Εργογραφία: |
(2014) Ζωή μεθόρια, εκδ. Πατάκη-μυθιστόρημα
(2012) Το μυστικό της Έλλης, εκδ. Πατάκη-μυθιστόρημα
(2010) Ο παλαιστής και ο δερβίσης, εκδ. Πατάκη- μυθιστόρημα
(2009) Δεύτερη γέννα, εκδ. Πατάκη- νουβέλα
(2007) Χάρτες, εκδ. Πατάκη- διηγήματα
(2005) Αλούζα: χίλιοι και ένας εραστές, εκδ. Πατάκη-μυθιστόρημα
(2003) Έξω απ' το σώμα, εκδ. Πατάκη-μυθιστόρημα
(2002) Κρυμμένοι άνθρωποι, εκδ. Πατάκη-μυθιστόρημα
(2001) Το Παρτάλι, εκδ. Πατάκη-μυθιστόρημα, (2010 σε e-book)
(1998) Τα νερά της Χερσονήσου, εκδ. Κέδρος-μυθιστόρημα
(1996) Ο χορευτής στον ελαιώνα, εκδ. Κέδρος-μυθιστόρημα
(1995) Ο αρχαίος φαλλός, εκδ. Κέδρος-διηγήματα
(1993) Ο ναύτης, εκδ. Κέδρος - μυθιστόρημα/ (2013, εκδ. Πατάκη, επανέκδοση)
Θέατρο
Το “Παρτάλι” θεατρικός μονόλογος στο Φεστιβάλ Αθηνών 2011
“Δεύτερη γέννα” στο Φεστιβάλ Φιλίππων 2010
“Βλαβερές αναγνώσεις” Φεστιβάλ Φιλίππων 2009
“Ο Ξένος που έφυγε” Φεστιβάλ Νάξου 2012
“O ξεχασμένος άγγελος των Φιλίππων”, Φεστιβάλ Φιλίππων Καβάλας 2015
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
Το Παρτάλι είναι το όνομα ενός αινιγματικού άντρα που έζησε ντυμένος με γυναικεία φορέματα. Όταν αρχίζει η ιστορία το Παρτάλι είναι ήδη σαρανταπέντε χρονών και ζει στην Θεσσαλονίκη.
Δύο φοιτητές, ο Μανουήλ και ο Μάικ εμπλέκονται ενεργά στην ζωή του εκκεντρικού αυτού άνδρα. Ενώ προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ιστορία του και να την αναπαραστήσουν θεατρικά καταλήγουν κυριολεκτικά στην παγίδα που εκείνος τους έχει στήσει. Ακολουθεί ένα παιγνίδι μεταμφιέσεων και ταυτίσεων, ανατροπής των ρόλων.
Η ιστορία κινείται ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και στο περιθωριακό Βαρδάρη. Μέσα από διαδοχικές αφηγήσεις, στήνεται ένα τοπίο ιστορίας και ηθών από την κατοχή μέχρι την πτώση της χούντας, ενώ δίνονται αιχμές για όσα θα προκύψουν από μια "ανήσυχη" νεολαία της μεταπολίτευσης.
Σαρκαστικό, κωμικοτραγικό, τολμηρό έως αθυρόστομο το μυθιστόρημα υιοθετεί όλες τις αφηγηματικές μορφές και είναι ανοιχτό για πολλαπλές ερμηνείες.
Κεφάλαιο Τέταρτο
"Η παράσταση αρχίζει"
"Στάσου", του είπε ο Μάικ βλέποντάς τον ντυμένο.
"Φόρεσε και τα παπούτσια. Μην ξαναχτενίσεις προς τα πίσω τα μαλλιά σου. Θέλω να είσαι αχτένιστος και αιθέριος. Είσαι όμορφος έτσι. Τώρα πια ξέρω τι θα γράψω. Όλοι φεύγουν από τη μέση και μένεις μόνον εσύ, γιατί μόνον εσύ είσαι αληθινός. Χωρίς Αλόη, έτσι γλυτώνουμε και από την Πένι που το μόνο που ξέρει να υποδύεται είναι την πουτάνα. Βγες και πες τα! Δικά σου είναι όλα".
Είχε σιωπήσει εδώ και μερικά λεπτά κάτω από το βάρος των ρούχων. Σαν να ράφτηκαν στο σώμα του. Αυτό που τον αναστάτωνε όμως ήταν η μυρωδιά τους, μια παλιά μυρωδιά, του φορεμένου, του φθαρμένου, του περασμένου σώματος. Η σάρκα του αντιδρούσε διαφορετικά κάτω από αυτή την επένδυση. Μια απρόβλεπτη ανταπόκριση σαν να προσπαθούσε να προσαρμοσθεί στην καινούργια του περιβολή ακολουθώντας τις οσμές του χρόνου.
"Ποιος είσαι; Ποιος είμαι; Δεν σε θυμάμαι".
"Τι μουρμουρίζεις;" είπε ο Μάικ. "Περίμενε να σου δώσω το κείμενο. Μια στιγμή".
Του έδωσε ένα τετράδιο πυκνογραμμένο. Έσκυψε και διάβασε στην αρχή λόγια αδιάφορα, συλλαβίζοντάς τα σαν να ήταν μια ξένη γλώσσα.
Δεν είμαι ηθοποιός. Δεν μπορώ να τα διαβάζω και να τα λέω. Να τα πάρεις και να τα μάθεις τότε.
Ζαλίζεται. Νυστάζει.
Ας το για μιαν άλλη φορά. Θέλω να ξαπλώσω λίγο. Εδώ στον καναπέ. ’φησέ με ήσυχο. Να πλαγιάσω. Τι μου συμβαίνει θεέ μου; Ποιος θα με βοηθήσει; Η Ζωή αν ήταν εδώ ίσως. Είναι μια σιγουριά η Ζωή, η μόνη που αναγνωρίζω. Κάπου με τραβάνε, πού πάω αλήθεια;
ΠΑΩ, ΑΛΗΘΕΙΑ; Το ξέρω αυτό το μέρος, αυτό το υγρό χωριό, ριγμένο ανάμεσα στα βουνά, το ξέρω αυτό το χαμηλό σπιτάκι, με τις γκρίζες πλάκες στην αυλή, έχω βρεθεί σ' αυτόν το μπαχτσέ, αυτήν την σκάλα την πέτρινη την έχω ξανανέβει, ένα, δύο, τρία, τέσσερα σκαλιά. Στο κεφαλόσκαλο ασβεστωμένο, άφησα την πατημασιά μου και έσπρωξε την ξύλινη πόρτα, με σκαλισμένους ανάγλυφους κώνους, με ένα πανέμορφη λουλακί χρώμα, το Πάσχα την είχαν βάψει για να ταιριάζει με τις Πασχαλιές στην αυλή.
Πόσο μου αρέσει η αυλή, δεν έπρεπε να φύγω, άφησα να ραγίσουν οι πλάκες της, σαπίζουν, έγιναν ένα με το χώμα. Μα τι ησυχία στο σπίτι μας! Το ανοιχτό σαλόνι με τον ξύλινο νεροχύτη, τον γανωμένο νιπτήρα, ένας τενεκές με καρφωμένο ξύλο στη μέση για να κουβαλήσουμε νερό. Όρθια η σκάφη, μαζί με τα μπακίρια και τα άλλα τσουμλέκια. Τα δοκάρια της σκεπής χάσκουν πάνω από το κεφάλι, μια οροφή γεμάτη κρυφές γωνιές, θα μπορέσει άραγε να σκαρφαλώσει;
Πού πάω κατάμονος, μισοκρυμμένος;
Μια πόρτα ανοίγει συνωμοτικά, στο μισοσκότεινο δωμάτιο δυο κουρτσούδια χαχανίζουν και γελάνε. Η μία κρατάει στο χέρι της ψαλίδι και η άλλη λεπτά χαρτιά που τα σχέδιά τους σχηματίζουν φορέματα. Απλώνουν στο πάτωμα το χαρτί και σχηματίζεται το σώμα. "Εσύ τι θέλ'ς δω μέσα, Παρτάλ'; Δεν σου είπαμι μακριά από τα κουρίτσια; Μιγάλωσες πια, να βγαίν'ς έξου κι να παίζ'ς μι τα αγόρια. Έλα μη κατιβάζις τη μούρ', δεν φταις εσύ που έγινες έτσ'... Έλα να σε ντύσουμε".
Η Αλόη. Η Αλόη είναι ευτυχισμένη, δεν καταλαβαίνει από κινδύνους και κατοχή. Όταν βγαίνει στο δρόμο οι άνδρες την λιμπίζονται κι οι εχθροί γίνονται φίλοι. Τα βυζάκια της δυο τσιτωμένα τσουρεκάκια που οι άντρες θέλουν να τσιμπήσουν.
"Δεν χρειάζετι να κρύβισι στα ταβάνια και στα υπόγια", λέει η άλλη κοπέλα. "Σι χρειάζουντι οι άνδρις".
Οι άντρες πάνε στα βουνά. Έλα μαζί μας. Θα σε πάμε εμείς μέχρι το Χορό, είπανε.
Πρώτα με πήγανε στο σπίτι της Θανάσαινας με δυο γιους κυνηγημένους. Εκείνοι ακολούθησαν τον αρχηγό, τον Νίκο τον Κάπα, στο Σύμβολο όρος. Τον καπετάνιο. Εκείνος έδινε μπερέδες που τους φόραγαν λοξά οι άνδρες. Η Θανάσαινα με κοίταξε αγριεμένα, χοντρογυναίκα με μουστάκι. "Μωρέ μισοφόρ', μην κάν'ς καμιά βλακεία και προυδώσεις τα παιδιά. Ξέρ'ς τουν δρόμο ισύ. Πίσ' από του ρέμα, ηυθεία πάν'. Δυο ώρις ανάσα κοφτή".
Μου έδωσε κάτι λεφτά τυλιγμένα σε πανιά και κάτι χαρτάκια που τα'βγαλε από τον κόρφο της. Μου είπε να τα μασήσω αν με δει μάτι εχθρού και μου έδωσε μια τσιμπιά στον πισινό. Πού πάω αμέριμνος, ντυμένος;
Βγήκα κορίτσι νυχτιάτικα, θρόιζε το φόρεμα και χτυπούσε η καρδιά μου. Η καρδιά κοριτσιού έχει άλλο παλμό. Μια μαντίλα σκέπαζε τα ακούρευτα μαλλιά μου. Δεν είχα σκουλαρίκια στα αυτιά μου όμως ήταν έτοιμα, τρυπημένα. Η μάνα μου δεν το ήξερε ή μήπως της το' χαν ήδη πει; Ζήλευα την ανδρειοσύνη των ανδρών στα βουνά. Κανείς δεν με εμπόδισε να περπατήσω μέχρι το ρέμα. Μαύρο σκοτάδι άρχισε να πέφτει στο βουνό κι όσο ανέβαινα έλεγα αποκλείεται, εδώ πάνω δεν μπορεί άνθρωπος πια να ζήσει. Τα ίδια μονοπάτια κατέβαιναν από την πίσω μεριά στις παραλίες, στο δρόμο της Θεσσαλονίκης.
Πόλη δεν είχα δει, δεν είχα βγει, μια φορά στη Καβάλα με τα ζώα ανεβήκαμε, πήγαμε δεμάτια καπνά να πουλήσουμε, με πήραν και μένα μαζί. Κοίταζαν περίεργα στην πλατεία. Μείναμε στο χάνι και ύπνο δεν είχα. Δεν ήταν που ήμουν σαν κορίτσι, έλεγαν κάτι μπαρμπάδες τι όμορφο το κοριτσάκι σας, κι εγώ φοβόμουν. Η μάνα μου χαιρόταν, "είναι έμορφο", έλεγε. Τότε ο καπνέμπορος είπε για μένα ότι άμα τελειώσουν οι πόλεμοι κι οι κατοχές το παιδί θα έχει πρόβλημα. Είναι παιδί χωρίς να είναι. Καταλαβαίνεις, της έλεγε.
Ο γιος της Θανάσαινας με ήξερε. Του έδωσα τα κουβαλημένα. Δεν είδα πολλούς. ’λλοι λείπανε στα πίσω χωριά, άλλοι φεύγανε για συνεννόηση. Σε μια κόχη, κάτω από τον βράχο μου είπαν να πέσω να κοιμηθώ. Ένας έπαιζε ακορντεόν που δεν το αποχωριζόταν στιγμή μαζί με το όπλο του. Αυτός έλεγε τραγούδια σιγανά και κάτι είπε για κορίτσια και για την Αλόη. Πεθύμησε έλεγε να κατέβει στον Χορό και να αρπάξει καμιά στην αγκαλιά του. "Χορό" λέγαμε ένα δροσερό τόπο, γεμάτο λουλούδια και κλαίουσες που πήγαιναν οι ελεύθεροι και χόρευαν με τα κορίτσια.
Ξημέρωμα οι άντρες κάπνιζαν και γελούσαν, έλεγαν μήπως μας έστειλαν αρραβωνιαστικιά; Ένας έσκυψε να με δει που λαγοκοιμόμουν. "Μακριά από το παιδί", φώναξε ο ακορντεονίστας, "μην τολμήστε και τον πλησιάστε!"
Είπανε και άλλα. Ένα δεν μου άρεσε καθόλου. Ήμουν δεκαπέντε. Είχανε ακουστά για έναν άνδρα σε άλλα βουνά που ακολουθούσε τους φαντάρους με διαταγή, επειδή, λέει, είχανε ανάγκη γυναίκα και δεν την βρίσκανε στα όρη.
Πράγματι τον είχαν στείλει από κάτω η διοίκηση, "ήταν αποστολή", επέμενε κάποιος. Ένας ρωτούσε αν ήταν ντυμένος κανονικά γυναίκα, και αυτός που έλεγε την ιστορία είπε ότι ήταν καλύτερος από γυναίκα -σφάλμα της φύσης- και ότι ένας λίγο τρελούτσικος φαντάρος από το Αγρίνιο ερωτεύτηκε την κοπέλα και ήθελε να ήταν μόνο αυτός μαζί της και οι άλλοι τον πείραζαν και πήγαν να τους παντρέψουν ένα βράδυ και τότε συγχίστηκαν οι αξιωματικοί, που έκαναν τα στραβά μάτια, και έδιωξαν το παιδί κι εκείνο έφυγε κλαίγοντας και κατά λάθος πέρασε πίσω από τα σύνορα και βρέθηκε σε εχθρική χώρα. "Ποιος ξέρει πού να βρίσκεται σήμερα", αναστέναξε ο άντρας. "Και είχε πολύ πάθος λέγανε γιατί άντρα το φουστάνι διπλή χαρά του δίνει".
Και ο ακορντεονίστας ρώτησε τι απέγινε ο τρελούτσικος. Αυτός όταν απολύθηκε, επειδή δεν είχε δουλειά, πήρε και έπαιζε κουκλοθέατρο στα χωριά, πήγαινε στα σχολεία και έβγαζε μεροκάματο και έπαιζε όλο για βασιλοπούλες που ήταν ντυμένες κορίτσια, ενώ ήταν αγόρια, για να γλυτώσουν από τον κακό αντίπαλο βασιλιά και όλο τα ταίριαζε, χρόνια έπαιζε για ένα μεροκάματο, "όμως πάει κανένας δεν ξανάκουσε και γι' αυτόν", είπε.
Μισοκοιμόμουν. Ήμουν δεκαπέντε χρονών παιδί. Δεν ήξερα τη διαφορά. Από μένα ξεκίνησαν τα λόγια τους. Φοβόμουν μην καταντήσω σαν κι εκείνον. Όμως η δική μου αποστολή ήταν αντρική, αγορίστικη.
Γύρισα χαράματα στο χωριό και παραλίγο να με κυνηγήσει ένας Βούλγαρος που ερχόταν απ' τον φούρνο φορτωμένος ψωμί. Με σκυμμένο κεφάλι του είπα ότι πήγα να ανοίξω το παρεκλήσι του Προφήτ' Ηλία. Δε μπορεί Χριστιανός άνθρωπος ήταν. Αυτός γύρισε και μου άστραψε ένα χαστούκι και έφυγα δυο μέτρα πίσω. Έτρεξα σπίτι κλαμένος. Η μάνα μου έλιωσε από τον φόβο της. Δεν μιλούσε όμως. Δεν ήταν δειλή. Με ήθελε κοντά της η κακομοίρα. Με φίλησε. Ήξερε από την αρχή πού θα πήγαινα και θα ξαναπήγαινα. Ανησυχούσε για την Αλόη που έτρεχαν ξοπίσω της οι άντρες και εκείνη δεν έκανε τίποτε να τους αντικρούσει. Τότε είπε να την στείλει να μάθει ράψιμο στο Πράβι, στην μοδίστρα Αϊδίνη, όλοι την ήξεραν την κυρα Αθηνά και από εκεί να την έστελνε στην Καβάλα, να ράβει σε σπίτια πλούσια αλλά και εκεί μεγάλη πείνα είχανε από την κατοχή, μεγαλύτερη και από τα χωριά.
Όμως η Αλόη δεν υπάκουε σε κανέναν. Για την αδελφή μου δεν υπήρχε φίλος και εχθρός άντρας. Τους αγαπούσε όλους. Τα έφτιαξε με τον διοικητή και μάλιστα με τον παντρεμένο. Της παρήγγειλαν να ράψει ένα φουστανάκι για την μικρή του κόρη. Η Βουλγαρίτσα μας έδινε ζάχαρη σε κύβους-πολύ πρωτότυπο μας φαινόταν-κι εμείς γλυκαινόμασταν.
Και όταν ήρθε ο μπαμπάς της να την πληρώσει, γιατί ήταν πολύ αξιοπρεπής, βρήκε την Αλόη μονάχη στο σπίτι. Δεν ήταν ακριβώς μόνη, φυσικά. Εγώ κρυβόμουν πάνω στα δοκάρια. ’φηνα τα ρουχαλάκια μου πάνω στο μπαούλο και σκαρφάλωνα δεξιά και αριστερά. Όταν έπαιζα μόνος μου στο ταβάνι ή στο υπόγειο δεν φορούσα φόρεμα. Το έβγαζα πάντα και ήμουν σχεδόν γυμνός, ήμουν πουλί ελεύθερο.
Από ψηλά είδα τον Βούλγαρο να την σφίγγει στην αγκαλιά του και να την φιλάει βαθιά στο στόμα. Η Αλόη γλυκάθηκε, δεν το είχε και δύσκολο. Όπως τον είχε μπροστά της, με την στολή του, άνοιξε το παντελόνι του Σλάβου και έχωσε τα χεράκια της μέσα στα μπατζάκια. Και τον χάιδεψε, μπερδεύτηκαν τα χεράκια της και δεν έλεγαν να βγουν. Και όταν βγήκαν έγινε το κακό. Εκείνος έφυγε ξεκουμπωμένος κι εκείνη ψύχραιμη άρχισε να πλύνει τα σανίδια για να φύγουν τα εχθρικά στίγματα. Ακόμα και σήμερα στο σπίτι μας, στο πάτωμα, υπάρχουν βαθουλωμένα σημάδια, σαν να σκάφτηκαν τα σανιδώματα. Τόσο τα έκαψε το σλαβικό οξύ. Εγώ έτρεμα, πάει, έλεγα δεν θα τελείωνε ποτέ η κατοχή στο χωριό μας. Και όταν θα έφευγαν, αν έφευγαν ποτέ, αυτός θα υπέγραφε να κρατήσει την Αλόη για πάντα μαζί του κι ας ήταν παντρεμένος, δούλα θα την έπαιρνε όπως έπαιρναν οι Βούλγαροι τα νέα παλικάρια για αγγαρείες πίσω από τα βουνά, στα μέρη τους..."
(απόσπασμα σελ. 265-271)
|