με τις σκηνές
θα παίξει,
τις εκφράσεις,
μαθαίνοντας τους μύθους
από στήθους,
ως λίθους συναρμόζοντας
τις λέξεις
στην προϊστορική
περίμετρό τους
θα φτάσει
σε γιουγκοσλάβα
γη, πάντα στο χέρι
τον φωνογράφο
έχοντας,
τη μνήμη
να γράψει
αναλφάβητη,
τη φήμη της φτερωτής
φωνής που όλα τα ξέρει
θα ψάξει
την ορισμένη ιδέα,
τις συνθήκες,
δακτυλικό εξάμετρο,
βραχώδες,
ξυπόλυτο,
με πόδες ματωμένους
και γέροντες
τυφλούς:
στην απαρχή
που πάλι
αναγεννιέται,
τραγούδι
που ξεχνιέται
και θυμάται
για την ψυχή
που εξήγηση δε δίνει
κι εξήγηση ζητά,
ιεροσύνη στη γη του κανενός,
το χάλκεον χέρι αυτό,
το μάταιο δόρυ
θα σκάβει
για τ’ αρχέτυπα,
θα λιώνει
στις όχθες
των λιμνών
τ’ αφράτο χιόνι,
ανέπαφο θαμμένο
θείο παιδί,
τον έρωτα
κι ανάγκη
μες στ’ αυγό τους
και την αρχαία
χώρα οικουμένη
«σπίτι»,
θα πει,
«δεν έκτισα
δικό μου,
εκτός από
τα λόγια μου»
(η θήβα μέμφις, σελ. 99-101)
|