Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ DANTE ALIGHIERI ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ
Δεν άκουγε πια φωνές
ούτε και βήματα
η αγορά έξω απ’ την πόρτα του
σαν να βουβάθηκε
στ’ αυτιά του μόνο έφτανε
το μέγα κύμα
που απλωνόταν και τον κρήμνιζε
στον σκοτεινό βυθό
τότε ήταν που είδε
μια δίνη πολύχρωμη
τη Φλωρεντία με ανοιξιάτικα χρώματα
παπαρούνες και μέλισσες
να συλλέγουν τη γύρη
κι εκείνος παιδί
ξαπλωμένος στη χλόη
χωρίς υπόνοια της κόλασης
χωρίς οσμή της Βεατρίκης
μονάχα με μιαν άγραφη
βουβή ανησυχία
για όσα περνούν μέσα απ’ την ύλη
και μένουν πάντα άπιαστα.
1431
Η ΙΩΑΝΝΑ ΤΗΣ ΛΩΡΑΙΝΗΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΤΗΣ
Απ’ τη σχισμή του τοίχου
τρύπωσε μια λιβελούλα
κι όταν εστάθη στα μαλλιά της
εκείνη φώναξε
πως ήρθε ο άγγελός της
κι όλοι οι φρουροί γελάσανε
γιατί φαντάζονταν
έναν μεγάλο άγγελο
με ανοιχτά περήφανα φτερά
τότε το έντομο την πήρε στη ράχη του
κι άρχισαν κι οι δυο ν’ αστράφτουν
και έτσι πιασμένες
φέρνανε γύρους το κελί
πετούσαν αμέριμνες
στο μικρό διάστημα
που τους απέμεινε
να ονομάζουν ουρανό.
421 μ. Χ.
Η ΣΤΕΨΗ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ
Όλοι τη βλέπαν σκεπτική
κι έκριναν πως έφταιγε
η βοή του κόσμου.
Μα εκείνη τίποτα δεν άκουγε
μονάχα στο μυαλό της
μια σκέψη τριγυρνούσε:
κακώς πως άφησε
την πόλη της Αθήνας
με τις σχολές
τις συζητήσεις
και το άγιο φως.
Κακώς.
Πού να βρει τώρα θυμιάματα
από φρούτα ευωδιαστά
πού να βρει αγάλματα θεών
με ωραίες κνήμες και λαγόνια;
Κακώς άφησε πίσω την Αθήνα.
Τώρα θα σκύβει στους σταυρούς
και θα προσεύχεται.
Και προπαντός μην ξεχαστεί
κι αφήσει έκθετες τις φτέρνες της
μην και φανεί
που είναι απόγονος αυτή
του Αχιλλέα.
|