Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΑΥ ΣΕ ΕΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΟΠΙΟ
Μαζεύει ένα βότσαλο απ` την ακροθαλασσιά
Παρατηρεί πως το βότσαλο έχει την αξιοσημείωτη ιδιότητα,
Να μην διαθέτει εσωτερικό και εξωτερικό.
Τα δύο ταυτίζονται.
Επειδή δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο,
αποφασίζει πως το βότσαλο είναι εχθρός του κόσμου
και το πετάει μακριά.
Το βότσαλο πέφτοντας δημιουργεί αυτό που λέμε
«τρύπα στο νερό»
Ο Κύριος Ταυ αισθάνεται τρομερή έλξη
και ανεξήγητη ζήλια για το βότσαλο.
Παίρνει λοιπόν ένα άλλο και το βάζει στο στόμα του.
Στην αρχή είναι αλμυρό.
Είναι ένα θαλασσινό πράγμα.
Λίγο μετά δεν είναι τίποτα.
Ένας σκληρός όγκος σιωπής μέσα στο στόμα του,
που ρουφάει τη φωνή του.
Με έκπληξή του όμως διαπιστώνει
Πως και χωρίς φωνή μπορεί να μιλάει.
Προφανώς οι επικλήσεις του εισακούγονται.
Ένα σμάρι θαλασσοπούλια προσγειώνεται στα πόδια του.
Όταν φεύγουν αφήνουν πίσω τους ένα δυσανάγνωστο κείμενο.
Ο Κύριος Ταυ σκύβει κι αρχίζει ευθύς να το μελετάει.
ΓΡΑΦΕΙΟ Ι : σταθμός αναμονής
Φορέας του βάρους των αγκώνων
Της φρίκης των λευκών χαρτιών.
Το σαράκι, ο μετρονόμος της σιωπής,
Σκάβει λαβύρινθους τυφλούς, αθέατους μέσα στην ύλη.
Ο κύριος Ταυ ανάβει το τσιγάρο του
Σηκώνει το κεφάλι του ψηλά και αφουγκράζεται:
Τι είπε το σαράκι:
«Η σιωπή δεν είναι αρρώστια που ζητάει θεραπεία
Μόνο είναι πλέξη από νερό στου πέλαγου το βάθος.
Ταξίδι που αναβάλλεται και η αναμονή του
Η σιωπή δεν είναι σεντόνι που σκεπάζει τον κόσμο
Μόνο είναι πείνα δίκλωνη που σας θερίζει.
Ποιος θα χωρίσει τα κλωνιά το γήτεμα να σπάσει;
Ποιος θ` ασημώσει το γυαλί για να γενεί καθρέφτης;»
Η αλεπού
Μέσα στη δέσμη του φωτός εμφανίστηκε
Διέσχισε το δρόμο
Μια μικρή καφέ αλεπού.
Και ξανά το επόμενο βράδυ
Πίσω από έναν θάμνο φευγαλέα
Και μια άλλη φορά η ουρά της μόνο
Σκούπισε το σκοτάδι
Και από τότε πάλι
Τις πατούσες της να βηματίζουν στο βλέμμα σου
Το ζεστό γούνινο σώμα της
Ανάμεσά μας να σκιρτά
Πάντα σε πέρασμα ποτέ σε στάση
«Μα ποιά είσαι;» τη ρωτήσαμε
«Είμαι» είπε, «αυτό που περισσεύει»
(Ταίναρο)
Εδώ οι μέρες δεν διαλύονται στον αέρα
Πέφτουν μέσα στο νερό
Σχηματίζοντας μια καταδική τους στιβάδα
Μια επιφάνεια διαχωρισμού.
Ένα γεράκι πετάει πάνω από το σώμα του καλοκαιριού
Βουτάει ξανά και ξανά
Τρέφεται και μεθάει από την πτώση.
Δεν έχει τίποτα εδώ
Μόνο τρελλό αέρα και πέτρες
Και θάλασσα
Μια αναίτια υπόσχεση
Ακονίζει τη λαγνεία μας με τη λάμα του φεγγαριού.
Όταν έφτασα εδώ για πρώτη φορά, στο τοπίο του τέλους,
Ο αέρας έμπαινε στο στόμα μου με τέτοια μανία
Σα να ήμουν ο μοναδικός αποδέκτης του
Μέχρι όλες οι λέξεις μου να εξαφανιστούν.
Κάθε δέντρο υποδέχεται διαφορετικά τον άνεμο
Άλλα υποφέρουν, άλλα πάλι αντιστέκονται
(Έχω συναντήσει μια φοινικιά που γεννούσε τον άνεμο και τον διένειμε
προς κάθε κατεύθυνση)
Άλλα τρέμουν ολόκληρα κι αλλάζουν χρώματα.
Εγώ βέβαια δεν είμαι δέντρο
Κάθισα κάτω και τον φόρεσα παλτό
Έσκυψα το κεφάλι μου και κοίταξα το χώμα
Μέσα από τις ρωγμές του, οι ρίζες του θυμαριού
με τα ιερογλυφικά τους πάσχιζαν να βγουν στο φως.
Τότε οι λέξεις ξαναγύρισαν.
(Το τραγούδι της Ευρυδίκης)
Κράτα την υπόσχεσή σου Ορφέα
Κοίταξέ με
Καλλιέργησε με το βλέμμα σου
Τον λειμώνα της περιπλάνησής μου
Σκάψε μου το ταξίδι με το
Στιλέτο των ματιών σου
Ρίξε το δίχτυ σου και
Ανάσυρέ το άδειο
Μάζεψε τις σταγόνες:
Σε καθεμιά
Θα καθρεφτίζεται το πρόσωπό μου.
Εγώ είμαι το σύνορο που συνεχώς υποχωρεί
Ο φύλακας της απόστασης
Και το τραγούδι σου Ορφέα,
Είναι η απόσταση.
Μην αφήνεις τίποτε άθικτο
Καθετί που αγγίζεις
Να μην γίνεται ποτέ δικό σου
Κάθε άγγιγμα τόσο πιο ξένο
Όσο πιο ξένο τόσο πιο αρπακτικό
Κι έτοιμο το άγγιγμα να αντιγυρίσει
Όπως εκείνο ξέρει
Να βάλει μπροστά τη μηχανή της διάλυσης.
Και μ’ένα κράτημα της αναπνοής,
Όλο το θαμποκόκκινο σε παίρνει.
Κράτα το άπνευστο κενό και ύφανέ το.
(από Το βιβλίο του χώματος, Μελάνι 2011)
ΠΟΡΟΣ Ι
Παγιδευμένοι στο πριν και το μετά
ρίχνουμε κλεφτές ματιές στον καθρέφτη
το πρόσωπό μας εκεί σκληρό ήδη σημαδεμένο
Μπροστά ο δρόμος,
το άσπιλο πρόσωπο της νιότης.
Εδώ, μαζί, στο ίδιο σώμα.
Δεν έφυγε
δεν είναι δρόμος που παίρνεις,
ούτε κουβάρι που ξετυλίγεται μέχρι το τέλος
αλίμονο, όχι
Είναι κοχύλι που χτίζεται εσωτερικά
χωρίς να βλέπεις την έξοδο
χωρίς να βρίσκεις την κατεύθυνση
Μια άγνωστη πρόθεση
άσβεστη
Και το ταξίδι είναι ξήλωμα όχι προορισμός.
Ας ξηλώσουμε λοιπόν τις ραφές.
Η γιαγιά μου ξήλωνε
ένα ολόκληρο κουστούμι αντρικό
μέσα σε μια νύχτα
και το ξανάραβε από την αρχή
το μέσα έξω
Έτσι διπλασίαζε τη ζωή του
το μέσα έξω
Η διαδρομή είναι διπλής κατεύθυνσης
κάθε στιγμή
κάθε στιγμή πολλαπλή
και μπρος και πίσω
κι ακόμα, πολλές φορές η ίδια διαδρομή.
Δεν ήταν τέχνασμα. Μα δεξιοτεχνία.
Άλλωστε χωρίς τη γνώση ενός τεχνίτη όλα χάνονται διπλά.
Και σαν παρόν και σαν ανάμνηση.
Ας αναβλύζει ο καιρός
Η δοκιμασία είναι το πέρασμα
Να βρίσκεις τρόπο να περνάς ακόμα κι από μια κουμπότρυπα
Όχι να προχωράς αλλά να συμβαίνεις.
(από το Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, Μελάνι, 2015)
|