ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ
Αυτό που μένει περισσότερο
Είναι αυτό που φεύγει
Καθώς το τίποτα είναι πολύ
Ενώ το λίγο τίποτα
Κι οι κύλινδροι αλέθουν τη στιγμή
Σε λεπτότατο φύλλο.
ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές
ασήμαντες εικόνες
Ποιος θα’ χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δεν γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη
να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τί; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος –
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;
ΑΠΟΨΕ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ
Αυτούς που βασανίζονται κλεισμένοι στο καβούκι τους
– Ν’ ακούνε μουσική και να καπνίζουν –
Αυτούς που αποπειράθηκαν ν’ αυτοκτονήσουν με ομορφιά
– Ρουφήξαν το βιτριόλι της και κάηκαν –
Αυτούς που ο φόβος τούς φυτεύει στις ερμιές
Αυτούς που άυπνοι αιωρούνται στον αέρα
Αυτούς που κάναν έρωτα και μείνανε πιο μόνοι
Αυτούς που άδειοι ακολουθούν μια νεκροφόρα μνήμη
Αυτούς που βλέπουν τ’ όνομά τους στο κουδούνι
Και το χτυπούν δαιμονισμένα
να ξυπνήσει
ο ένοικος.
Η ΑΡΑΧΝΗ
Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε
Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.
Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Γιατί όλο ανέβαινε τον σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις αρθρώσεις κι έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.
Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.
Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο.
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ
Μαθαίνω κάνει πάντα παγωνιά.
Κι εσύ δεν πήρες φεύγοντας
Ούτε κουβέρτα.
Να σκεπάζεσαι καλά
Με το χώμα σου.
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΑΥΡΙΟ
Μήνες και χρόνια
Χρόνια πια συνήθισα
Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι
Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο
Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα
Να ζω το σήμερα σαν θύμηση του άλλοτε
Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος,
Αφού όσο μέλλον σού απομένει
Όχι αργότερα
Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα
Παρελθόν.
Έτσι συνήθισα
Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο
Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου
Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια
Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε
Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του
Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο
Μούμια μωρού να ολολύζει
Απ’ τις φασκιές.
Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα
Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες
Όμως μετά τι φωταψίες αναστάσεως
Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι
Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες
Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο
Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο
Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι
Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα
Παρόν.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Αφού κανένας ορισμός
Δεν είναι οριστικός
Κι αφού απ’ τις χίλιες εκδοχές
Καμιά δεν απαντάει
Τί να ’ναι
Ποίημα,
Φαντάζομαι δεν θα βαρύνουν
Τρεις ακόμα λέξεις :
Ρυθμικά
Σκεπτόμενο
Αίσθημα.
ΕΤΣΙ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Σαν τον Κυναίγειρο, τον αδελφό του Αισχύλου.
Ξέρετε.
Που όταν οι Πέρσες απ’ τον Μαραθώνα τρέξανε
Στα πλοία τους να φύγουν να σωθούν
Αυτός εμπόδισε μια τριήρη χώνοντας
Τα νύχια του στην πρύμη. Τού ’κοψαν
Το χέρι απ’ τη ρίζα. Αιμόφυρτος
Συνέχισε με τ’ άλλο.
Κι όταν το ’κοψαν κι εκείνο, σε ύστατη,
Μπήγει τα δόντια στο σκαρί ελπίζοντας
Να ματαιώσει, λέει, την αναχώρηση.
Να ματαιώσει, πώς; Ένας προς όλους;
Φούμαρα του μύθου, αμετροέπειες.
Την αναχώρηση την είχε δεδομένη. Πάλευε
Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.
Αφού (αυτάδελφος του Αισχύλου) το ’νιωθε:
Κάθε λεπτό είν’ από μόνο του μια νίκη. Πάλευε
Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.
Σαφώς την καθυστέρηση.
Με νύχια
Και με δόντια.
|