1-1-2008
Ψιλοβροχή κι η μέρα να βουλιάζει
Το πλοίο για το Πέραμα να έχει σαλπάρει
Τυλιγμένο χρωματιστά λαμπάκια
Εσύ να τρέμεις στο σκοτάδι
Και να προσεύχεσαι
Το κόκκινο αδιάβροχο που φοράς
Αίμα να μη γίνει
Στης νέας χρονιάς το πέρασμα
Δανεική Ομπρέλα
Τώρα τους χειμώνες
Βρέχει ελάχιστα
Κι έτσι την ομπρέλα σου
Τη φύλαξα στην ντουλάπα
Και δεν την ανοίγω ποτέ πια
Φοβάμαι πως αν ξεγελαστώ
Και την ανοίξω
Παλιές βροχές που τη μουσκέψανε
Θα με παρασύρουν
Στο ρυάκι
Της απουσίας σου
Η πλατεία των πεθαμένων
Αργά το απόγευμα
Οι πεθαμένοι μαζεύονται
Στην πλατεία για να τηλεφωνήσουν
Στους δικούς τους
Κρατάνε σφικτά την κάρτα
Και στέκονται στη σειρά
Έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο
Οι περαστικοί που τους βλέπουν
Μονολογούν «Από ήρθατε πάλι εσείς
γέμισε μετανάστες η πόλη
Και αυτοί μ’ ένα μουρμουρητό τους απαντούν
«Δεν είμαστε εμείς μετανάστες
μεταστάντες είμαστε»
Μεταστάντες
Νάυλον
Όπου και να κοιτάξω βλέπω το ανάλαφρο
περπάτημα σου
Σα να φύγαν οι ημερομηνίες από τα ημερολόγια
Κι ο χρόνος να κόλλησε
Στις λεπτομέρειες ενός υγρού απογέματος
Όπου και να κοιτάξω βλέπω το ανάλαφρο
περπάτημα σου
Και μνημονεύω την τύχη
Που σου χάρισα
Το νάϋλον αδιάβροχο
Να μαζεύεις τη βροχή
Για να ξεδιψάς από το λίγωμα του χρόνου
Σαν χθες
Ήταν
Ο καθρέπτης
Η πόρτα του δωματίου ανοικτή
Μπαίνω μέσα
Αφουγκράζομαι
Σιωπή και μόνο σιωπή
Χαϊδεύω τα σεντόνια
Και έχω την αίσθηση
Πως το σώμα σου έχει γίνει ένα μ’ αυτά
Ύστερα ξαπλώνω στο πάτωμα
Και προσπαθώ να βρω τις πατημασιές σου
Που άφησαν το αποτύπωμά τους
Δεν βρίσκω τίποτα
Σα να μη πατούσες
Σα να ’σουν αερικό
Σκόνη
Φύσημα του αέρα
Σύννεφο περασμένων χρόνων
Κι όταν σηκώνομαι να φύγω
Στον καθρέφτη του λουτρού
Κολλημένο ένα μικρό καθρεφτάκι
Και μέσα του το πρόσωπο σου
Το σώμα σου
Η λεπτομέρεια από ένα σβησμένο γέλιο σου
Το ξεκολλώ και το φιλώ
Μέχρι να θαμπώσει
Και να με πάρει μαζί του
Σταγόνες
Αφήνω ανοικτές τις βρύσες
Το νερό που τρέχει
Βροχή να μου θυμίζει
Κι εσένα κάπου στο σπίτι
Να μετράς τις σταγόνες
Και να υπολογίζεις το χρόνο
Που απόμεινε
Μέχρι το καλοκαίρι
|