Κείμενο αποσπάσματος: |
Αν και μέλος της οργανωτικής επιτροπής του εορτασμού των πενήντα χρόνων από τα εγκαίνια της στοάς Μουρούζη,ο κυνηγός Ιορδάνης Μαρδίτσας, υπεύθυνος εδεσμάτων και ποτών, απουσίαζε αδικαιολόγητα από τις τελευταίες συνελεύσεις. Η γιορτή κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα και πολλοί, μπροστά σ'αυτό τον κίνδυνο, κατέφυγαν στο εκτός της στοάς "Εστιατόριον της Φιλικής Εταιρείας" κι έκαναν τις παραγγελίες τους για να αντικαταστήσουν το λαγό σαλμί, τα παπάκια με τοματάκια γλασέ ,τα ορτύκια σούβλας και το βαρελίσιο κρασί Λιοπεσίου που είχε υποσχεθεί ο κυνηγός Ιορδάνης Μαρδίτσας.
Την ώρα που έφτανε στη στοά η μπάντα του δήμου με τις γαλάζιες στολές, τα χρυσά σιρίτια και τα απαστράποντα όργανα, όλοι οι μαγαζάτορες, με τα καλά τους, ανάσαναν ανακουφισμένοι γιατί έβλεπαν επιτέλους τη γιορτή τους να παίρνει σάρκα και οστά, παρά την αδικαιολόγητη απουσία του κυνηγού Ιορδάνη Μαρδίτσα. Τα ρολά του χρωματοπωλείου του ήταν κατεβασμένα, χωρίς καμιά ελληνική σημαία ή μια γιρλάντα να στολίζει την είσοδο του καταστήματος,σε αντίθεση με τις άλλες κατάφωτες εισόδους, τις φορτωμένες με υπόλοιπα στολιδιών από Χριστούγεννα κι Αποκριές και με σημαίες Ελλάδας, Ηνωμένων Πολιτειών, Μεγάλης Βρετανίας και μία, στο κατάστημα ειδών υποβρύχιας αλιείας, της Νέας Ζηλανδίας.
Όμως ο κυνηγός Ιορδάνης Μαρδίτσας ήταν εκεί. Μέσα στο μαγαζί. Καθισμένος στην παλιά πάνινη καρέκλα του, πίσω από το γραφειάκι, σκυμμένος πάνω από τις ριγωτές κόλλες διαγωνισμού, και στο τεφτέρι των χρωμάτων, έχοντας αναμμένο μόνο το αμπαζούρ με την κολοκύθα, έγραφε τ'απομνημονεύματά του κι άκουγε όλους τους θορύβους της στοάς. Όλα τα άκουγε. Ακόμα κι αυτά που λέγονταν εις βάρος του.
Όταν η μπάντα του δήμου παιάνισε το πρώτο εμβατήριο, χαμογέλασε. Κοίταξε το ρολόι πάνω από την κλειστή πόρτα. Έδειχνε μία και είκοσι πέντε, όπως πριν από δώδεκα χρόνια που οι δείκτες του γαντζώθηκαν πεισματάρικα πάνω σ'αυτήν την ώρα και δεν έλεγαν να μετακινηθούν ούτε μπρος ούτε πίσω, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του ίδιου και του διπλανού ρολογά. Το άφησε να δείχνει μία και είκοσι πέντε για πάντα, γιατί και τα ρολόγια έχουνε το δικαίωμα κάποτε να πεθαίνουν και να δείχνουν συνεχώς την ώρα του θανάτου τους σαν κοσμοϊστορικό γεγονός...Τώρα όμως το κοίταζε λες και περίμενε να του δείξει μία και είκοσι έξι, μία και είκοσι εφτά. Πάντως έξω έπρεπε να είχε βραδιάσει.
Εδώ και πολλή ώρα τα άκουγε. Τα άκουγε να μπαίνουν από την τρύπα που είχε ανοίξει πριν τριάντα δύο χρόνια στον πίσω τοίχο του ακάλυπτου χώρου για να περάσει τα μπουριά της ξυλόσομπας. Του παραπονέθηκαν τότε, από τα επάνω γραφεία, η καπνιά τους έπνιγε, έλεγαν, κυρίως όταν φυσούσε εκείνος ο ανατολικός άνεμος, πέταξε την ξυλόσομπα, η τρύπα στον τοίχο όμως έμεινε. Τη γέμισε με κάτι παλιοπατσαβούρες για να μην μπάζει κρύο, αλλά αυτά, ως φαίνεται, υπομονετικά τράβηξαν τα παλιόπανα με τα ράμφη τους κι έμπαιναν τώρα από την ανοιχτή πια τρύπα.
Τα άκουγε να μπαίνουν ασταμάτητα. Ολόκληρος στρατός. Το ένα πίσω από τ'άλλο. Πουλιά, σιωπηλά πουλιά, που με απαλό φτερούγισμα πήγαιναν κι έπιαναν θέση στα χείλη των βαρελιών με τα χρώματα, στις ζυγαριές, στις κουλούρες των σχοινιών και στα ράφια με τις πρόκες όλων των μεγεθών. Ένιωθε τα μάτια τους καρφωμένα στην πλάτη του, απειλητικά, καταλάβαινε την απειλή από τη σιωπή τους. Αν κελαϊδούσαν, αν φτερούγιζαν από το ένα ράφι στο άλλο, αν ανακάτευαν και σκάλιζαν με τα νύχια τους τα χρώματα μέσα στα βαρέλια, θα ήταν διαφορετικά, θα έμοιαζε με πανηγύρι και γιορτή των πουλιών, θα μπορούσε κι εκείνος να πάρει μέρος στη χαρά τους, να παίξει μαζί τους, να τα ταΐσει με το χέρι, να τα ποτίσει δροσερό νερό. Όμως αυτή η σιωπή των πουλιών, αυτή η σιωπηλή ομαδική προσέλευση, τον τρόμαζε. Έπρεπε ν'αντιδράσει. Τι σόι κυνηγός ήταν; Γιατί λάσπωσε τόσα χρόνια τις μπότες του στους κυνηγότοπους; Ως εδώ!
Πετάχτηκε πάνω κι έρριξε πίσω του με θόρυβο την πάνινη καρέκλα. Κανονικά ένας τέτοιος θόρυβος και η απότομη κίνηση του ανθρώπου θα προκαλούσαν μεγάλη ταραχή στα φτερωτά, θα τα αναστάτωναν, θα τα τρόμαζαν. Φτεροκοπώντας φοβισμένα θα έψαχναν για έξοδο κινδύνου, θα 'πεφταν πάνω στους τοίχους, θα τσάκιζαν τα κεφάλια τους στο ταβάνι καθώς θα έψαχναν για ουρανό, θα ορμούσαν μέσα στα χρώματα των βαρελιών, ώχρα, λουλακί και χοντροκόκκινο, χρωματιστά σύννεφα θα γέμιζαν το μαγαζί, θα μπερδεύονταν μεταξύ τους, μέγας πανικός...
'Όμως τίποτε. Κανένας πανικός στα φτερώματα. Τα είδε, το ένα πλάι στο άλλο, πουλιά, πολλά πουλιά, πάνω στα χείλη των βαρελιών, στις ζυγαριές, στις κουλούρες των σχοινιών και στα ράφια των καρφιών, ακίνητα, σιωπηλά, να τον κοιτάζουν λες και δεν υπήρχε κανένα άλλο ενδιαφέρον σημείο μέσα στο χρωματοπωλείο.
Κι από την τρύπα συνέχιζαν να μπαίνουνε κι άλλα.Το ένα πίσω από τ'άλλο.'Εμπαιναν,έμπαιναν,έμπαιναν...Τα αναγνώριζε.Τα έβλεπε να μπαίνουν ένα ένα και τα αναγνώριζε.Σαν να έκανε προσκλητήριο θηραμάτων,ασυναίσθητα ψιθύριζε:
"Ροδογλάρονο...Τρανόμυχος...Χερσόφιλος...Χηνοπρίστης...Θυελλόγλαρος...Κρυπτοτσικνιάς...Λεπτομύτης...Κεδρότσιχλα...Αμμοσταρήθρα...
Βραχοκιρίνεζο...Λαμπροβούτι...Κορμοράνος...Οχθοτούρλι...Τουρλίδα...Τσίχλες...Μπεκάτσες...Ορτύκια...Φάσες..."
Και ξαφνικά,χωρίς κανένα σύνθημα,χωρίς ν'ακουστεί τουφεκιά,το πολύχρωμο σιωπηλό πλήθος των πουλιών σηκώθηκε σαν σύννεφο και σαν καπνός που τον στριφογυρίζει ο αέρας και όρμησε καταπάνω του.
Ο κυνηγός Ιορδάνης Μαρδίτσας έπεσε στο πάτωμα ουρλιάζοντας από το φόβο του.Μπουσουλώντας έφτασε σ'ένα χαμηλό ντουλάπι και με τρεμάμενα χέρια έβγαλε από κει την επαναληπτική καραμπίνα του - την είχε πάντα γεμάτη,για παν ενδεχόμενο,τώρα που η βία είχε φουντώσει στη πρωτεύουσα.Ορθώθηκε,στηρίχτηκε γερά στα δυο του πόδια και κραυγάζοντας άρχισε να πυροβολεί το απειλητικό σύννεφο των πουλιών,τη στιγμή που έξω,στη στοά,η μπάντα του δήμου έπαιζε τη "Γερακίνα" και ο αντιπρόσωπος των τζιν παντελονιών χόρευε με τις πωλήτριές του.
Σταμάτησαν ξαφνιασμένοι.Τότε είδαν το ρολό του χρωματοπωλείου ν'ανοίγει με πάταγο και να βγαίνει αλαφιασμένος ο κυνηγός Ιορδάνης Μαρδίτσας.Στα χέρια του κρατούσε μια επαναληπτική καραμπίνα,κοίταζε πίσω του με μάτια τρομαγμένα και πυροβολούσε ασταμάτητα στον αέρα.'Εκανε δυο βιαστικά βήματα,γύρισε και αντίκρισε τους παγωμένους καταστηματάρχες και τους άφωνους μουσικούς της μπάντας,προσπάθησε να χαμογελάσει σαν να ζητούσε συγγνώμη που διέκοψε το γλέντι τους,άφησε την καραμπίνα να του γλιστρήσει στο πλάι,άπλωσε τα χέρια κι έπεσε στα πλακάκια της στοάς Μουρούζη.Το δεξί του μάγουλο κόλλησε στην τσιχλόφουσκα που πριν λίγο είχε φτύσει ο ιδιοκτήτης του υπογείου με τον αμερικάνικο ιματισμό,ενώ,εξαιτίας της πτώσεως,το κορμί του κυνηγού Ιορδάνη Μαρδίτσα τραντάχτηκε δυνατά κι απ'το σταχτί του κοστούμι τινάχτηκαν μερικά πούπουλα...
|