυπνήσει βιαίως σ' άλλον αιώνα." Αλλά και πάλι, δεν μπορούσε να δεχτεί εύκολα αυτή την απλή εκδοχή. Δεν μπορούσε να τη συνδέσει με την πέτρα που είχε πετάξει και με τον 'Αλλον που έπαψε να υπάρχει? πολύ περισσότερο, δεν μπορούσε να τη συνδέσει μ' εκείνη την φευγαλέα "συμφωνία κυρίων" θα την έλεγε, μεταξύ αυτού και του 'Αλλου? εκείνη την καίρια διασταύρωση σκέψης και βλέμματος, η οποία τώρα αδυνατούσε να κάνει πράξη το λόγο που είχε δοθεί με τη σφραγίδα της σιωπής, για την επιβεβαιωμένη ταυτότητα μέσω της υπαρκτής ετερότητας η οποία και μόνο μπορούσε να την περιέχει αλώβητη. Προς τούτο συνέχισε να θυμάται: πώς καθόταν Εκείνος και πως καθόταν ο 'Αλλος. Πώς μιλούσαν, πώς γελούσαν, πώς άκουγαν, πώς κινούσαν το σώμα τους, καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί. Κι όχι σκουλήκια να τα τεμαχίζεις σαν το σαλάμι και να συνεχίζουν να ζουν λες και δεν έγινε φόνος. Γιατί ο φόνος θέλει πάντα έναν νεκρό. Και το σκουλήκι ποτέ δεν πεθαίνει. Κι ούτε οργή λοιπόν, ούτε αδιαφορία.
Αδιαφορία!
Ο Γιάννης το θυμήθηκε κι αυτό.